θρίξ
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
ἡ, gen. τρῐχός, dat. pl. θριξί
A (τρίχεσιν J.AJ16.7.3 is f.l. for τρύχ-): - hair, Hom. only in plural, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐνὶ… μέλεσσι Il. 24.359; mostly, hair of the head, 22.77, Od.13.431; αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Th.1.6; sheep's wool, Il.3.273, Hes.Op.517; pig's bristles, Il.19.254, Od.10.239; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, of a horse's tail, Il.23.519; ἀνάστασις τῶν τριχῶν, of a lark's crest, Gal.12.361.
II later in sg. collectively, A.Th.535, Ag.562, S.El.451; τριχὸς πλόκαμος, βόστρυχος, A.Th.564 (lyr.), Ch.229; γενείον θρίξ Id.Pers.1056; κόμη θρίξ LXX Nu.6.6; Ἐπαφρόδιτον… τὴν παιδικὴν τρίχα Ὑγίᾳ (sc. ἀνέθηκεν) IG12(5).173 (Paros, i A.D.); of a horse's mane, S.Fr.475; of dogs, X.Cyn.4.8 (sg. and pl.).
2 a single hair, οὐδὲ τρίχ[α] Alc. Supp.14.10: prov., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth wanting, Theoc.14.9, cf. X.Smp.6.2; ἄξιον τριχός, i.e. good for nothing, Ar. Ra.614; οὐδ' ἂν τριχὸς πριαίμην Eup.7.18D.; ἐκ τριχὸς κρέμασθαι to hang by a hair, Aristaenet.2.1, Zen.3.47; ἀπὸ τ. ἠερτῆσθαι AP5.229 (Paul. Sil.); ἐπὶ τριχὸς ἦν ἡ σωτηρία Procop.Aed.6.6; εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, i.e. to come to life's end, v.l. in AP7.164 (Antip. Sid.), but cf. Epigr.Gr.248.13; μόνον οὐχὶ τῶν τριχῶν, φασί, λαμβάνεται plain as the nose on one's face, obvious, conspicuous, visible, plain for all to see, jump out, saute aux yeux S.E.M.7.257.
III Medic., vein on the right lobe of the liver, Hp.Mul.1.43 (v.l. ἡ σῦριγξ), Gal.19.104.
German (Pape)
[Seite 1219] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Tieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
τριχός (ἡ) :
dat. pl. θριξί;
poil, particul.
I. au plur. τρίχες;
1 cheveux;
2 poils du corps;
3 crins (de la queue d'un cheval), crins du sommet de la tête d'un cheval;
4 toison de brebis ; particul. poils sur la tête de l'agneau;
5 soies d'un porc;
II. au sg.
1 d'ord au sens collectif cheveux, chevelure : τριχὸς πλόκαμος ESCHL, τριχὸς βόστρυχος ESCHL tresse ou boucle de cheveux;
2 barbe.
Étymologie: DELG pas d'étym. -- Babiniotis cf. lit. drikà « fils ».
Russian (Dvoretsky)
θρίξ: gen. τρῐχός ἡ (gen. pl. θριξί) тж. собир.
1 волос, волосы (τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.): τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. прядь волос; θ. γενείου Aesch. борода;
2 шерсть, руно (ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT);
3 конский волос (οὐραῖαι Hom.);
4 щетина (κάπρου Hom.);
5 перен. «волосок», пустяк: θ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. на волосок, чуть-чуть; οὐδ᾽ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов); ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. нечто стоящее (не более) волоса, т. е. совершенный пустяк; ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth. висеть на волоске.
Greek (Liddell-Scott)
θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «τρίχα», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - ὡσαύτως, ἔριον προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. εὖθριξ, καλλίθριξ· - μεταγεν., λόφος ἐκ τριχῶν, ὁ λόφος τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα θρίξ Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς πλόκαμος ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· θρίξ γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν τρίχα Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη θρίξ, παροιμ., θρίξ ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς διάστημα, Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν σφόδρα διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον γῆρας, αὐτόθι 7. 164, 165.
English (Autenrieth)
τριχός, dat. pl. θριξί: hair, hairs, of animals as well as men; hence of wool, Il. 3.273; and bristles, Il. 19.254.
Spanish
English (Strong)
genitive case trichos, etc.; of uncertain derivation; hair: hair. Compare κόμη.
Greek Monolingual
θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ)
η τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα.
Greek Monotonic
θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δότ. πληθ. θριξί,
1. το τριχωτό του κεφαλιού, χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στον πληθ.· στην Αττ. μόνο στον ενικ., σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, το μαλλί των προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίχες γουρουνιού, σε Όμηρ.· οὐραῖαι τρίχες, οι τρίχες της ουράς αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η τρίχα μόνη της, παροιμ., θρὶξ ἀνὰ μέσσον, παρά μία τρίχα, σε Θεόκρ.· ἄξιον τριχός, δηλ. καθόλου σημαντικό, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
τριχός
Grammatical information: f.
Meaning: hair in gen., esp. the natural hair as opposed to the well-cared head-hair, κόμη (Il.).
Compounds: Compp., e. g. τριχό-φυλλος with leaves like hair (Thphr., of a pine-forest), οὑλό-θριξ with krausem Haar (Hdt. usw.).
Derivatives: 1. θρίσσα, Att. θρίττα f. (< *θρίχ-ι̯α) kind of anchovy, Clupea alosa (middl. Com., Arist., after the hairlike bones, Strömberg Fischnamen 47f.; also Thompson Fishes s. v.; from there Ital.-Lomb. trissa a. o.?; s. Pok. 276); dimin. θρισσίον (pap.); in the same meaning also τριχίς, -ίδος f. (Ar.), τριχίδιον (Alex.), τριχίας m. (Arist.). 2. Dimin. τρίχιον (Arist.). 3. τριχώδης full of hair, hairlike (Hp., Arist.). 4. τριχωτός hairy (Arist.; cf. τριχόομαι below). 5. τρίχινος of hair (Pl., X.). 6. τριχῖτις, -ιδος f. sort of alum (after the fibrous nature; Dsc., Plin.; Redard Les noms grecs en -της 62). 7. τριχία knot (pap.). 8. τριχισμός hairfine split of a bone (Paul. Aeg.), as if from *τριχίζω; cf. Chantraine Formation 143ff. Denomin. verbs. 1. τριχόομαι, -όω be provided with hairs (Arist.); from there τρίχωμα hair(growth) (Hdt., E., X.) with τριχωμάτιον (Arist.); τρίχωσις hairgrowth (Arist.); cf. also τριχωτός above. 2. τριχιάω suffer from a hairdisease (Hp., Arist.) with τριχίασις name of some hairdiseases (medic.). 3. *τριχίζω cf. τριχισμός above.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the designations of hair differ from language to language (s. Buck Synonyms 203f., Ernout-Meillet s. capillus), we do not expect a cognate in other languages. So the comparison with MIr. gairb-driuch bristle (from garb raw and *drigu- or *driku-, Fick 2, 156) can better be disregarded. On Lith. drikà threads hanging from the weaving-loom s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. draĩkas long-drawn.
Middle Liddell
1. the hair of the head, used by Hom. only in plural; Attic also in sg.; Hom., etc.:—also sheep's wool, Il.; pig's bristles, Hom.; οὐραῖαι τρίχες the hair of a horse's tail, Il.
2. a single hair, proverb., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth between, Theocr.; ἄξιον τριχός, i. e. good for nothing, Ar.
Frisk Etymology German
θρίξ: τριχός
{thríks}
Grammar: f.
Meaning: Haar im allg., insbes. das naturgewachsene Haar im Gegensatz zu dem gepflegten Kopfhaar, κόμη (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. τριχόφυλλος mit haarähnlichen Blättern (Thphr., vom Nadelholz), οὐλόθριξ mit krausem Haar (Hdt. usw.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. θρίσσα, att. θρίττα f. (aus *θρίχι̯α) Art Anchovis, Clupea alosa (mittl. Kom., Arist. usw., nach den haarähnlichen Gräten, Strömberg Fischnamen 47f.; ausführliche Behandlung bei Thompson Fishes s. v.; daraus ital.-lomb. trissa u. a.?; s. Pok. 276); Demin. θρισσίον (Pap.); in derselben Bed. auch τριχίς, -ίδος f. (Ar. usw.), τριχίδιον (Alex.), τριχίας m. (Arist. u. a.). 2. Demin. τρίχιον (Arist. u. a.). 3. τριχώδης voll Haar, haarähnlich (Hp., Arist. usw.). 4. τριχωτός haarig (Arist. u. a.; vgl. τριχόομαι unten). 5. τρίχινος aus Haaren (Pl., X., Pap. usw.). 6. τριχῖτις, -ιδος f. Art Alaun (nach der faserigen Struktur; Dsk., Pap., Plin.; Redard Les noms grecs en -της 62). 7. τριχία Strick (Pap.). 8. τριχισμός haarfeine Spalte eines Knochens (Paul. Aeg.), wie von *τριχίζω; vgl. Chantraine Formation 143ff. Denominative Verba. 1. τριχόομαι, -όω ‘mit Haaren versehen (werden)’ (Arist. usw.); davon τρίχωμα ‘Haar(wuchs)’ (Hdt., E., X. usw.) mit τριχωμάτιον (Arist. u. a.); τρίχωσις Haarwuchs (Arist. u. a.); vgl. auch τριχωτός oben. 2. τριχιάω an Haarkrankheit leiden (Hp., Arist. usw.) mit τριχίασις Ben. verschiedener Haarkrankheiten (Mediz.). 3. *τριχίζω vgl. τριχισμός oben.
Etymology: Da die Benennungen des Haares von Sprache zu Sprache stark wechseln (s. Buck Synonyms 203f., Ernout-Meillet s. capillus), erwartet man von vornherein nicht, in anderen Sprachen Verwandte von θρίξ anzutreffen. Der Vergleich mit mir. gairb-driuch Borste (aus garb rauh und *drigu- oder *driku-, Fick 2, 156) muß man somit auf sich beruhen lassen. Zu lit. drikà Fäden, die beim Weben nicht eingezogen vom hinteren Webebaum herabhängen, das von Prellwitz s. v. herangezogen wird, s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. draĩkas langgestreckt.
Page 1,684
Chinese
原文音譯:qr⋯x 特里克士
詞類次數:名詞(15)
原文字根:髮
字義溯源:髮*,(人或牲畜的)毛髮,毛,髮,頭髮;比較(κόμη)=頭髮),而 (κόμη)出自(κομίζω)=供給), (κομίζω)出自(κομάω)Y=照顧*)
同源字:1) (θρίξ / δέρρις)髲 2) (τρίχινος)毛狀的
出現次數:總共(15);太(3);可(1);路(4);約(2);徒(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 頭髮(6) 太5:36; 路7:44; 約11:2; 約12:3; 啓9:8; 啓9:8;
2) 髮(5) 太10:30; 路7:38; 路12:7; 彼前3:3; 啓1:14;
3) 一根髮(2) 路21:18; 徒27:34;
4) 毛(1) 可1:6;
5) 毛的(1) 太3:4
English (Woodhouse)
hair of animals, hair of the head, single hair
Mantoulidis Etymological
-τριχός (=τρίχα). Εἶναι συγγενικό μέ τό τριχίς -ίδος (=ψάρι μέ μικρά ἀγκάθια σάν τρίχες). Παράγωγα τοῦ θρίξ: τρίχινος, τριχόβρως (=βώτριδα, σκόρος), τριχώδης, τρίχωμα, τρίχωσις, τριχωτός, πυρρόθριξ (=κοκκινομάλλης), ὕστριξ (=σκαντζόχοιρος).
Léxico de magia
ἡ plu. pelos de la cabeza del mago λαβὼν οὖν ὁμοῦ δύο σαυτοῦ ὄνυχας καὶ πάσας σου τὰς τρίχας ἀπὸ κεφαλῆς toma, pues, dos de tus uñas y todos los cabellos de tu cabeza P I 3 P I 8 P I 9 ἀποκειράμενος ἐκ τῆς κεφαλῆς σου τρίχα, συνέλιξον τῷ χάρτῃ corta un cabello de tu cabeza y envuélvelo con el rollo de papiro P V 387 gener. de animales ἔχων φυλακτήριον τῶν αὐτῶν ζῴων τρίχας teniendo como amuleto los pelos de los mismos animales P IV 1336 de gato λέγε κρατῶν τὰς τρίχας τοῦ αἰλούρου habla sujetando los pelos del gato P III 95 P III 125 καταδεσμεύω σε ... ταῖς θριξὶ τῆς αἰλούρου te ato a los pelos de la gata SM 38 3 de caballo ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον cuelga de la caña con crines de caballo macho un escarabajo P IV 65 de mulo γρ(άψας) εἰς καινὴν χάρτην περίβαλε ἡμιόνου τρίχας escribe en un rollo de papiro nuevo y pon alrededor pelos de mulo P XXIIa 14 de lobo τῇ τρίτῃ (ἡμέρα) λύκου τρίχας ἢ ἀστράγαλον en el tercer día pelos de un lobo o una taba P II 143 de vaca κρέμασον (τὸν βάθρακον) εἰς κάλαμον χωρίου ἐξ τριχῶν οὐρᾶς βοὸς μελάνης cuelga la rana en una caña silvestre con pelos de la cola de una vaca negra P XXXVI 238 como nombre secreto de sustancias mágicas τρίχες κυνοκεφάλου· ἀννήθου σπέρμα pelos de papión es semilla de eneldo P XII 418 τρίχες λέοντος· βύνεως γλῶσσα pelos de león es lengua de nabo P XII 431 como símbolo del espíritu del mago P IV 2306
Lexicon Thucydideum
Translations
hair
Aklanon: buebue; Arabic: شَعْرَة; Armenian: մազ; Azerbaijani: tük, qıl; Bashkir: сәс, ҡыл; Basque: ile; Belarusian: волас, валасі́нка; Bulgarian: косъм; Catalan: pèl; Cebuano: bulbol; Chinese Mandarin: 毛, 頭髮, 头发; Czech: vlas, chlup; Dalmatian: pail; Danish: hår; Dutch: haar; Esperanto: haro; Estonian: karv, karvad; Even: нюрит; Evenki: нюриктэ; Faroese: hár; Finnish: hius; karva; jouhi; French: poil; Old French: poil; Friulian: pêl; Galician: pelo, cabelo; German: Haar; Gothic: 𐍄𐌰𐌲𐌻; Greek: τρίχα; Hawaiian: huluhulu; Hindi: बाल; Hungarian: hajszál, szőrszál; Indonesian: bulu; Irish: ribe; Italian: pelo; Japanese: 毛; Javanese: wulu; Kabuverdianu: kabelu; Korean: 털, 머리; Latin: pilus, capillus; Latvian: mats; Lithuanian: plaukas; Livonian: kōra; Lutshootseed: sq'ədᶻuʔ; Macedonian: влакно; Maguindanao: bumbul; Malay: bulu; Maranao: bolbol; Mbyá Guaraní: 'a; Mongolian: үс; Nanai: нуктэ; Neapolitan: pelo; Northern Sami: vuoktačalbmi; Norwegian Bokmål: hårstrå; Nynorsk: hårstrå; Occitan: pel; Ojibwe: niinizis; Old English: hær; Old Javanese: wulu; Ottoman Turkish: توی, قیل; Polish: włos; Portuguese: pelo; Romanian: fir de păr; Romansch: chavel, pail, peil, pel; Russian: волос, волосинка, волосина; Sardinian: pilu, piu; Scottish Gaelic: fuiltean, fuilteaneana, fuilteaneine, gaoisnean, gaoisneinean, ribe, ribeachan, ròin, ròinean, ròineag, ròineagan; Serbo-Croatian Cyrillic: длака, влас; Roman: dlaka, vlas; Sicilian: pilu; Slovak: chlp, srsť; Slovene: dlaka; Sorbian Lower Sorbian: włos; Spanish: pelo, cabello; Swahili: nywele; Swedish: hårstrå; Tetum: fulun; Tok Pisin: gras; Ukrainian: волосина, волос; West Frisian: hier; Western Bukidnon Manobo: bulvul; Yakut: баттах; Zazaki: purt, muw; Zealandic: 'aer