νῆσος
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
English (LSJ)
Dor. νᾶσος, ἡ,
A island, Il.2.721, etc.; ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος = in the great Doric island of Pelops, i.e. the Peloponnese, S.OC696; μακάρων νῆσοι, v. μάκαρ; αἱ νῆσοι the islands of the Archipelago, Ar.Eq.1319, X.HG4.8.1; καὶ πῶς γυνὴ… νῆσον ἀμφιέννυται; Anaxil.35 (cf. περίνησος): heterocl. gen. pl. νησάων Call.Del.66.
2 land flooded by the Nile, PHib. 1.90.7 (iii B.C.), etc.; opp. ἤπειρος, PGiss.60 (ii A.D.); νῆσοι ποταμοφόρητοι POxy.1445.13 (ii A.D.); so of alluvial land in Tab.Heracl. 1.38.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ (νέω), eigtl. das schwimmende Land, die Insel, Hom. u. Folgde; θαλασσόπληκτος, Aesch. Pers. 299; bei Soph. ist mit τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ, O. C. 701, der Peloponnes gemeint; μακάρων νῆσοι, s. oben.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 île;
2 presqu'île.
Étymologie: νέω².
Russian (Dvoretsky)
νῆσος: дор. νᾶσος ἡ остров (ἡ Κρήτης ν. Diod.): αἱ νῆσοι Arph. Острова, т. е. Архипелаг или Киклады; μακάρων νῆσοι Hes. Острова Блаженных (см. μάκαρ); Δορὶς νᾶσος Soph. = Πελοπόννησος.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσος: Δωρ. νᾶσος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νησί», Λατ. insula, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.· ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος, δηλ. τῇ Πελοποννήσῳ, Σοφ. Ο. Κ. 695· μακάρων νῆσοι, ἴδε ἐν λ. μάκαρ· αἱ νῆσοι, αἱ τοῦ Αἰγ. πελάγους, ἢ ἴσως αἱ Κυκλάδες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1319, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 1· καὶ πῶς γυνή... νῆσον ἀμφιέννυται, αἰνιττομένου τοῦ ἱματίου ὅπερ ἐκαλεῖτο κυκλὰς (πρβλ. περίνησος) Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 4· - ἑτερόκλ. γεν. πληθ. νησάων (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. νήση), χάριν τοῦ μέτρου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 66. (Ἴσως ἐκ τοῦ ῥήματ. νέω, κολυμβῶ, οἱονεὶ ἐπιπλέουσα γῆ· πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ Ὀδ. Κ. 3, πρβλ. τὸν τῆς Δήλου μῦθον).
English (Strong)
probably from the base of ναῦς; an island: island, isle.
English (Thayer)
νήσου, ὁ (νεώ, to swim, properly, 'floating land'), an island: Sept. for אִי; (from Homer down).)
Greek Monolingual
η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος)
έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί
νεοελλ.
φρ. «νήσος του Ράιλ»
ανατ. τμήμα του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την οποία σχηματίζουν ο μετωπιαίος, ο βρεγματικός και ο κροταφικός λοβός
αρχ.
1. αγρός που περιβρέχεται από τον Νείλο
2. ξηρά στην οποία έχουν γίνει προσχώσεις
3. είδος γυναικείου χιτώνα με κράσπεδο, αλλ. περίνησος
4. (με περιληπτ. σημ.) οι κάτοικοι του νησιού
5. μτφ. (για την εκκλησία) τόπος όπου καταφεύγουν οι χριστιανοί
6. φρ. α) «νῆσος Πέλοπος» — η Πελοπόννησος (Σοφ.)
β) «μακάρων νῆσοι» — νησιά στα οποία, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, διέμεναν ευτυχείς οι νεκροί
γ) «νῆσος ποταμοφόρητος» — αγρός που αρδεύεται από τα νερά του Νείλου
7. στον πληθ. αἱ νῆσοι
τα νησιά του Αιγαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το γεγονός ότι οι λέξεις τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών για το νῆσος διαφέρουν πολύ μεταξύ τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται πιθ. για μεσογειακή δάνεια λ., που συνδέεται με το επίσης άγνωστης ετυμολ. λατ. insula «νησί». Η σύνδεση της λ. με το θ. νη- (νῆσος < νη-κιο-ς) του νήχω «κολυμπώ» και τα λατ. na-re «κολυμπώ» και nasus «ακρωτήριο» δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. νῆσος συνδέεται, τέλος, με το κατωιταλ. nasida.
ΠΑΡ. νησί (νησίον), νησίδιο (νησίδιον), νησίς / νησίδα, νησιώτης, νησύδριο (νησύδριον)
αρχ.
νησαίος, νησεύομαι, νησιάζω, νησιάς, νησίζω, νησίτης, νησούμαι
νεοελλ.
νησώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νησοποιώ
αρχ.
νησιάρχης, νησίαρχος, νησοβασιλεία, νησοειδής, νησομαχία, νησόπολις, νησοφύλαξ. (Β συνθετικό) αρχ. εύνησος, μικρόνησος, περίνησος, χερρόνησος, χερόνησος
νεοελλ.
ερημόνησος, μεγαλόνησος, Πελοπόννησος, χερσόνησος.
Greek Monotonic
νῆσος: Δωρ. νᾶσος, ἡ, νησί, Λατ. insula, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος, δηλ. στην Πελοπόννησο, σε Σοφ.· μακάρων νῆσοι, βλ. μάκαρ (πιθ. από το νέω, κολυμπώ, σαν να πρόκειται για κομμάτι στεριάς που επιπλέει).
Frisk Etymological English
MeierBrugger
Grammatical information: f.
Meaning: island (Il.); also (flooded) land near a river, alluvial land (Tab. Herakl., pap.; NGr. [underit.] nasída; Schwyzer Festschr. Kretschmer 245 ff.. Rohlfs Wb. No. 1457).
Other forms: Dor. να̃σος (Rhod. νᾶσσος SGDI4123,4; Ia).
Compounds: Some compp., e.g. νησο-φύλαξ island-guardian (D. S.), νησί-αρχος, -άρχης island-governor (Antiph. Com., hell. inscr. a.o.), after ταξί-, πολί-αρχος a.o.; not from νησίς or νησίον; χερσό-νησος, Att. χερρό-, Dor. -νασος f. peninsula; on περί-νησον s. v.
Derivatives: 1. Diminutives: νησίς f. (Hdt., Th., Plb.), νησίδιον (Th., Arist., Str.), νησίον (Str.), νησύδριον (X., Isoc.). -- 2. Other nouns: νησιώτης, Dor. νασιώτας, f. -τις inhabitant of an island, living on an island (Pi., Hdt., A.), after ἰδιώτης, στρατιώτης a.o. (Schwyzer 500, Chantraine Form. 311; cf. also Redard 9 w. n. 33); from it νησιωτικός typical of an island-inhabitant (Hdt., Th., Ar., E.), also connected with νῆσος (cf. Chantraine Études 118, 123 a. 125); νησίτης m. id. (St. Byz.), f. νασῖτις forming an island (AP); cf. Redard 23 a. 108f.; νησαῖος islandish (E., Arat.; after λιμναῖος etc.); Νησιάδεια n. pl. island-feast, -ειον sg. name of a fund (Delos IIIa), with -ι- as in νησί-αρχος a.o. -- 3. Verbs: νησίζω (Plb.), -ιάζω (Str., Ph.) form an island; νησεύομαι form alluvial deposits (EM25, 48).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Since Curtius 319 mostly taken as "the swimmer" to νή-χ-ω, Lat. nā-re etc. with diff. interpretation of the formation: from *νη-κιο-ς (Curtius); thematic transformation of an s-stem *snā-t(e)s- or *snā-dh(e)s- (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 541); σο-suffix as in καῦσος a.o. (Solmsen Wortforsch. 244), which stand however beside living aorists (καῦσαι etc.). -- Not with Pisani Glotta 26, 276f. (as before Bopp and Weber Ind. Streifen 3,39) as promotory = Lat. nasus nose; s. Curtius l.c. and W. Hofmann s. nasum. As the IE words for island vary from language to language, we have probably an Aegean loanword (Ernout-Meillet, who want to connect the also unclear Lat. insula; thus Skok Glotta 25, 217ff; against this W. Hofmann s.v.) - For a Pre-Greek loan also Fur. 387, who points to the variation between single σ and geminate. Meier-Brügger follows Rix on νῆσσα in assuming *snakh-i̯o-.
Middle Liddell
νῆσος, δοριξ νᾶσος, ἡ,
an island, Lat. insula, Hom., Hes., etc.; ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος, i. e. in Peloponnese, Soph.; μακάρων νῆσοι, v. sub μάκαρ. [Perhaps from νέω to swim, as if floating land.]
Frisk Etymology German
νῆσος: {nē̃sos}
Forms: dor. να̃σος (rhod. νᾶσσος SGDI4123,4; Ia)
Grammar: f.
Meaning: Insel, Eiland (seit Il.); auch ‘(abgelagerter) Landstreifen am Fluß, der gelegentlich vom Wasser bedeckt wird' (Tab. Herakl., Pap.; ngr. [unterit.] nasída; Schwyzer Festschr. Kretschmer 245 ff.. Rohlfs Wb. No. 1457).
Composita: Einige Kompp., z.B. νησοφύλαξ Inselwächter (D. S.), νησίαρχος, -άρχης Inselherrscher (Antiph. Kom., hell. Inschr. u.a.), nach ταξί-, πολίαρχος u.a.; nicht von νησίς oder νησίον; χερσόνησος, att. χερρό-, dor. -νασος f. Halbinsel; zu περίνησον s. bes.
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: νησίς f. (Hdt., Th., Plb. u.a.), νησίδιον (Th., Arist., Str.), νησίον (Str. u.a.), νησύδριον (X., Isok. u.a.). — 2. Sonstige Nomina: νησιώτης, dor. νασιώτας, f. -τις Inselbewohner, auf einer Insel befindlich (Pi., Hdt., A. usw.), nach ἰδιώτης, στρατιώτης u.a. (Schwyzer 500, Chantraine Form. 311; vgl. auch Redard 9 m. A. 33); davon νησιωτικός zum Inselbewohner gehörig (Hdt., Th., Ar., E. u.a.), auch auf νῆσος bezogen (vgl. Chantraine Études 118, 123 u. 125); νησίτης m. ib. (St. Byz.), f. νασῖτις eine Insel bildend (AP); vgl. Redard 23 u. 108f.; νησαῖος eiländisch (E., Arat. u.a.; nach λιμναῖος usw.); Νησιάδεια n. pl. Inselfeier, -ειον sg. N. eines Fonds (Delos IIIa), mit -ι- wie in νησίαρχος u.a. — 3. Verba: νησίζω (Plb.), -ιάζω (Str., Ph. u.a.) eine Insel bilden; νησεύομαι eine Ablagerung bilden (EM 25, 48).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit Curtius 319 meist als "der Schwimmer" zu νήχ-ω, lat. nā-re usw. gezogen mit wechselnder Auffassung der Bildung: aus *νηκιος (Curtius); thematische Umbildung eines s-Stamms *snā-t(e)s- od. *snā-dh(e)s- (Brugmann, z.B. Grundr.2 II: 1, 541); σο-Suffix wie in καῦσος u.a. (Solmsen Wortforsch. 244), die sich indessen an lebendige Aoriste (καῦσαι usw.) anlehnen. — Nicht mit Pisani Glotta 26, 276f. (wie schon Bopp und Weber Ind. Streifen 3,39) als "Vorgebirge" = lat. nāsus Nase; s. Curtius a.a.O. und W.-Hofmann s. nāsum. Da die idg. Worte für Insel von Sprache zu Sprache stark wechseln, handelt es sich vielleicht um ein ägäisches LW (Ernout-Meillet, die an das ebenfalls dunkle lat. insule anknüpfen wollen; ebenso Skok Glotta 25, 217 ff.; dagegen W.-Hofmann s.v.).
Page 2,317
Chinese
原文音譯:nÁsoj 尼所士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:島
字義溯源:島*,島嶼,海島;或出自(ναῦς)=船);而 (ναῦς)出自(Ναχώρ)X=漂浮*)
出現次數:總共(9);徒(6);啓(3)
譯字彙編:
1) 島(6) 徒13:6; 徒27:26; 徒28:1; 徒28:7; 徒28:9; 徒28:11;
2) 海島(3) 啓1:9; 啓6:14; 啓16:20
Mantoulidis Etymological
(=γῆ πού ἐπιπλέει). Ἀπό τό νέω (2. =κολυμπῶ) συγγενικό μέ τό νήχομαι (=κολυμπῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήματα νέω (2) καί νήχομαι.
Lexicon Thucydideum
insula, island, 1.4.1, 1.5.1, 1.7.1, 1.8.1. 1.8.11.2.1. 1.9.4. 1.9.41.13.6. 1.15.1. 1.16.1. 1.44.3, 1.47.1. 1.54.1. 1.98.2, 1.109.4. 1.109.41.116.1. 1.143.4. 2.9.4, 2.14.1. 2.30.1. 2.32.1. 2.66.1. 2.102.3, 2.102.32.4.1. 3.33.3, 3.39.2. 3.51.1. 3.51.3. 3.51.33.4.1. 3.75.5. 3.76.1. 3.79.1. 3.79.13.85.2, 3.85.3. 3.88.1, 3.88.2. 3.3.1. 3.89.3. 3.104.1. 3.104.2. 3.104.23.115.1. 4.8.6, 4.8.7. 4.8.1. 4.9.1. 4.13.3. 4.13.34.14.2. 4.14.5. 4.16.1. 4.16.14.17.1. 4.19.1. 4.21.2. 4.21.3. 4.23.2. 4.24.3. 4.26.1. 4.26.4, 4.26.5. 4.6.1. 4.7.1. 4.27.1. 4.27.5. 4.29.2. 4.29.3. 4.30.2. 4.30.3. 4.4.1. 4.31.1. 4.31.14.2.1. 4.33.1. 4.35.1. 4.36.2. 4.38.4. 4.38.5. 4.39.1. 4.39.2. 4.40.2. 4.44.6, 4.45.1. 4.46.3. 4.46.5. 4.53.2, 4.54.1. 4.54.3. 4.55.1. 4.55.3. 4.57.4. 4.57.44.67.1. 4.104.4. 4.108.8. 4.118.4. 4.121.2. 4.122.5. 5.14.3, 5.15.1. 5.24.2. 5.34.2. 5.35.4. 5.43.2. 5.75.3. 5.84.1. 5.84.15.109.1. 6.1.1, 6.2.2. 6.5.1. 6.5.16.3.2. 6.20.2. 6.61.3. 7.33.4, 7.57.4. 7.71.7. 7.86.3. 7.86.38.17.3, 8.23.6. 8.24.2. 8.26.1. 8.31.3. 8.42.2. 8.42.4. 8.43.3. 8.44.1. 8.56.4. 8.96.4.
Translations
Abkhaz: адгьылбжьаха; Acehnese: pulo; Adyghe: хыгъэхъун, псыгу; Afrikaans: eiland; Ainu: モシㇼ; Aklanon: pueo'; Albanian: ishull, ujdhesë, cekë, ansujë; Amharic: ደሴት; Antillean Creole: zil; Arabic: جَزِيرَة; Egyptian Arabic: جزيرة; Aragonese: isla; Aramaic Syriac: ܓܙܪܬܐ; Armenian: կղզի; Assamese: দ্বীপ; Asturian: islla; Aymara: wat’a; Azerbaijani: ada; Baba Malay: pulo; Baekje: 斯麻, セマ; Balinese: pulo, nusa; Bashkir: утрау; Basque: irla, uharte; Bats: გუბ, კუნძულ; Belarusian: востраў, вы́спа; Bengali: দ্বীপ, জিঞ্জিরা; Bhojpuri: द्वीप; Bislama: aelan; Breton: enez; Brunei Malay: pulau; Bulgarian: остров; Burmese: ကျွန်း; Buryat: арал; Catalan: illa; Cebuano: pulo; Central Dusun: pulou; Central Melanau: pulau; Chamicuro: yishla; Chechen: гӏайре; Cherokee: ᎠᎽᏰᎵ; Chichewa: chilumba; Chinese Cantonese: 島, 岛, 島嶼, 岛屿, 海島, 海岛; Dungan: до, хэдо; Gan: 島, 岛; Hakka: 島, 岛; Jin: 島, 岛; Mandarin: 島, 岛, 島嶼, 岛屿, 海島, 海岛; Min Bei: 島, 岛; Min Dong: 島, 岛; Min Nan: 島嶼, 岛屿, 島, 岛, 海島, 海岛; Wu: 島, 岛, 島嶼, 岛屿; Xiang: 島, 岛; Chukchi: иԓир; Chuvash: утрав; Coptic Bohairic: ⲙⲟⲩⲓ, ⲛⲏⲥⲟⲥ; Sahidic: ⲙⲟⲩⲉ, ⲛⲏⲥⲟⲥ; Cornish: enys; Corsican: isula; Cree: ᒥᓂᔥᑎᒄ; Crimean Tatar: ada; Czech: ostrov; Danish: ø, holm, skær; Dhivehi: ޖަޒާ; Dogrib: dı; Dutch: eiland; Early Modern Korean: 셤; Emilian: îsla; Esperanto: insulo; Estonian: saar; Even: букчан; Ewe: ƒukpo; Faroese: oyggj, hólmur; Fijian: yanuyanu; Finnish: saari; French: île, ile; Old French: isle; Friulian: isule, ìsule; Galician: illa, insua, ieste; Georgian: კუნძული; German: Insel, Eiland; Alemannic German: Insle; Bavarian: Insl; Greek: νήσος, νησί; Ancient Greek: νῆσος; Greenlandic: qeqertaq; Guaraní: ypa'ũ; Gujarati: દ્વીપ, ટાપુ; Haitian Creole: zile, zil; Hausa: tsibiri; Hawaiian: moku; Hebrew: אִי; Hindi: द्वीप, टापू, जज़ीरा, उपद्वीप; Hungarian: sziget; Hunsrik: Insel; Icelandic: ey, eyja, eyland; Ido: insulo; Igbo: àgwè, àgwà; Ilocano: puro; Indonesian: pulau, nusa; Interlingua: insula; Iranun: pulu; Irish: oileán, inis; Isnag: puxo; Italian: isola; Japanese: 島; Javanese: pulo; Jeju: 섬; Kabuverdianu: ilha; Kalmyk: арл; Kannada: ದ್ವೀಪ; Karachay-Balkar: айрымкан, айрыкам; Kashubian: òstrow; Kazakh: арал, атау; Khakas: олтырых; Khmer: កោះ; Komi-Permyak: ди; Komi-Zyrian: ді; Korean: 섬, 도(島); Kumyk: атав; Kuna: dupu; Kunigami: 島; Kurdish Central Kurdish: گراڤ; Northern Kurdish: girav; Kyrgyz: арал; Ladino: adá, isola, izla; Lakota: wíta; Lao: ດອນ, ເກາະ; Latgalian: jiursola, azarsola, upsola; Latin: insula; Latvian: sala; Laz: ადა; Lingala: esanga; Lithuanian: sala; Livonian: sǭr; Livvi: suari; Lombard: isula; Low German: Insel, Ailand; Dutch Low Saxon: eilaand; Ludian: suar'; Luganda: ekizinga; Luxembourgish: Insel; Lü: ᦓᧄᧉᦂᦸᦰ, ᦂᦸᦰ, ᦂᦸᦰᦡᦸᧃ; Macedonian: остров; Malagasy: nosy; Malay: pulau, nusa; Jawi: ڤولاو, نوسا; Malayalam: ദ്വീപ്; Maltese: gżira, ġzira; Manchu: ᡨᡠᠨ; Mansaka: poro; Manx: ellan, innis, innys, insh; Maori: motu; Mapudungun: wapi; Maranao: polo, molopolo; Marathi: बेट; Mari Eastern Mari: отро; Western Mari: ошмаоты; Middle Korean: 셤〯; Mingrelian: კოკი; Mirandese: ilha; Miyako: 島; Mizo: thliarkar; Moksha: цёнга; Mongolian Cyrillic: арал; Uyghurjin: ᠠᠷᠠᠯ; Mwani: kisirwa; Nahuatl: tlālhuāctli; Nanai: боачан; Nepali: द्वीप, टापू; Ngazidja Comorian: siwa; Niuean: motu; Nivkh: ур̌; Norman: île; North Frisian Föhr-Amrum: eilun; Helgoland: Ailun, Eelun; Mooring: ailönj; Sylt: Ailön; Northern Sami: suolu; Northern Sotho: sehlakehlake; Northern Norwegian Bokmål: øy; Nynorsk: øy; Nottoway-Meherrin: eohtessieh; Occitan: illa, iscla; Ojibwe: minis; Okinawan: 島; Old Church Slavonic Cyrillic: островъ, отокъ; Old East Slavic: островъ; Old English: īeġland; Old French: isle; Old Japanese: 島; Oriya: ଟାପୁ, ଦ୍ଵୀପ; Ossetian: сакъадах; Ottoman Turkish: جزیره, آدا, جزائر; Palauan: iungs; Pashto: ټاپو, جزيره; Persian: جزیره, گنگ; Phoenician: 𐤀𐤉; Pijin: aelan; Pitcairn-Norfolk: ailen; Plautdietsch: Insel; Poitevin-Saintongese: ilâte, ile; Polabian: våstrüv; Polish: wyspa; Old Polish: ostrów; Portuguese: ilha; Punjabi: ਟਾਪੂ; Quechua: wat'a; Rapa Nui: motu; Romani: dvip; Romanian: insulă; Romansch: insla; Russian: остров; Rusyn: остров; S'gaw Karen: ကီး; Samoan: motu; Sango: zûa; Sanskrit: जलवेष्टितभूमि; Sardinian: isula; Saterland Frisian: Ailound; Scots: island; Scottish Gaelic: eilean, innis; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏стрво, о̀ток; Roman: ȍstrvo, òtok; Shona: chitsuwa; Sicilian: ìsula; Sindhi: ٻيٽُ; Sinhalese: දිවයින; Slovak: ostrov; Slovene: ôtok; Slovincian: u̯ostrȯw; Somali: jasiirad; Sorbian Lower Sorbian: kupa, kupka; Upper Sorbian: kupa; Sotho: sehlekehleke; Southern Altai: ортолык; Southern Spanish: isla, ínsula; Sundanese: pulo; Swahili: kisiwa; Swedish: ö, holme, kobbe, skär; Tagalog: pulo; Tahitian: motu; Tajik: ҷазира; Tamil: தீவு; Tatar: утрау; Telugu: దీవి, ద్వీపము; Thai: เกาะ; Tibetan: མཚོ་གླིང, གླིང་ཕྲན; Tigrinya: ደሴት; Tlingit: x'áat'; Tocharian B: prenke; Tok Pisin: ailan; Tongan: motu; Torres Strait Creole: ailan; Tuamotuan: motu; Turkish: ada, aral, cezire; Turkmen: ada; Tuvan: ортулук; Udmurt: остров; Ukrainian: острів; Urdu: ٹاپو, جزیرہ; Uyghur: ئارال, جەزىرە; Uzbek: orol, jazira; Venetian: ixoła; Veps: sar'; Vietnamese: đảo, hòn đảo; Volapük: nisul; Voro: saar'; Votic: saari; Walloon: iye; Waray-Waray: purô; Welsh: ynys; West Coast Bajau: pulou; West Frisian: eilân; Western Panjabi: ٹاپو; Wolof: dun; Xhosa: isiqithi; Yaeyama: 島; Yakut: арыы; Yiddish: אינדזל; Yonaguni: ダマ, 島; Yoruba: erékùṣù; Yup'ik: qikertaq; Yámana: yeška; Zazaki: ada, aleng; Zhuang: dauj; Zulu: isiqhingi