τάσσω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A.Ag.332, etc.; Att. τάττω Pl.Prt.262e, etc.: fut.
A τάξω A. Th.285, etc.: aor. ἔταξα Id.Supp.986, etc.: pf. τέτᾰχα X.Oec.4.5, (συν-) Pl.Lg.625c: plpf. ἐτετάχει Plb.5.65.7:—Med., fut. τάξομαι (in pass. sense) LXX Ex.29.43: aor. ἐταξάμην Hdt.3.13, Th.2.83, etc.:— Pass., fut. ταχθήσομαι D.S.11.41, (ἐπι-) Th.1.140, etc.; later τᾰγήσομαι (ἐν-) Orib.8.1, (ὑπο-) 1 Ep.Cor.15.28; 3fut. τετάξομαι E.IT1046, Th.5.71, Ar.Av.637: aor. ἐτάχθην A.Eu.279, etc.; later ἐτάγην [ᾰ] SIG708.9 (Istropolis, ii B.C.), Plu.2.965e, Perict. ap. Stob.4.25.50, etc.: pf. τέταγμαι Pi.O.2.30, etc.; 3pl. τετάχαται Th.3.13, (ἀντι-) X. An.4.8.5: 3pl. plpf. ἐτετάχατο Th.5.6, 7.4:—draw up in order of battle, form, array, marshal, both of troops and ships, τὴν στρατιήν Hdt.1.191; τοὺς ὁπλίτας Th.4.9; νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισίν A.Pers. 366; πολεμίων στίχας E.Heracl.676; τ. εἰς μάχην στρατιάν X.Cyr.1.6.43: abs., Isoc.18.47:—Pass., to be drawn up, ἐς μάχην Hdt.1.80; οὐδένα κόσμον ταχθέντες Id.9.69; ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι in four lines, X. An.1.2.15; ἐπὶ μιᾶς, of ships, Id.HG1.6.29; ἐπὶ κέρως Eub.67.4; κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι in line, Th.2.84; ἐπὶ ὀκτώ, of troops, Id.6.67: abs., τεταγμένοι in rank and file, Id.2.81 (so metaph., τὸ ἐν τῷ τεταγμένῳ ὄν the rank and file, opp. Senators and Equites, D.C.49.12); στράτευμα τεταγμένον, opp. ἄτακτον, X.Mem.3.1.7:—Med., fall in, form in order of battle, freq. in Th., 1.48, 4.11, etc.; ὡς ἐς μάχην 2.20; ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν formed in a circle, ib.83, cf. 3.78; ἐτάξαντο οὐ πάντες ὁμοίως 5.68; εἴκοσι ναυσὶ ἐτάξαντο 3.77 (but in 2.90 trans., ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς having drawn up their ships in four lines, cf. E.Heracl.664). 2 post, station, τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Hdt.1.80, cf. E.Ph.749; τινὰς ἐπί τινας one group against another, X.Cyr.2.1.9 (but τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας set him over them, to command them, Id.HG3.4.20); ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχεν for enrolment, Lys.31.9, cf. Lycurg.43:—Pass., to be posted or stationed, τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Hdt.1.84, cf.A.Pers.381; ἐς τὸ ὄρος Hdt.7.212; but ἐς τὸ πεζόν or ἐς π. τετάχθαι to serve among the infantry, ib.21,81; ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν -θέντες ib.203: c. gen., τῆς πρώτης τάξεως (or simply τῆς πρώτης) τεταγμένος Lys.14.11, 16.15: c. acc. cogn., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Pl.Phdr.247a, etc.; δεξιὸν τεταγμένους κέρας E.Supp. 657: freq. folld. by Preps. (cf. infr. 11.1, etc.), ταχθῆναι or τετάχθαι ἐπί τινα or τινας against another, Th.3.78, etc.; ἐπί τινι or τισι A.Th. 448, Th.2.70, 3.13, etc.; also, to be posted at a place, ἐφ' ἑπτὰ πύλαις ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S.Ant.142 (anap.); ἐπ' εὐωνύμῳ κέρατι on the left wing, X.Oec.4.19; ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Plb.1.34.4; τ. κατά τινα over against . ., Hdt.8.85, X.An.2.3.19; τ. μετά τινα behind him... Id.HG7.2.4 (so ἐπί τινι Id.Lac.13.7); μετά τινος with him, by his side, Plb.2.67.2, etc., cf. Th.2.63; σύν τινι X.An.3.2.17, etc.; παρὰ τὸν ποταμόν Hdt.9.15; περὶ τὸ Ἥραιον ib.69; ἀμφὶ τὴν Κέον Id.8.76. II appoint to any service, military or civil, the latter being metaph. from the former, ἄρχοντας X.HG7.1.24; τινὰ ἐπί τινι Id.Cyr.8.6.17, D.17.20, etc.; ἐπὶ τὰς πράξεις Isoc.5.151, cf. Pl.Ly. 209b, etc.; ἀξιῶ σε τάξαι με ἐπί τινος PCair.Zen.447.3 (iii B.C.): also τ. ἑαυτὸν ἐπί τι undertake a task, Pl.R.371c, D.8.71, etc.; πρός τι X. Mem.2.4.6:—Pass., οἱ τεταγμένοι βραβῆς S.El.709, cf. 759; πρέσβεις ταχθέντες D.19.69; τετάχθαι ἐπί τινι to be appointed to a service, Hdt. 1.191, 2.38, A.Pers.298, E.Ion1040, X.Cyr.4.6.1; ἐπί τι Ar.Av.637, X.Cyr.1.4.24, etc.; also ἐπί τινος Hdt.5.109 (ἐπ' οὗ, v.l. ὅκου), D.10.46; τὸν ἐπὶ τῆς σφαγῆς τεταγμένον Plu.Cleom.38, cf. Plb.3.12.5; ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος secretary, Id.15.27.7; οἱ πρὸς ταῖς φυλακαῖς (tolls) τετ. PCair.Zen.31.15 (iii B.C.). 2 c. acc. et inf., appoint or order one to do or be, τάττετ' ἐμὲ ἡγεῖσθαι X.An.3.1.25, cf. Cyr.7.3.1, Hdt.3.25, S.OC639, E.Hec.223, etc.:—Pass., μοῖρα ἡ ταχθεῖσα . . φρουρέειν Hdt.4.133, cf. 8.13, A.Eu.279, 639, etc.; τασσόμενος πορεύεσθαι X.Cyr.4.5.11, etc.; τοῦτο τετάγμεθα (sc. ποιεῖν) E.Alc.49; also τεταγμένος κίοι A.Supp.504; ὁ ἐπ' Αἴγυπτον ταχθείς (sc. κῆρυξ) ordered to Egypt, Hdt.3.62, cf. 68, 6.48. 3 also τ. τινί c. inf., Id.2.124, X.Cyr.1.5.5, etc.: impers., ἴωμεν... ἵν' ἡμῖν τέτακται (sc. ἰέναι) S.Ph.1181 (lyr.); οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν Th.3.22; τοῖς δὲ ἕπεσθαι τέτακται X.Lac.11.6: also with inf. omitted, κόσμον φυλάσσουσ' ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις (sc. φυλάσσειν) E.Supp.245, cf. 460, Hel. 1390, etc. 4 assign to a duty or class of dutiful persons, ἐν πᾶσιν ἐμαυτὸν ἔταττον D.18.221; εἰς ὑπηρετικὴν αὑτοὺς τ. Pl.Plt.289e; πρός τινας τάξαι αὑτόν Din.3.18; σὺν ἐμοὶ τ. σεαυτήν D.H.8.47; τ. ἐμαυτὸν εἰς τάξιν τινά X.Mem.2.8; τινὰς εἰς τοὺς ἀρχικούς ib.7; εἰς τὴν δουλείαν ἐμαυτόν ib.11; τ. ἑαυτόν τινων εἶναι range oneself with... D. 19.302:—Pass., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι to join it, Th.3.86. III c. acc. rei, place in a certain order or relative position, χωρὶς ἑκάτερα τ. Hdt.7.36; τίνα μέσον τάξω λόγον; E.El.908; πρῶτον καὶ τελευταῖον τὸ κάλλιστον τ. X.Mem.3.1.9; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Id.Cyr.3.3.45; τοὺς πόδας [τοῦ ἐμβρύου] κατ' εὐθὺ τοῦ στομίου τῆς ὑστέρας τάσσειν Sor.2.60; μὴ κατὰ ἄνεμον τῶν οἰκημάτων τάττειν τὴν ἅλω Gp.2.26.1; τάξας. . ἀπὸ μὲν δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν ib.14.6.6; [κηρίας] τὴν μεσότητα τάσσειν ὑπὸ τὸ γένειον PMed.Lond.155ii 29, cf. Sor.Fasc.25. al.; εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.EN1099b7; Λυδοὺς . . πρὸς ἅπαντας range over against, Pl.Plt.262e; τὴν σοφιστικὴν περὶ τὸ μὴ ὂν ἔταξεν Arist.Metaph.1026b15, cf. Top.125b21; c. inf., [Ὅμηρον] ἐν τοῖς . . σοφωτάτοις εἶναι τάττομεν Aeschin.1.142; οὐκ εὐλόγως τὸ τοιοῦτον σημεῖον ἐν τοῖς φρενιτικοῖς τάττει Gal.16.521, cf. 18(2).238; τ. τι ἐπί τινος apply a term to a certain sense, Ath.1.21a:—Pass., τετάχθαι κατά τινος D.H.2.48; ἔμπροσθεν τ. τινός Pl.Lg.631d, cf. X. Mem.3.1.7, etc. b with an inf. and Adj., lay down, rule to be so and so, ἅπερ ἂν . . αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Pl.Lg.728a; τά τε δίκαια ταχθέντ' εἶναι καὶ ἄδικα Id.Plt.305b. 2 ordain, prescribe, τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Arist.Pol.1262b6: abs., ὁ νόμος οὕτω τ. Pl.La.199a; οὕτω τ. ὁ λόγος Arist.EN1119b17:—Pass., τὸ ταττόμενον Ar.Ec.766; τὸ ταχθὲν τελεῖν S.Aj.528; τὰ τεταγμένα X.Cyr.1.2.5, etc.; τὰ τετ. ἄγειν the things appointed to them for conveying, ib.8.5.4; τῆς τροφῆς ἡ βελτίστη τέτακται τοῖς ἐλευθέροις Arist.GA744b18; ἐν τῷ τεταγμένῳ εἶναι to be fulfilling one's obligations, IG12.57.47, 22.116.48, X. Cyr.6.2.37. 3 of taxes or payments, assess, τὸν φόρον ταῖς πόλεσι And.4.11, cf. Aeschin.2.23, D.23.209; ταῖσδε ἔταξαν οἱ τάκται IG12.218.45; so τ. τῷ ναύτῃ δραχμήν X.HG1.5.4: with inf. added, χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν Th.1.19, etc. (Pass., φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Hdt.3.97); τάσσειν ἀργυρίου πολλοῦ fix a high price, Th.4.26:—Pass., τὸ ταχθὲν τίμημα Pl.R.551b; εἰσφέρειν τὸ τεταγμένον Arist.Pol.1272a14:—Med., take a payment on oneself, i.e. agree to pay it, φόρον τάξασθαι Hdt.3.13, 4.35; χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Th.1.101; χρήματα ταξάμενοι κατὰ χρόνους ἀποδοῦναι agreeing to pay by instalments, ib.117, cf. 3.70; πόλεις αὐταὶ ταξάμεναι IG12.212.72, cf. 211 vi 6; also τάξασθαι ἐς τὴν δωρεήν Hdt.3.97 (but also, much like Act., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι ib.89). b Med., generally, agree upon, settle, ταξαμένους . . δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R.416e; τὰς τιμάς Id.Lg.743e, cf. 844b, 844c, al.; τέταγμαι ποιμέσιν, οἵ μοι δώσουσιν τιμήν PMich.Zen.56.19 (iii B.C.); votum expld. as εὐχή, ὃ τάττεταί τις θεῷ, Gloss.: c. inf. fut., PEnteux.54.5(iii B.C.), Plb.18.7.7, al. c Med., pay, τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ μέρος, τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἔτεσι γ PEleph.14.18 (iii B.C.), cf. PEnteux. 60.9, 89.7, PMich.Zen.79.9, PCair.Zen.649.16 (all iii B.C.), PAmh. 2.31.1, 52.1, Ostr.Bodl.i 46,96, al., PLond.3.1201.1, 1202.1 (all ii B.C.). 4 impose punishments, τ. δίκην Ar.V.1420, etc.; τ. ζημίας, τιμωρίας, Pl.Lg.876c, D.20.143; τῷ κλέψαντι θάνατον Lycurg.65:— also in Med., Hdt.2.65. b impose laws, οὓς [νόμους] ἔταξε αὐτοῖς ὁ νομοθέτης Pl.Lg.772c. 5 in pf. part. Pass., fixed, settled, prescribed, ὁ τεταγμένος χρόνος (like τακτός) Hdt.2.41, etc.; ὥρα E.Ba. 723; ἡμέρα X.Cyr.1.2.4; ἔτη Pl.Lg.810b; ἡ τετ. χώρα X.Cyr.5.3.40; αἱ τετ. θυσίαι the regular offerings, Id.HG3.3.4; οἱ ἐπὶ τούτῳ τετ. [νόμοι] Pl.Cri.50d; ἡ τετ. δίαιτα prescribed, Id.R.404a; τὰ τετ. ὀνόματα received, Isoc.9.9; τετ. τέχνη regular, Id.13.12; τεταγμένον, opp. ἄτακτον, Arist.Cael.280a8; νὺξ τὰ τεταγμέν' ἀπέχει Lyr.Alex. Adesp. 37.6; of geom. figures, regular, i.e. equilateral and equiangular, Papp.306.2, 8, al.--cf. τεταγμένως.
German (Pape)
[Seite 1072] att. -ττω, aor. pass. ἐτάχθην, seltener ἐτάγην, Eur. fr. inc. 95 u. Perictyone in Stob. fl. 79, 50, – 1) ordnen, stellen, in Ordnung stellen; bes. – a) Soldaten in Reih u. Glied, in Schlachtordnung stellen; ἀντηρέτας εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών, Aesch. Spt. 266; τάξαι νεῶν στίφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Pers. 358; πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676; οὐδένα κόσμον ταχθέντες, in keine Ordnung gestellt, Her. 9, 69; εἰς μάχην στρατιάν, Xen. Cyr. 1, 6, 43; νῆες ἐφ' ἡμῖν τετάχαται, Thuc. 3, 13, vgl. προσέπιπτον ταῖς ἐφ' ἑαυτοὺς τεταγμέναις, 3, 78; ἐτετάχατο, 5, 6. 7, 4; Λυδοὺς πρὸς ἅπαντα τάττων, Plat. Polit. 262 e; u. med. sich ordnen, stellen, οἱ Πελοποννήσιοι εἴκοσι ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, Thuc. 3, 77; ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς, 2, 90, u. öfter. – b) überh. auf einen bestimmten Platz, Posten stellen; καὶ ταξιάρχας καὶ στρατάρχας ἔταξα, Aesch. frg. 168; οἱ τεταγμένοι βραβῆς, Soph. El. 699, vgl. 749; τάττειν τινὰ ἐπί τι, Einen wozu anstellen, wozu beordern, ἡμεῖς ἐφ' ᾡ τετάγμεθ' ἐκπονήσομεν, Eur. Ion 1040, wie Plat. Rep. I, 345 d; σὲ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν, Lys. 209 b; auch ἐπί τινος, Her. 5, 109, ihn wozu bestimmen; vgl. Dem. τὴν τάξιν, ἐφ' ἧς ὑμῖν τετάχθαι προσῆκεν ἕτερος, 10, 47; τεταγμένος ἐπὶ τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 12, 5; ἐπὶ τῆς πόλεως, 1, 45, 1; ἐφ' ἡγεμονίας, 2, 67, 5; – τάττειν ἑαυτὸν ἐπί τι od. πρός τι, sich wozu stellen, an einen bestimmten Ort begeben, bes. freiwillig übernehmen Etwas auszuführen; ἀλλ' ὅσα μὲν δεῖ ῥώμῃ πράττειν, ἐπὶ ταῦτα τεταξόμεθ' ἡμεῖς, Ar. Av. 636; οὐδ' ἐφ' ἑνὶ τούτων πώποτ' ἐμαυτὸν ἔταξα, Dem. 8, 71; – τάττεσθαι ἐπί τινι, worüber gesetzt sein, es zu verwalten haben, ὁ τεταγμένος ἐπὶ τοῖς νόμοις, Plat. Legg. IV, 719 e; ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη αἴσθησις, Rep. VII, 524 a; τοὺς ἐπὶ τούτοις τεταγμένους ἄρχοντας, Legg. XII, 952 e. – c) übertr., in eine Klasse setzen, wozu zählen, rechnen, ἐπί τι; auch τὸν Ὅμηρον ἐν τοῖς σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, Aesch. 1, 142; τῆς πρώτης τεταγμένος, Lys. 16, 15; ὅσοι εἰς ὑπηρετικὴν ἑκόντες αὑτοὺς τάττουσι, Plat. Polit. 289 e, vgl. Apol. 28 d; τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν, Euthyd. 279 c; Folgde; vgl. ἑαυτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ, er stellte sich als Einer, der dem Philipp mißtraute, Dem. 19, 302. – 2) verordnen, verfügen, bestimmen, befehlen; mit accus. c. inf., Her. 3, 25; φωνεῖν ἐτάχθην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου, Aesch. Eum. 269; ὅςπερ τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην, 609; σέ νιν τάξω φυλάσσειν, Soph. G. C. 645; ταχθεὶς τόδ' ἔρδειν, Phil. 6; O. C. 855; τὸ ταχθὲν τελεῖν, das Befohlene, Ai. 524; ἡμᾶς πομποὺς κόρης τάσσουσιν εἶναι, Eur. Hec. 223; auch μέτρ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 545; κόσμον ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις, Suppl. 245; μισθόν, Rhes. 165; – auch ἑκάστῳ ἔταξαν δέκα προσελἑσθαι, Xen. Cyr. 1, 5, 5; daher οἷς ἐτέτακτο παραβοηθεῖν, Thuc. 3, 22; ὁ νόμος οὕτω τάττει, Plat. Lach. 199 a; ὅσαπερ ἂν νομοθέτης αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ, Legg. V, 728 a; τάξαντες τὰς ἑορτάς, VII, 799 b; αὕτη ἡ ὁίκη αὐτοῖς ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἐτάχθη, Phaed. 114 b; μεγάλας τάττουσιν οἱ νόμοι τιμωρίας, Dem. 18, 12, u. öfter; τὰ τεταγμένα ποιεῖν, Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. öfter; bes. τινὶ φόρον, Jem. eine bestimmte Abgabe auflegen, Dem. 23, 209 u. Aesch. 2, 23; τάξας ἔτειον δασμὸν εἰς δόμους φέρειν, Eur. Rhes. 435; χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν, Thuc. 1, 19; Isocr. 4, 120; φόρον φέρειν ταχθῆναι, Her. 3, 97, mit einer Abgabe belegt werden; u. med., φόρον τάξασθαι, sich selbst eine Abgabe auflegen, sich zu einer Abgabe verstehen u. sie entrichten, 3, 13. 4, 165; τάξασθαι εἰς δωρεήν, sich zu einem Geschenke verpflichten, 3, 97; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι κατὰ ἔθνεα, er setzte fest, ordnete an, 3, 89; τάξασθαι ζημίαν, eine Strafe auflegen, um sie für sich einzutreiben, 2, 65; χρήματα ὅσα ἔδει ἀποδοῦναι αὐτίκα ταξάμενοι, Thuc. 1, 101, vgl. 117. – Med. auch = mit einem Andern für sich Etwas festsetzen, sich mit ihm abfinden, bes. sich über einen Zahlungstermin zur Abtragung einer Schuld verabreden, ταξάμενος ἀποδίδωμι, ich zahle in festgesetzten Terminen ab, Thuc. 3, 70, vgl. 1, 117; χρόνῳ τεταγμένῳ, in festgesetzter Zeit, Aesch. Eum. 906; Her. 2, 41, oft; ἐν τοῖς τεταγμένοις ἔτεσιν, Plat. Legg. VII, 810 b, wie τεταγμένους τοῦ βίου χρόνους, Tim. 89 b; ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων, Rep. VIII, 551 b; μισθὸν τῆς φυλακῆς, III, 416 d; Men. 91 b; vgl. τάσσειν ναύτῃ δραχμήν, Xen. Hell. 1, 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. τάξω· ἀόρ. ἔταξα· - ἅπαντα Ἀττ.: πρκμ. τέτᾰχα Ξεν. Οἰκ. 4, 5, (συν-) Πλάτ. Νόμ. 625C. - Μέσ., μέλλ. τάξομαι (ἐπὶ παθητ. σημασ.), Ἑβδ. ἀόρ. ἐταξάμην Ἡρόδ., Ἀττικ. - Παθ., μέλλ. ταχθήσομαι Διόδ. 11. 41, (ἐπι-) Θουκ. 4. 140, κλπ.· μεταγεν. ταγήσομαι Ὀρειβάσ.· γ΄ μέλλ. τετάξομαι Εὐρ. Ι. Τ. 1046, Θουκ. 5. 71, Ἀριστοφ. Ὄρν. 636· ἀόρ. ἐτάχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἐτάγην [ᾰ] Εὐρ. Ἀποσπ. 957 Wagn., Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 457. 53, Πλούτ. 2. 965Ε· πρκμ. τέταγμαι Πίνδ., Ἀττ.· γ΄ πληθ. τετάχαται Θουκ. 3, 13, Ξεν.· γ΄ πληθ. ὑπερσ. τετάχατο Θουκ. 5. 6., 7. 5. (Ἐκ τῆς √ΤΑΓ, πρβλ. τᾰγῆναι, ταγή, ταγός, τάγμα). Βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, παρατάσσω εἰς τάξιν μάχης, ἐπί τε στρατευμάτων καὶ ἐπὶ πλοίων, τὴν στρατιὴν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς ὁπλίτας Θουκ. 4. 9· νεῶν στῖφος ἐν στίχοις τρισὶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 366· πολεμίων στίχας Εὐρ. Ἡρακλ. 676· τ. εἰς μάχην στρατιὰν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ἀπολ., Ἰσοκρ. 380Β. - Παθ., παρατάσσομαι, εἰς μάχην Ἡρόδ. 1. 80 οὐδένα κόσμον ταχθέντες ὁ αὐτ. 9. 69· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, εἰς τέσσαρας σειράς, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 15· ἐπὶ μιᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 6, 29· ἐπὶ κέρως τεταγμένας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 4· κατὰ μίαν τεταγμένοι, εἰς μίαν γραμμήν, Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 67· ἀπολ., τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, ἀντίθετ. τῷ ἄτακτοι, ὁ αὐτ. 2. 81, Ξεν., κλπ.· - οὕτω παρὰ Θουκ. τὸ μέσον, συντάσσομαι, παρατάσσομαι, εἰς μάχην, 1. 48, 4. 11, κτλ.· ἐς μάχην 2. 20· τάξασθαι κύκλον, εἰς σχῆμα κύκλου, 2. 83., 3. 78, τάξασθαι οὐχ ὁμοίως 5. 68· εἴκοσι ναυσὶν ἐτάξαντο 3. 77· - ἀλλ’ ἐν 2. 90 εἶναι ἐν χρήσει μεταβ., ἐπὶ τεσσάρω ταξάμενοι τὰς ναῦς, παρατάξαντες τὰς ναῦς εἰς τέσσαρας γραμμάς, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 664. 2) τοποθετῶ, βάλλω, τὰς καμήλους ἀντία τῆς ἵππου Ἡρόδ. 1. 80· τινὰ ἐπί τινος, ἐπί τινι ἢ ἐπί τινα, τὸν ἕνα ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ὁ αὐτ. 5. 109, Αἰσχύλ. Θήβ. 448, 284, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 749, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9, κλπ.· (ἀλλά, τ. τινὰ ἐπὶ τοὺς ἱππέας, ὁρίζω τινὰ ὅπως διοικῇ καὶ διευθύνῃ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 20) τινὰ πρός τινα αὐτόθι 1. 7, 34, Πλάτ. Πολιτ. 262Ε· - τοποθετῶ τινα εἰς θέσιν τινὰ ἐν τῷ στρατῷ, οὐδ’ ἦλθεν εἰς τὸν Πειραιᾶ. οὐδ’ ἔστιν ὅπου ἑαυτὸν ὑμῖν τάξαι παρέσχε Λυσί. 187. 35, Λυκοῦργ. κ. Λεωκρ. 43. - Παθ., τοποθετοῦμαι, τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 381· ἐς τὸ οὖρος Ἡρόδ. 7. 212· ἀλλά, ἐς τὸ πεζὸν ἢ ἐς π. τετάχθαι ἢ ταχθῆναι, ὑπηρετῶ ὡς πεζὸς στρατιώτης, ἐν τῷ πεζικῷ, αὐτόθι 21. 81· πεζῇ 5. 109· ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν 7. 208· ὡσαύτως μετὰ γεν., τῆς πρώτης τάξεως (ἢ ἁπλῶς τῆς πρώτης) τετάχθαι Λυσί. 140. 31., 147. 12· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., τάξιν τινὰ ταχθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α, κτλ.· - συχν. μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ταχθῆναι ἢ τετάχθαι ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, Θουκ. 3. 78, Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως, ἐπί τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 448, Θουκ. 3. 13, πρβλ. 2. 70, κλπ.· ἀλλὰ καί, τοποθετοῦμαι εἴς τινα θέσιν, ἐφ’ ἑπτὰ πύλαις Σοφ. Ἀντ. 142· ἐπ’ εὐωνύμῳ κέρατι, ἐν τῷ ἀριστερῷ κέρατι, Ξεν. Οἰκ. 4, 19 (οὕτως, ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως Πολύβ. 1. 34, 4· δεξιὸν τ. κέρας Εὐρ. Ἱκ. 657)· - τ. κατά τινα, ἀπέναντί τινος..., Ἡρόδ. 8. 85, Ξεν.· - τ. μετά τινα, ὄπισθέν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 4· (οὕτως, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 7) - μετά τινος, πλησίον αὐτοῦ, μὲ τὸ μέρος αὐτοῦ, Πολύβ. 2. 67, 2, κλπ., πρβλ. Θουκ. 2. 63· - οὕτω, σύν τινι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 17, κλπ.· - παρὰ τὸν ποταμὸν Ἡρόδ. 9. 15· περὶ τὸ Ἡραῖον αὐτόθι 69, πρβλ. 8. 76· - ὡσαύτως, τ. ἑαυτόν, λαμβάνειν θέσιν, ἐν πᾶσι, πανταχοῦ, Δημ. 302. 6· τ. ἑαυτὸν εἴς τι Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· πρός τινα, οὐν τινι, ἐνεργῶ μετά τινος, Δείναρχ. 110. 33, Διον. Ἁλ. 8. 47. ΙΙ. διορίζω εἴς τινα ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν ἢ πολιτικήν, τὸ δὲ τελευταῖον τοῦτο ἐλήφθη μεταφορικῶς, ἐκ τοῦ προτέρου, τ. τινὰ ἐπί τινος, διορίζω τινὰ εἴς τι πρᾶγμα, εἴς τινα ὑπηρεσίαν, εἴς τι ἔργον, Δημ. 143, 23, Πολύβ. 5. 65, 7, Πλούτ., κλπ.· ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Εὐρ. Ἴων. 1140, Ξεν., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 6. 6, Ἰσοκρ. 112Ε. Πλάτ., κλπ.· - συχνάκις ὡσαύτως, τ. ἑαυτὸν ἐπί τι, ἀναλαμβάνειν ἔργον τι, Πλάτ. Πολ. 371C, Δημ., κλπ.· πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6. - Παθ., τέταγμαι ἐπί τινι, εἶμαι διωρισμένος εἴς τι ἔργον, Ἡρόδ. 1. 191., 2. 38, Αἰσχύλ. Πέρσ. 298, Ξενοφ., κλπ.· ἐπί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 637, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24, κλπ.· ὡσαύτως, ἐπί τινος Πολύβ. 3. 12, 5· ὁ πρὸς τοῖς γράμμασι τεταγμένος, γραμματεύς, ὁ αὐτ. 15. 27, 7, κλπ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., διορίζω τινὰ νὰ πράξῃ τι, τάττετέ με ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25· καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, διορίζομαι νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 279, 639, κλπ.· τασσόμενος πορεύεσθαι... Ξεν. Κύρ. 4. 5, 11, κλπ.· - ὡσαύτως (ἄνευ ἀπαρεμφ.), τ. τινὰ ἄρχοντα [[[εἶναι]]], διορίζω τινὰ διοικητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 1. 24· οἱ τεταγμένοι βραβεῖς (ὀρθότερ. βραβῆς) Σοφ. Ἠλ. 709, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb., πρβλ. 759· πρέσβεις ταχθέντες Δημ. 363. 3· οὕτω, τοῦτο τετάγμεθα (ἐξυπακουομ. ποιεῖν) Εὐρ. Ἄλκ. 49. 3) μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ. ὡσαύτως, παραγέλλω, διατάσσω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 3. 25, Σοφ. Ο. Κ. 639, Εὐρ. Ἑκ. 223, Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως, τ. τινὶ ποιεῖν τι Ἡρόδ. 2. 124, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 5, κλπ. - Παθητ., ἐτάχθην ἢ τέταγμαι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 3. 133., 8. 13, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 279, κλπ.· ὡσαύτως, τεταγμένος ποιῶ τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 504· ὡσαύτως ἀπροσ., ἴωμεν..., ἵν’ ἡμῖν τέτακται (ἐξυπακ. ἰέναι) Σοφ. Φιλ. 1180· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν Θουκ. 3. 22· τοῖς δὲ τέτακται ἕπεσθαι Ξεν. Λακ. 11, 6· - ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., κόσμον... ὅντιν’ ἂν τάξῃ πόλις (ἐξυπακ. φυλάσσειν) Εὐρ. Ἱκέτ. 245, πρβλ. 460, Ἐλ. 1390, κλπ.· τάσσομαι ἐπ’ Αἴγυπτον, διατάσσομαι, παραγγέλλομαι νὰ ὑπάγω εἰς Αἴγυπτον, Ἡρόδ. 3. 62, πρβλ. 68., 6. 48. 4) κατατάσσω, οὐδαμῶς γε τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν τῶν ἄρχειν βουλομένων τάξιν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1. 8· εἰς τοὺς ἀρχικοὺς αὐτόθι 7· οὐδὲ εἰς τὴν δουλείαν αὖ ἐμαυτὸν τάττω αὐτόθι 11, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε, κλπ.· τ. τινὰ ἐν τοῖς πρεσβυτάτοις Αἰσχίν. 20. 4· ὃς γὰρ αὐτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ Δημ. 438. 5· εἰς ταὐτὸ τ. τὴν εὐτυχίαν τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 17. Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι Θουκ. 3. 86. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, θέτω τι κατά τινα τάξιν, χωρὶς τ. Ἡρόδ. 7. 36· μέσον τ. τι Εὐρ. Ἑλ. 908· πρῶτον τ. τι Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 9· ἐναντίον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 45· τ. τι ἐπί τινος, κατατάσσω τι εἴς τι, ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι Ἀθήν. 21Α· οὕτως ἐν τῷ παθ., τετάχθαι κατά τινος Διον. Ἁλ. 2. 48 ἔμπροσθεν τ. τινος Πλάτ. Νόμ. 631D, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1. 7, κλπ. β) μετ’ ἀπαρ. καὶ ἐπιθ., ὁρίζω, λέγω ὅτι εἶναί τι..., ἅπερ ἂν ... αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ Πλάτ. Νόμ. 728Α· τά τε δίκαια ταχθέντα εἶναι καὶ ἄδικα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 305Β. 2) διορίζω, προσδιορίζω, διατάττω, τι Σοφ. Ἠλ. 709, Πλάτ., κλπ.· τ. τὰ περὶ τὰ τέκνα Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 5 ἀπολ., ὁ νόμος οὕτω τ. Πλάτ. Λάχ. 199Α· οὕτω τ. ὁ λόγος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 12, 9· - Παθ., τὸ ταττόμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 766· τὸ ταχθὲν Σοφ. Αἴ. 5?8, κλπ.· τὰ τεταγμένα Ξεν., κλπ.· τοῖς ἐλευθέροις ἡ βελτίστη τροφὴ τέκταται Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 3) ἐπὶ φόρων, ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, ὁρίζω ποσόν τι ῥητόν, τ. τινὶ φόρον Ἀνδοκ. 30. 21, Αἰσχίν. 31. 20, πρβλ. Δημ. 690. 1· οὕτω, τ. δραχμήν τινι Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν Θουκ. 1. 19, κλπ.· (καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ, φόρον ἐτάχθησαν φέρειν Ἡρόδ. 3. 97)· τάσσειν ἀργυρίου, ὁρίζω τὴν τιμὴν εἰς ἥν..., Θουκ. 4. 26· - Παθ., τὸ ταχθὲν τίμημα Πλάτ. Πολ. 551Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 8· τὸ τεταγμένον εἰσφέρειν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 7· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀναλαμβάνω νὰ πληρώσω, συναινῶ, φόρον τάξασθαι Ἡρόδ. 3. 13, 4, 35, 65· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι Θουκ. 1. 101· ταξάμενοι κατὰ χρόνους, συμφωνήσαντες νὰ πληρώσωσιν ἐκ διαλειμμάτων, αὐτόθι 117, πρβλ. 3, 70· ὡσαύτως, τάξασθαι ἐς τὴν δωρεὴν Ἡρόδ. 3. 97· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ., ὡσαύτως, ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι αὐτόθι 89. β) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως καθόλου, συμφωνῶ, μένω σύμφωνος, ὁρίζω, μισθὸν τῆς φυλακῆς Πλάτ. Πολ. 416D τὰς τιμὰς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 743Ε, πρβλ. 844Β, C, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρ., Πολύβ. 17. 7, 7, κ. ἀλλ. 4) ἐπιβάλλω ποινάς, τ. δίκην Ἀριστοφ. Σφ. 1420, κτλ.· τ. ζημίαν, τιμωρίαν Πλάτ. Νόμ. 876C, Δημ. 500, 25· τ. θάνατον τὴν ζημίαν Λυκοῦργ. 156. 10· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡρόδ. 2. 65. β) ἐπιβάλλω νόμους, οὓς [νόμους] ἔταξεν αὐτοῖς Πλάτ. Νόμ. 772C. 5) ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., ὡρισμένος, διωρισμένος, διαγεγραμμένος, διατεταγμένος, ὁ τεταγμένος χρόνος (ὡς τὸ τακτὸς) Ἡρόδ. 2. 41, κτλ.· ὥρα, ἡμέρα, ἔτος Εὐρ. Βάκχ. 723, Ξεν., κτλ.· ἡ τετ. χώρα ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 40, κλπ.· αἱ τετ. θυσίαι, αἰ ὡρισμέναι, συνήθεις, τακτικαὶ θυσίαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 3, 4· οἱ τετ. νόμοι Πλάτ. Κρίτων 50D· ἡ τετ. δίαιτα, ἡ προδιαγεγραμμένη, ὡρισμένη, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404Α· τὰ τετ. ὀνόματα, τὰ δεδεγμένα, παραδεδεγμένα, Ἰσοκρ. 190D· ἡ τεταγ. τέχνη, κανονική, ὁ αὐτ. 293C· τεταγμένον, ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄτακτον, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 1. 10, 8· - πρβλ. τεταγμένως. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
French (Bailly abrégé)
f. τάξω, ao. ἔταξα, pf. τέταχα;
Pass. f. ταχθήσομαι, ao. ἐτάχθην, ao.2 ἐτάγην, pf. τέταγμαι, pqp. ἐτετάγμην, f.ant. τετάξομαι;
I. mettre à une place fixe ou appropriée, d’où :
1 ranger, assigner une place : χωρὶς τάσσειν HDT mettre séparément (des câbles au lieu de les unir) ; ἐναντίον XÉN placer en face, tourner vers;
2 fig. ranger dans une classe : τινα εἴς τινας XÉN, ἔν τισιν ESCHN mettre qqn dans une catégorie, le compter parmi, le ranger dans ; τάττειν τινὰ εἰς δουλείαν XÉN ranger qqn dans la catégorie des esclaves;
II. ranger en parl. d’armées, de troupes, etc. : τάττειν στρατιήν HDT, ὁπλίτας THC ranger une armée, des hoplites ; τάττειν εἰς μάχην XÉN poster pour le combat, mettre en ordre de bataille;
III. p. ext.
1 assigner un poste à : ἄλλην ἄλλῃ τάσσειν HDT assigner sa place (sa demeure) à l’une ici, à l’autre là, càd faire loger des femmes à part les unes des autres ; τὰς καμήλους τάξαι ἀντία τῆς ἵππου HDT placer les chamelles en face de la cavalerie ; τάττειν τινὰ ἐπί τινα placer qqn en face de qqn ; τάττειν τινὰ ἐπί τινι XÉN, ἐπί τινος PLUT placer qqn pour s’occuper de qch ; ὁ ἀγαθὸς φίλος ἑαυτὸν τάττει πρὸς πᾶν τὸ ἐλλεῖπον τῷ φίλῳ XÉN un ami bon intervient dans chaque besoin de son ami ; Pass. être placé, posté ; à l’ao. et au pf. Pass. être posté, se tenir : τῇ οὐδεὶς ἐτέτακτο φύλακος HDT où il n’y avait pas de sentinelle ; τάττομαι τάξιν τινά PLAT on m’assigne un poste ; ἐς τὸ οὖρος ταχθῆναι HDT être posté sur la montagne ; ἐς πεζὸν τετάχθαι HDT être dans l’infanterie ; οἱ ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες HDT ceux placés dans l’armée navale ; τετάχθαι κατά τινα HDT être posté en face de qqn ; τετάχθαι ἐπί τινα THC être posté contre qqn, être en face de lui comme ennemi ; αἱ δὲ (νῆες) ἐφ’ ἡμῖν τετάχαται THC (une partie de) la flotte est rangée, càd occupée auprès de nous ; ταχθῆναι σύν τινι XÉN tenir pour qqn ; οἱ σύν τινι τεταγμένοι XÉN ceux qui appartiennent au corps (d’armée) de qqn ; fig. être préposé : ὑπό τινος XÉN par qqn ; τεταγμένοι βραβῆς SOPH arbitres commis à qch ; τὰ τεταγμένα ποιεῖν XÉN faire ce qui est commandé ; ταχθῆναι ἐπί τι XÉN, πρός τι être chargé de ; τετάχθαι ἐπί τινι être commis à, être chargé de, être placé au-dessus de qch ; τάσσομαι avec un inf. : je suis chargé de ; τεταγμένος ποιῶ τι je fais qch sur l’ordre ou d’après les instructions de qqn ; τέτακταί μοι ποιεῖν τι THC on m’a chargé de ; τὸ ταχθέν SOPH la commission, le soin de qch;
2 être placé à son rang, être mis en ordre : τεταγμένα μὲν ποιεῖ, τεταγμένα δὲ λαμβάνει XÉN il fait et reçoit ce qui est réglé;
IV. ordonner, fixer, déterminer : πόλις γὰρ ἡμῖν ἅ με χρὴ τάσσειν ἐρεῖ ; SOPH le peuple doit-il me dire ce que j’ai à commander ? τάττειν φόρον τινί HDT imposer à qqn un tribut ; avec une prop. inf. : ordonner ou commander que ; Pass. être ordonné, fixé, statué : οἵδε δὲ φόρον οὐδένα ἐτάχθησαν φέρειν HDT aux suivants il ne fut pas imposé de payer un tribut ; φόρος ταχθείς THC tribut imposé ; τεταγμένος χρόνος HDT temps fixé ; τὸ τεταγμένον (s.e. χωρίον) XÉN la place assignée ; ἡ ταχθεῖσα ἕδρα, τάξις XÉN siège, poste assigné ; τεταγμένη θυσία XÉN sacrifice régulier ; τὰ τεταγμένα ὀνόματα ISOCR les expressions usitées;
Moy. τάσσομαι (ao. inf. τάξασθαι) :
I. intr. se placer à son poste;
II. tr. 1 placer à un endroit déterminé pour soi ou qch à soi;
2 fixer pour soi ; consentir à : φόρον HDT à un tribut ; δῶρα HDT à des dons volontaires ; avec un inf. : χρήματα τάξασθαι φέρειν THC consentir à une contribution ; ἀργύριόν τινι τάττομαι φέρειν THC je m’engage à payer une redevance à qqn;
3 fixer de soi-même, d’après son propre avis : ζημίην HDT une amende ; ἐτάξατο φόρους οἱ προσιέναι HDT il décida de sa pleine puissance qu’un tribut devait lui être payé ; ταξάμενος ἀποδίδωμι THC je paie par termes ce à quoi j’ai été condamné.
Étymologie: R. Ταγ, ranger.
English (Slater)
τάσσω
1 ordain λέγοντι δ' βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.30) ]τεταγμένον τουτά[ . . . . . ]εκατ[ ] Ἥρας ἐφετμαῖς fr. 169. 43. [τετάχθαι (G-H: τετάσθαι Lobel) Παρθ. 1. 13.]