ἐξίημι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(v. ἵημι),
A send out, let one go out, ἱππόθεν ἐξέμεναι (Ep. aor. 2 inf. for ἐξεῖναι) Od.11.531; μηδ' ἐξέμεν ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il.11.141; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην had dismissed, satisfied it, 24.227; πόθον prob. in Sapph.Supp.23.23; [τοὺς ἐπικούρους] ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Hdt.3.146; ἐ. ἱστίον let out the sail, Pi.P.1.91; ἐξιέναι πάντα κάλων (v. sub κάλως) ; ἐ. ἀφρόν throw out or forth, E.Ba.1122; ἐ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην take it out, Hdt.2.87; ἐ. τι εἴς τι discharge it into... Pl.Ti. 82e.
2 intr., of rivers, discharge themselves, ἐς θάλασσαν Hdt. 1.6 (in 3sg. ἐξίει, cf. ib.180), al., Th.4.103.
II Med., put off from oneself, get rid of, freq. in Hom. in the phrase πόσιος καὶ ἐδητύος ἐ. ἔρον ἕντο Il.1.469, al.; ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενος Thgn.1064.
2 send from oneself, divorce, τὴν ἔχεις γυναῖκα ἔξεο Hdt.5.39 (ἐκσέο codd.).
German (Pape)
[Seite 882] (s. ἵημι), herausschicken, entsenden, entlassen; αὖθι κατακτεῖναι μηδ' ἐξέμεν (inf. aor.) ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il. 11, 141; in tmesi ἐπὰν γόου ἐξ ἔρον εἵην, wenn ich die Luft zur Klage von mir gethan, sie gestillt, Il. 24, 227, wie häufig im med. πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, vgl. Theogn. 1064; ἥλιος ἀκτῖνας ἐξίησι Eur. Bacch. 678; φάρυγγος αἰθέρ' ἐξιεὶς βαρύν Cycl. 409, den Athem herausstoßen; ἱστίον Pind. P. 1, 91, wie κάλων, s. unter κάλως; τὶ ἔκ τινος, Her. 2, 87; ὅταν σὰρξ ἀνάπαλιν εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ Plat. Tim. 82 e. Von Flüssen, mit u. ohne ῥεῦμα, also scheinbar intr., sich ergießen, Her. 1, 180. 2, 17 (in der eigenthümlichen Präsensform ἐξίει); ἡ λίμνη ἐξίησιν εἰς θάλασσαν Thuc. 4, 103; Folgde. – Med., von sich entlassen, fortschicken, γυναῖκα ἔξεο (imper. aor.) Her. 5, 39.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξήσω, etc., v. ἵημι;
I. tr. laisser aller hors de :
1 renvoyer : τινα ἐς Ἀχαιούς IL qqn chez les Grecs ; ἐπὶ τοὺς Πέρσας HDT chez les Perses;
2 lancer, acc.;
3 faire sortir de : ἐξέμεναι ἱππόθεν OD faire sortir du cheval (de bois) ; ἐξ. ἔκ τινος HDT faire sortir une chose d'une autre;
II. intr. se diriger au dehors en parl. d'un fleuve : ἐς πόντον HDT, ἐς θάλασσαν THC se jeter dans la mer;
Moy. ἐξίεμαι renvoyer loin de soi, chasser : γυναῖκα HDT une femme.
Étymologie: ἐξ, ἵημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξίημι: (fut. ἐξήσω, aor. ἐξῆκα)
1 выпускать, высылать, отсылать, отпускать (τινὰ ἐς Ἀχαιούς Hom.); med. отсылать от себя, прогонять: ἐ. τὴν γυναῖκα Her. разводиться с женой; тж. med. (in tmesi) ἐ. ἔρον τινός Hom. утолять жажду чего-л., насыщаться чем-л.;
2 напускать, бросать (τοὺς ἐπικούρους ἐπὶ τοὺς Πέρσας Her.);
3 выпускать, выливать (τὴν κεδρίην ἔκ τινος Her.);
4 выпускать, выделять (αἰθέρα βαρὺν φάρυγος Eur.; τὸν θορόν Arst.): ἀφρὸν ἐξιείς Eur. покрытый пеной;
5 испускать, излучать (ἀκτῖνας Eur.);
6 распускать (ἱστίον ἀνεμόεν Pind.): πάντα κάλων ἐ. погов. Eur., Arph. распускать все снасти, т. е. пускать в ход все средства;
7 изливаться, впадать (ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον Her.; ἐς θάλασσαν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίημι: (ἴδε ἵημι), ἐξαποστέλλω ἢ ἐπιτρέπω εἴς τινα νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δέ με μάλα πόλλ’ ἱκέτευεν ὁπόθεν ἐξίμεναι, «ἐκπέμψαι» (Σχόλ.), (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀντὶ τοῦ ἐξεῖναι), Ὀδ. Λ. 531· μηδ’ ἐξέμεν ἄψ ἐς Ἀχαιοὺς Ἰλ. Λ. 141· ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἴην, ἀφοῦ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ θρήνου, Ω. 227· τοὺς ἐπικούρους ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· ἐξίει δ’ ὣσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν, «ὥσπερ δὲ κυβερνήτης ἄριστος ἔα πρὸς πνεῦμα τὸ ἱστίον» (Σχόλ.), Πίνδ. Π. 1. 177· πάντα κάλων... ἐξιέναι, «παροιμία, πάντα δὴ κάλων κινεῖν... ὁμία τῇ πάντα λίθιον κίνει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 756 (ἴδε τὴν λέξιν κάλως)· ἐξ. ἀφρὸν Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐξ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην, ἐκβάλλειν, Ἡρόδ. 2. 87: - ἐξ. τι ἔς τι, ἐκκενοῦν, Πλάτ. Τίμ. 82Ε. 2) ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμῶν ἐκβάλλω, χύνομαι, ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 1. 6 (ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ προσ., ἐξίει, ἴδε Schweigh. ἐν 1, 180), κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 103: πρβλ. ἐκδίδωμι ΙΙ, ἐκβάλλω IX. 2. ΙΙ. Μέσ., ἀποβάλλω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, συχν. παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει, ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, «ἐπεὶ δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν τῆς τε πόσεως καὶ τῆς τροφῆς» (Θ. Γαζῆς) (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. postquam exemta fames et amor compressus edendi), Ἰλ. Α. 469· ἐξ ἔρον ἱέμενος Θέογν. 1064. 2) ἀποπέμπω, ἀπολύω, χωρίζω, γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 93.
English (Autenrieth)
aor. 2 inf. ἐξέμεν(αι): let go out, send out, Il. 11.141, Od. 11.531.
English (Slater)
ἐξῐημι loose ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν i. e. the sails of generosity (P. 1.91)
Greek Monolingual
ἐξίημι (Α) ίημι
Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τον αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ.
β. «ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί, Πίνδ.)
2. εκβάλλω, βγάζω («ἀφρὸν ἐξιεῖσα»)
3. παροιμ. «πάντα κάλων ἐξιέναι», αφήνοντας να ξετυλιχτεί κάθε σχοινί, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο
4. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι
ΙΙ. μέσ. εξίεμαι
1. βγάζω από πάνω μου ή από μέσα μου («ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρov ἔντο» — αφού άφησαν να βγει πια ο πόθος του ποτού και του φαγιού, αφού ήπιαν κι έφαγαν, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ἐξίεμαι γυναίκα» — διώχνω, χωρίζω.
Greek Monotonic
ἐξίημι: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. βʹ απαρ. ἐξ-έμεναι, -έμεν· I.1 αποστέλλω, επιτρέπω σε κάποιον να βγει έξω, σε Ομήρ. Οδ.· γόου ἐξ ἔρον εἵην, αφού εκπληρώσω, ικανοποιήσω την επιθυμία του θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξιέναι πάντα κάλων (βλ. κάλως)· εξάγω, βγάζω, σε Ηρόδ.
2. αμτβ., λέγεται για ποτάμια, αδειάζω, χύνομαι, εκβάλλω, στον ίδ., Θουκ.
II. 1. Μέσ., αποβάλλω από τον εαυτό μου, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, σε Όμηρ.
2. αποπέμπω, αποδιώχνω, χωρίζω, γυναῖκα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -ήσω epic aor2 inf. ἐξ-έμεναι, -έμεν
I. to send out, let one go out, Od.; γόου ἐξ ἔρον εἵην had dismissed, satisfied the desire of lamentation, Il.; ἐξιέναι πάντα κάλων (v. sub κάλωσ):— to take out, Hdt.
2. intr. of rivers, to discharge themselves, Hdt., Thuc.
II. Mid. to put off from oneself, get rid of, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Hom.
2. to send from oneself, divorce, γυναῖκα Hdt.
Lexicon Thucydideum
influere, infundi, to flow in, be instilled (de fluminum ostiis concerning the mouths of rivers), 1.46.4, [vulgo commonly ἔξεισι, qd Poppo servavit; sed fut. v. which Poppo preserved; but the future seems ἐξέρχομαι hîc alienum esse videtur to be out of place here]. 2.102.2, [vulgo commonly διεξιεὶς] 4.103.1.