αἰχμάλωτος

From LSJ
Revision as of 11:24, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτος Medium diacritics: αἰχμάλωτος Low diacritics: αιχμάλωτος Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: aichmálōtos Transliteration B: aichmalōtos Transliteration C: aichmalotos Beta Code: ai)xma/lwtos

English (LSJ)

αἰχμάλωτον,
A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr.223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag.1440, S.Tr.417:—αἰχμάλωτοι = prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰχμάλωτον λαμβάνειν, αἰχμάλωτον ἄγειν = take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰχμάλωτον γίγνεσθαι = to be taken prisoner, ib.3.1.7; of things, αἰχμάλωτα χρήματα A.Eu.400, cf. Ag.334, D.19.139; νῆες X.HG 2.3.8, IG2.789; τὰ αἰχμάλωτον = booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57.
II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμάλωτος = such as awaits a captive, Hdt.9.76; εὐνά A.Th.364 (lyr.); τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157.
III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.

Spanish (DGE)

-ον
I 1conquistado militarmente, capturado al enemigo, de cosas, ciu., etc. ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασιν A.A.334, χρήματα A.Eu.400, ὅπλα E.Heracl.695, cf. D.19.139, νῆες X.HG 2.3.8, cf. Plb.1.28.7, D.C.51.1.2, πλοῖα Plb.1.61.8, πηδάλια IG 22.1607.17, cf. 1610.23 (ambas IV d.C.), χώρα Plu.Pomp.31, μηχανήματα D.C.68.9.3
subst. τὰ αἰχμάλωτα = botín X.HG 4.1.26, 4.6.6.
2 de pers. prisionero, cautivo Hdt.6.79, A.Fr.47a.1.13, And.4.22, φυγάδες Plb.21.32c.3, cf. PLille 3.66 (II a.C.), PPetr.2.29e.1 (III a.C.), φρούρια D.C.Epit.71.10, αὐτὸν αἰχμάλωτον εἵλομεν E.Heracl.962, νομίζειν εἰλῆφθαι ταύτην αἰχμάλωτον X.Cyr.3.1.37, ἄγειν X.Cyr.4.4.1, αἰχμάλωτον γίγνεσθαι X.Cyr.3.1.7, IG 22.657.20 (III a.C.), ICr.2.5.19.6 (Axo II a.C.), τοὺς ἐχθροὺς αἰχμαλώτους κεχειρωμένους Pl.Lg.919a, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ... κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν LXX Is.61.1 (= Eu.Luc.4.18, Ep.Barn.1.4.9)
subst. ἡ αἰχμάλωτος = la cautiva, la esclava ἥ τ' αἰχμάλωτος ἥδε A.A.1440, cf. S.Tr.417, E.Andr.908, Men.Mis.A37
subst. τὸ αἰχμάλωτον = esclavo D.S.13.57.
3 del cautivo, propio de prisionero δουλοσύνη Hdt.9.76, εὐνὰν αἰχμάλωτον A.Th.364, τύχη D.S.27.6, Lib.Or.59.157.
II desterrado c. gen. παραδείσου de Judas, Eus.Alex.Serm.M.86.533A.
III ἡ αἰχμάλωτος = cierto enyesado Aët.15.20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pris à la guerre (litt. à la pointe de la lance) ; subst. οἱ αἰχμάλωτοι les prisonniers de guerre ; subst. τὸ αἰχμάλωτον le butin de guerre;
2 qui concerne un prisonnier de guerre ; αἰχμάλωτος εὐνή ESCHL couche d'une captive.
Étymologie: αἰχμή, ἁλίσκομαι.

German (Pape)

speergefangen, d.i. kriegsgefangen, ἡ, Aesch. Ag. 1415; οἴκημα 325; χρήματα Eum. 378; εὐνή, das Lager der Sklavin, Spt. 346; ἡ αἰχμ. Soph. Tr. 416; Eur. Troad. 35; in Prosa, Her. 9.76; Xen. An. 4.1.13, und sonst, bes. von Menschen; von Schiffen, Hell. 2.3.8; πόλεις Plut. Pomp. 24; χώρα, im Krieg erobert, 31; Brut. 6.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμάλωτος: (ᾰλ)
1 добытый в бою, т. е. взятый в плен (ἀνήρ Her.; ἡ Λάκαινα Ἑλένη Eur.);
2 захваченный в бою или захваченный на войне (χρήματα Aesch.; νῆες Xen.; πόλεις, χώρα Plut.);
3 сопряженный с пленением (δουλοσύνη Her.; εὐνή Aesch.).
II ὁ и ἡ пленник, пленника Aesch., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμάλωτος: -ον, ὁ τῇ αἰχμῇ ἁλούς, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ, ὁ ἀπαχθεὶς ὡς δοῦλος, Ἡρόδ. 6. 79, 134· ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, ὡς περὶ Κασσάνδρας καὶ Ἰόλης, Αἰσχ. Ἀγ. 1440, Σοφ. Τρ. 417· πρβλ. δοριάλωτος: - αἰχμάλωτοι, οἱ ἐν πολέμῳ συλληφθέντες, Ἀνδοκ. 32. 7, Θουκ. 3. 70· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 37., 4. 4, 1· αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι, αὐτόθι 3. 1, 7· ἐπὶ πραγμάτων, αἰχμ. χρήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 400· πρβλ. Ἀγ. 334, Δημ. 384. 13· νέες Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὰ αἰχμάλωτα, ἡ λεία, τὰ λάφυρα, αὐτόθι 4. 1, 26, Ἀνάβ. 5. 9, 4. ΙΙ. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ., δουλεία οἵα ἀναμένει τὸν αἰχμάλωτον, Ἡρόδ. 9. 76· εὐνή, Αἰσχύλ. Θ. 364.

English (Abbott-Smith)

αἰχμάλωτος, -ον (< αἰχμή, a spear, ἁλίσκομαι, to be taken), [in LXX chiefly for שָׁבָה, גּוֹלָה;]
captive: Lk 4:18 (LXX). †

English (Strong)

from aichme (a spear) and a derivative of the same as ἅλωσις; properly, a prisoner of war, i.e. (genitive case) a captive: captive.

English (Thayer)

(from αἰχμή, a spear and ἁλωτός, verbal adjective from ἁλῶναι, properly, taken by the spear) (from Aeschylus down), captive: Luke 4:18 (19).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αἰχμάλωτος, -ον)
(στα αρχ. επίθετο, στα νεοελλ. με ουσιαστική κυρίως χρήση) αυτός που συλλαμβάνεται σε μάχη ή που μόνος του παραδίνεται στον εχθρό
(νεοελλ.-μσν.) δούλος, σκλάβος
νεοελλ.
ο χωρίς αυτοβουλία, εξαρτημένος, υποτελής, υποχείριος, δέσμιος
αρχ.
1. λέγεται και για πράγματα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ αἰχμάλωτα, λεία, λάφυρα
3. αἰχμαλωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἁλίσκομαι (βλ. λ. αιχμή).
ΠΑΡ. αἰχμαλῶ, αἰχμαλωσία, αἰχμαλωτίζω
αρχ.
αἰχμαλωτικός, αἰχμαλωτεύω.

Greek Monotonic

αἰχμάλωτος: [ᾰ]-ον
I. αυτός που έχει κατακτηθεί, κυριευθεί μέσω της λόγχης ή του δόρατος, αυτός που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος σε καιρό πολέμου, αυτός που έχει απαχθεί ως δούλος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Ξεν.· αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνομαι, στον ίδ.· τὰ αἰχμάλωτα, λάφυρα, λεία, στον ίδ.
II. = αἰχμαλωτικός· δουλοσύνη αἰχμάλωτος, αιχμαλωσία, δουλεία, τέτοια όπως αυτή που περιμένει τον αιχμάλωτο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

I. taken by the spear, captive to one's spear, taken prisoner, Hdt., etc.; αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν to take prisoner, Xen.; αἰχμάλωτον γίγνεσθαι to be taken, Xen.; τὰ αἰχμάλωτα booty, Xen.
II. = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰχμ. such as awaits a captive, Hdt., Aesch.

Chinese

原文音譯:a„cm£lwtoj 挨喊-阿羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:槍矛-擄獲的
字義溯源:被俘擄,戰爭俘虜,被擄的;由(αἰχμάλωτος)X*=槍,矛)與(ἅλωσις)=擄獲)組成;而 (ἅλωσις)出自(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)。這字的原意:被槍矛所擄獲的,意即:戰爭俘擄,這就是( 路4:18)的譯字。參讀 (αἰχμαλωτίζω)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 被擄的(1) 路4:18

English (Woodhouse)

prisoner of war, taken in war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού πιάστηκε στή μάχη). Σύνθετη λέξη ἀπό τό αἰχμή + ἁλωτός (τοῦ ἁλίσκομαι).

Translations

prisoner

Albanian: i burgosur, i burgosun, rob; Arabic: سَجِين‎, سَجِينَة‎, مَحْبُوس‎, مَحْبُوسَة‎; Armenian: բանտարկյալ; Asturian: presu, prisioneru; Azerbaijani: məhbus, əsir; Belarusian: вязень, зняволены, арыштант, арыштантка; Bengali: বন্দী, জিন্দানবাসী; Breton: prizoniad; Bulgarian: затворник, затворничка, затворница; Burmese: ထောင်သား; Catalan: pres, presoner; Cebuano: bilanggo; Chinese Mandarin: 囚犯; Czech: vězeň, vězeňkyně; Danish: fange; Dutch: gevangene; Esperanto: malliberulo, kaptito, prizonulo; Estonian: vang, karistatu; Faroese: fangi; Finnish: vanki; French: prisonnier, prisonnière; Galician: preso, prisioneiro; Georgian: პატიმარი, ტუსაღი; German: Gefangener, Gefangene, Häftling, Strafgefangener; Gothic: 𐌱𐌰𐌽𐌳𐌾𐌰; Greek: κρατούμενος, φυλακισμένος; Ancient Greek: αἰχμαλωτίς, αἰχμάλωτος, αἰχμόδετος, δέσμιος, δεσμώτης, δεσμῶτις, δηιάλωτος, δουριαλής, κῶς, πεδήτης, ὑπόδεσμος; Hebrew: אָסִיר‎, אֲסִירָה‎; Hiligaynon: bilanggo; Hindi: बंदी, क़ैदी, बद्धक; Hungarian: rab, fogoly; Icelandic: fangi, bandingi; Ilocano: balud; Ilocano: balud; Indonesian: tahanan; Irish: cime, príosúnach; Italian: prigioniero, prigioniera; Japanese: 囚人, 捕虜; Jarai: mơnă; Kazakh: қамалған, қамалушы, қорытылған, тұтқын; Khmer: អ្នកទោស, មនុស្សទោស, ឈ្លើយ; Korean: 죄수(罪囚), 죄인(罪人), 수감자(收監者), 재소자(在所者), 기결수(旣決囚); Kurdish Northern Kurdish: girtî, zindanî, êsîr, dîl, bendî; Kyrgyz: камалуучу, туткун; Lao: ນັກໂທດ, ຊະເລີຍ; Latin: captus; Latvian: ieslodzītais, cietumnieks, gūsteknis; Lithuanian: kalinys; Luxembourgish: Prisonnéier, Gefaangenen; Macedonian: затвореник, затвореничка, затвореница; Malay: banduan; Maltese: priġunier, maqbud; Maori: herehere; Mongolian Cyrillic: хоригдол, хоригдогч; Norwegian Bokmål: fange; Occitan: presonièr; Old English: rǣpling; Old Norse: bandingi; Pashto: بندي‎, اسير‎; Persian: زندانی‎, بندی‎, اسیر‎, محبوس‎; Plautdietsch: Jefangna; Polish: więzień, więźniarka; Portuguese: prisioneiro, preso; Romanian: pușcăriaș, prizonier; Russian: заключённый, заключённая, арестант, арестантка; Sanskrit: बन्दिन्; Scottish Gaelic: prìosanach; Serbo-Croatian Cyrillic: затворѐнӣк, затворѐница, ка̏жњенӣк, заробљѐнӣк, заробљѐница; Roman: zatvorènīk, zatvorènica, kȁžnjenīk, zarobljènīk, zarobljènica; Slovak: väzeň, väzeňkyňa; Slovene: zapornik, zapornica, jetnik, jetnica; Spanish: prisionero, preso; Swahili: habusu, mfungwa; Swedish: fånge, fängelsekund, intern; Tagalog: bilanggo, kalabos; Tajik: маҳбус, зиндони, асир; Tamil: கைதி; Telugu: ఖైదీ; Thai: นักโทษ, เชลย; Tibetan: བཙོན་པ; Turkish: mahkum, mahpus, esir; Turkmen: tussag, ýesir; Tuvan: кара-бажыңнаттырган; Ukrainian: в'язень, арештант, арештантка; Urdu: قیدی‎, بندی‎; Uzbek: mahbus, bandi, asir, mahkum; Vietnamese: tù nhân; Volapük: fanäböpäb, hifanäböpäb, jifanäböpäb, fanäb; Yiddish: אַרעסטאַנט‎

prisoner of war

Albanian: rob lufte; Arabic: أَسِير الْحَرْب‎, أَسِير‎; Armenian: ռազմագերի; Azerbaijani: hərbi əsir; Belarusian: ваеннапалонны, палонны; Bulgarian: военнопленник; Burmese: စစ်သုံ့ပန်း, သုံ့ပန်း; Chinese Mandarin: 戰俘, 战俘, 俘虜, 俘虏; Czech: zajatec, válečný zajatec; Danish: krigsfange; Dutch: krijgsgevangene, oorlogsgevangene; Estonian: sõjavang; Faroese: krígsfangi; Finnish: sotavanki; French: prisonnier de guerre, prisonnière de guerre; Galician: prisioneiro de guerra, prisioneira de guerra; Georgian: სამხედრო ტყვე; German: Kriegsgefangener, Kriegsgefangene; Greek: αιχμάλωτος πολέμου; Ancient Greek: αἰχμάλωτος, αἰχμαλωτίς, δηάλωτος, δῃάλωτος, δηϊάλωτος, δοριάλωτος, δορίκτητος, δορίληπτος, δουριάλωτος, δουρίκτητος, δουρίληπτος; Hebrew: שָׁבוּי‎, שְׁבוּיָה‎; Hindi: युद्ध-बंदी, बंदी; Hungarian: hadifogoly; Icelandic: stríðsfangi; Indonesian: tahanan perang; Interlingua: prisionero de guerra; Italian: prigioniero di guerra, prigioniera di guerra; Japanese: 捕虜; Kazakh: соғыс тұтқыны, әскери тұтқын; Korean: 전쟁 포로(戰爭捕虜), 포로(捕虜); Kyrgyz: согуш туткуну; Latin: dediticius; Latvian: karagūsteknis; Malay: tahanan perang; Navajo: yisnááh; Norwegian Bokmål: krigsfange; Nynorsk: krigsfange; Persian: اسیر‎, اسیر جنگی‎, اسیر حربی‎; Polish: jeniec wojenny pers; Portuguese: prisioneiro de guerra, prisioneira de guerra; Romanian: prizonier de război; Russian: военнопленный, пленный; Scottish Gaelic: prìosanach-chogaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: заробљеник, ратни заробљеник; Roman: zarobljenik, ratni zarobljenik; Slovak: zajatec, vojnový zajatec; Slovene: ujetnik, vojni ujetnik; Spanish: prisionero de guerra, prisionera de guerra; Swahili: mfungwa wa vita; Swedish: krigsfånge; Tamil: போர் கைதி; Tajik: асир, асири ҳарбӣ; Tatar: әсир; Telugu: యుద్ధ ఖైదీ; Thai: เชลยศึก; Turkish: savaş tutsağı; Ukrainian: бранець, військовополонений, полонений; Urdu: جنگی قیدی‎; Uyghur: ئەسىر‎; Uzbek: harbiy asir; Vietnamese: tù binh

Lexicon Thucydideum

captivus, prisoner, 1.52.2, 1.54.2, 1.128.6. 4.40.2, 5.35.5. 5.42.1. 5.43.2. 6.5.3, 7.86.1. 8.107.2,
capere, to take, capture, 1.30.1, 3.32.1,
solvere, to loosen, release, set sail, 2.103.1,
remittere, to let go, release, 3.70.1, 5.21.1, 8.33.3.