κληρονομέω
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A inherit, c. gen. rei, ὥσπερ τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κ. Isoc.1.2, cf. Is.4.7, Lycurg.127; ὅς γ' ἐκεκληρονομήκεις τῶν… χρημάτων πλεῖν ἢ πέντε ταλάντων D.18.312; μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς [κληρονομίας] τὸν αὐτὸν κ. Arist.Pol.1309a25: c. acc. rei, Lycurg.88, Luc.DMort.11.3, BGU19 ii 1 (ii A.D.), etc.: abs., Phld. Mort.24.
2 acquire, obtain, τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δόξαν Plb.15.22.3; φήμην Id.18.55.8; θρόνον βασιλείας LXX 1 Ma.2.57; κληρονομέω τὴν γῆν = receive possession of the promised land, Palestine, ib.Le.20.24, De.4.1 (also, obtain all that God has promised, ib.Ps.36(37).11, cf. Ev.Matt.5.5); obtain salvation, ζωὴν αἰώνιον Ev.Matt.19.29.
II to be an inheritor or be an heir, τινος of a person, Luc.Hist.Conscr.20: more freq. τινα, Posidon. 36J., Plu.Sull.2, PGnom.5, al. (ii A.D.), AP11.202, etc.; κ. τινὰ τῆς οὐσίας D.C.45.47: metaph., σῆτες καὶ σκώληκες κληρονομήσουσιν αὐτόν LXX Si.19.3:—Pass., to be succeeded in the inheritance, of parents, Ph. 2.172, 291, Luc.Tox.22; ὑφ' ὧν τὴν ῥητορικὴν ἐκληρονομήθη Philostr. VS2.26.6.
III leave an heir behind one, υἱοὺς υἱῶν LXX Pr.13.22.
German (Pape)
[Seite 1451] durchs Loos bekommen, übh. seinen Anteil bekommen, bes. seinen Teil an der Erbschaft empfangen, Erbe sein, beerben; τῆς οὐσίας Isocr. 1, 2; Is. 1, 40 u. öfter; Dem. u. Folgde; auch c. acc., χώραν Lycurg. 88, wie Pol. 9, 39; Luc. D. mort. 11, 3; τινά, Einen beerben, Ep. ad. 86 (XI, 202), wie Posidon. Ath. V, 211 f; τὴν μητρυιάν Plut. Syll. 2, welche Construction Moeris als hellenistisch bezeichnet, vgl. Phryn. p. 129; Sp. sagen auch τινά τινος, D. S. 45, 47; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. – Auch übertr., wie im Deutschen, »Teil haben«, τῆς αἰσχύνης Dem. 19, 320, wie τὴν ἐπ' εὐσεβείᾳ δόξαν Pol. 15, 22, 3; öfter bei Sp. = erlangen, bekommen. – LXX auch = zum Erben einsetzen.
French (Bailly abrégé)
κληρονομῶ :
impf. ἐκληρονόμουν, f. κληρονομήσω, ao. ἐκληρονόμησα, pf. κεκληρονόμηκα;
1 recevoir en héritage une part de, hériter de : τινος de qch;
2 être institué héritier : τινα de qqn, hériter de qqn.
Étymologie: κληρονόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληρονομέω [κληρονόμος] een erfdeel krijgen, erven, met gen.:; ἐκεκληρονομήκεις... τῶν... χρημάτων jij had een deel van het geld van jouw schoonvader Philo geërfd Dem. 18.312; ook met acc.:; κληρονομεῖν ἀποθανόντος ἐμοῦ τὰ κτήματα mijn bezittingen erven wanneer ik dood ben Luc. 77.11.3; overdr.:; ταύτης γὰρ οὐκέτ’ ἐγὼ τῆς αἰσχύνης κληρονομῶ want aan die schande zal ik geen deel meer hebben Dem. 19.320; verkrijgen:. θεοῦ βασιλείαν het koninkrijk van God NT 1 Cor. 6.9. erfgenaam zijn van, met acc.:; ἐκληρονόμησε... τὴν μητρυιάν hij was erfgenaam van zijn stiefmoeder Plut. Sull. 2.4; ook met gen.:; ἐοίκασιν οἰκέτῃ... ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου zij lijken op een slaaf die onlangs van zijn meester heeft geërfd Luc. 59.20; ook pass.: ζῶντες αὐτοὶ κληρονομήσονται ὑπὸ του νεκροῦ terwijl zij zelf nog leven zal hun nalatenschap door de dode geërfd worden Luc. 57.22.
Russian (Dvoretsky)
κληρονομέω:
1 получать по жребию, получать в удел, наследовать (τῶν χρημάτων Dem.; τῆς οὐσίας Isocr.; χώραν Polyb.; τὴν γῆν NT);
2 быть наследником, наследовать: κ. τινος Luc. и τινα Plut. наследовать кому-л.; κ. τινά τινος Diod. унаследовать от кого-л. что-л.
English (Strong)
from κληρονόμος; to be an heir to (literally or figuratively): be heir, (obtain by) inherit(-ance).
English (Thayer)
κληρονόμω; future κληρονομήσω; 1st aorist ἐκληρονόμησα; perfect κεκληρονόμηκα; (κληρονόμος, which see; cf. οἰκονόμος); the Sept. for נָחַל and much more often for יָרַשׁ;
1. "to receive a lot, receive by lot; especially to receive a part of an inheritance, receive as an inheritance, obtain by right of inheritance"; Song of Solomon, particularly in the Attic orators, with a genitive of the thing; in later writings not infrequent with an accusative of the thing (cf. Lob. ad Phryn., p. 129; Sturz, De dial. Maced. etc., p. 140; Winer's Grammar, 200 (188); (Buttmann, § 132,8)); absolutely, to be an heir, to inherit: inherit) (as φημην, Polybius 18,38 (55), 8; τήν ἐπ' εὐσέβεια δόξαν, 15,22, 3); in Biblical Greek everywhere with the accusative of the thing; so very frequent in the O. T. in the phrase κληρονομουν γῆν and τήν γῆν, of the occupation of the land of Canaan by the Israelites, as Alex.; ἐκ δευτέρας κληρονομήσουσι τήν γῆν, to partake of eternal salvation in the Messiah's kingdom: ζωήν αἰώνιον, τήν βασιλείαν, βασιλείαν Θεοῦ, σωτηρίαν, τάς ἐπαγγελίας, ἀφθαρσίαν, ταῦτα (πάντα), ὄνομα, τήν εὐλογίαν, κατα(κληρονομέω.)
Greek Monolingual
και -άω (AM κληρονομῶ, κληρονομέω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) κληρονόμος
1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από τον πατέρα του τριάντα εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», Λουκιαν.
γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς ὥσπερ υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», Πλούτ.)
2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από γονείς ή από προγόνους (α. «τη σπατάλη τήν κληρονόμησε από τον πατέρα του» β. «ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)
3. αφήνω κληρονομιά, αφήνω κληρονόμο, κληροδοτώ («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)
4. λαμβάνω, αποκτώ κάτι (α. «κληρονομήσειν παρά... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», Πολ. β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)
μσν.
1. διανέμω, δωρίζω σε κλήρους
2. σφετερίζομαι την περιουσία κάποιου, αρπάζω τα υπάρχοντά του και τον εκδιώκω.
Greek Monotonic
κληρονομέω: μέλ. -ήσω (κληρονόμος),
I. λαμβάνω μέρος από κληρονομιά, κληρονομώ μερίδιο περιουσίας, με γεν., σε Δημ.· επίσης με αιτ. πράγμ., κληρονομώ, σε Λουκ.
II. είμαι διάδοχος ή κληρονόμος, τινός, κάποιου, στον ίδ.· επίσης με αιτ., διαδέχομαι κάποιον, σε Πλούτ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονομέω: εἶμαι κληρονόμος, λαμβάνω μερίδιον κληρονομίας, κληρονομῶ, μετὰ γεν. πράγμ., ὥσπερ τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας κλ. Ἰσοκρ. 2Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 2, Ἰσαῖ. 47. 11· ὅς γε κεκληρονόμηκας τῶν... χρημάτων Δημ. 329. 15. κλ. μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς κληρονομίας Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 20· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., Λυκοῦργ. 159. 4, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 11. 3, κτλ.· ― καθόλου, κτῶμαι, λαμβάνω, δόξαν Πολύβ. 15. 22, 3· τὴν βασιλείαν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Β΄, 10, πρβλ. Σειράχ. ΙΘ΄, 3). 2) μεταβ. ἐνεργείας = κληροδοτέω, αὐτόθι (Δευτ. Α΄, 38, μετὰ διαφ. γραφῆς: κληροδοτήσω). ΙΙ. κληρονομῶ ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., ἐοίκασιν οἰκέτῃ νεοπλούτῳ ἄρτι κληρονομήσαντι τοῦ δεσπότου Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ., ἀποθανόντα κληρονομήσας (τὸν δεσπότην) Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 211F, Πλουτ. Σύλλ. 2, Ἀνθ. Π. 11. 202, κτλ.· ὡσαύτως, κλ. τινα τῆς οὐσίας Δίων Κ. 45. 47. ― Παθ. ἔχω διαδόχους ἐν τῇ κληρονομίᾳ, ὑπὸ τῶν παίδων Φίλων 2. 172, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 22. ― ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 129. ΙΙΙ. καταλείπω κληρονόμον μετ’ ἐμέ, υἱὸν Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΓ΄, 22).
Middle Liddell
κληρονομέω, fut. -ήσω κληρονόμος
I. to receive a share of an inheritance, to inherit a portion of property, c. gen., Dem.:—also c. acc. rei, to inherit, Luc.
II. to be an inheritor or heir, τινός of a person, Luc.: also c. acc. to succeed one, Plut., Anth.
Chinese
原文音譯:klhronomšw 克累羅-挪姆哦
詞類次數:動詞(18)
原文字根:份-適用的 相當於: (יָרַשׁ) (נָחַל)
字義溯源:承受,成為承繼的,承受為業,承受產業,得到,獲得,接受,分受;源自(κληρονόμος)=承繼人);由(κλῆρος)*=鬮,骰子)與(νόμος)=律法,分出)組成,而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。舊約,神的子民所要承受的乃是土地,迦南美地。新約,神的兒女所要承受的乃是:永遠的生命,兒子的名分,神的國。希伯來書中似乎指出希伯來人將來要承受救恩( 來1:14)
出現次數:總共(18);太(3);可(1);路(2);林前(4);加(2);來(4);彼前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 承受(9) 太19:29; 太25:34; 林前6:9; 林前15:50; 林前15:50; 加5:21; 來1:14; 來6:12; 來12:17;
2) 你們承受(1) 彼前3:9;
3) 我⋯才可以承受(1) 路18:18;
4) 必承受⋯為業(1) 啓21:7;
5) 他所承受的(1) 來1:4;
6) 能承受(1) 林前6:10;
7) 可以承受(1) 可10:17;
8) 才可以承受(1) 路10:25;
9) 必承受(1) 太5:5;
10) 承受產業(1) 加4:30
Translations
inherit
Arabic: وَرَثَ; Armenian: ժառանգել; Asturian: heredar; Bulgarian: наследявам; Catalan: heretar; Chinese: 繼承/继承, 继承; Czech: zdědit, dědit, podědit; Dutch: erven; East Central German: aarm; Esperanto: heredi; Finnish: periä; French: hériter; Galician: herdar; German: übernehmen, erben; Greek: κληρονομώ; Ancient Greek: κληρονομέω; Hebrew: ירש; Hungarian: örököl; Italian: ereditare; Japanese: 受継ぐ; Latin: heredito; Malay: mewarisi; Norwegian: arve; Occitan: eiretar; Old English: ierfan; Oromo: dhaaluu; Polish: dziedziczyć, odziedziczyć; Portuguese: herdar; Romanian: moșteni; Russian: наследовать, унаследовать; Slovak: zdediť, dediť; Slovene: podedovati, dedovati; Spanish: heredar; Swahili: -rithi; Swedish: ärva; Ukrainian: успадковувати, успадкувати; Vietnamese: thừa kế; Volapük: gerön; Walloon: eriter; Welsh: etifeddu