μακράν: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(T21) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[properly]], [[feminine]] accusative of the adjective [[μακρός]], [[namely]], ὁδόν, a [[long]] [[way]] (Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, § 131,12)), adverb, the Sept. for רָחוק) (from [[Aeschylus]] [[down]]); [[far]], a [[great]] [[way]]: [[absolutely]], ἀπέχειν, [[far]] [[hence]], ἐξαποστελῶ σε, [[ἀπό]] τίνος added, T omits [[ἀπό]]); [[τόν]] Θεόν ... οὐ [[μακράν]] [[ἀπό]] [[ἑνός]] ἑκάστου [[ἡμῶν]] [[ὑπάρχοντα]], i. e. [[who]] is [[near]] everyone of us by his [[power]] and [[influence]] (so [[that]] we [[have]] no [[need]] to [[seek]] the [[knowledge]] of him from [[without]]), οἱ [[εἰς]] [[μακράν]] (cf. Winer's Grammar, 415 (387)) those [[that]] are [[afar]] [[off]], the inhabitants of [[remote]] regions, i. e. the Gentiles, οὐ [[μακράν]] εἰ [[ἀπό]] τῆς βασιλείας [[τοῦ]] Θεοῦ, [[but]] [[little]] is [[lacking]] for [[thy]] [[reception]] [[into]] the [[kingdom]] of God, or thou [[art]] [[almost]] [[fit]] to be a [[citizen]] in the [[divine]] [[kingdom]], οἱ [[πότε]] ὄντες [[μακράν]] (opposed to οἱ [[ἐγγύς]]), of heathen (on the [[sense]], [[see]] [[ἐγγύς]], 1b.), οἱ [[μακράν]], Ephesians 2:17. | |txtha=([[properly]], [[feminine]] accusative of the adjective [[μακρός]], [[namely]], ὁδόν, a [[long]] [[way]] (Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, § 131,12)), adverb, the Sept. for רָחוק) (from [[Aeschylus]] [[down]]); [[far]], a [[great]] [[way]]: [[absolutely]], ἀπέχειν, [[far]] [[hence]], ἐξαποστελῶ σε, [[ἀπό]] τίνος added, T omits [[ἀπό]]); [[τόν]] Θεόν ... οὐ [[μακράν]] [[ἀπό]] [[ἑνός]] ἑκάστου [[ἡμῶν]] [[ὑπάρχοντα]], i. e. [[who]] is [[near]] everyone of us by his [[power]] and [[influence]] (so [[that]] we [[have]] no [[need]] to [[seek]] the [[knowledge]] of him from [[without]]), οἱ [[εἰς]] [[μακράν]] (cf. Winer's Grammar, 415 (387)) those [[that]] are [[afar]] [[off]], the inhabitants of [[remote]] regions, i. e. the Gentiles, οὐ [[μακράν]] εἰ [[ἀπό]] τῆς βασιλείας [[τοῦ]] Θεοῦ, [[but]] [[little]] is [[lacking]] for [[thy]] [[reception]] [[into]] the [[kingdom]] of God, or thou [[art]] [[almost]] [[fit]] to be a [[citizen]] in the [[divine]] [[kingdom]], οἱ [[πότε]] ὄντες [[μακράν]] (opposed to οἱ [[ἐγγύς]]), of heathen (on the [[sense]], [[see]] [[ἐγγύς]], 1b.), οἱ [[μακράν]], Ephesians 2:17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[μακράν]], Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά)<br /><b>επίρρ.</b> σε [[μεγάλη]] τοπική ή χρονική [[απόσταση]], [[μακριά]] (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[ἐπεὶ]] τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έξω, [[εκτός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πάγω]] μακρά» — [[αργώ]], [[καθυστερώ]]<br />(αρχ. <b>φρ.</b> α) «μακρὰν [[λέγω]]» ή «μακρὰν (ἐκ)[[τείνω]]» — [[λέγω]] [[πολλά]] [[λόγια]] («οὐδὲ χρὴ [[μακράν]] [λέγειν]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ἐς [[μακράν]]»<br />i) σε [[μεγάλη]] χρονική [[απόσταση]], σε παρωχημένο χρόνοii) επί πολύ χρόνο («Ἴωνες οὐκ ἐς μακρὴν βουλευσάμενοι ἡκον» — οι [[Ίωνες]] ήλθαν, [[αφού]] συσκέφθηκαν όχι επί πολύ [[χρονικό]] [[διάστημα]], <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρμ. [[χρήση]] της αιτ. του θηλ. (<i>μακρά</i>) του επιθ. [[μακρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. μακρήν, acc. fem. of μακρός used as Adv.,
A far, μ. ἀνωτέρω θακῶν A.Pr.314; μ. λελειμμένος left far behind, ib.857; οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες S.OT16; ἀπελθεῖν Ar.Ra.438 (lyr.); ἱέναι X.An.3.4.17; ἔστ' οὐ μ. ἄπωθεν Ar.Av.1184; τοὔργον οὐ μ. λέγεις the business you speak of is not far to seek, S.Ph.26: c. gen., far from, βαρβάρου χθονός E.IT629; κἂν ᾖ τοῦ γένους μ. Pl.Com.192; τῶν πολεμίων Plb.3.50.8; οὐ μ. ἀπό τινος Id.3.45.2: in Comp., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν to a greater distance, Th.6.98; πορεύεσθαι μ. X. An.2.2.11: Sup., ὅτι μακροτάτην as far as possible, c. gen. loci, ib.7.8.20. 2 μακρὰν λέγειν speak at length, A.Th.713, S.El.1259; μ. τείνειν A.Ag.1296, S.Aj.1040; ἐκτείνειν A.Ag.916. II of Time, long, μ. ζῆν, ἀναμένειν, S.El.323, 1389 (lyr.); οὐ μ. shortly, E.Or.850, etc.; so οὐκ ἐς μακρήν Hdt.5.108, cf. A.Supp.925, Ar.V.454, etc.; εὐθύς, οὐκ εἰς μὰκράν D.18.36 (but, not at length, Phld. Piet. 25).
Greek (Liddell-Scott)
μακράν: Ἰων. μακρήν, αἰτ. θηλ. τοῦ μακρὸς ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μακρὰν ὁδόν, «μακρυά», μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν Αἰσχύλ. Πρ. 312· μακρὰν λελειμμένος, ἀπολειφθεὶς πολὺ ὀπίσω, αὐτόθι 857· οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες Σοφ. Ο. Τ. 16· ἀπελθεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 434· ἰέναι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 17· ἔστ’ οὐ μ. ἄπωθεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1184· τοὖργον οὐ μ. λέγεις, τὸ ἔργον ὃ λέγεις οὐ μακράν ἐστι, δηλ. αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγεις δὲν εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, Σοφ. Φιλ. 26· - μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, βαρβάρου χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 629· τῶν πολεμίων Πολύβ. 3. 50, 8· οὐ μ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν 3. 45, 2· - οὕτως ἐν τῷ συγκρ., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν, εἰς μεγαλειτέραν ἀπόστασιν, Θουκ. 6. 98· πορεύεσθαι μ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., ὅτι μακροτάτην, μετὰ γεν. τόπου, αὐτόθι 7. 8, 20. 2) οὐδὲ χρὴ μακρὰν (ἐξυπ. λέγειν), «οὐδὲ χρειάζονται πολλὰ λόγια», Αἰσχύλ. Θήβ. 713, Σοφ. Ἠλ. 1259· μ. τείνειν ἢ ἐκτείνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, 1296, Σοφ. Αἴ. 1040, ἴδε Blomf. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μακρός, μ. ζῆν, ἀναμένειν Σοφ. Ἠλ. 323, 1389· οὐ μ. Λατ. brevi, Εὐρ. Ὀρ. 850, κτλ.· οὕτω, οὐκ ἐς μακρὴν Ἡρόδ. 5. 108, πρβλ. Αἰσχ. Ἱκέτ. 925, Ἀριστοφ. Σφ. 454, κτλ.· εὐθύς, οὐκ εἰς μακρὰν Δημ. 237. 19.
French (Bailly abrégé)
s.e. ὁδόν;
adv.
1 longuement;
2 loin, avec un gén. loin de;
3 avec idée de temps longtemps : οὐκ εἰς μακράν, pour peu de temps, bientôt après.
Étymologie: fém. de μακρός.
English (Strong)
feminine accusative case singular of μακρός (ὁδός being implied); at a distance (literally or figuratively): (a-)far (off), good (great) way off.
English (Thayer)
(properly, feminine accusative of the adjective μακρός, namely, ὁδόν, a long way (Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, § 131,12)), adverb, the Sept. for רָחוק) (from Aeschylus down); far, a great way: absolutely, ἀπέχειν, far hence, ἐξαποστελῶ σε, ἀπό τίνος added, T omits ἀπό); τόν Θεόν ... οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα, i. e. who is near everyone of us by his power and influence (so that we have no need to seek the knowledge of him from without), οἱ εἰς μακράν (cf. Winer's Grammar, 415 (387)) those that are afar off, the inhabitants of remote regions, i. e. the Gentiles, οὐ μακράν εἰ ἀπό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, but little is lacking for thy reception into the kingdom of God, or thou art almost fit to be a citizen in the divine kingdom, οἱ πότε ὄντες μακράν (opposed to οἱ ἐγγύς), of heathen (on the sense, see ἐγγύς, 1b.), οἱ μακράν, Ephesians 2:17.
Greek Monolingual
(AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά)
επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ.
β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.)
νεοελλ.
έξω, εκτός
μσν.
φρ. «πάγω μακρά» — αργώ, καθυστερώ
(αρχ. φρ. α) «μακρὰν λέγω» ή «μακρὰν (ἐκ)τείνω» — λέγω πολλά λόγια («οὐδὲ χρὴ μακράν [λέγειν]», Αισχύλ.)
β) «ἐς μακράν»
i) σε μεγάλη χρονική απόσταση, σε παρωχημένο χρόνοii) επί πολύ χρόνο («Ἴωνες οὐκ ἐς μακρὴν βουλευσάμενοι ἡκον» — οι Ίωνες ήλθαν, αφού συσκέφθηκαν όχι επί πολύ χρονικό διάστημα, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρμ. χρήση της αιτ. του θηλ. (μακρά) του επιθ. μακρός.