ἄφθεγκτος

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφθεγκτος Medium diacritics: ἄφθεγκτος Low diacritics: άφθεγκτος Capitals: ΑΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: áphthenktos Transliteration B: aphthenktos Transliteration C: afthegktos Beta Code: a)/fqegktos

English (LSJ)

ἄφθεγκτον,
A = ἄφθογγος, voiceless, μηνυτήρ A.Eu.245; στόμα (of a pen) AP9.162; ἀστράγαλοι ib.7.427.14 (Antip. Sid.).
2 of places, etc., where none may speak, τῷδ' ἐν ἀφθέγκτῳ νάπει S.OC156 (lyr.).
II Pass., unspeakable, unutterable, B.Fr.2.2, Pl.Sph.238c. Adv. ἀφθέγκτως Iamb.Myst.7.4.

Spanish (DGE)

-ον
I no dicho, no expresado οὐδὲν γοῦν παραλέλοιπεν ἄ. οὐδὲ ἄσημον D.Chr.12.65.
II indecible, inefable κακόν, ἀφθέγκτοισιν ἶσον B.Fr.2.2, τὸ μὴ ὂν ... ἔστιν ... ἄφθεγκτον καὶ ἄλογον Pl.Sph.238c, ὀνόμασιν ἀφθέ<γ>κτοις PMag.7.560, cf. 701, Poll.5.147.
III 1mudo, que no tiene voz μηνυτήρ A.Eu.245, αὐλοί AP 7.420 (Diot.Athen.), ἀστράγαλοι AP 7.427.14 (Antip.Sid.), πᾶν ἔπος ἀφθέγκτῳ τῷδε λαλῶ στόματι toda palabra pronuncio con mi boca muda (habla un cálamo usado como pluma) AP 9.162, στρόφαλοι Marin.Procl.28.
2 de un lugar donde no se puede hablar τῷδ' ἐν ἀφθέγκτῳ νάπει S.OC 155.
IV adv. ἀφθέγκτως = de forma inefable τοῖς μέντοι θεοῖς πάντα σημαντικά ἐστιν οὐ κατὰ ῥητὸν τρόπον, ... ἀλλὰ ἤτοι νοερῶς ἢ καὶ ἀφθέγκτως Iambl.Myst.7.4, cf. Dion.Ar.DN M.3.585B.

German (Pape)

[Seite 410] 1) sprachlos, stumm, μηνυτήρ Aesch. Eum. 236; νάπος, still, Soph. O. C. 155; sp. D. – 2) unaussprechlich, καὶ ἄλογον Plat. Soph. 238 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne parle pas, muet, silencieux;
2 où l'on ne parle pas, silencieux.
Étymologie: , φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἄφθεγκτος:
1 безмолвный, безгласный (μηνυτήρ Aesch.; νάπος Soph.; στόμα Anth.);
2 невыразимый (ἄρρητος καὶ ἄ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφθεγκτος: -ον, = ἀφθογγος, ἄνευ φωνῆς, μηνυτὴρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 245· στόμα Ἀνθ. Π. 9. 162. 2) ἐπὶ τόπων, κτλ., ἔνθα πρέπει νὰ σιγᾷ τις, νὰ μὴ λαλῇ, τῷδ’ ἐν ἀφθέγκτῳ νάπει Σοφ. Ο. Κ. 155· ὄργια Χριστοδ. Ἔκφρ. 301. ΙΙ. Παθ., ἄρρητος, ἀνεκλάλητος, Βακχυλ. Ἀποσπ. 45 [Β. 11], Πλάτ. Σοφ. 238C. - Ἐπίρρ. ἀφθέγκτως Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153.

Greek Monolingual

ἄφθεγκτος, -ον (Α) φθεγκτός
1. άφωνος, αμίλητος
2. (για τόπους) αυτός στον οποίο κανείς δεν επιτρέπεται να μιλά
3. άρρητος, ανέκφραστος.

Greek Monotonic

ἄφθεγκτος: -ον (φθέγγομαι
I. άφωνος, σε Αισχύλ., Ανθ.
II. λέγεται για τόπους, εκεί όπου κανένας δεν μπορεί να μιλήσει, σε Σοφ.
III. Παθ., άρρητος, ανείπωτος, άφατος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φθέγγομαι
I. voiceless, Aesch., Anth.
II. of places, where none may speak, Soph.
III. pass. unspeakable, Plat.

English (Woodhouse)

dumb

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον que no puede o que no debe ser pronunciado, inefable del nombre de seres divinos ἄφθεγκτε, πυροσώματε inefable, de cuerpo de fuego (a la Osa Mayor) P VII 701 ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας καὶ ... ἄ. καὶ φοβερὸς ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo ordena el grande, inefable y temible demon del gran dios P XII 172 κύριος αἰῶνος, ὁ πάντα κτίσας, θεὸς μόνος, ἄ. señor de la eternidad, el que creó todas las cosas, dios único, inefable P XIII 987 ποίει τὸ δεῖνα πρᾶγμα, ὄνομα ἄφθεγκτον μεγάλου θεοῦ haz tal obra, nombre inefable del gran dios P XIII 1000 de símbolos y signos ἧκέ μοι, τὸ πνεῦμα τὸ ἀεροπετές, καλούμενον συμβόλοις καὶ ὀνόμασιν ἀφθέ<γ>κτοις ven a mí, espíritu que vuela por el aire, llamado con símbolos y nombres inefables P VII 560 χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένου<ς> χαρακτῆρας τοὺς ἀφθέγκτους graba con una piedra de acero los signos que vienen a continuación, los inefables P XIII 1003 P XIII 1022

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని

speechless

Afrikaans: spraakloos, sprakeloos; Bulgarian: занемял, безмълвен; Catalan: bocabadat, emmudit; Chinese Mandarin: 無言, 无言, 無語, 无语, 沈默, 沉默; Danish: mundlam, målløs; Dutch: sprakeloos; Esperanto: senparola; Finnish: sanaton; French: sans voix; German: sprachlos, fassungslos, stumm; Gothic: 𐌳𐌿𐌼𐌱𐍃; Greek: άναυδος, άφωνος, ενεός; Ancient Greek: ἀβακής, ἄβως, ἀγέγωνος, ἄλαλος, ἄλογος, ἀναύδατος, ἀναυδής, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεπής, ἄνεως, ἄοπος, ἀπόπληκτος, ἀπόφθεγκτος, ἄστομος, ἀφθεγγής, ἄφθεγκτος, ἄφθογγος, ἀφώνητος, ἄφωνος, ἐμπεπληγμένος, ἐνεός, ἐννεός; Hungarian: szótlan, eláll(t) a szava, meg se tud mukkanni; Icelandic: orðlaus; Indonesian: kelu, kaku lidah; Italian: senza parole, ammutolito; Latin: elinguis; Norwegian Bokmål: målløs, mållaus; Nynorsk: mållaus; Polish: oniemiały, milczący; Portuguese: sem palavras, atónito, atônito, perplexo, estarrecido; Russian: онемелый, онемевший, безмолвный; Sanskrit: मूक; Spanish: sin palabras, sin habla, atónito, perplejo, mudo, corchado; Swedish: mållös; Telugu: నోరులేని; Thai: หมดคำพูด, พูดไม่ออก