νομός

From LSJ
Revision as of 06:46, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομός Medium diacritics: νομός Low diacritics: νομός Capitals: ΝΟΜΟΣ
Transliteration A: nomós Transliteration B: nomos Transliteration C: nomos Beta Code: nomo/s

English (LSJ)

ὁ, (νέμω)
A place of pasturage, Il.2.475, Od.9.217, etc.; ν. ὕλης a woodland pasture, 10.159; ν. Περιδάϊος pasture of Ida, Pi.Pae.4.51.
2 herbage, pasture, h.Merc.198: generally, food, Hes.Op.526; ἐπέτονθ'… ἐπὶ νομόν Ar.Av.1287, cf. 239 (lyr.).
3 metaph., ἐπέων πολὺς ν. ἔνθα καὶ ἔνθα a wide range for words (but expld. by Sch. as = νέμησις, apportionment), Il.20.249; πάντῃ… νόμος (νομοὶ Barnes) βεβλήαται ᾠδῆς h.Ap.20; but, ἐπέων νομός = expenditure of words, Hes. Op.403.
II habitation, Pi.O.7.33, S.OC1061 (lyr.), etc.; νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἔχειν = to have their dwelling place, Hdt.5.92.ά; δενδρέων ν. Διόνυσος αὐξάνοι Pi.Fr.153.
2 district, sphere of command, province, Hdt.5.102, etc.; satrapy, Id.1.192, 3.90; of the regions of Scythia, Id.4.62,66; especially of the districts of Egypt, Id.2.4, al., D.S. 1.54, Str.17.1.22, etc.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
propr. « part, portion », d'où
I. division du territoire, particul.
1 province, district, région;
2 nome d'Égypte;
3 satrapie des empires babylonien ou persan;
4 zone de territoire en Scythie;
II. pâturage, pacage ; nourriture ; fig. ἐπέων πολὺς νομός IL litt. vaste est le champ des paroles, càd on peut parler et s'injurier indéfiniment.
Étymologie: νέμω.

German (Pape)

ὁ,
1 Weideplatz, Weide fürs Vieh; ἐπεί κε νομῷ μιγέωσι, wenn sie auf der Weide untereinander gekommen sind, Il. 2.475; μετά τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων, 6.511; 18.587 und öfter; ποιηροὺς λιποῦσα νομούς, Eur. Cycl. 61; – auch = Weide, Futter, Nahrung, H.h. Merc. 198; und überhaupt Nahrung, Speise, Hes. O. 528, Ar. Av. 239.
2 zugeteilter, angewiesener Wohnplatz, Landstrich; ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, die Gegend, Pind. Ol. 7.34, wie Soph. O.C. 1064; νομὸν τῆς Ἑλλάδος πορθεῖν, Eur. Rhes. 477, Wohnsitz; οἱ Πέρσαι οἱ ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ νομοὺς ἔχοντες, Her. 5.102; οἱ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι, 5.92. – Bes. in Ägypten, Abteilungen des Landes, Nomen, Gaue, welche gewöhnlich durch Kanäle abgegrenzt waren, Her. 2.166, vgl. Wesseling zur Stelle; Strab.; doch braucht Her. das Wort 3.90 auch von den Provinzen, Satrapien des babylonischen oder persischen Reiches und 4.62, 66 von den verschiedenen Landstrichen Skythiens; so auch bei späteren Geschichtschreibern, wie DS
3 übertragen, ἐπέων δὲ πολὺς νομὸς ἔνθα καὶ ἔνθα, Il. 20.249, von vielem Wortwechsel, vielem Hin- und Herschweifen der Worte, gleichsam eine reichliche Weide der Worte, wie Hes. O. 405.

Russian (Dvoretsky)

νομός:
1 пастбище, выгон (ἵππων Hom.): ν. ὕλης Hom. лесное пастбище; ἐπέων πολὺς ν. Hom. широка словесная пажить, т. е. говорить можно без конца;
2 корм, пища HH, Hes., Arph.;
3 местопребывание, обиталище: νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἔχειν Her. обитать в море; ν. τῆς Ἑλλάδος Eur. край Эллады;
4 округ, область, ном (в Египте, Вавилонии, Персии и у скифов) Her.

Greek (Liddell-Scott)

νομός: ὁ, (νέμω) τόπος ἔνθα βόσκονται κτήνη, βοσκή, Ἰλ. Β. 475, Ὀδ. Ι. 217, κτλ. (ἴδε νομόνδε)· ν. ὕλης, βοσκὴ ὑλώδης, δασώδης, Κ. 150. 2) ἡ χλόη, τὰ χόρτα τῆς βοσκῆς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 198· - καθόλου, τροφή, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 524· ἐπέπονθ’... ἐπὶ νομὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1287, πρβλ. 239. 3) μεταφορ., ἐπέων πολὺς νομὸς ἔνθα καὶ ἔνθα, ἐκτεταμένον πεδίον λόγων (οἱονεὶ ἐκτεταμένος λειμών, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ περιφέρηται καὶ νὰ βόσκηται), Ἰλ. Υ. 249· οὕτως, ἐπέων νομὸς Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 401· πάντῃ γάρ τοι, Φοῖβε, νομοὶ βεβλήαται ᾠδῆς, ἠμὲν ἀν’ ἤπειρον πορτιτρόφον ἠδ’ ἀνὰ νήσους Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 20. ΙΙ. κατοικία, τόπος διαμονῆς κληρωθεὶς ἢ ἀπονεμηθεὶς εἴς τινα, διαμέρισμα, ἐπαρχία, Πινδ. Ο. 7. 60, Σοφ. Ο. Κ. 1061, κτλ.· νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἔχειν, οἰκεῖν, διαμένειν, Ἡρόδ. 5. 92, πρβλ. 102· ἐπὶ κισσοῦ κλάδεσιν ν. ἔχει, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 239, πρβλ. 1287. 2) ἐν Αἰγύπτῳ ἡ χώρα ἦτο διῃρημένη εἰς νομούς, οἵτινες τὸ πλεῖστον ὡρίζοντο διὰ διωρύγων, Ἡρόδ. 2. 4, 42, 46, 166, Διόδ. 1. 54, πρβλ. Στράβ. 803, κτλ.· λέγεται δὲ ἡ λέξις καὶ ἐπὶ τῶν σατραπειῶν τοῦ Βαβυλωνιακοῦ καὶ τοῦ Περσικοῦ κράτους, Ἡρόδ. 1. 192., 3. 90 κἑξ.· καὶ ἐπὶ τῶν διαιρέσεων τῆς Σκυθίας, 4. 62, 66.

English (Autenrieth)

(νέμω): pasture; fig., ἐπέων, ‘range,’ Il. 20.249.

English (Slater)

νομός
   a herbage δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, ἁγνὸν φέγγος ὀπώρας fr. 153.
   b pasture land ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν Rhodes (O. 7.33) “ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” in Crete (Pae. 4.51)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νομός)
διοικητικό και γεωγραφικό διαμέρισμα κράτους στο οποίο προΐσταται ο νομάρχης
αρχ.
1. τόπος για βοσκή, βοσκότοπος, λιβάδι
2. χόρτα για διατροφή ζώων, νομή
3. (γενικά) τροφή
4. τόπος που διανεμήθηκε με κλήρωση σε κάποιον
5. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («προλιποῦσαν ἁλὸς νομόν», Νικ.)
6. περιοχή, επικράτεια επαρχία
7. φρ. α) «ἐπέων πολὺς νομός» — εκτεταμένο πεδίο λόγων, δηλ. πλήθος λόγων
β) «νομός ύλης» — δασώδης βοσκή
γ) «νομοί ᾠδῆς» — αφθονία, πλήθος ωδών
δ) «νομὸν ἔχω» — κατοικώ, διαμένω
ε) «νομὸς δένδρων» — μεγάλη περιοχή με δένδρα, πλήθος δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα νομ- του θ. νεμ- του νέμω (βλ. και λ. νέμω και νόμος (Ι)].

Greek Monotonic

νομός: ὁ (νέμω
I. 1. τόπος όπου τρέφονται τα κοπάδια, βοσκότοπος, σε Όμηρ.· νομὸς ὕλης, τόπος βοσκής σε δασική έκταση, σε Ομήρ. Οδ.
2. βοσκολίβαδο, χορτάρια βοσκής, σε Ομηρ. Ύμν.· γενικά, τροφή, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
3. μεταφ., ἐπέων πολὺς νομός, ευρεία κλίμακα, εκτεταμένο πεδίο λόγων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. κατοικία που κληρώθηκε ή κατακυρώθηκε και απονεμήθηκε σε κάποιον, διαμέρισμα, περιφέρεια, επαρχία, επικράτεια, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· νομὸν ἔχειν, έχω ιδιόκτητη κατοικία, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μία από τις περιφέρειες (τους νομούς) στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Αίγυπτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διαίρεση που εφαρμόζεται επίσης και σε άλλα κράτη, στον ίδ.

Middle Liddell

νομός, οῦ, ὁ, νέμω
I. a feeding-place for cattle, pasture, Hom.; ν. ὕλης a woodland pasture, Od.
2. herbage, Hhymn.:—generally, food, Hes., Ar.
3. metaph., ἐπέων πολὺς νομός a wide range for words, Il.
II. an abode allotted or assigned to one, a district, province, Pind., Soph., etc.; νομὸν ἔχειν to have one's dwelling-place, Hdt., Ar.
2. one of the districts into which Egypt was divided, Hdt., etc.; applied also to other provinces, Hdt.

English (Woodhouse)

division of land in Egypt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=βοσκή, ἐπαρχία). Ἀπό τό νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.