βαρύς

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύς Medium diacritics: βαρύς Low diacritics: βαρύς Capitals: ΒΑΡΥΣ
Transliteration A: barýs Transliteration B: barys Transliteration C: varys Beta Code: baru/s

English (LSJ)

εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu.932 (anap.): Comp. βαρύτερος, Sup. βαρύτατος:—

   A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht.152d, Arist.Cael.310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force, χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219, cf. 89; ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51; β. τὸ σῶμα App.Mac.14; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, νόσῳ S.Tr.235; σὺν γήρᾳ Id.OT17; ἐν γήρᾳ Id.Aj.1017; ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1; ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.); β. βάσις heavy, slow, S.Tr.966; τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr.844. Adv. κοῦφον βαρέως Pl.Tht.189d.    2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72; Κλῶθες Od.7.197; κῆρες Il.21.548; β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag.206 (lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95,534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers.1044 (lyr.), Th.332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ἡδονή S.OC1204; ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri.43c; πόλεμος D.18.241; βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66; νόσος causing disgust, S.Ph.1330; αὐδά, ἠχώ, ib.208 (lyr.), E.Hipp.791; unwholesome, χωρίον X.Mem.3.6.12; πλησμονή Id.Cyn.7.4; indigestible, Ath.3.115e; β. νότος Paus.10.17.11. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19; β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1 (but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; πρός τι Id.Pol.1311b9; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: Comp. βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.    3 violent, ὀργή S.Ph.368; μῆνις Id.OC1328; ἀπέχθειαι Pl.Ap.23a (Sup.); θυμός Theoc.1.96.    4 weighty, grave, ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10; αἰτιώματα Act.Ap.25.7; τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23; ample, βαρυτάτην εὐδαιμονίαν τοῖς ἀρχομένοις παρέξειν Hdn.2.14.3.    II of persons, severe, stern, β. ἐπιτιμητής A. Pr.77; εὔθυνος Id.Pers.828, cf. S.OT546; Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100; wearisome, troublesome, E.Supp.894, Pl.Tht.210c, etc.; ξύνοικος A. Supp.415, S.Fr.753; γείτονες Plb.1.10.6.    2 overbearing, σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh.1391a27 (but σεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42); ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c; important, powerful, πόλις Plb.1.17.5, etc.    3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ὁπλίτης Pl.Lg.833b (Comp.); τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3.    4 difficult, ὅρκος γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. S.Fr.933.    III of impressions on the senses,    1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph.208, Pl.Prt.332c, Arist.EN1125a14, etc.; βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572 (lyr.); φθέγγονται βαρύτατον ἀνθρώπων Hp.Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39; πενθεῖν Ael.VH12.1; esp. of musical pitch, low, opp. ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr.268e; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave, ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra.399b; ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh.1403b30, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.; β. τάσις D.H.Comp.11, A.D.Synt.307.13; β. τόνος D.T.674.13, cf.A.D.Pron. 36.5; β. συλλαβή unaccented, Id.Synt.100.8, al. Adv. βαρέως with the accent thrown back, Id.Pron.51.1, Ath.2.53b: Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον (ου) opp. οὗ), Arist.SE178a3 (but, on a lower note, αὐλεῖν Id.GA 788a22).    2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119.    3 Adv. βαρέως slowly, ἐπισπᾶσθαι Hero Aut.26.6. (guṛr-u- from gu[rmacr ]ṛ-u-, Skt. gurús 'heavy', Lat. gravis (from fem. gur[schwa]wī-), Goth. kaúrus 'heavy'.)

German (Pape)

[Seite 435] εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῦφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die θωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φθόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 (App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέθης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; θανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶθες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένθος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; θυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου θάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχθραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῦσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόσταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύς: εῖα, ύ: ποιητ. γεν. πληθ. θηλ. βαρεῶν (ἀντὶ -ειῶν) Αἰσχ. Εὐμ. 932· συγκρ. βαρύτερος, ὑπερθ. βαρύτατος. (Πρβλ. τὰς ποιητ. λέξεις βρῖ, βριαρός, βρίθω, βριθύς, βρίζειν, καὶ Λατ. brutus· Σανσκρ. gurus, gar îyas, = Λατ. gravis, gravior· Γοτθ. Kaurs (βαρύς)· ἴδε ἐν ἄρθρ. Β. β). Βαρύς, μέγα ἔχων βάρος, ἀντιθ. τῷ κοῦφος Ἡρόδ. 4. 150, Πλάτ. Θεαιτ. 152D, κ. ἀλλ.· παρ’ Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παρακολουθούσης ἐννοίας ἰσχύος καὶ δυνάμεως, χεῖρα βαρεῖαν Ἰλ. Α. 219, κτλ.· οὕτως, ἀκμᾷ βαρὺς Πίνδ. Ι. 4(3). 86· ―ἀλλ’ ὡσαύτως, βαρὺς ἐκ τῆς ἡλικίας, ἀδυναμίας ἢ τῶν παθημάτων, γήρᾳ, νόσῳ Σοφ. Ο. Τ. 17, Τρ. 235· ἐν γήρᾳ ὁ αὐτ. Αἴ. 1017· ―β. βάσις, βῆμα βραδύ, βαρύ, ὁ αὐτ. Τρ. 966· τυπάδι βαρείᾳ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 724. 2) βαρὺς ἵνα φέρῃ τις αὐτόν, θλιβερός, ὀδυνηρός, ἄτη, ἔρις, κακότης Ἰλ. Β. 111, κτλ.· Κῆρες, Κατακλῶθες Α. 97, Ὀδ. Η. 197· ὡσαύτως, βαρὺ ἢ βαρέα στενάχειν, στενάζω βαρέως, δυνατά, Θ. 95, 534, Ἰλ. Θ. 334, κτλ.·―ἐντεῦθεν, παρὰ Τραγ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς, φορτικός, ἐπαχθής, βαρύς, καταπιεστικός, βαρὺ..φίλοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 441· β. ξυμφορά, τύχαι, καταλαγαί, κτλ., ὁ αὐτ. Πέρσ. 1044, Θήβ. 332, 767, κτλ.· ἡδονὴ Σοφ. Ο.Κ. 1204· ἀγγελία Πλάτ. Κρίτ. 43D· βαρὺ καὶ οὐχὶ δίκαιον Δημ.535, κτλ.· ἐπὶ πληγῆς, θλιβερά, ἀηδίαν παρέχουσα, Σοφ. Φ. 1330· ἐπὶ τόπου, καταθλιπτικός, ἐπιβλαβής, οὐχὶ ὑγιεινός, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12· ἐπὶ τροφῆς, δύσπεπτος, ὁ αὐτ. Κυν. 7, 4· οὕτω, β. νότος Παυσ. 10.17,11·― βαρέως φέρειν τι, δυσκόλως ὑποφέρω τι, δὲν ὑποφέρω τι μεθ’ ὑπομονῆς, Λατ. graviter ferre, Ἡρόδ. 5. 19, κτλ.· β. ἔχειν, μ. μετοχ., Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 3, 18· πρός τι ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10· βαρέως ἀκούειν, μετ’ ἀηδίας ἀκούω, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 9. 3) σφοδρός, θυμὸς Θεόκρ. 1. 96· ἐπιθυμία Πλάτ., κτλ. 4)ἔχων βαρύτητα, παρέχων ἐντύπωσιν, αἱ ἐπιστολαὶ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Β΄, ι΄, 10· εὐδαιμονία Ἡρῳδιαν. 2. 14, 7. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, αὐστηρός, τραχύς, β. ἐπιτιμητὴς Αἰσχύλ. Πρ. 77· εὔθυνος ὁ αὐτ. Πέρσ. 828, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 546·―ὡσαύτως, κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, καταθλιπτικός, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 926, Εὐρ. Ἱκέτ. 894, Πλάτ. Θεαίτ. 201C, Δημ. 307. 15. 2)ἐπὶ καλῆς σημασίας, βαρύς, ἀξιοπρεπής, ἠπιωτέρα ἔκφρασις τῆς διὰ τοῦ σεμνός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 4· σημαντικός, ἰσχυρός, Πολύβ. 1. 17, 5, κτλ. 3) ἐπὶ στρατιωτῶν, βαρέως ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 37· τὰ β. τῶν ὅπλων, οἱ ὁπλῖται, Πολύβ. 1. 76, 3. 4) δύσκολος, ὅρκος γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. Σοφ. Ἀποσπ. 672. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐντυπώσεων διὰ τῶν αἰσθητηρίων, 1) ἐπὶ ἤχου, ἰσχυρός, βαθύς, βαρύς, ἀντίθ. τῷ ὀξὺς Ὀδ. Ι. 257, Αἰσχύλ. Πέρσ. 572, Σοφ. Φ. 208· φθέγγεσθαι βαρύτατον Ἱππ.π. Ἀερ. 290·―ἐπὶ τόνου, βαρύς, ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Πλάτ. Κρατ. 399Α· ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4, κτλ.·―ἐντεῦθεν, ἡ βαρεῖα (ἐνν. Προσῳδία) ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ βαρεῖα (accentus gravis), Γραμμ. 2)ἐπὶ ὀσμῆς, ἰσχυρός, ἀποκρουστικός, Ἡρόδ. 6. 119, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 10. 1, 17, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
I. pesant, lourd : τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος XÉN corps de troupes pesamment armées ; fig. lourd, pénible à supporter, intolérable (douleur, malheur, etc.) ; en parl. de pers. qui est à charge, insupportable ; p. ext. ou anal.
1 fort, puissant, redoutable : χεὶρ βαρεῖα IL main lourde, càd forte, puissante ; βαρεῖα ὀδμή HDT odeur forte ou désagréable;
2 en parl. du son grave ; t. de gramm. ἡ βαρεῖα (προσῳδία) ou τὸ βαρύ l’accent grave ; adv. • βαρὺ ou • βαρέα στενάχειν IL, OD pousser des gémissements profonds litt. graves ; fig. en parl. de pers. grave, digne, imposant;
II. rendu lourd, alourdi, appesanti : ὑπὸ γήρως ÉL par la vieillesse, νόσῳ SOPH par la maladie ; abs. βαρεῖα βάσις SOPH marche pénible;
Cp. βαρύτερος, Sp. βαρύτατος.
Étymologie: cf. lat. gravis.

English (Autenrieth)

εῖα, ύ: heavy, oftener figurative than literal; σχέθε χεῖρα βαρεῖαν, stayed his ‘heavy hand,’ suggesting power, Il. 1.219 ; βαρείᾶς χεῖρας ἐποίσει, ‘violent’ hands, Il. 1.89; of ‘grievous’ pains, Il. 5.417; ‘dread’ fates, Il. 21.548; ‘low,’ ‘gruffvoice, Od. 9.257, etc.; adv., βαρύ and βαρέα στενάχειν, sighdeeply.’

English (Slater)

βᾰρῠς
   1 heavy
   a of sound, deep, heavy “ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
   b met., heavy, grievous πένθος δὲ πίτνει βαρὺ (O. 2.23) Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75) “ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” (P. 3.42) βαρειᾶν νόσων (P. 5.63) βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (N. 6.50) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20) ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς sc. Melissos, a pankratist (I. 4.51)