ἐνδέω

From LSJ
Revision as of 06:52, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέω Medium diacritics: ἐνδέω Low diacritics: ενδέω Capitals: ΕΝΔΕΩ
Transliteration A: endéō Transliteration B: endeō Transliteration C: endeo Beta Code: e)nde/w

English (LSJ)

(A), fut. ἐνδήσω (v. infr.),
A bind in, bind on or bind to, τι ἔν τινι Od.5.260; εἰς σῶμα Pl.Ti.43a, cf. Dsc.3.83; more freq. τί τινι Ar.Ach. 929, etc.; ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463:—Med., ἐνεδήσατο δεσμῷ bound them fast, Theoc.24.27; ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος having packed it up, Ar.Ach.905; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον ἐνδησαμένη D.S.2.7:—Pass., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Hdt.4.33; ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα, ἐν τῷ σώματι, Pl.Phd.81e,92a; ἄστρα ἐνδεδεμένα τοῖς κύκλοις fixed stars, Arist.Cael.289b33; also οὐρανὸς (ἀστράσιν) ἐνδέδεται AP9.25 (Leon.); Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται App.Anth.3.82.6 (Archim.).
II metaph., Ζεύς με . . ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ entangled me in it, Il.2.111, cf. S.OC526 (lyr.); ἀναγκαίῃ ἐνδέειν τινά Hdt.1.11:—Pass., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοισι Id.3.19; ἀναγκαίῃ Id.9.16; ἐνδεδεμένος εἰς τὴν πίστιν τῆς συγκλήτου Plb.6.17.8; τῇ Χάριτι Id.20. 11.10; ἐ. κατὰ τὰς οὐσίας, i.e. in debt, Id.13.1.3; ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν to have the government secured, Id.9.23.2:—Med., bind to oneself, ὅρκοις τὸν πόσιν E.Med.162; τινὰ εἰς τὴν τῶν Ῥωμαίων Φιλίαν Plb. 10.34.1.
III Pass., to be possessed by an evil spirit, J.AJ8.2.5.(B),
Afut. ἐνδεήσω Hdt.7.18, etc.:—fall short, c. inf., τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ Χωρεῖν; what do we lack of going? E.Tr.797, cf. IA41 (anap.); ὅσου ἐνδέουσιν . . τὰ αὐτὰ ἔχειν how much they fall short of being identical, Pl.Cra.432d; ἕως γ' ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ ποιμενικὴ εἶναι Id.R.345d, cf. 529d, Phd.74d:—also in Med., to be in want of, lack, δριμύτητος ἐνδεῖται Id.Plt.311a, cf. X.Cyr.2.2.26, etc.:—so in aor. Pass., στρωμάτων ἐνδεηθέντες ib.6.2.30.
2 to be wanting or lacking, ποίεε . . ὅκως τῶν σῶν ἐνδεήσει μηδέν that nothing may be wanting on your part, Hdt.l.c.; ὁ σταθμὸς ἐνδεῖ App.Mith.47: c. dat., ἐνδεῖ τι τῷ ἔργῳ Luc.Tyr.10; οὐδὲν ὑμῖν ἐνδεήσει Hdn.2.5.8; ἐ. ταῖς παραγγελίαις to be deficient for... App.BC1.21; ἐς βάθος τῷ ἀριθμῷ ἐνδέον Arr.Tact.16.12; τὸ ἐνδέον the deficiency, POxy.1117.8 (ii A. D.).
3 impers., ἐνδεῖ = there is need or want, c. gen. rei, τοῦ ἴσου ἡμῖν ἐνδεῖ πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Euthd.292e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε .. he had need of, he was wanting in much, X.An.7.1.41; ἅπαντος ἐνδεῖ τοῦ πόρου there is a deficiency of all revenue, D.1.19; ἐνδεῖ κωπῶν IG 2.789a6.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. part. pas. ἐνδεμένον SEG 37.1001.9 (Lidia II/III d.C.)]
I c. noción de ‘atar con ligaduras
1 atar, fijar, sujetar c. ac. de la cuerda o cable ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ (σχεδίῃ) Od.5.260, νευρὴν ... ἣν ἐνέδησα (al arco) Il.15.470, tb. en v. med. λύρῃ ἐνεδήσατο χορδάς Call.Del.253.
2 sujetar, atar o encadenar
a) de concr., c. ac. de lo atado αὐτὰρ ὁ εὖ ἐνέδησε λόφοις (ζυγά) entonces él ató bien (el yugo) a las nucas de los bueyes, A.R.3.1317, c. dat. instrum. ἄμφω δὲ βαρεῖ ἐνεδήσατο δεσμῷ (Heracles) sujetó a ambas (serpientes) con la pesada atadura de sus manos, Theoc.24.27, ἔνδησον (χάρτην) ἀνὰ μέσον τῆς σειρᾶς ata el trozo de papiro en el centro del cordón, PMag.4.1382, en v. pas. μυθολογοῦσι τὸν Ἰξίονα ... ὑπὸ Διὸς εἰς τροχὸν ἐνδεθῆναι D.S.4.69;
b) fig. τὰς τῆς ἀθανάτου ψυχῆς περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμα Pl.Ti.43a, οἱ θεοὶ ... ἐνδήσαντες τῷ σώματι ... τὴν ψυχὴν δεσπόσουσαν αὐτοῦ Alcin.173.5, tb. c. compl. prep. ἐν ... τῷ ... θώρακι τὸ τῆς ψυχῆς θνητὸν γένος ἐνέδουν Pl.Ti.69e, en v. pas. ὅταν (ψυχή) εἰς σῶμα ἐνδεθῇ θνητόν Pl.Ti.44b, cf. Phd.81e, ὅταν δ' ἔρωτος ἐνδεθῶμεν ἄρκυσιν Dicaeog.1b
frec. c. ac. de pers. o dioses y dat. de abstr. o giro prep. ref. situaciones o compromisos que condicionan o determinan la conducta Ζεύς με ... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ Il.2.111, cf. S.OC 526, ἱκέτευε μή μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσιν le suplicó que no le atase a la necesidad de tomar tal elección Hdt.1.11, ταῖς ἐρωτικαῖς ἐπιθυμίαις ἐνδήσασαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Heraclit.Par.20, τί με σαρκὸς ἐν ἄρκυσι ταῖσδ' ἐνέδησας; Gr.Naz.M.37.1281B, tb. en v. med. ἐνδησάμεναι δ' αὐτοὺς τῷ πρὸς αὐτὰς ἔρωτι I.AI 4.132, τοὺς Ἴβηρας εἰς τὴν αὑτῶν (τῶν Ῥωμαίων) φιλίαν καὶ πίστιν ἐνεδήσατο Plb.10.34.1, en v. pas. ἀναγκαίῃ ἐνδεδεμένοι prisioneros de la necesidad Hdt.9.16, τῇ ... χάριτι Plb.20.11.10, εἰς τὴν ταύτης (τῆς συγκλήτου) πίστιν Plb.6.17.8, εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων Plb.13.1.3;
c) c. dat. instrum. esp. ref. juramentos o procedimientos mág., en v. act. o med. μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν E.Med.162, cf. I.AI 1.242, τοὺς ἀνθρώπους ἀραῖς ἐνδῆσαι I.AI 4.123, τρόπους ἐξορκώσεων ... οἷς οἱ ἐνδούμενοι τὰ δαιμόνια I.AI 8.45, σωφροσύνῃ καὶ καρτερίᾳ ὥσπερ τισὶν ἡνίαις ἐνδησάμενος αὐτάς (τὰς ἐπιθυμίας) Ph.2.84, en v. pas. ὁρκίοισί τε ... μεγάλοισι ἐνδεδέσθαι Hdt.3.19, ὁρῶντες αὑτοὺς ἐνδεδεμένους μεγάλοις ὁμηρεύμασι Plu.Rom.16.
II c. noción de ‘meter en’, ‘rodear’ o ‘envolver
1 envolver, liar cosas en un paño o lienzo, frec. en medic. y magia, c. dat. o giro prep. (τὸ προσθετὸν) ... εἰς ὀθόνιον ἐνδέων Hp.Loc.Hom.47, ἄρτον ... ἐς ῥάκος Hp.Nat.Mul.34, cf. Dsc.3.83.3, PSI Medic.7.58, κύμινον ῥάκει Gal.12.813, τὸν ὀδόντα τῆς μυγαλῆς ... εἰς δέρμα λέοντος ἄρτι ἀποδαρέν Luc.Philops.7, cf. PMag.63.26, κόρακος κόπρον ... ἐν ἀπλύτῳ ἐρίῳ Hippiatr.Cant.14.7, vestidos en un lienzo para preservarlos de las polillas, Callinic.Mon.V.Hyp.34.4, en v. pas. (ἐρύσιμον) ἐνδεθὲν εἰς ὀθόνιον Dsc.2.158, (λιθάριον) ἐνδεμένον ἐν λινουδίῳ SEG 37.1001.9 (Lidia II/III d.C.)
tb. c. ac. de pers., para arrojarlas al mar τὰς ἐπιφανεστάτα πορνευομένας ἐνδήσας εἰς σάκκους καταποντίσαι Theopomp.Hist.227, τοὺς δὲ λεπροὺς εἰς μολιβδίνους χάρτας I.Ap.1.307.
2 envolver, embalar en paja algo para transportarlo sin que se rompa, en v. act. o med. δός μοι φορυτόν, ἵν' αὐτὸν ἐνδήσας φέρω ὥσπερ κέραμον Ar.Ach.927, cf. 929, συκοφάντην ἔξαγε, ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος Ar.Ach.905, en v. pas. ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ πυρῶν Hdt.4.33.
III en perf.
1 estar sujeto, estar fijo c. dat. de cuerpos celestes οἷσιν (ἀστράσι) ... οὐρανὸς ἐνδέδεται AP 9.25 (Leon.), τὰ δὲ ἄστρα ... ἐνδεδεμένα τοῖς κύκλοις φέρεσθαι Arist.Cael.289b33.
2 rodear, abrazar de tierra rodeada por el mar, en v. med. τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται Archimel.SHell.202.6, cf. IKyzikos 1.494.6 (I/II d.C.), en v. pas. Ὠκεανός, τῷ πᾶσα περίρρυτος ἐνδέδεται χθών Euph.154.
3 engastar, incrustar piedras preciosas o sellos en anillos, c. dat. o giro prep., sólo en part. pas., c. suj. de la piedra δακτύλιος σιδηροῦς χρυσίῳ ἐνδεδεμένος IG 11(2).161B.48, cf. B.50 (III a.C.), ἀσπιδίσκαι ὀνύχιναι ... ἐν χρυσίῳ ἐνδεδεμέναι ID 442B.32 (II a.C.), λίθους ὄνυχας ... ἀργυροῦς ἐνδεδε[μέν] ους κύκλῳ ἐν χρυσίῳ ID 1408A.1.34 (II a.C.), λίθων ταῖς σπείραις ... ἐνδεδεμένων con piedras incrustadas en las estrías de la cratera, I.AI 12.78, λίθου σφραγῖδα ἐνδεδεμένην χρυσῷ Paus.10.30.4, tb. c. suj. del anillo y dat. de la piedra δακτυλίων ... ἐνδεδεμένων λίθοις πολυτελέσι D.S.19.34.
IV arq.
1 trabar, sujetar, consolidar un muro con tablas o largueros de madera ὅσα κατέρ[ρ] ωγεν τοῦ τ[εί] χους ἐνδήσει θράνοις ξυλίνοις IG 22.463.75 (IV a.C.)
fig. consolidar, asegurar en v. pas. νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν ... ἀρχήν Plb.9.23.2.
2 unir, ligar ladrillos con asfalto para hacer un muro ὀπτὰς δὲ πλίνθους εἰς ἄσφαλτον ἐνδησαμένη τεῖχος κατεσκεύασε D.S.2.7.
• Morfología: [pres. ind. 3a sg. ἐνδέει Ach.Tat.8.15.4]
A I1carecer de, estar desprovisto de
a) c. gen. e inf. concert. κἀκ τῶν ἀπόρων οὐδενὸς ἐνδεῖς μὴ οὐ μαίνεσθαι ningún desatino te falta para parecer que deliras E.IA 41, cf. Tr.797, ὅσου ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες τὰ αὐτὰ ἔχειν ἐκείνοις ὧν εἰκόνες εἰσίν cuánto les falta a las imágenes para poseer lo mismo que tienen aquellos de los que son una réplica Pl.Cra.432d;
b) sólo c. gen. de cosa o abstr., frec. en v. med. εἰ δὲ ποτῶν καὶ βρωτῶν ἐνδεήσεται τις Hp.Morb.4.39, τὰ μὲν γὰρ σωφρόνων ἀρχόντων ἤθη ... δριμύτητος ... ἐνδεῖται Pl.Plt.311a, (οἶκος) ἐνδεόμενος οἰκετῶν X.Cyr.2.2.26, στρωμάτων ἐνδεηθέντες X.Cyr.6.2.30, cf. Chares Iamb.3.4, ἄριστος οἶκός ἐστιν ὁ ... τῶν ἀναγκαίων μηδενὸς ἐνδεόμενος Plu.2.155d, πρὸς τὸ μηδὲ ἕνα τόπον ... ἐνδεῆσαι ἀμπέλου PFlor.148.5 (III d.C.);
c) c. dat. γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις· πάντ' ἔχει καὶ πᾶσιν ἐνδεῖ la vejez es una incapacidad completa: todo tiene y de todo carece Democr.B 296
neutr. subst. τὸ ἐνδέον: τὸ ἐνδέον τῷ καλῷ la carencia de belleza Luc.Dom.7, τῆς χρείας Gr.Nyss.Or.Dom.57.14, op. τὸ ὑπερβάλλον Gr.Nyss.Eun.1.282, op. τὸ περιττεῦον Gr.Nyss.Eun.1.333;
d) en uso abs. οὔτε οὖν πλούσιος <ὁ> ἐνδέων οὔτε πένης ὁ μὴ ἐνδέων ni es rico el que carece ni es pobre el que no carece Democr.B 283.
2 ser inferior
a) en peso o tamaño αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν pretextando que el peso era inferior (a dos mil talentos), App.Mith.47
neutr. subst. τὸ ἐνδέον lo inferior en tamaño, Luc.Pr.Im.13;
b) en extensión, c. gen. y dat. ser inferior, tener menos ἐνδεῖ μιᾷ συλλαβῇ ὁ δεύτερος μέλλων τοῦ πρώτου μέλλοντος, οἷον κτυπῶ κτυπήσω κτυπῶ el futuro segundo tiene una sílaba menos que el primero Hdn.Exc.Verb.18.30, προσοδιακὸν ἑνδεκάσημον ἐνδέον συλλαβῇ τοῦ Ἀρχιλοχείου Sch.Pi.I.1T.
3 faltar a, saltarse, perderse c. ac. μήτε θυσίαν μήτε τριακάδα μηδεμίαν ἐνδεήσαντες no habiendo faltado a ningún sacrificio ni a ninguna fiesta del día treinta, IStratonikeia 310.37 (IV d.C.).
II faltar
a) frec. c. pron. neutr. como suj. ποίεε δὲ οὕτως ὅκως ... τῶν σῶν ἐνδεήσει μηδέν Hdt.7.18, cf. Pl.R.345d, ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ τῷ ἐμῷ πρὸς ἀπαίτησιν τῆς δωρεᾶς (afirma) que algo le falta a mi acción para reclamar la recompensa Luc.Tyr.10, οὐδὲν ὑμῖν ... ἐνδεήσει Hdn.2.5.8, raro c. otros suj. εἰ δήμαρχος ἐνδέοι ταῖς παραγγελίαις si faltaba un tribuno en las candidaturas App.BC 1.21
c. dat. o giro prep. ἆρα ... ἐνδεῖ τι ἐκείνου τῷ τοιοῦτον εἶναι; Pl.Phd.74d, τοῦτο γὰρ μόνον ἐνδέει πρὸς ἀκρόασιν τοῦ παντὸς δράματος Ach.Tat.l.c., ἐὰν δέ τι ἐνδέῃ εἰς τὰ γραμματικά en el caso de que falte algo para las tasas del escriba, POxy.2726.30 (II d.C.);
b) part. neutr. subst. τὸ ἐνδέον la suma que falta, ICr.1.18.11.9 (Lito II/III d.C.), τὸ ἐνδέον τοῦ χρυσίου la parte de oro que falta, POxy.1117.8 (II d.C.), τὸ ἐνδεῆσαν el déficit, Ath.Decr.339B.12 (II d.C.), IGBulg.3.1690e.90 (III d.C.).
B impers. ἐνδεῖ
1 c. gen. de cosa o abstr. falta, no hay Αἰθιοπίδι· ἐνδεῖ κάλων ἁπάντων en la nave Etiópide: faltan todas las cuerdas, IG 22.1611.235, cf. 1607a.6 (ambas IV a.C.), ἅπαντος ... τοῦ πόρου D.1.19, κηρύκεα δύο, τούτων τō ἑνὸς ἐνδεῖ IG 12(6).261.54 (IV a.C.)
c. dat. de anim. οὐδὲ τόλμης οἱ ἐνδεῖ tampoco le falta el valor Ael.NA 3.28.
2 c. gen. indic. cantidad, dat. de pers. y conj. o giro prep. falta, hay distancia τοῦ ἴσου ἡμῖν ἐνδεῖ ἢ ἔτι πλέονος πρὸς τὸ εἰδέναι estamos igual de lejos o más de saber Pl.Euthd.292e, πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε ... X.An.7.1.41.

German (Pape)

[Seite 833] (s. δέω, δεῖ), dürftig, mangelhaft sein, er mangeln; ὅσον ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες ταὐτὰ ἔχει; ἐκείνοις, ὧν εἰκόνες εἰσίν, wie viel fehlt ihnen daß sie, Plat. Crat. 432 d; τὴν μουσικὴν ἔφαμει ἐνδεῖν καθαρότητος Phil. 62 c. Gegensatz περιεῖναι Rep. III, 416 e; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖ; Eur. Tr. 792, was fehlt uns noch? ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ φησί Luc. Tyrann. 10; auch impers., es fehl Einem an Etwas, τινί τινος, z. B. τοῦ ἴσου ἡμῖ; ἐνδεῖ Plat. Euthyd. 292 e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ Xen. An. 7, 1, 41; Folgde. Stärker als προσδεῖ Dem. 1, 19; τί ὑμῖν ὑπάρχει ἢ τίνος ἐνδεῖ Xen. Cyr. 4, 3, 8. – Med., entbehren, Mange leiden; δριμύτητος Plat. Polit. 311 a; στρωμά των ἐνδεηθέντες Xen. Cyr. 6, 2, 30; die Folgdn absol., Plut. Arist. 25; auch von Sachen, οἶκος ἐν δεόμενος οἰκετῶν Xen. Cyr. 2, 2, 26. (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσθαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῦ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς σῶμα Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεθῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον ὕδωρ Archimel. 1 (App. 15); πλίνθους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
f. ἐνδήσω;
attacher dans, lier dans ou à : τι ἔν τινι, τί τινι attacher une chose à une autre ; fig. τινι, εἴς τι, ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, etc.) ; Pass. ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;
Moy. ἐνδέομαι, ἐνδοῦμαι;
1 enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;
2 fig. attacher à soi.
Étymologie: ἐν, δέω¹.
2f. ἐνδεήσω;
1 manquer, être en moins;
2 avoir besoin, manquer de, gén. ; • impers. ἐνδεῖ besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ XÉN il manquait de beaucoup de choses;
Moy. ἐνδέομαι (f. ἐνδεήσομαι, ao. ἐνεδεήθην) manquer de, gén..
Étymologie: ἐν, δέω².

Russian (Dvoretsky)

ἐνδέω:
I (fut. ἐνδήσω)
1 привязывать, прикреплять, (неподвижно) укреплять (κάλους ἐν τῇ σχεδίῃ Hom.; τὰς τῆς ψυχῆς περιόδους εἰς τὸ σῶμα Plat.; med.: κέραμον Arph.; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον Diod.): ἐ. τι εἰς τὸν νόμον Plat. сделать что-л. составной частью законодательства; ἄστρα ἐνδεδεμένα или ἀστέρες ἐνδεδεμένοι Arst. и τὰ κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐνδεδεμένα σώματα Plut. неподвижные звезды;
2 связывать (τινα Arph., med. τινα δεσμῷ Theocr.; перен. ὁρκίοις Her., med. ὅρκοις τινά Eur.): ἀναγκαίῃ ἐ. τινὰ ποιεῖν τι Her. заставлять кого-л. сделать что-л.; εἰς τὴν πίστιν ἐνδεδεμένος Polyb. связанный клятвой верности; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτ᾽ Polyb. обязанный благодарностью, признательный; εἰς πολλὰ τῶν συναλλαγμάτων ἐνδεδεμένος Polyb. связанный многими обязательствами: ἐνδεδέσθαι μανίαις Anth. быть одержимым безумием;
3 запирать (τινα μοχλοῖσιν Arph.);
4 впутывать, ввергать (τινα ἄτῃ Hom., Soph.).
II (fut. ἐνδεήσω)
1 не иметь, ощущать недостаток, быть лишенным (τινος Eur., Plat., med. Xen., Plat., Plut.): τίνος ἐνδέομαι μὴ οὐ χωρεῖν ὀλέθρου διὰ παντός; Eur. чего (еще) нехватает мне до окончательной гибели?;
2 преимущ. impers. недоставать, нехватать (τινος Plat. и τινι Luc.; ποιέειν οὕτω, ὅκως ἐνδεήσει μηδέν Her.): πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε σῖτον ἑκάστῳ γενέσθαι Xen. хлеба у него хватало далеко не для каждого;
3 med. нуждаться, бедствовать (μετὰ τέκνων καὶ γυναικός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέω: (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ χωρίον τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ πόλις οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· οὕτως, ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν ἀρχήν, ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.

English (Autenrieth)

aor. ἐνέδησε: bind or tie in or on, Il. 15.469, Od. 5.260; fig., ‘involve,’ ‘entangle,’ Il. 2.111, Il. 9.18.

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐνδέω)
δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.)
2. δεσμεύω με μάγια.
(II)
ἐνδέω (Α)
1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῖν»)
2. είμαι ελλιπής («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῖν» — αφού βρήκε πρόφαση ότι το βάρος ήταν ελλιπές)
3. απρόσ. ἐνδει
υπάρχει έλλειψη.

Greek Monotonic

ἐνδέω: (Α), μέλ. -δήσω,
I. δένω πάνω ή προς, προσδένω, τι ἔν τινι, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ, τους έδεσε γερά, σε Θεόκρ.· ἐνδησάμενος, έχοντάς το συσκευασμένο, σε Αριστοφ. — Παθ., ἱρὰἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ, σε Ηρόδ.· ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα ή ἐν τῷ σώματι, σε Πλάτ.
II. μεταφ., Ζεύς με ἄτῃ ἐνέδησε, με συνέδεσε, με ενέπλεξε σε αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις κ.λπ., σε Ηρόδ.· ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν, έχοντας εξασφαλισμένη τη διακυβέρνηση, στον ίδ. — Μέσ., δεσμεύομαι, σε Ευρ.
ἐνδέω: (Β), μέλ. -δεήσω,
1. έχω έλλειψη ενός πράγματος, στερούμαι, χρειάζομαι κάτι, με γεν., σε Ευρ., Πλάτ.· με απαρ., τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν; τί μας λείπει για να προχωρήσουμε; σε Ευρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ξεν.· και σε Παθ., στρωμάτων ἐνδεηθέντες, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι ανεπαρκής, ελλιπής, σε Ηρόδ.· απρόσ., ἐνδεῖ, υπάρχει ανάγκη, χρεία ή ανεπάρκεια, έλλειψη, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

1 fut. -δήσω,
I. to bind in, on or to, τι ἔν τινι Od.; τί τινι Ar., etc.; so in Mid., ἐνεδήσατο δεσμῷ bound them fast, Theocr.; ἐνδησάμενος having packed it up, Ar.:—Pass., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Hdt.; ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα or ἐν τῷ σώματι Plat.
II. metaph., Ζεύς με ἄτῃ ἐνέδησε entangled me in it, Il.:—Pass., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις, etc., Hdt.; ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν to have the government secured, Hdt.:—Mid. to bind to oneself, Eur.
2 fut. -δεήσω,
1. to be in want of a thing, c. gen., Eur., Plat.; c. inf., τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖν; what do we lack of going? Eur.:—so in Mid., Xen.; and in Pass., στρωμάτων ἐνδεηθέντες Xen.
2. of things, to be wanting or lacking, Hdt.:—impers. ἐνδεῖ, there is need or want, c. gen. rei, Plat., Xen.

Léxico de magia

atar ἔνδησον ἀνὰ μέσον τὸν χάρτην τῆς σειρᾶς ata el rollo de papiro con un cordón por el centro P IV 1382 λαβὼν κύαμον τετρημένον ἔνδησον εἰς δέρμα ἡμιόνου καὶ περίαπτε toma un haba perforada, átala con una piel de mulo y cuélgatela P LXIII 26