μνημονεύω
English (LSJ)
A pf. ἐμνημόνευκα Pl.Phd. 103b (ἀπ-), J.Ap.1.1; μεμνημόνευκα Ruf. ap. Orib.44.17.2:—Pass., fut. μνημονευθήσομαι Isoc.12.128; also μνημονεύσομαι in pass. sense (v. infr. B): aor. ἐμνημονεύθην ib.192: pf. ἐμνημόνευμαι (δι-) Pl. Criti.117e:—Med., aor. ἐμνημονευσάμην Gal.15.50: (μνήμων):—call to mind, remember, think of, c. acc., Hdt.1.36, A.Pers.783, S.Ph. 121, Fr.1120.9, Epicur.Ep.2p.55U., etc.: c. gen., Phld.Piet.94, Plu. Oth.1, etc.: c. inf., remember to do, Ar.Ec.264; μ. ὅτι… Pl.R.480a; εἰ… D.1.11; ὡς… LXX 2 Ma.10.6.
2 abs., μ. γὰρ καλῶς Cratin. 122, cf. Pl.Grg.499e, Men.Pk.142; opp. ἀναμιμνήσκεσθαι, as animal instinct from human faculty, Arist.Mem.453a6.
II call to another's mind, mention, say, c. acc., ἀληθῆ μνημονεύεις Pl.Lg.646b, etc.; μ. τινί τινος make mention of a thing to another, Phalar.Ep.2: c. gen., make mention of, τοῦ ἔθνους ἐν ταῖς ἱστορίαις J.l.c., cf. Plu.Them.32, etc.; μ. ἀδελφῶν LXX 1 Ma.12.11.
III serve as μνήμων 11.3, SIG 45.11 (Halic., v B. C.); μ. ἁγναῖς θεαῖς IG14.204 (Acrae), cf. 9(1).689 (Corc.).
B Pass., to be remembered, be had in memory, μνημονεύσεται χάρις E.Heracl.334, cf. OGI666.22 (i A. D.); τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα Th.1.23; τὴν δόξαν τὴν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον μνημονευθησομένην Isoc.12.128; τὸν ἅπαντα χρόνον μνημονευθήσεται D.18.231; οἱ μνημονευόμενοι ἄνθρωποι X.Mem.4.8.2: c. inf., ἐμνημονεύετο γενέσθαι Th.2.47: c. part., πόλεμος… εὖ πολεμηθεὶς μ. Pl.R.600a.
German (Pape)
[Seite 194] sich erinnern, eingedenk sein; c. acc., κοὐ μνημονεύει τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς, Aesch. Pers, 769; ἦ μνημονεύεις ἅ σοι παρῄνεσα, Soph. Phil. 121; Ai. 1252; ἐμνημόνευσε παλαιὰ νείκη, Eur. Andr. 1165; pass., μνημονεύσεθ' ἡ χάρις, Heracl. 335; in Prosa, τὰ ἔπεα, Her. 1, 36; pass., οὐ τοσοῦτος λοιμὸς ἐμνημονεύετο γενέσθαι, Thuc. 2, 47, man erinnerte sich nicht, es wurde nicht erzählt, daß eine Pest so groß gewesen; οὐ καλῶς μνημονεύεις ἃ ἔλεγον, Plat. Prot. 530 c; Menex. 256 b u. öfter; auch c. gen., Theaet. 191 d; θανάτου, Luc. Cont. 8; mit ὅτι, Plat. Rep. V, 480 a; c. inf., Ar. Eccl. 264; mit folgdm εἰ, Dem. 1, 11; – erwähnen, erzählen, Plat. Legg. I, 646 a; Xen. u. A.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμνημόνευσα, pf. sans redoubl. ἐμνημόνευκα;
1 rappeler à son souvenir, se souvenir de, se rappeler : τι, postér. τινός, qch ; avec ὅτι, ἡνίκα, εἰ, se souvenir que ; Pass. être conservé dans le souvenir, rester dans la mémoire;
2 rappeler le souvenir de, faire mention de, gén. ; Pass. être transmis par le souvenir (des hommes).
Étymologie: μνήμων.
Russian (Dvoretsky)
μνημονεύω:
1 помнить, вспоминать (τὰ ἔπεα Her.; παλαιὰ νείκη Eur.; τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα Thuc.): ἦ μνημονεύσεις οῦν ἅ σοι παρῄνεσα; Soph. а помнишь ты (мои) советы тебе?; (реже с gen.) μνημονεῦσαι ὧν ἂν ἴδωμεν ἢ ἀκούσωμεν Plat. запомнить το, что мы увидим или услышим;
2 рассказывать по памяти, пересказывать (οὐ καλῶς μνημονεύεις ἃ ἔλεγον Plat.);
3 упоминать, напоминать: ἀληθῆ μέντοι μνημονεύεις Plat. ты правильно напоминаешь (об этом).
Greek (Liddell-Scott)
μνημονεύω: μέλλ. -σω: πρκμ. ἐμνημόνευκα Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπ. 1. 1. (ἀπ-Πλάτ.)· - Παθ., μέλλ. μνημονευθήσομαι, ἀλλὰ καὶ μνημονεύσομαι ἐπὶ παθητ. σημασ. (ἴδε κατωτ. Β)· ἀόρ. ἐμνημονεύθην Ἰσοκρ. 273Β· πρκμ. ἐμνημόνευμαι (δι-) Πλάτ. Κριτ. 117Ε. - Μέσ., ἀόρ. ἐμνημονευσάμην, Γαλην. 15. 50 Kühn· (μνήμων). Ὡς τὸ μιμνήσκομαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην, ἐνθυμοῦμαι, σκέπτομαι περί τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 36, Αἰσχύλ. Πέρσ. 783, Σοφ. Φιλ. 121, Ἀποσπ. 779, κτλ.· μετὰ γεν., Λυσ. 187. 23, Πλάτ. Θεαίτ. 191D, κτλ.· μετ’ ἀπαρ, ἐνθυμοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 264· μν. ὅτι... Πλάτ. Πολ. 480Α· εἰ... Δημ. 12, 15. 2) ἀπολ., μν. γὰρ καλῶς Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 1, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 499Ε, κ. ἀλλ.· μν., διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀναμιμνήσκεσθαι, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2, 25 ἴδε μνήμη, 1. 2. II. φέρω εἰς τὴν μνήμην ἑτέρου, μνημονεύω, ἀναφέρω, Λατ. memorare, μετ’ αἰτ., Πλάτ. Νόμ. 646Β, κτλ.· ὡσαύτως, μν. τινί τινος, ἀναφέρω τι πρός τινα, Lennep εἰς Φάλαρ. σ. 153 (Ed. 1787). III. ὑπηρετῶ ὡς Μνήμων (ΙΙ. 3), Newton Ἐπιγραφ. Ἁλικαρν. ἀρ. 1. Β. Παθ., μνημονεύομαι, διαμένω ἐν τῇ μνήμῃ, μνημονεύσεται χάρις Εὐρ. Ἡρακλ. 334· τὰ ἐκ τοῦ πρὶν χρόνου μνημονευόμενα Θουκ. 1. 23· τὴν δόξαν τὴν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον μνημονευθησομένην Ἰσοκρ. 259Β· τὸν ἅπαντα χρόνον μνημονευθήσεται Δημ. 304. 20· οἱ μνημονευόμενοι ἄνθρωποι Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2 μετ’ ἀπαρ., μνημονεύεται γενέσθαι Θουκ. 2. 47· μετὰ μετοχ., πόλεμος... εὖ πολεμηθεὶς μν. Πλάτ. Πολ. 600Α.
English (Strong)
from a derivative of μνήμη; to exercise memory, i.e. recollect; by implication, to punish; also to rehearse: make mention; be mindful, remember.
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural ἐμνημόνευον; 1st aorist ἐμνημόνευσα; (μνημῶν mindful); from Herodotus down; the Sept. for זָכַר;
1. to be mindful of, to remember, to call to mind: absolutely, τίνος, to think of and feel for a person or thing: with the genitive of the thing, τῶν πτωχῶν, μιμνήσκω, at the end); with an accusative of the object to hold in memory, keep in mind: τινα, τί, τά ἀδικήματα, of God as punishing them, μιμνήσκω). Cf. Matthiae, § 347 Anm. 2; Winer's Grammar, p. 205 (193); (Buttmann, § 132,14). followed by ὅτι, to make mention of: τίνος, Plutarch, Themistius, 32; τί, Plato, de rep. 4, p. 441d.; legg. 4, p. 723c.); περί τίνος (as μνασθαι in classic Greek, see Matthiae, § 341Anm. 1), memini de aliquo; cf. Ramshorn, Latin Gr. § 111note 1; (Harpers' Latin Dictionary, under the word memini, I:3; cf. English remember about, etc.).
Greek Monolingual
(ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) μνήμων
1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.)
2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι μνημονεύεις», Πλάτ.)
3. κάνω μνεία κάποιου, αναφέρω κάποιον («μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν», ΚΔ)
νεοελλ.
αναφέρω συχνά το όνομα προσώπου ή πράγματος ή γεγονότος («όλο την πεθερά του μνημονεύει»)
μσν.- νεοελλ.
εκκλ.
1. προσεύχομαι για την υγεία και την μακροημέρευση κάποιου, κάνω μνεία κάποιου σε προσευχή και ιδίως στη Θεία Λειτουργία
2. (για ιερείς) προσεύχομαι για την ψυχή πεθαμένων σε ειδική ευχή, ονομαστικά για τον καθέναν
3. διαβάζω νεκρώσιμη ακολουθία για κάποιον
μσν.
1. βάζω στον νου μου, σχεδιάζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μνημονευμένος και μνημονεμένος, -η, -ον
αυτός που είναι αλησμόνητος, αξιομακάριστος
3. φροντίζω να τελεστεί το μνημόσυνο κάποιου
4. τελώ τη μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη ή επισκόπου σε ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη Θεία Λειτουργία
5. εκφράζω ευχές για κάποιον σε ένδειξη ευγνωμοσύνης
αρχ.
1. θυμάμαι να κάνω κάτι
2. υπηρετώ ως μνήμων.
Greek Monotonic
μνημονεύω: (μνήμων), μέλ. -σω·
Α. Παθ., μέλ. μνημονευθήσομαι, επίσης Μέσ. μνημονεύσομαι, με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐμνημονεύθην·
I. ανακαλώ στο νου μου, ενθυμούμαι, με αιτ., σε Ηρόδ., Τραγ.· με γεν., σε Πλάτ.
II. ανακαλώ, φέρνω στη μνήμη κάποιου άλλου, αναφέρω, Λατ. memorare, με αιτ., σε Πλάτ. Β. Παθ., μνημονεύομαι, παραμένω στη μνήμη των άλλων, μνημονεύσεται χάρις, σε Ευρ.· μνημονευθήσεται, σε Δημ.
Middle Liddell
μνήμων
I. to call to mind, remember, c. acc., Hdt., Trag.; c. gen., Plat.
II. to call to another's mind, mention, Lat. memorare, c. acc., Plat.
B. Pass. to be remembered, had in memory, μνημονεύσεται χάρις Eur.; μνημονευθήσεται Dem.
Chinese
原文音譯:mnhmoneÚw 尼摩扭哦
詞類次數:動詞(21)
原文字根:提醒 相當於: (זָכַר / מַזְכִּיר)
字義溯源:回憶,回想,記念,記得,想起,想念,題到,提到;源自(μνήμη)=記憶);而 (μνήμη)出自(μιμνῄσκομαι)=記念), (μιμνῄσκομαι)出自(μνάομαι)=記住), (μνάομαι)又出自(μένω)*=住)。這字的意義有二:
1)主要是警誡,要回想!就如:要回想羅得的妻子( 路17:32),要回想你是從那裏墜落的,並要悔改( 啓2:5)
2)其次是:提到,就如約瑟提到以色列族將來要出埃及( 來11:22)。參讀 (ἀναμιμνῄσκω)同義字參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字
出現次數:總共(21);太(1);可(1);路(1);約(3);徒(2);加(1);弗(1);西(1);帖前(2);帖後(1);提後(1);來(3);啓(3)
譯字彙編:
1) 記念(3) 約16:21; 徒20:31; 帖前1:3;
2) 你們要記念(3) 約15:20; 弗2:11; 西4:18;
3) 記得(2) 太16:9; 可8:18;
4) 要回想(1) 啓3:3;
5) 都記得(1) 啓18:5;
6) 你們⋯記得麼(1) 帖後2:5;
7) 他們⋯想念(1) 來11:15;
8) 應當回想(1) 啓2:5;
9) 你們⋯可以想起(1) 約16:4;
10) 你要記念(1) 提後2:8;
11) 當記念(1) 徒20:35;
12) 你們要回想(1) 路17:32;
13) 我們記念(1) 加2:10;
14) 你們記念(1) 帖前2:9;
15) 題到(1) 來11:22;
16) 你們要想念(1) 來13:7
Lexicon Thucydideum
memorari, to be remembered, 1.23.3, 2.47.3.
Translations
remember
Abkhaz: агәалашәара; Aklanon: dumdum; Albanian: kujtoj; Arabic: تَذَكَّرَ; Hijazi Arabic: اتذكَّر; Moroccan Arabic: عقل; Armenian: հիշել; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܵܟ݂ܹܪ; Asturian: acordar, recordar; Azerbaijani: xatırlamaq, yadında saxlamaq, yadında olmaq; Belarusian: памятаць, помніць, памінаць, памянуць; Belizean Creole: memba; Bengali: মনে করা, মনে পড়া; Bulgarian: спомням си; Burmese: မှတ်မိ; Catalan: recordar, recordar-se, rememorar; Cherokee: ᎠᏅᏓᏗᏍᏗ, ᎠᏅᏓᏗᎠ; Chichewa: -kumbuka; Chinese Cantonese: 記得, 记得; Dungan: җинян, җи; Hakka: 記得, 记得; Mandarin: 記得, 记得, 記憶, 记忆, 回憶, 回忆; Min Nan: 記得, 记得, 會記得, 会记得; Wu: 記得, 记得; Chuukese: chechemeni; Corsican: ricurdà; Czech: pamatovat; Dalmatian: racuardar; Danish: huske, erindre; Dutch: zich herinneren, gedenken; Erzya: мелевтомс; Esperanto: memori; Estonian: mäletama; Faroese: minnast; Finnish: muistaa; French: se rappeler, se souvenir, se remémorer; Friulian: ricuardâ; Galician: lembrar, estremuñar, retautivar; Georgian: ხსოვნა; German: sich erinnern; Gothic: 𐌲𐌰𐌼𐌿𐌽𐌰𐌽; Greek: θυμάμαι; Ancient Greek: μιμνήσκομαι, μνημονεύω; Guaraní: mandu'a; Hebrew: זָכַר, נזכר; Hindi: याद करना; Hungarian: emlékszik, emlékezik; Icelandic: muna; Indonesian: ingat; Interlingua: memorar; Irish: is cuimhin le, cuimhne a bheith agat ar, cuimhnigh ar; Istriot: racurdà; Italian: ricordare, rammentare, rammemorare, rimembrare; Japanese: 思い出す, 覚える, 記憶する; Javanese: éling; Kabuverdianu: lenbra; Kazakh: есте сақтау, еске алу; Khmer: ចាំ, ចំណាំ; Korean: 기억하다; Kurdish Central Kurdish: لەبیربوون, ھێنانە یاد; Kyrgyz: эсте тутуу, унутпоо; Ladino: akodrar, arrekodrar, membrar; Lao: ຈື່ຈຳ; Latin: memini, reminiscor, recordor, memoror, teneo; Latvian: atminēties, atcerēties; Lithuanian: prisiminti; Lombard: ricordà; Macedonian: се сеќава; Maltese: ftakar; Maore Comorian: unahana; Marathi: आठवणे; Mongolian: санах; Nahuatl: ilnamiqui; Ngarrindjeri: porun; Northern Sami: muitit; Norwegian Bokmål: huske; Occitan: remembrar; Old English: ġemunan; Old French: sovenir, remembrer; Old Turkic: 𐰇; Oromo: yaadachuu; Osage: kisúðe; Persian: به یاد آوردن, یاد آمدن, یاد کردن; Pipil: -elnamiki, -elnamiqui; Polish: pamiętać, zapamiętać; Portuguese: lembrar-se, recordar-se; Quechua: yuyay, yarpay; Romanian: aminti; Russian: помнить, вспоминать, вспомнить; Sanskrit: स्मरति; Scottish Gaelic: cuimhnich, meòraich, bi cuimhne aig; Serbo-Croatian Cyrillic: сећати се, сјећати се; Latin: sećati se, sjećati se; Sicilian: ricurdari, arricurdari; Slovak: pamätať sa, spomenúť si; Slovene: spomniti; Sorbian Lower Sorbian: dopomnjeś se, dopominaś se; Southern Altai: эстеер; Spanish: acordarse, recordar; Swahili: -kumbuka; Swedish: komma ihåg, minnas; Tagalog: tandaan, alalahanin; Tajik: дар хотир доштан, ба ёд овардан; Tausug: tumtum; Telugu: గుర్తుండు; Thai: จำได้, จำ, จดจำ, จำไว้; Tibetan: དྲན; Turkish: hatırlamak, anımsamak; Turkmen: ýaada salmak, ýatlamak; Tuvan: сактыр, сактып келир, сактып алыр; Ugaritic: 𐎏𐎋𐎗; Ukrainian: пам'ятати; Urdu: یاد کرنا; Uyghur: ئەسلىمەك, يادقا ئالماق, ئېسىگە ئالماق; Uzbek: eslamoq, yodda tutmoq; Venetian: regordar, regordàr, recordar, recordàr; Vietnamese: nhớ; Walloon: si rmimbrer, si sovni, si rsovni, si rapler, si rapinser, ratoumer; Welsh: cofio; Yiddish: געדענקען