φιλοτιμέομαι

From LSJ
Revision as of 06:20, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμέομαι Medium diacritics: φιλοτιμέομαι Low diacritics: φιλοτιμέομαι Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: philotiméomai Transliteration B: philotimeomai Transliteration C: filotimeomai Beta Code: filotime/omai

English (LSJ)

fut. φιλοτιμήσομαι Pl.Phdr.234a, D.20.103; later,
A φιλοτιμηθήσομαι D.S.11.18 codd.: aor. ἐφιλοτιμήθην X.Mem.2.9.3, Pl.La.182b, Isoc.4.44, Is.2.42; later, ἐφιλοτιμησάμην Plb.20.8.2, Ael.VH3.1 (written ἐφιλοτειμήσετο Ephes.3 No.13): pf. πεφιλοτίμημαι D.42.24, Porph. ap. Stob.2.1.32:—pf. in pass. sense, Aristid.1.446 J.: (φιλότιμος):—love after honour or seek after honour, Pl.Alc.2.146a, Is. l. c., D.20.103, etc.: hence, to be ambitious, be emulous, Ar.Ra.281; φ. ὅτι.. to be jealous because... X.An.1.4.7, Lys. 14.21; φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, vie emulously with, rival, Pl.Smp. 178e, Phdr.234a, cf. Lys.29.14.
2 the object of ambition, etc., is mostly added with a Prep., φ. ἐπί τινι to place one's fame in a thing, glory oneself or pride oneself upon it, Pl.R. 553d, X.Mem.2.6.12, Lys.14.42; ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις Isoc.3.46, al.; ἔν τινι Pl.La.182b; ὑπὲρ τῆς δόξης Isoc.8.93; περὶ τῶν καλῶν contend in rivalry for, Plu.2.760c; περὶ τὴν θήραν, δεῖπνα, D.S.3.18, Plu.Phil.9; ἀφ' ἑτέρων ἀρετῶν Id.2.819c: c. neut. pron. in acc., πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι X.HG1.6.5: c. acc. cogn., φ. φιλοτιμίας ἀκάρπους Plu.2.830e; τὴν ἀγαθὴν ἔριν J.BJ1.10.5; φ. πρὸς τὴν πόλιν show patriotic zeal for... Lycurg.140, cf. IG22.1176.26, etc.; εἰς τὴν αὔξησιν D.S.1.50, cf. 25, D.L.4.44, Aristid. l. c.
II c. inf., strive eagerly to do a thing, endeavour earnestly, aspire, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι X.Mem.2.9.3, cf. Oec.21.6, PPetr.3p.115 (iii B. C.), PCair.Zen.578.2(iii B. C.), etc.; φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαιπρὸς ἅπαντας Pl.Phdr.232a: c. part., φ. ἐλέγχων Id.R.336c, cf. X.Eq.Mag. 9.6: c. acc. et inf., to be anxious that... ib.1.25: c. acc., ἀεὶ ἕν γέ τι φιλοτιμούμενος Id.Oec.4.24: with ὅπως, καλῶς ἂν ποιήσαις φιλοτιμηθεὶς ὅπως ἂν παρὰ τοῦ Θεοδώρου λάβῃς τὰ ἐπιστόλια PCair.Zen.41.19 (iii B. C.), cf. PMich.Zen.6.3 (iii B. C.).
III c. dat. rei, present with a thing, χρήμασί τινας v.l. in Procop.Goth.1.5: but c. acc. rei, lavish upon, τινί τι Aristaenet.1.1; πόλεμος.. νίκας ἀδίκους φ. Chor.35.71 p.410F.-R.

German (Pape)

[Seite 1287] pass. mit fut. med., doch findet sich auch aor. med. φιλοτιμήσασθαι, Isocr. u. Aristid., Ael. V. H. 9, 29, – Ehrliebe, Ehrgeiz haben, zeigen; φιλοτιμηθέντες, aus Ehrgeiz, Xen. An. 1, 4,7, ἐπί τινι, seine Ehre worin setzen, sich womit rühmen, brüsten, sich Etwas einbilden worauf, womit zu glänzen suchen, Isocr. 4, 51 u. öfter, wie Lys. 14, 35; ὅτι τοῦτο ποιεῖν δύνανται 14, 21; ποιοῦντες ἐφιλοτιμοῦντο, sie waren stolz es zu thun, Lycurg. 98; φιλοτιμεῖσθαι μηδ' ἐφ' ἑνὶ ἄλλῳ ἢ ἐπὶ χρημάτων κτήσει Plat. Rep. VIII, 553 d; – φιλοτιμεῖσθαί τι, περί τι, πρός τι, Etwas als Ehrensache ansehen, sich eifrig, aus Vorliebe mit Etwas beschäftigen, τῶν πολεμικῶν τι ἢ τῶν γεωργικῶν ἔργων μελετῶν ἢ ἄλλων γέ τι φιλοτιμούμενος Xen. Oec. 1, 4,24; οἱ πρὸς τὰ κοινὰ φιλοτιμούμενοι Aesch. 2, 105; πρὸς τὴν πόλιν Lycurg. 140; Plut. Demetr. 28; εἴς τινα, Dem. 42, 24; περὶ τὴν θήραν φιλοτιμηθείς D. Sic.; – περί τινος, ehrgeizig um Etwas wetteifern, es sich streitig machen, z. B. περὶ νίκης Plut. amator. 16; ἀπέπλευσαν φιλοτιμηθέντες, ὅτι, aus Eifersucht, weil, Xen. An. 1, 4,7; – auch c. inf., sich aus Ehrliebe bestreben, sich eifrig angelegen sein lassen, wetteifern, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι, die aus Ehegeiz danach trachten würden, deiner Freundschaft zu genießen, Xen. Mem. 2, 9,3; φιλοτιμούμενος ἐνδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας, ὅτι Plat. Phaedr. 232 a; u. mit folgendem μή, Ep. VII, 338 e; ἔν τινι, Lach. 182 b; – εἴς τινα, sich ehrliebend, anständig, bes. freigebig gegen Einen beweisen, aber auch großthun gegen Einen, Ar. Ran. 281; Aristaenet. 1, 1 vrbdt auch φιλοτιμεῖσθαί τι = Etwas schenken.

French (Bailly abrégé)

φιλοτιμοῦμαι;
f. φιλοτιμήσομαι et au sens Moy. φιλοτιμηθήσομαι, ao. ἐφιλοτιμησάμην et au sens Moy. ἐφιλοτιμήθην, pf. πεφιλοτίμημαι;
litt. aimer l'honneur, d'où
1 aimer et chercher de l'honneur, avoir de l'ambition abs. ; φιλοτιμούμενος = qui agit par ambition ou qui agit par rivalité ; φ. ἐπί τινι mettre son honneur dans qch ; φ. ὑπέρ τινος se soucier d'obtenir la considération ; περί τινος se faire honneur de qch;
2 regarder comme une honneur ou désirer comme une honneur ; rechercher, ambitionner, acc.;
3 travailler, s'efforcer, faire tous ses efforts : περί τι, εἴς τι, πρός τι en vue de qch ; πρός τινα rivaliser d'amour-propre avec qqn;
4 faire le glorieux, faire le fier ; en b. part se piquer de générosité, se montrer généreux, se montrer libéral : εἴς τινα, πρός τινα à l'égard de qqn;
NT: mettre son point d'honneur à, avoir à cœur de.
Étymologie: φιλότιμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτῑμέομαι: (fut. φιλοτιμήσομαι - поздн. Diod. φιλοτιμηθήσομαι; aor. ἐφιλοτιμήθην - поздн. Polyb. ἐφιλοτιμησάμην; pf. πεφιλοτίμημαι)
1 стремиться к почестям, быть честолюбивым Plat., Dem.;
2 считать для себя вопросом чести: φ. ἐπί и ἔν τινι Plat., ὑπέρ τινος Isocr., περί и ἀπό τινος и περί τι Plut., εἴς τι Diod. искать себе чести в чем-л.; φιλοτιμούμενοι, ὅτι ποιεῖν τι δύνανται Lys. считая для себя вопросом чести, что могут что-л. сделать; φ. φίλῳ τινὶ χρῆσθαι Xen. считать для себя честью дружить с кем-л.; φ. πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. гордясь (хвастаясь) перед другими; φ. πρὸς ἀλλήλους Plat. соревноваться друг с другом; πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι Xen. цели моего честолюбия, т. е. мои стремления; μὴ φιλοτιμοῦ ἐλέγχων Plat. не старайся во что бы то ни стало опровергнуть (других);
3 чувствовать себя задетым: εἰδώς με μάχιμον ὄντα φιλοτιμούμενος Arph. он знает, что я храбр, и завидует; ἀπέπλευσαν φιλοτιμηθέντες, ὅτι … Xen. они отплыли, задетые (обиженные) тем, что ….

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτῑμέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 234Α, Δημ. 488. 18· μεταγεν. -ηθήσομαι, Διόδ. 11. 18· ― ἀόρ. ἐφιλοτιμήθην Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, Πλάτ. Λάχ. 182Β, Ἰσοκρ. 49C, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 42· μεταγεν. ἐφιλοτιμησάμην Πολύδ. 20. 8, 2, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· ― πρκμ. πεφιλοτίμημαι Δημ. 1046. 8, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 18 ― πρκμ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἀριστείδ. 1. 446, Βυζ. (φιλότιμον). Ἀγαπῶ ἢ ἐπιζητῶ τιμήν, Πλάτ. Ἀλκ. 3. 146Α, Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 488. 17, κλπ.· ἐντεῦθεν, εἶμαι φιλόδοξος, ζηλότυπος, συχν. σχεδὸν ὡς τὸ φιλονεικέω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 281· φ. ὅτι..., ζηλοτυπῶ διότι..., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7, Λυσίας 141. 28· ― φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἁμιλλῶμαι, φιλοτιμοῦμαι, Πλάτ. Συμπ. 178Ε, Φαῖδρ. 234Α, πρβλ. Λυσίαν 182. 35. 2) τὸ ἀντικείμενον τῆς φιλοδοξίας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρεται μετὰ προθέσ., φ. ἐπί τινι, στηρίζω τὴν φήμην εἴς τι πρᾶγμα, εἶμαι ὑπερήφανος δι’ αὐτό, Πλάτ. Πολ. 553D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11, Λυσίας 143. 31, καὶ συχνάκις παρ’ Ἰσοκρ.· ἔν τινι Πλάτ. Λάχ. 182Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 178Α· περί τινος Πλούτ. 2. 760Β, κλπ.· περί τι Διόδ. 3. 18, Πλούτ.· φ. ἀπό τινος, εἰς δήλωσιν τῆς πηγῆς τῆς φιλοδοξίας, ὁ αὐτ. 2. 819C, Ἀριστείδ. 1. 446 ― ἐνίοτε μετὰ οὐδ. ἐπιθ. κατ’ αἰτιατ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, πάντοτε ἐπιδιώκων ἀντικείμενόν τι φιλοδοξίας, Ξεν. Οἰκ. 4. 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 5, Λυσίας 139. 33· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., φιλοτιμίαν φ. Πλούτ. 2. 830F· τὴν ἀγαθὴν ἔριν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 1. 10. 5· ― ὡσαύτως, φ. πρὸς τὴν πόλιν, συμβάλλεσθαι μετὰ ζήλου πρὸς τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς, Λυκοῦργ. 167. 39· εἰς τὴν αὔξησιν Διόδ. 1. 50, πρβλ. 25, Διογέν. Λαέρτ. 4. 44. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., ἀγωνίζομαι μετὰ ζήλου καὶ δραστηριότητος νὰ πράξω τι, προσπαθῶ εἰλικρινῶς καὶ ἐνθέρμως, οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 3, πρβλ. Οἰκ. 21. 6· φιλοτιμούμενοι ἐπιδείκνυσθαι πρὸς ἅπαντας Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 232Α· μετὰ μετοχ., φ. ἐλέγχων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 330C, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 6· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., θερμῶς προσπαθῶ νά..., αὐτόθι 1. 25. 4) μετὰ δοτ. πράγματος, προσφέρω ὡς δῶρον πρᾱγμά τι, Προκόπ., κλπ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. πράγμ., δαψιλῶς παρέχω, ἐπιδαψιλεύω, τινί τι Ἀρισταίν. 1. 1, Λιβάν. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 437.

English (Strong)

middle voice from a compound of φίλος and τιμή; to be fond of honor, i.e. emulous (eager or earnest to do something): labour, strive, study.

English (Thayer)

φιλοτιμοῦμαι; (φιλότιμος, and this from φίλος and τιμή); deponent passive (with future middle); frequent in Greek writings from Andocides (405 B.C.>), Lysias, Xenophon, Plato down;
a. to be fond of honor; to be actuated by love of honor; from a love of honor to strive to bring something to pass;
b. followed by an infinitive, to be ambitious to etc., to strive earnestly, make it one's aim, 2 Corinthians 5:9.

Greek Monotonic

φῐλοτῑμέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐφιλοτιμήθην· παρακ. πεφιλοτίμημαι (φιλότιμος
1. αποθ., αγαπώ ή ζητάω τις τιμές, είμαι φιλόδοξος, αμιλλώμενος, ζηλιάρης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· φιλοτιμέομαι ὅτι..., ζηλεύω επειδή..., σε Ξεν.· το αντικείμενο της φιλοδοξίας συμπληρώνεται με πρόθ., φιλοτιμέομαι ἐπί τινι, υπερηφανεύομαι για κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· ἔντινι, σε Πλάτ.· με ουδ. επίθ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, ψάχνω πάντα αντικείμενο φιλοδοξίας, σε Ξεν.
2. με απαρ., παλεύω με προθυμία και άμιλλα να κάνω κάποιο πράγμα, προσπαθώ με ειλικρίνεια και θέρμη, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., είμαι αγχωμένος με..., στον ίδ.

Middle Liddell

φιλότιμος [Dep.]
1. to love or seek after honour, to be ambitious, emulous, jealous, Ar., etc.; φ. ὅτι . . to be jealous because . ., Xen.:—the object of ambition is added with a prep., φιλ. ἐπί τινι to pride oneself upon it, Xen., etc.; ἔν τινι Plat.;— with neut. adj., ἀεί τι φιλοτιμούμενος pursuing some object of ambition, Xen.
2. c. inf. to strive eagerly and emulously to do a thing, endeavour earnestly, aspire, Xen.:—c. acc. et inf. to be anxious that . ., Xen.

Chinese

原文音譯:filotimšomai 非羅-提姆哦買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:喜愛-價值
字義溯源:渴望尊貴,立了志向,立志,有企圖,意向,熱望;由(φίλος)*=喜愛)與(τιμή)=價值,珍貴)組成,而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 立志(1) 帖前4:11;
2) 我們立了志向(1) 林後5:9;
3) 我立志(1) 羅15:20