ἵστημι

From LSJ
Revision as of 19:18, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵστημι Medium diacritics: ἵστημι Low diacritics: ίστημι Capitals: ΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: hístēmi Transliteration B: histēmi Transliteration C: istimi Beta Code: i(/sthmi

English (LSJ)

(cf. ἱστάω, ἱστάνω),    I causal, make to stand, imper. ἵστη Il.21.313, E.Supp.1230, καθ-ίστα Il.9.202: impf. ἵστην, Ep. ἵστασκε Od.19.574; 3pl. ἵσταν B.10.112: fut. στήσω, Dor. στᾱσῶ Theoc.5.54: aor. 1 ἔστησα, Ep. 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): aor. 1 Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: pf. ἕστᾰκα Cerc.3, (καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), (περι-) Pl.Ax.370d, (ἀφ-) LXXJe.16.5, (παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., (συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, (δι-) Arist.Vent.973a18, (ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.    II intr., stand,    1 Act., aor. 2 ἔστην, Ep. στάσκον Il.3.217; 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, Dor. στᾶθι Sapph.29, Theoc.23.38; subj. στῶ, Ep. 2 and 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231, στείομεν 15.297; opt. σταῖεν, Ep. 3pl. σταίησαν 17.733; inf. στῆναι, Ep. στήμεναι 17.167, Od.5.414, Dor. στᾶμεν Pi.P.4.2; part. στάς: pf. ἕστηκα: plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF925, Ar.Av.513, Th.1.89, etc.; Ion. 3sg. ἑστήκεε Hdt. 7.152:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper. ἕστᾰθι Aristomen. 5; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι (ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς (ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men.93d, Lg.802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16, εἱστηκότα IG12.374.179), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. ἑστός Pl.Ti.40b, Tht. 183e, SIG1234 (Lycia), etc., (καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), (ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), (παρ-) Ar.Eq.564 (-ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; Ep. ἑστηώς Hes.Th.747; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian.134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late pres. ἑστήκω, formed from pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, fut. ἑστήξω Hom. Epigr.15.14, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25, ἑστήξομαι X.Cyn.10.9 codd.    2 Pass., ἵσταμαι: imper. ἵστασο Hes.Sc.449, ἵστω S.Ph. 893, Ar.Ec.737: impf. ἱστάμην: fut. στᾰθήσομαι And.3.34, Aeschin. 3.103: more freq. στήσομαι Il.20.90, etc.: aor. ἐστάθην Od.17.463, etc.; rarely ἔστην, Dor. 3sg. ἔσστα SIG56.43 (Argos, v B.C.): pf. ἕσταμαι (δι-) v.l. in Pl.Ti.81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- (aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. pres. and pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)    A Causal, make to stand, set up, πελέκεας ἑξείης Od.19.574; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v. ἱστός 1 and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς . . κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96; ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13; ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp.1230; ὁ Ξανθίας τὸν φαλλὸν ὀρθὸν στησάτω Ar.Ach.243; ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant.145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc., ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110; τροπαῖα S.Tr.1102; τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150, cf.IG22.1457.26; τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7; τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl.453; τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in pf., stand, οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141:—Pass., σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr.236b; σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33).    II set, place, of things or persons, τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435, etc.; ὥς σ' ἄγχι γῆς στήσωσι Καδμείας S.OC399, etc.; fix, τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10; esp. set men in order or array, πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298, cf. 2.525, etc.; στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25, etc.    III bring to a standstill, stay, check, λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188; βᾶριν Iamb.Myst.6.5; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5; ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra.437b, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib.437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd.118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9; στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6: esp. in Medic., ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1; αἱμορραγίας Dsc.1.129: abs., Arist.HA605a29:—Med., ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19 (Hermes 53.65).    2 set on foot, stir up, κονίης . . ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336; ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313; νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314; ἔριν στήσαντες 16.292 (so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib.533, Od.9.54; πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9.β', 175, 236; so ἱστάναι βοήν A.Ch.885; κραυγήν E.Or.1529 (Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph.1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT699, E.IA788(lyr.).    3 set up, appoint, τινὰ βασιλέα Hdt.1.97; τύραννον S.OT940, cf. OC1041, Ant.666:—Med., ἐστάσαντο τύραννον Alc.37A; φύλακας στησόμεθα Pl.R.484d:—Pass., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).    4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (so στήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35; ἀγῶνα h.Ap.150); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58; κτερίσματα S.El.433; χορούς B.10.112, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—Pass., ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58.    5 = Lat. statuere, determine, γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68; διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21 (Aug.):—Pass., τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27 (Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).    6 fix by agreement, ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1 (i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.); τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15 (iii A.D.).    7 bring about, cause, ἀμπνοάν Pi.P.4.199; στῆσαι δύσκηλον χθόνα make its case desperate, A.Eu.825.    IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7; ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt.356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—Pass., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15; σταθείς weighed, IG11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).    2 weigh out, pay, LXX 3 Ki.21.39, cf. Za.11.12, Ev.Matt.26.15.    B Pass. and intr. tenses of Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97; ἄντα τινός 17.30; ἐς μέσσον Od.17.447; σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ Od.7.89, etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj.1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr.1271 (anap.); ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj.200(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr.1145, OT1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj.102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.    2 take up an intellectual attitude, ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.    3 in pregnant sense, στῆναι ἐς . . Hdt.9.21; στ. ἐς δίκην E.IT962; στ. παρά τινα Il.24.169 (but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp.987 (lyr.); στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or.1251:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς . . στῆναι; S.Ph.277.    II stand still, halt, ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R.436c, etc.; κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA588a8: c. part., οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10; come to a stop, rest satisfied, ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr.423; οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr.43a37, al.; οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8; also ἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8,al.    2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23; τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA776a35, EN1104a4, Metaph. 1047a15; δεῖ τὸ κρίμα ἑστηκὸς καὶ κύριον εἶναι SIG826ii29 (Delph., ii B.C.); λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9; τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age, ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg.802c; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.    III to be set up or upright, stand up, rise up, κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55; ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359, cf. A.Th.564(lyr.), Pl.Ion535c, etc.; κονίη ἵστατο Il.2.151; ἵστατο κῦμα 21.240; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT143.    2 to be set up, erected, or built, στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435; ἕστακε τροπαῖον A. Th.954(lyr.); μνημεῖον Ar.Eq.268, etc.; v. supr. A.11.    3 generally, arise, begin, ἵστατο νεῖκος Il.13.333; cf. A. 111.2.    4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op.780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67; σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr.242a.    5 to be appointed, στῆναι ἐς ἀρχήν Hdt.3.80; v. supr. A.111.3.

German (Pape)

[Seite 1268] entst. aus σίστημι, Latein. sisto, Wurzel στα, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 191. Die transitive Bedeutung "stellen" hat praes., impft., fut. 1., aor. 1. act.; imper. ἵστη Il. 21, 313, καθίστα 9, 203, wie von ἱστάω; ἱστᾷ Her. 4, 103; κατίστα 6, 43; ἱστᾶν Plat. Crat. 437 b; ἀφιστῴης Xen. Conv. 2, 20; impt. ἵστην, ἵστασκε Od. 19, 574; tut. στήσω; aor. ἔστησα, dazu die 3. Pers. plur. ἔστασαν, ep. für ἔστησαν, Il. 2, 525, Bekk. ἵστατον, Od. 3, 182, 18, 307, Bekk. ἵστασαν, vgl. Spitzner Exc. V zur Il.; Il. 12, 54 ff. ist mit Bekker zu schreiben κρημνοὶ περὶ πᾶσαν ἕστασαν (s. nachher) ἀμφοτέρωθεν τοὺς ἔστασαν υῖες Ἀχαιῶν, wo Wolf die Spiritus noch umgekehrt vertheilt hat; intrans. sind perf. ἕστηκα u. plusqpf. ἑστήκειν, auch εἱστήκειν, mit Präs.- u. Impft.-Bdtg, ich stehe, ich stand; eben so aor. II. ἔστην, ich trat hin; zum perf. gehören synkopirte Formen, indic. dual. u. plur. ἕστατον, ἕσταμεν, ἕστατε, wofür Il. 4, 243. 246 ἕστητε steht, ἑστᾶσι, conj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕσταθι, inf. ἑστάναι, ep. ἑστάμεν u. ἑστάμεναι, Hom., partic. ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστώς, oder, wie es nach mss. jetzt bei den att. Schriftstellern meist hergestellt ist, ἑστός, gen. ἑστῶτος, ion. ἑστεώς, ep. ἑστηώς, Hes. Th. 519, wie Ap. Rh., bei Hom. gen. ἑσταότος, acc. ἑσταότα, plur. ἑσταότες, plusqpf. ἕστατον, ἑστάτην, ἕσταμεν, ἕστατε, ἕστασαν, was mit der Aoristform ἔστασαν nicht zu verwechseln ist. Vom aor. II. hat Hom. die Iterativformen στάσκον, ες, ε, Il. 3, 217. 18, 160, u. neben ἔστησαν häufiger ἔσταν, στάν, im conj. (statt στῇς, στῇ) στήῃς, στήῃ, 5, 598. 17, 30, plur. στέωμεν für στῶμεν, 22, 231. 11, 348, zweisylbig zu lesen, u. στείομεν, 15, 297, inf. στήμεναι, 17, 167 Od. 5, 414. Med. ἵσταμαι, theils für sich stellen, aufrichten, theils u. bes. in den compp. intr., stehen; fut. στήσομαι, aor. ἐστησάμην. Zu ἕστηκα ein fut. in der intrans. Bdtg, ich werde stehen, ἑστήξω, Ar. Lys. 634 Thuc. 3, 37 Plat. Conv. 220 d, auch ἑστήξομαι, Eur. I. A. 675 Xen. Cyr. 6, 2, 17, häufiger bei Sp. Die Form στεῦμαι s. besonders. – In dem Folgdn sind die tempp. nicht geschieden, da der Gebrauch der intransitiven sich überall an den der transitiven anreiht. – Stellen, – 1) im Ggstz zur Bewegung, das Beendigen derselben, das zur Ruhe bringen u. zur Ruhe kommen bezeichnend, still stehen lassen, Halt machen lassen, aufhalten, hemmen; ἵστη δὲ μέγα κῦμα, halt die Wogen an, Il. 21, 313; λαὸν δὲ στῆσον, laß das Volk halten, 6, 433; στῆσαν ἄρ' ἡμιόνους 24, 350, u. öfter ἵππους, νέα; μύλην στήσασα, nachdem sie die Mühle angehalten hatte, Od. 20, 111. So ῥοῦν στῆσαι Plat. Crat. 437 b; τὴν διάῤῥοιαν Arist. H. A. 8, 26; übertr., στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν, dabei innehaltend mit der Erzählung, Pol. 3, 2, 6; τὰ ὄμματα ἔστησεν, er hielt die Augen still, sie waren gebrochen, Plat. Phaed. 118; anders ὀφθαλμοὶ ἕστασαν Od. 19, 211, sie starrten, standen unbeweglich; so intrans., stehen bleiben, stillstehen, ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών, ich blieb stehen, nachdem ich hinausgegangen war und stand da, Od. 10, 97. 148, u. so oft, häufig mit Participien von Verbis der Bewegung, στῆ δὲ μάλ' ἐγγὺς ἰών, ἔστη ἐπ' οὐδὸν ἰών, στῆ δ' ἐπὶ τάφρον ἰών, κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη, Il. 11, 94, στήτην ἐρχομένω, Od. 17, 261, so daß darin die vorangegangene Bewegung mit zu denken ist, στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς, er trat hin u. stand zu Häupten, Il. 2, 20, στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον, er trat neben den Priamus hin, 24, 169, εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς, 17, 30, μοὶ ἆσσον στῆθι, tritt näher zu mir, 23, 97, στῆθ' οὕτως ἐς μέσσον, tritt in die Mitte, Od. 17, 447, ἤλασεν ἄγχι στάς, trat hinzu u. schlug, 3, 449; στῆθι πλησίον πατρός Soph. Tr. 1065; τί ποτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; warum ist sie auf den Fels getreten? Eur. Suppl. 987; στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. Cyr. 4, 1, 1; – νῶϊ δ' ἔπειτα στῆμεν ἐνὶ προθύροισιν, wir blieben stehen, Il. 11, 776; 21, 551; στῆτέ μοι ἀμφίπολοι, πόσε φεύγετε, bleibt mir stehen, Od. 6, 199. – Damit ist nicht der Fall zu verwechseln, wo der aor. I. scheinbar intrans. steht in der Bdtg "still halten", "anhalten", denn immer ist aus dem Zusammenhange νέας od. ἵππους zu ergänzen, Od. 7, 4. 19, 188 Il. 11, 348. 22, 231. Häufig so auch aor. I, med. – Den Ggstz hebt Plat. oft hervor, οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται Soph. 250 c, ἑστᾶσί τ' ἅμα καὶ κινοῦνται Rep. IV, 436 d, ὅταν κινούμενον ἵστηται Parmen. 156 c; ἐὰν ἡ κοιλία, τὰ καταμήνια στῇ, zum Stehen kommen, nicht fließen, Arist. H. A. 3, 11. 9, 12. – So auch οὐ στήσεται πάντας ἀνθρώπους ἀδικῶν, er wird nicht anhalten, nicht aufhören, Unrecht zu thun, Dem. 10, 10; ὡς οὐ στήσεται τοῦτο ἄνευ μεγάλου τινὸς κακοῦ 10, 36, es wird nicht zur Ruhe kommen, beigelegt werden; οὐ μὲν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα 21, 102; auch Sp., wie ἔστη δὴ οὕτω τὸ δεινόν Hdn. 1, 13, 10. – Hieran reiht sich die Nebenbdtg des müssigen, unthätigen Stehens, Il. 5, 485. 10, 480. – Aber auch = dem Feinde Stand halten, οὐκέτι ἵστανται, ἀλλὰ φεύγουσι Xen. An. 1, 10, 1; 4, 8, 19; οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά D. Hal. 9, 28, die den Gefahren nicht Trotz bieten. – Uebertr., ὅτι ἵστησιν ἡμῶν ἐπὶ τοῖς πράγμασι τὴν ψυχήν, weil sie den Geist dabei verweilen läßt, darauf hinrichtet, Plat. Crat. 437 a. – 2) stellen, aufrichten, aufrecht hinstellen, Ggstz Liegen oder Sitzen, u. intrans. aufrecht stehen, oft mit ὀρθός verbunden, ὀρθῶν δ' ἑσταότων ἀγορὴ γένετ', οὐδέ τις ἔτλη ἵζεσθαι Il. 18, 246, ἧσται, οὐδ' ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσθαι οἴκαδε, Iros saß, denn er konnte nicht auf den Füßen gerade stehen, noch auch gehen, Od. 18, 240; ὀΐων ὀρθῶν ἑσταότων 9, 441; πελέκεας ἵστασχ' ἑξείης, stellt der Reihe nach auf, 19, 574. So bes. ἱστὸν στῆσαι u. στήσασθαι, den Mastbaum im Schiffe aufrichten, um sich zur Fahrt zu rüsten, od. den Webebaum od. Webestuhl aufstellen, um das Gewebe darauf zu beginnen; κρητῆρας στήσασθαι, Mischkrüge auf-, hinstellen, um das Mahl zu beginnen, Od. 2, 431; τινί, den Mischkrug Einem zu Ehren aufstellen, Il. 6, 528; ἔγχος ἔστησε, stellte die Lanze hin, 15, 126; anders Soph. λόγχας στήσαντ' ἔχετον Ant. 146, vom feindlichen Entgegenstellen, -strecken; Soph. setzt στάντες ἐς ὀρθόν dem πεσόντες gegenüber, O. R. 51; ib. 143 ist βάθρων ἵστασθε nach den Schol. ἀνάστητε ἀπὸ τῶν καθεδρῶν, erhebt euch von den Stufen; στῆσόν με κἀξίδρυσον O. C. 11; σύ με εἰς ὀρθὸν ἵστη Eur. Suppl. 1229; eben so ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν Od. 1, 127; ὀρθὸν κρᾶτ' ἔστησαν, sie hielten den Kopf hoch, Eur. Hipp. 1203; vom Pferde ὀρθὸν οὖς ἵστησιν, spitzt die Ohren, Soph. El. 27; ὥςτε πάντας ὀρθίας τρίχας στῆσαι O. C. 1621, wir gew. intrans. "das Haar sträubte sich Jedem empor", wie Il. 24, 359 ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, sie standen aufrecht, starrten empor, vgl. κρημνοὶ ἕστασαν Il. 12, 55; Aesch. τριχὸς δ' ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται Spt. 546; ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται Plat. Ion 535 c; ἑστὼς ὀρθός Legg. II, 665 e; Ggstz von κείμενος Prot. 344 c. – Daher auch – a) Denkmäler, Bildsäulen u. dgl. errichten, τρόπαιον u. τρόπαια, das Fluchtod. Siegesdenkmal aufrichten, Soph. Tr. 1092 Plat. Critia. 108 c u. Folgde; τρόπαιον ἱστάναι πολεμίων, über die Feinde, Isocr. 4, 150; τὸ κατ' ἐκείνων ὑπὸ τῶν βαρβάρων σταθὲν τρόπαιον 5, 148; ἕστακε δ' Ἄτας τρόπαιον ἐν πύλαις Aesch. Spt. 937; auch mit näherer Beziehung auf das Subject τρόπαια στήσασθαι, Ar. Plut. 453, Xen. Hell. 4, 6, 12 u. A.; – στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκει, die auf dem Grabe errichtet ist, steht, Il. 17, 435; στήλην ἀποθανόντι στῆσαι D. Cass. 69, 10; μνημεῖον Ar. Equ. 268; ἀνδριάντα, eine Bildsäule errichten, Her. 2, 110; εἰκόνες ἕστασαν ἐκ χρυσοῦ Plat. Critia. 116 e; ἐν τῷ ἱρῷ ἕστηκε λίθινος, er, d. i. seine Bildsäule von Stein steht, ist errichtet, Her. 2, 141; τὴν πέριξ σφίγγες ἕστασαν 4, 79; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι, es soll dir eine metallene Bildsäule errichtet werden, Plat. Phaedr. 236 b; ἱστάναι χαλκοῦς τινάς, ihnen eherne Bildsäulen errichten, Dem. 20, 120. – Auch τεῖχος, eine Mauer errichten, Thuc. 1, 69. – bl χορούς, Chöre aufstellen, zugleich mit der Nebenbdtg des Ordnens, u. dadurch das Fest feiern, Soph. El. 272, Eur. Alc. 1158, Her. 3, 48, der auch eben so sagt τῇ Μητρὶ παννυχίδα, das Nachtfest feiern, 4, 76; κτερίσματα Soph. El. 433; χορόν, ἑορτάν, Pind. P. 9, 113 Ol. 11, 60, Ὀλυμπιάδα Ol. 2, 3. – c) von Soldaten, sie auf stellen, ordnen, τελευταίους τινάς Xen. Cyr. 6, 3,25. So Hom. στίχας ἵστατον, Il. 2, 525, vgl. 16, 199. – Daran reiht sich die Bdtg – 31 hinstellen als Etwas, einsetzen wozu, wozu machen, zunächst – a) τύραννον, zum Herrscher, Soph. O. R. 940; ὃν πόλις στήσει, τοῦδε χρὴ κλύειν Ant. 662; πρὶν ἄν σε τῶν σῶν κύριον στήσω τέκνων O. C. 1045; τὸν ὑπὸ Δαρείου σταθέντα ὕπαρχον Her. 7, 105; Sp., βασιλέα Δείμαντα στησάμενος D. Hal. 1, 61; βασιλέα σφισὶν ἐστήσαντο D. Cass. 71, 13. Auch φύλακας τούτους στησόμεθα, Plat. Rep. VI, 484 d. Vgl. das üblichere καθίστημι. – Aehnlich ἤθεα καὶ νόμους ἐστήσαντο, richteten sie ein, Her. 7, 35; τὰς σωμάτων θεραπείας Pol. 3, 7,6; neben γνῶναι, statuere, D. Hal. 8, 68. – bl erregen, κονίης ὁμίχλην Il. 13, 336, νεφέλας, Wolken aufsteigen lassen, 5, 523 Od. 12, 405. 14, 303; ποδῶν ὑπένερθε κονίη ἵστατ' ἀειρομένη, Staub stieg auf, sich unter den Füßen erhebend, Il. 2, 151. 23, 366; κῦμα, 21, 240; auch φυλόπιδα στήσειν, den Kampf erheben, beginnen, Od. 11, 314, wie στησάμενοι μάχην 9, 54 u. φύλοπις ἕστηκε, der Kampf erhebt sich, hebt an, Il. 18, 172; φύλοπις, νεῖκος ἵσταται, 13, 333. 18, 172; μάχην Γίγαντες ἔστησαν θεοῖς, Eur. Ion 988; πολέμους ἵστασθαι Her. 7, 9,2; πῇ στήσονται τὸν πόλεμον 7, 236. Aehnlich ἔριν στῆσαι, Zwist erregen, Zank anfangen, Od. 16, 292. 19, 11; ὅτου ποτὲ μῆνιν τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις Soph. O. R. 699. – Von der Zeit, ἕβδομος ἑστήκει μείς, der siebente Monat hob an, Il. 19, 117, τοῦ μὲν φθί. νοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat endet u. der andere anhebt, Od. 14, 162. 19, 307; vgl. Hes. O. 782; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο Od. 19, 519. Im attischen Kalender hießen die ersten zehn Tage des Monats der μὴν ἱστάμενος, während μὴν μεσῶν die zweite, μὴν φθίνων die dritte Dekade umfaßt, Her. 6, 106 u. Folgde. – Bes. auch βοήν, Geschrei erheben, Eur. I. T. 1307 Heracl. 129; τίνα βοὴν ἵστης δόμοις Aesch. Ch. 872, wie Antiphan. Ath. X, 450 e; ἰαχάν, κραυγήν, Eur. I. A. 1039 Or. 1529; τίς αὖ παρ' ἄντροις θόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1263, welch Geschrei erhebt sich. – Uebh. machen, μηδ' ὑπερθύμως ἄγαν θεαὶ βροτῶν στήσητε δύσκηλον χθόνα Aesch. Eum. 789. – Dah. bei Sp. sich hinstellen, sich benehmen, se gerere, ἀδίκως καὶ ἀγεννῶς Pol. 17, 3,2, εὐλαβῶς 18, 16, 4 u. öfter. – 41 wägen, auf die Wage stellen u. die Wagschale zur Ruhe, ins Gleichgewicht kommen lassen, also an 1) sich anschließend, abwägen, χρυσοῦ δὲ στήσας δέκα τάλαντα Il. 19, 247. 24, 232; ἄποινα, zuwägen, 22, 350; ἔχουσα τρυτάνην ἵστη βόειον δημόν Ar. Vesp. 40; Pax 1215; ἱστᾶσι σταθμῷ Her. 2, 65; εἴ τις ἱσταίη τιθεὶς εἰς πλάστιγγας Plat. Tim. 63 b; ἐὰν ἡδέα πρὸς ἡδέα ἱστῇς, abwägen, wie τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόῤῥω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ Prot. 356 b; mit ἀριθμεῖν καὶ μετρεῖν vrbdn, Xen. Cyr. 8, 2,21 Mem. 1, 1,9. – 5) Die intrans. tempp. u. das med. bezeichnen – a) oft nur das wirkliche Bestehen, Vorhandensein, ein verstärktes εἶναι (vgl. 3), ἁλύει ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ ἱσταμένῳ Soph. Phil. 175, Schol. ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ γιγνομένῳ ἀπορεῖ, in Allem was Noth ist; τόδ' ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγμαθ' ἵστασθαι Soph. Ant. 299, sich zum Schlechten hinzuwenden; ἐν ὡραίῳ ἵσταμαι βίῳ Eur. Phoen. 975, wie auch wir sagen "ich stehe in dem Alter"; ἵν' ἕσταμεν χρείας Soph. O. R. 1429, da wir in solcher Lage uns befinden; φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν Tr. 1135; ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν Ai. 102; ähnlich ἴσωςτύχη σταίη καλῶς El. 403; – ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς, es steht, ruht auf der Schneide eines Scheermessers, Il. 10, 173. – b) ein Festgestelltsein, eine feste Haltung gewonnen haben; ἡ ἑστηκυῖα καὶ ἔμφρων ἡλικία Plat. Legg. VII, 882 c, wie καθεστώς, das bestehende, feste, sichere; τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. Tr. 1261; ähnlich φιλόνεικον κατὰ τὴν Λακωνικὴν ἑστῶτα πολιτείαν Plat. Rep. VIII, 545 a; χρεία ἑστηκυῖα, καὶ τεταγμένη Pol. 6, 25, 11; λογισμὸς ἑστώς 3, 105, 9, vgl. 9, 12, 7; ἔστη τῇ διανοίᾳ 21, 9,3; vgl. 1) am Ende.