πυρσός

From LSJ
Revision as of 06:33, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρσός Medium diacritics: πυρσός Low diacritics: πυρσός Capitals: ΠΥΡΣΟΣ
Transliteration A: pyrsós Transliteration B: pyrsos Transliteration C: pyrsos Beta Code: purso/s

English (LSJ)

(A), ὁ, heterocl. pl.
A πυρσά E.Rh.97: (πῦρ, πυρρός):—firebrand, torch, Il.18.211 (pl.), E.Ph.1377, etc.: pl., fires, λίθος μήτηρ πυρσῶν AP6.28 (Jul. Aegypt.); ἠελίοιο Opp.H.4.353; of lightning, Orac. ap. Eus.PE6.3: metaph., ἅψαι πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43, cf. AP5 Praef.; πυρσὸν ἄναπτε κακῶν IG12(5).229.14 (Paros): pl., of the fires of love, Theoc.23.7, AP12.17.
II beacon or signal-fire (= Att. φρυκτός), Hdt.7.183, 9.3, Aen.Tact.6.7, Plb.10.44.10, etc.: metaph., πυρσὸν ὣς Ἕλλᾱσι φαίνων B.12.82.
2 pl. πυρσά, watchfires, E.Rh.97, cf. 43 (lyr.).

(B), ή, όν, v. πυρρός.

German (Pape)

[Seite 825] dor. statt πυῤῥός, Mosch. 2, 70; auch zuweilen bei attischen Dichtern, wie Eur. Phoen. 32. ὁ, Feuerbrand, Fackel; πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι, Il. 18, 211; Pind. übtr., κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων, I. 3, 61; Eur. El. 587, der auch den plur. τὰ πυρσά bildet, Rhes. 97. Bes. ein in der Nacht von ausgestellten Wächtern durch Fackeln gegebenes Signal, Feuerzeichen (vgl. S. Emp. adv. log. 2, 193), Her. 7, 182. 9, 3; διασαφεῖν διὰ τῶν πυρσῶν, Pol. 9, 42, 7; πυρσὸν ἆραι, ἀντᾶ ραι, 10, 44, 10; ἐν θαλάττῃ φερόμενος εἰς πυρσὸν ἀπ οβλέπω, Luc. Nigr. 7. – Übh. Feuer, λίθος πυρσῶν μήτηρ, Iul. Aeg. 6 (VI, 28); πυρσὸν ἀνάπτειν, Mar. 1 (Plan. 201); auch übertr. von der Liebe, πυρσοὶ ἄρσενες, Ep. ad. 3 (XII, 17); κρύφιοι, Iren. 3 (V, 251); ἔρωτος, Strat. 24 (XII, 182).

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
torche allumée, flambeau ; particul. torche allumée pour des signaux, signal de feu.
Étymologie: πῦρ.
2poét. c. πυρρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρσός -οῦ, ὁ [πῦρ] plur. πυρσά fakkel; vuursignaal, vuurbaken; Hdt. 9.3.1; overdr.. τί τῶν πυρσῶν παραμύθιον; wat biedt een remedie voor het liefdesvuur? Theocr. Id. 23.7.
πυρσός -ή -όν poët. voor πυρρός.

Russian (Dvoretsky)

πυρσός:
I ὁ (Eur. pl. тж. τὰ πυρσά)
1 огонь, пламя Anth.;
2 сторожевой или сигнальный огонь Her., Polyb., Luc.;
3 факел Hom., Eur.;
4 пыл, жар, страсть (πυρσοὶ ἔρωτος Anth.).
дор. и староатт. = πυρρός.

English (Autenrieth)

(πῦρ): torch, beacon, signallight, pl., Il. 18.211†.

English (Slater)

πυρσός torch προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ (I. 4.43) ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ, πληθ. και πυρσά Α
1. δαυλός, δάδα, λαμπάδα
2. συνεκδ. σήμα που γίνεται με πυρσούς, αλλ. φρυκτωρία
νεοελλ.
αστρον. περιοχή εντονότερης ηλιακής δραστηριότητας, η οποία φαίνεται λαμπρότερη σε σχέση με την φωτόσφαιρα που τήν περιβάλλει
αρχ.
1. στον πληθ. οἱ πυρσοί και τὰ πυρσά
α) (γενικά) η φωτιά ή οι φωτιές
β) η ερωτική φλόγα
2. φρ. «ἅπτειν [ή ἀνάπτειν] πυρσόν τινος» — προκαλώ τη ζωηρή εκδήλωση κάποιου («κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < πῦρ + επίθημα -σος (πρβλ. κραυγή: κραύγασος). Εντύπωση προκαλεί η διατήρηση του τόνου στη λήγουσα της λ., σε αντίθεση με παρόμοιους τύπους σε -σος που εμφανίζουν αναβιβασμό του τόνου. Εξάλλου, η διατήρηση του -ρσ- αποδεικνύει ότι ο τ. δεν είναι αττικός].
(II)
-ή, -όν, δωρ. τ. θηλ. και -ά, Α
βλ. πυρρός.

Greek Monotonic

πυρσός: -ή, -όν, αρχ. Αττ. τύπος αντί πυρρός.
πυρσός: -οῦ, ὁ, ετερόκλ. πληθ. πυρσά (πῦρ
I. φανός, πυρσός, λάμψη φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· στον πληθ., φωτιές, πυρά, σε Ανθ.· μεταφ., πυρσὸς ὕμνων, σε Πίνδ.· πληθ., τα πυρά, η φλόγα του έρωτα, ερωτική έξαψη, σε Θεόκρ.
II. 1. σημείο ή σινιάλο από φωτιά, σε Ηρόδ.
2. πληθ., πυρσά, φωτιές σκοπιάς, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσός: -οῦ, ὁ ἑτερογ. πληθ. πυρσὰ Εὐρ. Ρῆσ. 97· (πῦρ, πυρρός)· φανὸς ἐκ δᾴδων, πυρὰ νυκτερινά, λάμψις πυρός, Ἰλ. Σ. 211, Εὐρ. Φοίν. 1376, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., πυρά, τὸ πῦρ, λίθος μήτηρ πυρσῶν Ἀνθ. Π. 6. 28· ἠελίοιο Ὀππ. Ὕμν. 4. 353· ἐπὶ ἀστραπῆς, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 239Β· - μεταφ., ἅψαι πυρσὸν ὕμνων Πινδ. Ι. 4. 74 (3. 61), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 1· πυρσὸν ἄναπτε κακῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2388· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὸ πῦρ τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 23. 7, Ἀνθ. Π. 12. 17. ΙΙ. τὸ διὰ πυρὸς σημεῖον, Ἡρόδ. 7. 182., 9. 3, Πολύβ. 10. 44, 10, κτλ.· πρβλ. πυρσεύω, φρυκτωρός, φρυκτωρία. 2) ἐκκέαντες πύρσ’, λαμπάδας πυρός, πυρά, Εὐρ. Ρῆσ. 97, πρβλ. 43.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: firebrand (= a burning piece of wood), torch
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pre-Eur.
Etymology: Furnée 157 derives πυρρός (s.v.) from this form. PN of Epeirotic kings Πύρρων and Πύρσων. Lat. has burrus, birrus, Roman. burius (REW 1410), Lat. buricus small horse called after the colour, Rom. *burricus beside *burriccus hinny (REW 1413). Furnée suggests that it is an old Pre-Eur. word for the colour of a horse, which was only later associated with πῦρ fire

Middle Liddell

πυρσός, οῦ, ὁ, [πῦρ]
I. a firebrand, torch, Il., Eur.:—in pl. fires, Anth.:—metaph., πυρσὸς ὕμνων Pind.; pl. the fires of love, Theocr.
II. a beacon or signal-fire, bale-fire, Hdt.
2. pl. πύρσα, watch-fires, Eur.

English (Woodhouse)

red, flame-coloured, torch, brand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δαυλός). Ἀπό τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

torch

Aklanon: sueo'; Albanian: pishtar; Arabic: مَشْعَل, شُعْلَة; Aragonese: tieda; Armenian: ջահ; Asturian: antorcha; Azerbaijani: məşəl; Basque: lastargi, zuzi; Belarusian: паходня, факел; Bengali: মশাল; Bulgarian: факел, факла; Burmese: မီးတိုင်, မီးအိမ်, မီးတုတ်; Catalan: teia, torxa; Cebuano: sulo; Chinese Cantonese: 火把, 火炬; Hokkien: 火炬; Mandarin: 薪火, 火炬; Czech: pochodeň; Danish: fakkel; Dutch: toorts, fakkel; Esperanto: torĉo; Estonian: tõrvik; Etruscan: 𐌚𐌀𐌂𐌄 class inanimate; Fijian: cina; Finnish: soihtu; French: torche, flambeau; Galician: facha; Georgian: ჩირაღდანი, მაშხალა; German: Fackel; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰, 𐌷𐌰𐌹𐍃; Greek: δαυλός, πυρσός; Ancient Greek: αἴγλη, Βάκχος, γραβδίς, γράβιον, δαβελός, δᾳδίον, δαελός, δαΐς, δαλός, δάος, δᾷς, δαυλός, δέλετρον, δετή, δέτις, ἐλάνη, ἑλένη, κανδήλη, κηρίων, λαμπάς, λάμπη, λαμπτήρ, λοφνία, λοφνίδιον, λοφνίς, πανός, πεύκη, πυρσός, φανή, φανίον, φανός; Hebrew: אֲבוּקָה; Hindi: मशाल, टॉर्च; Hungarian: fáklya; Icelandic: kyndill; Ido: torcho; Indonesian: obor; Interlingua: torcha; Irish: tóirse, trilseán, lóchrann, breo, beo; Italian: fiaccola, torcia; Japanese: 松明, トーチ; Kazakh: алау, факел; Khmer: ចន្លុះ; Korean: 횃불; Kurdish Central Kurdish: چۆڵەچِرا, شاپِڵیتە, مەشخەڵ; Northern Kurdish: meşale; Kyrgyz: факел, шамана; Lao: ທວນ, ທວນໄຟ, ກະບອງ; Latin: fax, taeda, facula; Latvian: lāpa; Lithuanian: deglas; Luxembourgish: Fakel; Macedonian: факел, факла; Malay: jamung, obor; Maori: kāpara, ngāpara, tōroherohe; Minangkabau: suluah; Mongolian Cyrillic: бамбар; Mongolian: ᠪᠠᠮᠪᠠᠷ; Norwegian Bokmål: fakkel; Nynorsk: fakkel; Old East Slavic: свѣтꙑчь; Old English: blase, speld; Pashto: مشعل; Persian: مَشْعَل, روشنک sg, هموخ sg; Plautdietsch: Fachel, Fiastock; Polish: pochodnia, żagiew, łuczywo; Portuguese: tocha; Romanian: torță, făclie, fachie; Russian: факел, светоч; Scottish Gaelic: lòchran, toirds; Serbo-Croatian Cyrillic: ба̏кља, бу̀ктиња; Roman: bȁklja, bùktinja; Slovak: fakľa; Slovene: bakla; Spanish: antorcha; Swahili: mwenge; Swedish: bloss, fackla; Tagalog: sulô; Tajik: машъал, машъала, сироҷ; Tarifit: asfeḍ; Tatar: факел; Thai: คบ, ไต้; Turkish: meşale; Turkmen: fakel; Ukrainian: смолоскип, факел; Urdu: مَشْعَل, ٹارْچ; Uyghur: مەشئەل; Uzbek: mashʼal, mashʼala, fakel; Vietnamese: đuốc, ngọn đuốc; Welsh: ffagl, tors, pentewyn; Yiddish: שטורקאַץ