μαλάσσω

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλάσσω Medium diacritics: μαλάσσω Low diacritics: μαλάσσω Capitals: ΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: malássō Transliteration B: malassō Transliteration C: malasso Beta Code: mala/ssw

English (LSJ)

Att. μαλάττω, fut. μαλάξω E.Or.1201: (μαλακός):—
A make soft,
I of dressing leather, make it supple, Luc.Anach.24; μ. δέρμα Hp.Aph. 5.22, of the human skin:—hence, with reference to Cleon's trade of tanner, μαλάσσω τινά give one a hiding, Ar.Eq.388: metaph., ἐν παγκρατίου στόλῳ μαλαχθείς worsted in it, Pi.N.3.16; χηλῇ μαλαχθείς crushed by the hoof, of a toad, Babr.28.6.
2 soften metal or other materials for working, ὥσπερ σίδηρον μ. Pl.R. 411b:—Pass., Arist.Mete.383a31.
3 calm, μαλάξοντες βιατὰν πόντον, of the Dioscuri, Lyr.Adesp.133.
II metaph., soften, appease, σπλάγχνον, ὀργάς, E. Or.1201, Alc.771; χρόνος μαλάξει σε will relieve thee, ib.381, cf. 1085; [θωπεῖαι] τοὺς θυμοὺς μαλάττουσαι ποιοῦσιν κηρίνους interpol. in Pl.Lg. 633d; μ. τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Plb.4.21.3; μαλάσσω τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., to be softened, relent, πρὸς θεῶν, μαλάσσου S.Aj.594; τί κακόν ποτ' ἔσθ' ὅτῳ μαλάττομαι; Ar.V.973; τῶν ψυχῶν μαλασσομένων (by music) Phld.Mus.p.33 K.; νόσου μαλαχθῆναι to be relieved from disease, S.Ph.1334; of fever, remit, Hp.Epid.3.17.5, cf. Coac.380; τὰ πολλὰ τῶν δεινῶν ἡμέρας μαλάσσεται S.Fr.65.

French (Bailly abrégé)

f. μαλάξω, ao. ἐμάλαξα ; Pass. ao. ἐμαλάχθην;
1 amollir, assouplir;
2 fig. adoucir, calmer : χρόνος μαλάξει σε EUR le temps te soulagera ; Pass. νόσου μαλαχθῆναι SOPH être soulagé d'un mal ; au mor. μαλάσσου SOPH laisse-toi fléchir.
Étymologie: μαλακός.

German (Pape)

att. μαλάττω, weichmachen, verweichlichen, entkräften, ἐν παγκρατίου στόλῳ μαλαχθείς Pind. N. 3.16; πρὸς θεῶν μαλάσσου, laß dich erweichen, Soph. Aj. 589, der auch πρὶν ἂν νόσου μαλαχθῇς τῆσδε sagt, Phil. 1318, von der Krankheit erleichtert, befreit werden; ὀργὰς μαλάσσουσ' ἀνδρός Eur. Alc. 774, wie χρόνος μαλάξει σε 382; vom Gerber, das Leder weich, gar machen, worauf Ar. Eq. 388 anspielt, ἐὰν μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ; ὥσπερ σίδηρον ἐμάλαξε Plat. Rep. III.411b (vgl. Plut. Alc. 6); αἳ τοὺς θυμοὺς μαλάττουσαι κηρίνους ποιοῦσιν Legg. I.633d, und so auch bei den Folgdn oft übertragen, ὁ Διόνυσος ὥσπερ ἐν πυρὶ (auf das Schmieden des Eisens im Feuer gehend) οἴνῳ μαλάσσει τὰ ἤθη, Plut. Sept. sap. conv. 13; μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν, Pol. 4.21.3.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλάσσω: и μαλθάσσω, атт. μᾰλάττω
1 размягчать (τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Polyb.; σίδηρον Plat.);
2 досл. разминать (словно кожу), обрабатывать, перен. отколотить (τινὰ ἐν τῇ προσβολῇ Arph.);
3 ослаблять, лишать сил (ἐν παγκρατίου στόλῳ μαλαχθείς Pind.);
4 раздавливать, растаптывать (χηλῇ μαλαχθείς Babr.);
5 смягчать, умерять, смирять (οἴνῳ τὰ ἤθη Plut.; ὀργάς Eur.): πρὸς θεῶν, μαλάσσου Soph. ради богов, успокойся;
6 облегчать, исцелять (χρόνος μαλάξει σε Eur.): τῆς νόσου μαλαχθῆναι Soph. оправиться от болезни.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω· (μαλακός)· - ποιῶ τι μαλακόν, μαλακώνω, ἀντίθ. τῷ σκληρύνω. 1) κυρίως ἐπὶ τῆς κατεργασίας τῶν δερμάτων, κάμνω τὸ δέρμα μαλακὸν καὶ χαλαρόν, (πρβλ. δέφω)· μ. δέρμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος· - ἐντεῦθεν κατ’ ἀναφορὰν πρὸς τὸ βυρσοδεψικὸν ἐπάγγελμα τοῦ Κλέωνος, ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ δειλὸν εὑρήσεις, ἐὰν τὸν «ἐργασθῇς» ὡς δέρμα, δηλ. ἐὰν τοῦ ταὶς δώσῃς, ἐὰν τὸν δείρῃς καὶ τὸν καταβάλῃς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 388· ἐν παγκρατίῳ μαλαχθείς, νικηθείς, ἡττηθείς, Πινδ. Ν. 3. 26· χηλῇ μαλαχθείς, πλακωθεὶς διὰ τῆς χηλῆς, ἐπὶ βατράχου, Βαρβ. 28. 6. 2) μαλακύνω μέταλλονἄλλο ὑλικὸν πρὸς ἐργασίαν χρήσιμον, Πλάτ. Πολ. 411Β, πρβλ. Νόμ. 633D, Wyttenb. Πλουτ. 2. 156D, καὶ ἴδε μαλακτήρ. ΙΙ. μεταφορ. μαλακύνω, καταπραΰνω σπλάγχνον, ὀργὰς Εὐρ. Ὀρ. 1201, Ἄλκ. 771· χρόνος μαλάξει σε, θά σε ἀνακουφίσῃ, αὐτόθι 381, πρβλ. 1085. - Παθ. γίνομαι μαλακός, πραΰνομαι, πρὸς θεῶν, μαλάσσου Σοφ. Αἴ. 594· τί... ποτ’ ἔσθ’ ὅτῳ μαλάττομαι Ἀριστοφ. Σφ. 973· μ. νόσου, ἀνακουφίζομαι ἐκ νόσου ὡς τὸ κουφίζεσθαι, Σοφ. Φιλ. 1334· ἐπὶ πυρετοῦ, χαλαροῦμαι, ἐλαττοῦμαι, Ἱππ. 1102C, πρβλ. 178Ε· οὕτω, τὰ πολλὰ τῶν δεινῶν... μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπάσμ. 63.

English (Slater)

μᾰλάσσω
   a soften, quieten ἐπερχόμενον τε μαλάσσοντες βίαιον πόντον ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς (sc. Διόσκουροι: v.l. μαλάξοντας) *fr. 140c. 1*
   b met., reduce to silence, worst παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ (N. 3.16)

Greek Monolingual

(AM μαλάσσω, Α. αττ. τ. μαλάττω)
βλ. μαλάζω.

Greek Monotonic

μᾰλάσσω: Αττ. -ττω (μαλακός), μέλ. -ζω,
I. μαλακώνω (κάτι), λέγεται για κατεργασία δέρματος, το κάνω μαλακό και εύκαμπτο· απ' όπου λέγεται για το επάγγελμα του Κλέωνα ως κατεργαστή δερμάτων, μαλάσσω τινά, δίνω σε κάποιον μια πρόσθετη επένδυση, τον κρύβω, σε Αριστοφ. — Παθ., ἐν παγκρατίῳ μαλαχθείς, χτυπημένος άσχημα κατά τη διάρκεια του αθλήματος του παγκρατίου, σε Πίνδ.
2. λυώνω μέταλλο ή άλλο υλικό για να το επεξεργαστώ, σε Πλάτ.
II. μεταφ., ηρεμώ, κατευνάζω, κάμπτω, σε Σοφ., Αριστοφ.· μαλάσσω νόσου, ανακουφίζομαι από ασθένεια, σε Σοφ.

Middle Liddell

μᾰλάσσω, μαλακός
I. to make soft, of dressing leather, to make it soft and supple;— hence, with reference to Cleon's trade of tanner, μαλ. τινά to give one a dressing, hide him, Ar.: Pass., ἐν παγκρατίῳ μαλαχθείς worsted in it, Pind.
2. to soften metal or other material for working, Plat.
II. metaph. to soften, appease, make to relent, Eur.:—Pass. to be softened, to relent, Soph., Ar.; μ. νόσου to be relieved from disease, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=μαλακώνω, ἀνακουφίζω). Ἀπό τό μαλακός. Θέμα μαλακ+j+ω = μαλάσσω.
Παράγωγα: μάλαγμα (=μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα), μαλακτήρ, μαλακτικός, μαλακτός, μάλαξις (=μαλάκωμα), ἴσως καί τό μαλάχη.