λυμαίνομαι
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
English (LSJ)
(A), (λῦμα A)
A cleanse from dirt, of fullers, Hp.Vict.1.14; v. ἀπολυμαίνομαι.
(B), fut.
A λῡμᾰνοῦμαι Isoc.11.49, D.24.1, etc.: aor. ἐλῡμηνάμην Hp.VM20 (v.l. λυμαίνετο), Hdt.8.28, E.Andr.719, Isoc.20.12, etc.: also with pass. forms, part. λυμανθέν A.Ch.290: pf. λελύμασμαι (3sg. λελύμανται D.9.36, 21.173); part. λυμασμένος X.HG7.5.18, D.45.27; inf. λελυμάνθαι Id.20.142, PPetr.3p.57 (iii B. C.): cf. διαλυμαίνομαι: some of these forms are also used in pass. sense, v. infr. ΙΙ: (λύμη):—outrage, maltreat, especially of personal injuries, scourging, binding, etc. (cf. D.23.33), but also in moral sense:—Constr.:
1 c. acc., outrage, maltreat, ὅτι τὸν ξεῖνον… δήσας λυμαίνοιτο Hdt.5.33; τὴν ἵππον ἐλυμήναντο ἀνηκέστως Id.8.28; ὀργῇ χάριν δούς, ἥ σ' ἀεὶ λυμαίνεται S.OC855; λ. λέχη dishonour... E.Ba.354: c. acc. cogn. added, τοιαῦτα… Σοφοκλέης λυμαίνεται… ἐμὲ τὸν Τηρέα Ar.Av.100; λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω πάρος E.Hel.1099; also in Att. Prose, λ. νόμους Lys.30. 26, cf. D.18.312; τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου the speeches you used to murder (as an actor), ib.267; later simply, harm, injure, βλασφημεῖν καὶ -εσθαι τὸν σοφόν Phld.Lib.p.10 O., cf. Ir.p.33 W.; of things, spoil, ruin, νοῦσος λ. τὸ σῶμα Hp.Morb.Sacr.11, cf. VM6; τὰ λυμαινόμενα γαστέρας καὶ κεφαλὰς καὶ ψυχάς X.Mem.1.3.6; ὀψοποιΐα λ. τὰ ὄψα ib.3.14.5; λ. τὴν οἰκίαν Is.6.18; τοὺς χυλούς Thphr.CP6.17.5; τὰ παρόντα Epicur. Sent.Vat.35; θλίβει καὶ λ. τὸ μακάριον Arist.EN1100b28; λ. τοῦ ἀραχνίου spoil part of it, Id.HA623a20.
2 c. dat., inflict indignities upon or inflict outrages upon, νεκρῷ Hdt.1.214,9.79; μειρακίοις Ar.Nu. 928 (anap.); ἡ ὕβρις τοῖς ὅλοις πράγμασι λ. Isoc.20.9; ἡ κακία λ. τοῖς ὅλοις D.18.303; λ. τῇ καταστάσει X.HG2.3.26; τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ ib.7.5.18; πονηροὶ… αὑτοῖς λυμαίνονται Epicur.Sent.Vat.53; τοῖς… προῃρημένοις POxy.1409.21 (iii A. D.).—The constr. with dat. is considered strictly Att., Sch.Ar.Nu.925; but X. almost always uses the acc., which is freq. also in the Oratt.; Pl. does not use the word at all.
3 abs., cause ruin, ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται Th.5.103; πᾶν τὸ λυμαινόμενόν ἐστιν ἔνδοθεν Men.540.3; cause damage, IG5(2).6.16 (Tegea, iv B. C.); also, inflict punishment, ib. 5 (1). 1390.26 (Andania, i B. C.).
4 c. dat. modi, λυμαίνεσθαι [τινα] λύμῃσι ἀνηκέστοισι treat with the worst ill-treatment, Hdt.6.12; γλῶτταν ἡδοναῖς λ. defile it, Ar.Eq.1284.
5 c. neut. Adj., τἆλλα πάντα λυμαίνεσθαι inflict all possible indignities, Hdt.3.16; αὐτῷ τάδ' ἄλλα Βάκχιος λ. E.Ba.632 (troch.), cf. Ar.Av.100 (supr.1.1).
II Act. λυμαίνω, only late, Lib. Decl.13.6; but λυμαίνομαι is sometimes Pass., δεδεμένος καὶ λυμαινόμενος Antipho 5.63; ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν λυμαίνεσθε Lys.28.14; πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας A.Ch.290; λελυμάνθαι D.20.142; λελυμασμένος Paus.7.5.4, 10.15.4; ἐλελύμαντο D.C.39.11; cf. διαλυμαίνομαι ΙΙ.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαίνομαι:
1 подвергаться порче, портиться (ἃ οὔτε κατασήπεται οὔτε λυμαίνεται Xen.);
2 портить, ухудшать (τὰ ὄψα Xen.);
3 расстраивать, омрачать (τὸ μακάριον Arst.);
4 покрывать позором, позорить, бесчестить, осквернять (τὰ λέχη Eur.; τῷ νεκρῷ Her.; μειρακίοις Arph.): τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ λελυμασμένος Xen. утратив(ший) свое доброе имя;
5 попирать, нарушать (νόμους Lys.);
6 разрушать, губить: ὅσα μετ᾽ ἐλπίδων λυμαίνεται Thuc. (все), что разрушает надежды; λ. τινι τὴν πρᾶξιν Xen. вредить чьим-л. действиям;
7 наносить обиды, обижать, притеснять (τινὰ λύμῃσι ἀνηκέστοισι Her.; τὴν ἐκκλησίαν NT);
8 наносить поражение, разбивать наголову (τὴν ἵππον Her.): μεθεστάναι καὶ λελυμάνθαι Dem. окончательно погибнуть.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμαίνομαι: (λῦμα) καθαρίζω ἀπὸ ῥύπου, ἴδε ἀπολυμαίνομαι.
English (Strong)
middle voice from a probably derivative of λύω (meaning filth); properly, to soil, i.e. (figuratively) insult (maltreat): make havock of.
English (Thayer)
imperfect ἐλυμαινομην; deponent middle; (λύμη injury, ruin, contumely); from Aeschylus and Herodotus down;
1. to affix a stigma to, to dishonor, spot, defile (to treat shamefully or with injury, to ravage, devastate, ruin: ἐλυμαίνετο τήν ἐκκλησίαν, said of Saul as the cruel and violent persecutor (A. V. made havock of), Acts 8:3.
Greek Monolingual
(I)
λυμαίνομαι (Α) [[[λύμα]] (I)]
καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.).
(II)
(AM λυμαίνομαι)
βλ. λυμαίνω.
Greek Monotonic
λῡμαίνομαι: αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. λυμᾰνοῦμαι, αόρ. ἐλυμηνάμην· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. λυμανθείς· παρακ. λελύμασμαι, γʹ ενικ. λελύμανται, μτχ. λελυμασμένος (λύμη)·
I. 1. συμπεριφέρομαι ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα λόγια που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως ηθοποιός), σε Δημ.· ὀψοποιΐα λυμαίνομαι τὰ ὄψα, σε Ξεν.
2. με δοτ., ατιμάζω, επιφέρω βλάβη, φθείρω, καταστρέφω, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.
3. απόλ., προξενώ όλεθρο, καταστροφή, σε Θουκ., Ξεν.
II. ενίοτε ως Παθ., λυμανθὲν δέμας, σε Αισχύλ.· λελυμάνθαι, σε Δημ.
Middle Liddell
λύμη
I. to treat with indignity, to outrage, to maltreat, c. acc., Hdt., Soph., etc.; c. acc. cogn., λύμης, ἥν με ἐλυμήνω Eur.:—of things, τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου the speeches you used to murder (as an actor), Dem.; ὀψοποιία λ. τὰ ὄψα spoils, Xen.
2. c. dat. to inflict indignities or outrages upon, Hdt., Ar., etc.
3. absol. to cause ruin, Thuc., Xen.
II. sometimes as Pass., λυμανθὲν δέμας Aesch.; λελυμάνθαι Dem.
Mantoulidis Etymological
(=βλάπτω). Ἀπό τό λύμη, πού παράγεται ἀπό ἐκτεταμένο τύπο λυτῆς ρίζας λοϝτοῦ λούω.
Παράγωγα: λυμεών (=καταστροφέας), λυμαντήρ (=καταστροφέας), λυμαντήριος (=καταστρεπτικός), λυμαντής, λυμαντικός, ἀπολυμαντήρ, ἀπολυμαντικός, ἀπολυμαντήριον.