οἰκουμένη
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
(sc. γῆ), ἡ,
A inhabited region, v. οἰκέω A. 1; then the Greek world, opp. barbarian lands, D.7.35; πᾶσα ἡ οἰκουμένη Id.18.48; in Arist.Mete.362b26, ἡ οἰκουμένη = the inhabited world (including non-Greek lands, as Ethiopia, India, Scythia), as opp. possibly uninhabited regions, cf. Cleom.2.1; in Arist.Mu.392b26, ἥδε ἡ οἰκουμένη = our world (= Asia, Libya, Europe); οἰκουμέναι = worlds, ib.31; ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην Epicur.Sent.Vat.52; σοῦ (i.e. Ptolemy ΙΙ or III) τῆς οἰκουμένης πάσης βασιλεύοντος PSI5.541.7, cf. LXX 1 Es.2.3; loosely, the whole world, Hyp.Eux.33 (prob.), Antiph.179, PMag.Lond.121.704, Luc. Halc.3, Ath.8.350a: so perhaps in some passages cited under ΙΙ.
II the Roman world, ὁ ἀγαθὸς δαίμων (etc.) τῆς οἰκουμένης, i.e. the Emperor, OGI666.4,668.5, POxy.1021.5 (i A.D.), CIG2581-2,4416,Ev.Luc.2.1, Act.Ap.17.6, 24.5, Sammelb.176.2 (ii A.D.), Gal.10.7, Luc.Macr. 7.
III ἡ οἰκουμένη ἡ μέλλουσα = the world to come, i.e. the kingdom of Christ, Ep.Hebr.2.5.
French (Bailly abrégé)
ἡ οἰκουμένη (γῆ) la terre habitée, càd la terre cultivée ou la terre habitée p. opp. au désert ; ou toute la terre, l'univers ; ou seul. la terre grecque.
Étymologie: οἶκος.
German (Pape)
ἡ, die bewohnte Erde, s. οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκουμένη: ион. οἰκεομένη ἡ [part. pass. к οἰκέω (sc. γῆ)
1 обитаемая земля Her.;
2 греческая земля Dem., NT;
3 земля, мир Dem., NT.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκουμένη: (ἐξυπ. γῆ), ἡ, ἡ κατοικουμένη, τὸ κατοικούμενον μέρος αὐτῆς, δι’ ἧς λέξεως ἐδήλουν οἱ Ἕλληνες τὸ ὑπ’ αὐτῶν κατοικούμενον μέρος τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς βαρβαρικὰς χώρας, Ἡρόδ. 4. 110· ἐν τῇ οἰκ. Δημ. 85. 17· πᾶσα ἡ οἰκ. ὁ αὐτ. 242. 1· ἐν Ὑπερείδη ὑπὲρ Εὐξ. 42, πιθ. ὁ ὅλος κόσμος. ΙΙ. οὕτω κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς χρόνους, ὁ Ρωμαϊκὸς κόσμος, ὁ κύριος τῆς οἰκουμένης, δηλ. ὁ αὐτοκράτωρ, ἐπιγραφ. Ἱεραπυτν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2581-2, πρβλ. 4416, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄ 1, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄, 6, κδ΄, 5, κτλ. ΙΙΙ. ἡ οἰκ. ἡ μέλλουσα ὁ ἐρχόμενος κόσμος, δηλ. ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. β΄, 5.
English (Strong)
feminine participle present passive of οἰκέω (as noun, by implication, of γῆ); land, i.e. the (terrene part of the) globe; specially, the Roman empire: earth, world.
English (Thayer)
οἰκουμένης, ἡ (feminine of the present passive participle from οἰκέω (namely, γῆ; cf. Winer's Grammar, § 64,5; Buttmann, § 123,8));
1. the inhabited earth;
a. in Greek writings often the portion of the earth inhabited by the Greeks, in distinction from the lands of the barbarians, cf. Passow, ii., p. 415a; (Liddell and Scott, under the word, I.).
b. in the Greek authors who wrote about Roman affairs (like the Latin orbis terrarum) equivalent to the Roman empire: so πᾶσα ἡ οἰκουμένη contextually equivalent to all the subjects of this empire, the whole inhabited earth, the world (so in (Hyperides, Eux. 42 (probably Liddell and Scott)) the Sept. for תֵּבֵל and אֶרֶץ): πᾶσα ἡ οἰκουμένη, Josephus, b. j. 7,3, 3); ὅλῃ ἡ οἰκουμένη, Josephus, Antiquities 8,13, 4 πᾶσα ἡ οἰκουμένη; cf. Bleek, Erklär. d. drei ersten Evv. i., p. 68); by metonymy, the inhabitants of the earth, men: ἡ οἰκουμένη ὅλῃ, all mankind, the universe, the world: τά πάντα); ἡ οἰκουμένη μελλουσα, that consummate state of all things which will exist after Christ's return from heaven, πάντα and τά πάντα, Hebrews 2:8, which there is taken in an absolute sense).
Greek Monolingual
η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα)
1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί της γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῦ Ἰσραήλ», ΠΔ)
2. (κατ' επέκτ.) όλη η έκταση της γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά... τα μεγάλα πτερά της βαθειάς νύκτας», Κάλβ.)
αρχ.
1. το μέρος της γης που κατοικούσαν οι Έλληνες, ο ελληνικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τις βαρβαρικές χώρες
2. (στους Ρωμαίους) όλος ο κόσμος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Ρώμης, ο ρωμαϊκός κόσμος
3. φρ. «ἡ οἰκουμένη ἡ μέλλουσα» — η επερχόμενη βασιλεία του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οικουμένη (ενν. γη). Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. οἰκούμενος του ρ. οἰκοῦμαι].
Greek Monotonic
οἰκουμένη: (ενν. γῆ), ἡ, κατοικημένο μέρος, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον Ελληνικό κόσμο, σε αντίθ. προς τις βαρβαρικές χώρες, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· ομοίως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, Ρωμαϊκός κόσμος, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., ἡοἰκουμένη ἡ μέλλουσα, ο επερχόμενος κόσμος, δηλ. η βασιλεία του Χριστού, στο ίδ.
Middle Liddell
[pres. part of οἰκέω
( sc. γῆ) the inhabited world, a term used to designate the Greek world, as opp. to barbarian lands, Hdt., Dem., etc.:—so in Roman times, the Roman world, NTest.: metaph., ἡ οἰκ. ἡ μέλλουσα the world to come, i. e. the kingdom of Christ, NTest.
Chinese
原文音譯:o„koumšnh 哀枯姆尼
詞類次數:名詞(15)
原文字根:(世)人 家(居) 相當於: (יָשַׁב / יָשׁוּב)
字義溯源:天下,地球,世界,世上,普天下,普天下人民,普世,羅馬帝國;當時的羅馬帝國自以為已掌管了天下,所以羅馬帝國與天下被當作同義字。這編號源自(οἰκέω)=居住);而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (ἀγρός)同義字
出現次數:總共(15);太(1);路(3);徒(5);羅(1);來(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 天下(8) 太24:14; 徒11:28; 徒17:6; 徒17:31; 徒24:5; 啓3:10; 啓12:9; 啓16:14;
2) 世界(3) 路21:26; 羅10:18; 來2:5;
3) 世上(1) 來1:6;
4) 普天下(1) 徒19:27;
5) 普世(1) 路4:5;
6) 普天下人民(1) 路2:1