σοβέω

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβέω Medium diacritics: σοβέω Low diacritics: σοβέω Capitals: ΣΟΒΕΩ
Transliteration A: sobéō Transliteration B: sobeō Transliteration C: soveo Beta Code: sobe/w

English (LSJ)

A scare away birds, ἡμεῖς δὲ... οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς ἀνεπτόμεσθ' Ar.Av.34; ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (just above he had been called στροῦθος) Id.V.211; σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Pl.Com. 20; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ' ἡμῶν; Men.167; τέττιγας Arist.HA556b14; μυίας Thphr. Char.25.5; drive along, ὥσπερ αἰπόλιον . . αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σ. Luc.Cat.3; ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην they scare the wood (i.e. beat it so as to put up the birds), Arist.HA620a35.
2 generally, drive away, clear away, τὴν κόνιν X.Eq.5.5:—Pass., τὰς ἄλλας φροντίδας . . σεσοβῆσθαι Hp.Ep.12.
II move rapidly or move violently (cf. σοβαρός 1 and κυκλοσοβέω), σοβέω τὴν κύλικα = push about the bottle, Philostr.Jun.Im.3.
2 metaph., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις let him ply [the guests] with cups (cf. πατάσσω ΙΙ.2), Amphis 18.
3 metaph. also in Pass., σοβοῦμαι = to be agitated, be excited, Philostr.VS1.21.5; σεσόβηται ἐρωτικῶς Id.Im.1.8; γυνὴ σεσοβημένη 'forward' (of Opinion personified), Hp.Ep.15; σεσοβημένος οἴστρῳ AP6.219 (Antip.); σεσοβημένος πρὸς δόξαν all in a fever for glory, Plu.Pomp. 29; σεσοβημένος περί τι Ph.1.131; ῥυθμὸς σεσοβημένος hurried, wild, Longin.41.1; σεσοβημένη κίνησις Ph.2.267.
III intr., walk in a pompous manner, strut, swagger, διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ D.21.158; σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Plu.Sol.27; μεθ' ὅσης θεραπείας καὶ παρασκευῆς ἐσόβει Alciphr.1.38; σόβει ἐς Ἄργος = off with you! Luc.DDeor.24.2; σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Longus 3.29. (Causative of σέβομαι, q.v.)

German (Pape)

[Seite 912] scheuchen, verscheuchen, verjagen; Ar. Av. 34; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἐκ τῆς πατρίδος, Menand. bei Ath. IX, 373 c; ὥσπερ αἰπόλιον ἀθρόους αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σοβῶν, Luc. Catapl. 3; von leblosen Dingen, schnell entfernen, von sich thun, τὴν κόνιν, den Staub abschütteln, Xen. de re equ. 5, 5; übh. in schnelle Bewegung setzen, ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν, Ar. Vesp. 211; σοβεῖν πόδα ἐν κύκλῳ, 1523, schwingen; τὸν κύλικα, den Pokal schnell kreisen lassen, Jac. Philostr. imagg. p. 597; – pass. in heftiger, leidenschaftlicher Bewegung sein, σεσοβημένος οἴστρῳ, Ant. Sid. 27 (VI, 219); ὀφθαλμὸς σοβούμενος, ein lebhaft herumschweifendes Auge, βάδισμα σεσοβημένον, heftiger Gang, als Ausdruck des hochfahrenden Stolzes; ψυχὴ περὶ ὀργὴν σεσοβημένη, S. Emp. adv. mus. 22; σεσοβημένος πρὸς δόξαν, Plut. Pomp. 29. – Daher intrans., einher rauschen, mit Geräusch einher stolziren, ἀκολούθους τρεῖς ἢ τέτταρας αὐτὸς ἔχων διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ, Dem. 21, 158; u. so Plut. σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ δορυφόρων, Solon 27; σόβει ἐς Ἄργος, eile nach Argos, Luc. D. D. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

σοβῶ :
f. σοβήσω, ao. ἐσόβησα, pf. σεσόβηκα;
I. tr. 1 pousser vivement, chasser devant soi (un troupeau, une foule, etc.) acc.;
2 mouvoir vivement : σοβέω πόδα ἐν κύκλῳ AR mouvoir son pied en cercle, càd s'avancer tout autour en dansant ; fig. σεσοβημένος πρὸς δόξαν PLUT agité d'un désir passionnée pour la gloire;
II. intr. s'avancer d'un pas rapide et fier, s'avancer fièrement.
Étymologie: R. Σοβ de ΣοϜ ou Σου, pousser vivement ; cf. R.Συ > ΣεϜ‖Σευ, s'élancer ; v. σεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σοβέω (~ σέβομαι) met acc. wegjagen, verjagen:. ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν = nu we hem daar verjaagd hebben Aristoph. Ve. 211. heftig bewegen, alleen overdr. in hevige beroering brengen, opwinden: pass.. σεσοβημένος πρὸς δόξαν = vervuld met een tomeloze zucht naar roem Plut. Pomp. 29.5. intrans. overdr. arrogant rondlopen, paraderen; imper.. σόβει = opgesodemieterd! Luc. 79.4.2.

Russian (Dvoretsky)

σοβέω:
1 гнать, погонять (αἰπόλιον τῇ ῥάβδῳ Luc.);
2 распугивать, разгонять, отгонять (τὰς ὄρνεις Men.);
3 стирать, сметать, счищать (τὴν κόνιν Xen.);
4 встряхивать, трясти (τὸν κάλαμον Arst.);
5 быстро двигать, кружить (πόδα ἐν κύκλῳ Arph.);
6 возбуждать: σεσοβημένος πρὸς δόξαν Plut. горящий жаждой славы; περὶ ὀργὴν σεσοβημένος Sext. распаленный гневом;
7 гордо проноситься, важно проходить (διὰ τῆς ἀγορᾶς Dem.; ἐν ὄχλῳ δορυφόρων Plut.);
8 мчаться, спешить (ἐς Ἄργος Luc.).

Greek Monotonic

σοβέω: μέλ. -ήσω (σοῦ, σοῦ
I. 1. εκφοβίζω, διώχνω πουλιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. γενικά, απομακρύνω, αποδιώχνω, εκδιώκω, σε Ξεν.
II. κινώ ορμητικά, γρήγορα, πόδασοβεῖν, για τον χορό, σε Αριστοφ.· μεταφ., στην Παθ., είμαι πολύ συγκινημένος, νιώθω σφοδρή ταραχή, ταράζομαι, σε Ανθ., Πλούτ.
III. αμτβ., βαδίζω με τρόπο πομπώδη, περπατώ καμαρωτός, κινούμαι θορυβωδώς, σε Δημ., Πλούτ.· σόβει ἐς Ἄργος, τράβα στο Άργος, πήγαινε γρήγορα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σοβέω: ἀποδιώκω, ἀποσοβῶ πτηνὰ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡμεῖς δέ.., οὐ σοβοῦντος οὐδενός, ἀναπτόμεθ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 34· ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (ὀλίγῳ ἀνωτέρω εἶχεν ὀνομασθῇ στρουθός), ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 211· σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδ.» 2· οὐ σοβήσετ’ ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ’ ἡμῶν; Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 5· τέττιγας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 7· οὕτω καί, ὥσπερ αἰπόλιον.. αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σ. Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 3· ἴδε ἐν λέξ. ἀποσοβέω. 2) καθόλου, ἀποδιώκω, ἐξελαύνω, ἐκτινάσσω, τὴν κόνιν Ξεν. Ἱππ. 5, 5. ΙΙ. κινῶ ὁρμητικῶς ἢ βιαίως (πρβλ. σοβαρὸς Ι), ταχὺν πόδ’ ἐν κύκλῳ σοβεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 1523· σ. τὴν κύλικα, ὠθῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.· ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην, ἀναταράττουσι καὶ κτυποῦσι τὸ δάσος (ὅπως ἀναπτῶσι τὰ πτηνά), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 4. 2) μεταφορ., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις, ἂς πλήξῃ (τοὺς συνδαιτυμόνας) μὲ ποτήρια (πρβλ. πατάσσω ΙΙ. 2), Ἄμφις ἐν «Ἐριθ.» 2. 3) μεταφορ. ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., εὑρίσκομαι ἐν πολλῇ συγκινήσει, σφοδρῶς ταράττομαι, γυνὴ σεσοβημένη Ἱππ. 1278. 4, πρβλ. Φιλόστρ. 519· σεσοβημένος οἴστρῳ Ἀνθ. Π. 6. 219· σεσ. πρὸς δόξαν, ἐνθέρμως ποθῶν δόξαν, Πλουτ. Πομπ. 29· σεσ. περί τι Φίλων 1. 131· ῥυθμὸς σεσ., ταχύς, γοργός, ἄγριος, Λογγῖν. 41. 1· σεσ. κίνησις Φίλων 2. 267. ΙΙΙ. ἀμεταβ., βαδίζω μὲ τρόπον πομπώδη, ἐπίσημον, σείομαι περιπατῶν, βαίνω ὑπερηφάνως καὶ μεγαλοπρεπῶς, διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ Λημ. 565 ἐν τέλ.· σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Πλουτ. Σόλων 27· μετὰ παρασκευῆς καὶ θεραπείας σ. Ἀλκίφρων 1. 38· σόβει ἐς Ἄργος, «τράβα, πήγαινε» εἰς τὸ Ἄργος, Λουκ. Θεῶν Δ. 24. 2· σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Λόγγος 3. 29. (Ἐκ. τῆς √ΣΟΒ ἢ ΣΟΥ (= ΣΟF), ἥτις συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΥ, σεύω, ἔσσυμαι· ― σοῦ, σοῦ ἦτο κραυγὴ πρὸς ἀποσόβησιν πτηνῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 209· ἴσως ὅμως τοῦτο ἦτο ἀνεξάρτητον ἀπὸ τοῦ ῥήματ. σοβέω. Ἐντεῦθεν τὸ σοβαρός, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σοβεῖν· διώκειν. τρέχειν. ἐλαύνειν», καὶ «σοβεῖται· διώκεται».

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to scare away, to chase away, intr. to walk in a pompous way, to strut (Att. hell. a. late), pass. to be agitated (late).
Other forms: Aor. σοβῆσαι, fut. σοβήσω, perf. σεσόβηκα, pass. σεσόβημαι.
Compounds: also with prefix, esp. ἀποσοβέω.
Derivatives: Few direct derivv.: σόβησις f. violent movement (Plu.), σόβητρον n. fly whisk (Ph. v.l.), ἀποσόβημα, ἀποσόβησις, σόβησις, ἀποσοβητής, σοβητής, ἀποσοβητήριος, ἀποσοβητικός (sch. a. o.). Backformation σόβη f. horses, bull's tail (Hippiatr., sch., Suid.), more usual μυιοσόβη fly whisk (Delos since IIIa, Men. a. o.). On itself stands σοβαρός blowing along violently (of the wind a. o.), usually haughty, proud (Att.), prob. from σοβέω after the numerous adj. in σοβαρός; diff. Benveniste Origines 33: old r: n-variation with σεμνός (s. v.); improbable. F. σοβάς boisterous, scabrous (Eup., Ph.), kind of dance (Ath.); also Σόβοι = Σάτυροι (Ulp.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Causative or iterative-intensive to σέβομαι; s. v. This eems not very probable semant..

Middle Liddell

[σοῦ, σοῦ]
I. to scare away birds, Ar., etc.
2. generally, to drive away, clear away, Xen.
II. to move rapidly, πόδα σοβεῖν, of dancing, Ar.:—metaph. in Pass. to be much agitated, vehemently excited, Anth., Plut.
III. intr. to strut, swagger, bustle, Dem., Plut.; σόβει ἐς Ἄργος bustle off to Argos, Luc.

Frisk Etymology German

σοβέω: {sobéō}
Forms: Aor. σοβῆσαι, Fut. σοβήσω, Perf. σεσόβηκα, Pass. σεσόβημαι,
Grammar: v.
Meaning: verscheuchen, wegjagen, intr. stolz einherschreiten, stolzieren (att. hell. u. sp.), Pass. aufgeregt sein (sp.).
Composita: auch mit Präfix, bes. ἀπο-,
Derivative: Wenige direkte Ableitungen: σόβησις f. heftige Bewegung (Plu.), -ητρον n. Fliegenwedel (Ph. v.l.), ἀποσόβημα, ἀποσόβησις, ἀποσοβητής, ἀποσοβητήριος, ἀποσοβητικός (Sch. u. a.). Rückbildung σόβη f. ‘Pferde-, Stier- Schwanz’ (Hippiatr., Sch., Suid.), gewöhnlicher μυοσόβη, μυιοσόβη Fliegenwedel (Delos seit IIIa, Men. u. a.). Für sich steht σοβαρός heftig dahinfahrend (vom Wind u. a.), gew. hochfahrend, stolz (att.), wohl von σοβέω nach den zahlreichen Adj. auf -αρός; anders Benveniste Origines 33: alter r: n-Wechsel mit σεμνός (s. d.); f. σοβάς ausgelassen, lasziv (Eup., Ph.), Art Tanz (Ath.); auch Σόβοι = Σάτυροι (Ulp.)
Etymology: Kausativum bzw. Iterativ-Intensivum zu σέβομαι; s. d.
Page 2,753

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=διώχνω, ἐρεθίζω, βαδίζω ὑπερήφανα). Ἀπό ρίζα σοβ- ἤ σου- (σοϝ-) πού εἶναι συγγενική μέ τή συ τοῦ σεύω. («σοῦ-σοῦ» ἦταν κραυγή γιά τό διώξιμο τῶν πουλιῶν). Θέμα σοβ + πρόσφ. ε + ω → σοβέω.
Παράγωγα: σοβαρός, σοβαρτης, σοβάς (θηλ. = αὐθάδης), σόβησις (=ταραχή), ἀποσόβησις (=ἀποφυγή), σοβητής, ἀποσοβητής, σόβητρον (=ξεμυγιαστήρι), ἀποσόβημα, ἀποσοβητέον.