στρατιώτης
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
στρατιώτου, ὁ: voc.
A στρατιῶτα Philem.155: (στρατιά):—soldier, Hdt.4.134, al., Cratin.143, IG12.60.12, etc.; στρατιώτας καταλέγειν Ar.Ach.1065; στρατιώτης μισθωσάμενος, of Pisistratus, Arist.Ath. 15.2; ἄνδρες στρατιῶται, in a speech, Th.7.61; collectively, in sg., ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ στρατιώτης Id.6.24; also of soldiers serving on ship-board, Id.2.88.
2 later, professional soldier, = μισθοφόρος, Arist.EN1116b15, cf.Archestr.Fr.61; soldier in Ptolemaic and Roman Egypt, PEnteux. 54.8 (iii B.C.), OGI86.12 (iii B.C.), PLond.1.142.4 (i A.D.), etc.; Κάσσανδρος τῶν Ἀπολλωνίου στρατιωτῶν PCair.Zen.301.1 (iii B.C.).
II water lettuce (στρατιώτης ἔνυδρος Gal.12.131), Pistia stratiotes, Meno Iatr.6.22, Dsc.4.101; στρατιώτης χιλιόφυλλος, Achillea millefolium, yarrow or milfoil, ib.102.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der Krieger, Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. ἀνήρ); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. ξένος oder μισθοφόρος heißt, Arist. eth. 3, 8; – ποτάμιος στρατιώτης, eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist στρατιώτης χιλιόφυλλος, achillea tomentosa, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soldat ; dans les discours ἄνδρες στρατιῶται soldats !.
Étymologie: στρατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατιώτης -ου, ὁ [στρατεία] soldaat, militair:; στρατιώτας καταλέγειν soldaten oproepen Aristoph. Ach. 1065; sing. collect.. ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ στρατιώτης de grote massa en de soldaten Thuc. 6.24.3.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτιώτης: ου ὁ воин, солдат Her., Thuc. etc.: ὁ ὅμιλος καὶ σ. собир. Thuc. толпа и армия.
Spanish
English (Strong)
from a presumed derivative of the same as στρατιά; a camper-out, i.e. a (common) warrior (literally or figuratively): soldier.
English (Thayer)
στρατιωτου, ὁ (from στράτιος (cf. στρατεύω)), like ἡλιώτης, κλοιωτης, ἠπειρώτης), from Herodotus down, a (common) soldier: Ἰησοῦ Χριστοῦ, metaphorically, a champion of the cause of Christ, 2 Timothy 2:3.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, -ώτιδος, ΜΑ
απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς
νεοελλ.
1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό
β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος του στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός
2. πιόνι στο σκάκι
3. μτφ. άτομο που υπερασπίζει ή αγωνίζεται σθεναρά για κάτι, αγωνιστής, πρόμαχος («στρατιώτης της παγκόσμιας ειρήνης»)
νεοελλ.-μσν.
1. το θηλ. γυναίκα που υπηρετεί στον στρατό
2. στον πληθ. (οι) στρατιώτες
(στα βυζ. κείμενα) σώματα ενόπλων που μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έδρασαν αυτόνομα και ανεξάρτητα ή στο πλευρό τών Βενετών εναντίον τών Τούρκων, ιδίως στην Πελοπόννησο και στα παράλια της Αδριατικής
μσν.
το θηλ. σύζυγος στρατιώτη
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το θηλ.) είδος υδροχαρούς φυτού
αρχ.
1. μισθοφόρος
2. οπλίτης που υπηρετούσε σε πλοίο
3. το θηλ. α) ως επίθ. στρατιωτική, πολεμική («στόλον... ἦραν, στρατιῶτιν ἀρωγήν», Αισχύλ.)
β) στον πληθ. αἱ στρατιώτιδες
αλοιφή για τα μάτια
4. φρ. α) «στρατιώτας καταλέγειν» — κατάτάξη στον στρατό
β) «στρατιώτης χιλιόφυλλος» — το φυτό αχίλλεια
γ) «λεχώ στρατιῶτις» — σύζυγος στρατιώτη
δ) «στρατιῶτις ναῦς» — πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά στρατιωτών, οπλιταγωγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατιά + κατάλ. -ώτης / -ῶτις (πρβλ. επαρχιώτης, ἑστιῶτις)].
Greek Monotonic
στρᾰτιώτης: -ου, ὁ (στρατιά), πολίτης που έχει υποχρέωση να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία· γενικά, στρατιώτης, οπλίτης, πολεμιστής, σε Ηρόδ., Αττ.· περιληπτικά, ὁ στρατιώτης, στράτευμα, στρατός, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτιώτης: -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· (στρατιά)· - πολίτης ὑπόχρεως εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως καθόλου, στρατιώτης, Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς ὅμιλος καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· ὡσαύτως ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, στρατιώτης κατ’ ἐπάγγελμα, μισθοφόρος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. ποτάμιος στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. χιλιόφυλλος, Achillea mullefolium, αὐτόθι 103.
Middle Liddell
στρᾰτιώτης, ου, ὁ, στρατιά
a citizen bound to military service; generally, a soldier, Hdt., Attic; collectively, ὁ στρατιώτης the soldiers, Thuc.
Chinese
原文音譯:stratièthj 士特拉提哦帖士
詞類次數:名詞(26)
原文字根:戰士
字義溯源:露宿,戰士,傭兵,兵,步兵,兵丁;源自(στρατιά)=類似營房),而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(26);太(3);可(1);路(2);約(6);徒(13);提後(1)
譯字彙編:
1) 兵丁(20) 太8:9; 太27:27; 太28:12; 可15:16; 路23:36; 約19:2; 約19:23; 約19:23; 約19:24; 約19:32; 約19:34; 徒12:4; 徒12:6; 徒12:18; 徒21:32; 徒21:32; 徒21:35; 徒23:31; 徒27:31; 徒27:32;
2) 兵(3) 路7:8; 徒28:16; 提後2:3;
3) 一個⋯兵(1) 徒10:7;
4) 步兵(1) 徒23:23;
5) 兵丁的(1) 徒27:42
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ὁ 1 soldado como señal divina εἰ δέδοταί μοι τόδε τὸ πρᾶγμα, δεῖξον ἑταῖραν, εἰ δ' αὖ, στρατιώτην si se me concede este asunto, muéstrame una hetera y, si no, un soldado P XXIIb 35 2 sent. fig. soldado de un adepto de Helios-Tifón ὁ σὸς στρατιώτης ὑπὸ θεῶν νενίκημαι yo, tu soldado, estoy vencido por los dioses P IV 193 P XVIIb 22
Lexicon Thucydideum
miles, soldier, 1.60.2, 1.95.4. 2.11.3, 2.58.2. 2.58.3. 2.86.6, 2.88.1. 2.88.2. 2.89.1. 3.18.3. 4.4.1, 4.4.14.7.1, 4.28.4, [vulgo commonly τοὺς... στρατιώτας]. 4.29.2. 4.30.2. 4.125.4. 4.128.4. 5.7.2. 5.8.5. 5.34.1. 5.35.5. 5.67.1, 6.24.3, 6.31.5, 6.46.5. 6.51.1. 6.53.1. 6.61.5. 7.15.1, 7.44.8. 7.47.1. 7.48.4. 7.60.5. 7.61.1. 7.69.1. 7.74.1. 7.77.7. 7.85.1. 8.1.1, 8.32.2. 8.36.1, 8.47.2. 8.73.5. 8.74.1. 8.74.3. 8.75.2. 8.75.3. 8.76.2. 8.76.6. 8.78.1. 8.81.1. 8.83.3. 8.84.3. 8.86.2. 8.95.4.
Translations
soldier
Abkhaz: аруаҩ; Adyghe: сэлат, солдат; Afrikaans: soldaat; Aghwan: 𐕆𐔽𐔼𐔱𐕞𐕡𐕎𐔷𐔼; Albanian: ushtar; Amharic: ወታደር; Apache Western Apache: silaada; Arabic: جُنْدِيّ, عَسْكَرِيّ; Moroccan Arabic: عسكري; Aragonese: soldau; Armenian: զինվոր, ասկեր; Assamese: সৈনিক; Asturian: soldáu; Azerbaijani: əsgər, çəri; Baluchi: سپائی, سپاہی; Bashkir: һалдат; Basque: soldadu; Belarusian: салдат, воін, жаўнер, жаўнёр, ваенны; Bengali: সৈনিক, লস্কর, সিপাহী, সেনানী; Breton: soudard; Brunei Malay: asgar; Bulgarian: войник, воин, солдат, аскер; Burmese: စစ်သား, သူရဲ; Catalan: soldat, militar; Cebuano: sundalo; Chamicuro: soltalo; Chechen: сурхо; Cherokee: ᎠᏯᏫᏍᎩ; Chichewa: msilikali; Chinese Mandarin: 士兵, 兵, 軍人, 军人, 戰士, 战士; Chukchi: маравӄԓявыԓ; Cornish: souder; Corsican: suldatu, sullatu; Crimean Tatar: asker; Czech: voják; Danish: soldat; Dutch: soldaat, soldate, militair; Erzya: ушман; Esperanto: soldato; Estonian: sõdur, sõjaväelane; Faroese: hermaður; Finnish: sotilas, solttu; French: soldat; Friulian: soldât; Galician: soldado; Georgian: ჯარისკაცი; German: Soldat, Soldatin; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐍂𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Greek: στρατιώτης; Ancient Greek: στρατιώτης, στρατιῶτις; Greenlandic: sakkutooq; Gujarati: સૈનિક; Haitian Creole: solda; Hebrew: חַיָּל / חייל; Higaonon: sundalo; Hiligaynon: soldado; Hindi: सैनिक, सिपाही; Hungarian: katona; Icelandic: hermaður, dáti; Ido: soldato; Indonesian: prajurit, tentara, serdadu, laskar, askar; Sundanese: tangtara; Irish: saighdiúir; Istriot: soldà; Italian: soldato; Japanese: 兵士, 軍人, 兵隊; Javanese: prajurit; Kannada: ಸೈನಿಕ; Kashubian: żôłniérz; Kazakh: әскер, жауынгер, сарбаз, солдат, ұлан; Khmer: ទាហាន; Kikuyu: mũthigari Korean: 군인(軍人), 병사(兵士); Kumyk: асгер; Kurdish Central Kurdish: باڵباز, عەسکەر, چەکمەبۆر, سەرباز; Northern Kurdish: serbaz, leşker; Kyrgyz: жоокер, черүү, черик, солдат, аскер; Ladin: saudé; Lao: ທະຫານ; Latin: miles, bellator; Latvian: kareivis, karavīrs; Lithuanian: karys; Livonian: suodāmīez; Low German: Soldat, Suldot, Soldatin, Suldotin, Soldaatsch, Soldaatsche, Suldootsch, Suldootsche; Luxembourgish: Zaldot; Lü: ᦶᦜᧃᧈ, ᦒᦱᦠᦱᧃ; Macedonian: војник, аскер; Malay: askar, tentera, perajurit, hulubalang; Malayalam: പടയാളി; Maltese: suldat; Manchu: ᠴᠣᠣᡥᠠ; Manx: sidoor; Marathi: सैनिक; Middle English: kempe, soudeour; Mirandese: suldado; Mongolian Cyrillic: цэрэг; Mongolian: ᠴᠡᠷᠢᠭ; Moroccan Amazigh: ⴰⵄⵚⴽⵕⵉ; Navajo: siláo, siláołtsooí, łééchąąʼí yił nínii; Neapolitan: surdato; Nepali: सैनिक; Northern Sami: soalddát; Norwegian Bokmål: soldat, barnesoldat; Nynorsk: soldat, barnesoldat; Occitan: soldat; Ojibwe: zhimaaganish; Old English: cempa; Oriya: ସୈନିକ; Ottoman Turkish: عسكر; Pashto: سرتېری, سپاهي, سپايي, زمېريالي, عسکر, پلټني; Persian: سرباز, سالدات; Plautdietsch: Soldot, Armeejung; Polish: żołnierz, wojak, woj; Portuguese: soldado; Punjabi: ਸੈਨਿਕ; Quechua: awqapuri; Romagnol: suldèd, suldèda; Romanian: soldat, militar, ostaș; Romansch: schuldà, schuldau, suldo, schuldo, sudo, sudà; Russian: солдат, воин, военнослужащий, военный, вояка, солдафон, жолнёр, цирик, аскер; Sanskrit: सैनिक; Scottish Gaelic: saighdear; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀јнӣк, војнѝкиња, војнослужац, во̀ја̄к, а̏скер; Roman: vòjnīk, vojnìkinja, vojnoslužac, vòjāk, ȁsker; Sicilian: suldàtu, surdàtu; Sinhalese: සොල්දාදුවා; Skolt Sami: sääldat; Slovak: vojak; Slovene: vojak, vojákinja; Sorbian Lower Sorbian: wójak, wójacka; Upper Sorbian: wojak, wojakowka; Southern Altai: черӱчи; Spanish: soldado; Sundanese: pajurit; Swahili: askari; Swedish: soldat; Tabasaran: эскер; Tagalog: kawal; Tajik: сарбоз, аскар, солдат; Tamil: போர்வீரன்; Taos: nòdu'úna; Tatar: сугышчы, солдат; Telugu: బంటు, సైనికుడు; Thai: ทหาร; Tibetan: དམག་མི; Tigrinya: ወተሃደር; Turkish: asker, çeri; Turkmen: esger, soldat, esğer; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: солдат, воїн, жовні́р, вояк, військовий; Urdu: فوجی, سپاہی; Uyghur: جەڭچى, ئەسكەر; Uzbek: soldat, askar, jangchi; Venetian: soldà; Vietnamese: người lính, bộ đội, binh sĩ, binh lính, quân lính, lính, lính tráng, sĩ tốt, quân nhân, chiến sĩ; Volapük: soldat, hisoldat, jisoldat; Votic: sõtameez; Walloon: sôdård, sôdår, sôdårresse; Welsh: milwr; West Frisian: soldaat; Yiddish: סאָלדאַט, זעלנער; Zazaki: aspar, lezker; Zhuang: bing