πεινάω

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεινάω Medium diacritics: πεινάω Low diacritics: πεινάω Capitals: ΠΕΙΝΑΩ
Transliteration A: peináō Transliteration B: peinaō Transliteration C: peinao Beta Code: peina/w

English (LSJ)

forms in αε contr. into η not ᾱ (as in διψάω, cf. Phryn.42),
A πεινῇς, -ῇ Ar. Eq. 1270; inf. πεινῆν Id.Nu. 441, Pl.595, Pl. Grg.496c; Ep. πεινήμεναι Od.20.137 (only here in Od.): impf. ἐπείνων X. HG6.2.15: fut. πεινήσω Hdt. 2.13, Ar. Pl. 539, X.Mem.2.1.17; later πεινάσω [ᾱ] LXX Si.24.21, al., Apoc. 7.16: aor. ἐπείνησα X.Cyr.8.3.39, ἐπείνᾱσα LXX Ge.41.55, Luc. Epigr.50, Aesop. 62, Ps.-Callisth. 3.6: pf. πεπείνηκα Pl.R. 606a: later we find the contr. of αε into ᾱ, ἐπείνας, πεινᾷ, -ᾶν, LXX De. 25.18, Ep.Rom. 12.20, etc.: (πεῖνἀ):—to be hungry, πεινάων, of a lion, Il.3.25; λέοντε… ἄμφω πεινάοντε 16.758; λέοντα… μέγα πεινάοντα 18.162; κακῶς π. to be starved, Hdt.2.13,14; π. βάδην Ar. Ach. 535; thrice in Trag., πεινῶσα S.Fr. 199; πεινῶντι E. Fr. 895, Achae. 25; πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς Theoc. 15.148: metaph., πεινῆν φασι τὴν γῆν Thphr. HP8.6.2.
II c. gen., hunger after, σίτου δ' οὐκέτ' ἔφη πεινήμεναι Od. 20.137.
2 metaph., hunger, crave after, χρημάτων X.Cyr. 8.3.39, etc.; ἐπαίνου Id.Oec. 13.9; simply, to be in want of, lack, πεινῶντες ἀγαθῶν Pl. R. 521a; μάλα π. συμμάχων X.Cyr. 7.5.50, etc.: later c. acc., οἱ π. καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην Ev.Matt.5.6. [ᾱ in uncontr. forms in Hom. With this the Dor. contractions δια-πεινᾶμες (v. διαπεινάω) and πεινᾶντι Theoc. l. c., and the Att. contractions (-η- from -ηε-) agree; but πεινῶντι Dor. 3pl. pres. ind. in X.HG1.1.23 codd. points to -ᾰοντι.]

German (Pape)

[Seite 545] zsgzgn πεινῶ, ῇς, ῇ, inf. πεινῆν, daher ep. πεινήμεναι, Od. 20, 137, aor. bei Sp. ἐπείνασα, Matth. 4, 2 u. oft im N.T., πεινάσαιμι Lucill. 7 (XI, 402), vgl. Lob. Phryn. 204; – hungern; λέων πεινάων, Il. 3, 25. 16, 758. 18, 162; πεινῆν, Ar. Nubb. 440; πεινῇ, Vesp. 1270; – c. gen., wonach hungrig sein, σίτου πεινήμεναι, Od. 20, 137; – in Prosa; τὸ πεινῆν, Plat. Gorg. 496 c u. A.; überh. Mangel haben, εἰ πεινῶντες ἀγαθῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν, Plat. Rep. VII, 521 a; heftig begehren nach Etwas, wie bei uns, τὸ πεπεινηκὸς τοῦ δακρῦσαί τε καὶ ἀποπλησθῆναι, ib. X, 606 a, vgl. Legg. VIII, 837 c; πεινῆν χρημάτων, συμμάχων, Xen. Cyr. 7, 5, 50. 8, 3, 39 u. Sp., wie Plut. de audit. 8, οἱ γλίσχροι περὶ τοὺς ἑτέρων ἐπαίνους ἔτι πένεσθαι καὶ πεινῆν ἐοίκασι τῶν ἰδίων. – Von Arist. an finden sich auch die für unattisch geltenden Formen πεινᾷς, πεινᾷ, πεινᾶν, vgl. Lob. zu Phryn. p. 61.

French (Bailly abrégé)

πεινῶ, -ῇς, -ῇ ; inf. πεινῆν;
impf. ἐπείνων, f. πεινήσω, réc. πεινάσω ; ao. ἐπείνησα, réc. ἐπείνασα ; pf. πεπείνηκα;
I. avoir faim, être affamé ; avec un gén. avoir faim de;
II. fig. 1 avoir faim de, être avide de, avoir le désir de, gén.;
2 manquer de, avoir besoin de, gén..
Étymologie: πεῖνα.

Russian (Dvoretsky)

πεινάω: (praes.: πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ - 3 л. pl. πεινῶσι и дор. πεινῶντι; impf. ἐπείνων, fut. πεινήσω, aor. ἐπείνησα - поздн. ἐπείνᾱσα, pf. πεπείνηκα; inf. πεινῆν - эп. πεινήμεναι; dat. part. πεινῶντι - дор. πεινᾶντι)
1 голодать, быть голодным (κακῶς Her.): ὣς λέοντε πεινάοντε Hom. словно два томимых голодом льва;
2 алкать, жаждать, страстно хотеть (πεινήμεναι σίτου Hom.; πεινῆν χρημάτων Xen.; πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην NT): μάλα π. συμμάχων Xen. крайне нуждаться в союзниках.

Greek (Liddell-Scott)

πεινάω: οἱ ἔχοντες αε τύποι συναιροῦσιν αὐτὰ εἰς η οὐχὶ ᾱ, (ὡς ἐν τῷ διψάω) πεινῇς, ῇ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1270, ἀπαρ. πεινῆν Ἀριστοφ. Νεφ. 441, Πλ. 595, Πλάτ., Ἐπικ. πεινήμεναι Ὀδ. Υ. 137· παρατ. ἐπείνων Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 15· μέλλ. πεινήσω Ἀριστοφ. Πλ. 539, Ξεν., πεινάσω [ᾱ], μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ἐπείνησα Ξεν. Κύρ. 8. 3, 39, ἐπείνᾱσα Ἀνθ. Π. 11. 402, Αἴσωπ.: πρκμ. πεπείνηκα Πλάτ.· - παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν τὸ αε συνῃρ. εἰς ᾱ, πεινᾷ, -ᾶν, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 61, ἂν καὶ τὰ χωρία τοῦ Ἀριστ. καὶ τοῦ Θεοφρ., ἅπερ μνημονεύει, ἔχουσιν ἤδη διορθωθῆ ἐξ Ἀντιγράφ.: (πεῖνα). Εἶμαι πεινασμένος, πάσχω ἐκ πείνης, Λατ. esurio, πεινάων, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Γ. 25· λέοντε ... ἄμφω πεινάοντε ΙΙ. 758· λέοντα ... μέγα πεινάοντα Σ. 162· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· κακῶς π., πολὺ πεινῶ, κινδυνεύω ἐκ τῆς πείνης, Ἡρόδ. 2. 13 καὶ 14· ὅτε δὴ ἐπείνων βάδην, «ἀντὶ τοῦ κατὰ βραχὺ αὐξανομένου τοῦ λιμοῦ καὶ ἐπίδοσιν λαμβάνοντος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 535, καὶ συχν. παρὰ Κωμ.· μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ., πεινῶσα Σοφ. Ἀποσπ. 199. πεινῶντι Εὐρ. Ἀποσπ. 887 (καὶ ἴσως τοῦτο ἀνήκει εἰς τὸν Μένανδρ., ἴδε Μονόστ. 159) - παροιμ., πεινῶντι (ἢ Δωρ. πεινᾶντι) μὴ προσέλθῃς, πρβλ. Θεόκρ. 15. 148· - μεταφορ., πεινῆν φασι τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 6, 2. ΙΙ. μετὰ μετ., ἔχω πεῖνάν τινος, πεινῶ διά τι, σίτου δ’ οὐκέτ’ ἔφη πεινήμεναι Ὀδ. Υ. 147. 2) μεταφορ., πεινῶ διά τι, σφόδρα ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ, ὀρέγομαι, χρημάτων Ξεν. Κύρ. 8. 3, 39, κτλ.· ἐπαίνου Ξεν. Οἰκ. 13, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς εἶμαι ἐνδεής τινος, ἀμοιρῶ, δὲν ἔχω τι, πεινῶντες ἀγαθῶν Πλάτ. Πολ. 521Α· μάλα π. συμμάχων Ξεν. Κύρ. 7. 5, 50. κτλ.· - παρὰ μεταγεν. μετ’ αἰτ., οἱ π. καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6. - [Ὁ Ὅμ. ἔχει ᾱ ἐν τῷ ἐνεστ. κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου.]

English (Autenrieth)

inf. πεινήμεναι, part. πεινάων: be hungry, hunger after; τινός, Od. 20.137.

English (Strong)

from the same as πένης (through the idea of pinching toil; "pine"); to famish (absolutely or comparatively); figuratively, to crave: be an hungered.

English (Thayer)

πείνω, infinitive πεινᾶν (πεινάσω (ἐπείνασα — for the earlier forms πεινην, πεινήσω, ἐπείνησα; cf. Lob. ad Phryn., pp. 61,204; Winer's Grammar, § 13,3b.; (Buttmann, 37 (32); 44 (38)); see also διψάω; (from πεινᾷ hunger; (see πένης)); from Homer down; the Sept. for רָעֵב; to hunger, be hungry;
a. properly: to suffer want, to be needy, δίψαν, οὐ πεινᾶν καί οὐ δίψαν is used to describe the condition of one who is in need of nothing requisite for his real (spiritual) life and salvation, to crave ardently, to seek with eager desire: with the accusative of the thing, τήν δικαιοσύνην, χρημάτων, Xenophon, Cyril 8,3, 39; συμμαχων, 7,5, 50; ἐπαινου, oec. 13,9; cf. Winer's Grammar, § 30,10, b. at the end; (Buttmann, § 131,4); Kuinoel on διψάω, 2).

Greek Monotonic

πεινάω: (τύποι με αε συναιρούνται σε η όχι , όπως στο διψάω), βʹ και γʹ ενικ. πεινῇς, πεινῇ, απαρ. πεινῆν, Επικ. πεινήμεναι· παρατ. ἐπείνων· μέλ. πεινήσω, αργότερα -άσω [ᾱ]· αόρ. αʹ ἐπείνησα, ἐπείνᾱσα, παρακ. πεπείνηκα· (πεῖνα
I. είμαι πεινασμένος, υποφέρω από πείνα, πεθαίνω της πείνας, Λατ. esurio, σε Όμηρ. κ.λπ.· πεινᾶντι (Δωρ. αντί -ῶντι) μὴ ποτένθῃς, μην πλησιάζεις πεινασμένο άνθρωπο, σε Θεόκρ.
II. με γεν., ποθώ, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πεινάω χρημάτων, ἐπαίνου, σε Ξεν., Κ.Δ.

Middle Liddell

[forms in αε contr. into η not ᾱ, as in διψάω πεῖνα
I. to be hungry, suffer hunger, be famished, Lat. esurio, Hom., etc.: πεινᾶντι (doric for -ῶντι) μὴ προσενθῆις don't go near a hungry man, Theocr.
II. c. gen. to hunger after, Od.: —metaph., π. χρημάτων, ἐπαίνου Xen., NTest.

Chinese

原文音譯:pein£w 胚那哦
詞類次數:動詞(23)
原文字根:飢餓 相當於: (רָעֵב‎) (רָעָב‎)
字義溯源:挨餓,饑餓,餓,饑;源自(πένης)=貧窮);而 (πένης)出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)。這字一面指身體上的饑餓,需要食物,如主耶穌餓了,在無花果樹上找果子( 可11:12,13)。這字另一面也指屬靈的饑餓,渴慕屬靈的供應,如饑渴慕義的人有福了,因為他們必得飽足( 太5:6)
出現次數:總共(23);太(9);可(2);路(5);約(1);羅(1);林前(3);腓(1);啓(1)
譯字彙編
1) 餓了(4) 太12:1; 太25:37; 太25:44; 羅12:20;
2) 饑餓(3) 可2:25; 林前11:21; 林前11:34;
3) 他就餓了(2) 太4:2; 路4:2;
4) 我餓了(2) 太25:35; 太25:42;
5) 他餓了(2) 太21:18; 可11:12;
6) 餓(1) 約6:35;
7) 是饑餓(1) 腓4:12;
8) 他們⋯饑(1) 啓7:16;
9) 我們是⋯饑(1) 林前4:11;
10) 你們將要饑餓(1) 路6:25;
11) 饑餓的(1) 路1:53;
12) 饑的人(1) 太5:6;
13) 饑餓時(1) 太12:3;
14) 他饑餓(1) 路6:3;
15) 饑餓的人(1) 路6:21

Translations

I'm hungry

Abkhaz: амла сакуеит; Albanian: më ka marrë uria; Arabic: ⁧أَنَا جَائِع⁩, ⁧أَنَا جَائِعَة⁩; Armenian: ես սոված եմ; Bashkir: асыҡтым; Belarusian: я хачу есці, я галодны, я галодная; Bengali: আমার ক্ষুধা লাগছে; Bikol Central: nakakamati ako nin gutom; Bulgarian: искам да ям, аз съм гладен, аз съм гладна; Burmese: ကျနော်ဆာ, ဗိုက်ဆာတယ်; Catalan: tinc gana; Cebuano: gigutom na ko; Chamorro: ñålang yo'; Cherokee: ᎠᎩᏲᏏ; Chinese Mandarin: 我餓了/我饿了, 我很餓/我很饿; Min Nan Philippine Hokkien: 阮腹肚枵, 我枵咯; Czech: mám hlad; Danish: jeg er sulten; Dutch: ik heb honger; Esperanto: mi malsatas, mi estas malsata; Estonian: ma olen näljane; Faroese: eg eri svangur, eg eri svong; Finnish: minulla on nälkä; French: j'ai faim; Galician: teño fame; Georgian: მშია; German: ich habe Hunger, ich bin hungrig; Greek: δεν σε βλέπω από την πείνα, διαμαρτύρεται το στομάχι μου, έχει μαυρίσει το μάτι μου από την πείνα, έχω βουλιμία, έχω κάτι λόρδες, έχω κάτι πείνες, η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, θα έτρωγα κι εσένα, λιγώνομαι, λιμάζω, λιμοκτονώ, με έχει πιάσει βουλιμία, με θερίζει η πείνα, με κόβει η λόρδα, με κόβει η πείνα, με λιγώνει η πείνα, μου πέφτουν τα σάλια, μου τρέχουν τα σάλια, ξελιγώνομαι, πεθαίνω απ' την πείνα, πεθαίνω της πείνας, πεινάω, πεινάω σαν λύκος, τα πάντα θα έτρωγα τώρα, τρέχουν τα σάλια μου; Ancient Greek: βουλιμιάω, βουλιμιῶ, βρωσείω, λαιμάσσω, λαιμάττω, λιμώσσω, λιμώττω, πεινάω, πεινῶ, ὑποπεινάω, ὑποπεινῶ; Hawaiian: pōloli au; Hebrew: ⁧אַנִי רָעֵב⁩, ⁧אַנִי רְעֵבָה⁩; Hindi: मुझे भूख लगी है; Hungarian: éhes vagyok; Icelandic: ég er svangur, ég er svöng, mig svengir; Ido: me hungras; Ilocano: mabisinak, mabisbisinak; Ingrian: miul ono nälkä; Irish: tá ocras orm; Italian: ho fame, sono affamato; Japanese: お腹が空いています, 腹が減っている; Jeju: 베고프우다, 베고파마씸, 베고파; Kapampangan: maranup ku, maranup na ku; Kazakh: мен ашпын, қарным аш; Khmer: ខ្ញុំឃ្លាន; Korean: 배고픕니다, 배고파요, 배고파; Latin: esurio; Latvian: es esmu izsalcis; Lithuanian: aš alkanas, aš alkana; Low German: ik heff Hunger, ik bün hungrig; Macedonian: сакам да јадам, јас сум гладен, јас сум гладна; Malay: saya lapar; Malayalam: എനിക്ക് വിശക്കുന്നു; Maltese: għandi l-ġuħ; Marathi: मला भूक लागली आहे; Mongolian: би өлсч байна; Navajo: dichin nisin; Norwegian: jeg er sulten; Nynorsk: eg er svolten; Ojibwe: nimbakade, ninoondezgade; Persian: ⁧گرسنه‌ام⁩, ⁧گرسنه هستم⁩, ⁧گشنمه⁩; Polish: jestem głodny, jestem głodna, chce mi się jeść; Portuguese: eu estou com fome, eu estou faminto; Romani: si manqe bokh; Romanian: mi-e foame, sunt flămând, sunt flămândă, am foame; Russian: я хочу есть, я голоден, я голодна, я голодный, я голодная; Serbo-Croatian Cyrillic: сам гладан, сам гладна; Roman: sam gladan, sam gladna; Slovak: mám hlad; Slovene: jaz sem lačen, jaz sem lačna; Spanish: tengo hambre; Swedish: jag är hungrig; Tagalog: nagugutom ako, ako ay nagugutom, gutom na ako; Tajik: гурусна ҳастам, гуруснаам; Telugu: నాకు ఆకలిగా ఉన్నది; Thai: ผมหิวครับ, ดิฉันหิวค่ะ, ฉันหิว - male or ค่ะ; Turkish: acıktım, açım; Ukrainian: я хочу ї́сти, я голодний, я голодна; Ume Sami: månna leäb njeälgguominne; Vietnamese: tôi đói; Welsh: mae eisiau bwyd arnaf i; Yiddish: ⁧איך בין הונגעריק⁩; Yoruba: ebi ń pa mí; Zazaki: ez veyşan a