ταινία: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταινία:''' ἡ ([[τανύω]], [[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> ύφασμα από [[λινάρι]] ή [[μαλλί]], [[λωρίδα]] υφάσματος, [[κορδέλα]], [[κυρίως]] ο [[κεφαλόδεσμος]], η [[κορδέλα]] που φοριέται ως [[σημάδι]] νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[λωρίδα]] ή «[[γλώσσα]]» γης, σε Πλούτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ταινία:''' ἡ ([[τανύω]], [[τείνω]])·<br /><b class="num">I.</b> ύφασμα από [[λινάρι]] ή [[μαλλί]], [[λωρίδα]] υφάσματος, [[κορδέλα]], [[κυρίως]] ο [[κεφαλόδεσμος]], η [[κορδέλα]] που φοριέται ως [[σημάδι]] νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[λωρίδα]] ή «[[γλώσσα]]» γης, σε Πλούτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταινία:''' ἡ (Emped. ap. Diog. L. νῑ)<br /><b class="num">1)</b> лента, повязка (ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Plat.; περὶ τῷ μετώπῳ Luc.; sc. τῶν μαστῶν Anacr.);<br /><b class="num">2)</b> флажок (ἐπὶ τῷ δόρατι Diod.);<br /><b class="num">3)</b> узкая полоса земли Diod., Plut. или отмель, коса Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> «лента» (род рыбы) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A band, fillet, esp. headband, worn in sign of victory, θήσω δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας Eub.3, cf. Emp.112.6, X.Smp.5.9, Pl. Smp.212e, Paus.6.20.19, etc.; ταινίας πωλεῖν D.57.31; also, the breastband of young girls, etc., Anacreont.22.13, cf. Paus.9.39.8, Poll.7.65; abdominal band, Diocl.Fr.142; bandage, Hp.Art.50 (pl.), IG42(1).121.49,61 (Epid., iv B.C.), Sor.Fasc.25, al.; ribbon, distd. fr. λημνίσκος, PCair.Zen.696 (iii B.C.). 2 strip in fur, Opp.C.1.322. 3 pennon of a ship, D.Chr.74.8, Poll.1.90; of a spear, D.S. 15.52. 4 = ταινίδιον 111 or IV, τ. χρυσῆ, ἐφ' ἧς ἐπιγραφὴ Βασίλισσα Στρατονίκη . . Inscr.Délos 442 B 33 (ii B.C.); τ. περιηργυρωμένη ib. 29. II strip or tongue of land, D.S.1.31, App.Pun.121, Plu. Alex.26; sandbank, PTeb.5.30, PStrassb.85.20 (both ii B.C.), Plb. 4.41.1, Str.1.3.4. 2 name of a strip of land near lake Mareotis, Ath.1.33e. III in joiner's work, fillet, fascia, τὴν τ. ἐπὶ τὸν θρᾶνον τοῦ νεὼ ἐπιθέντι IG11(2).161 A50 (Delos, iii B.C.), cf. LXX Ez. 27.5, EM749.38; περιθήσει ταινίαν μέλαιναν a black band (round a mosaic floor), PCair.Zen.665.8 (iii B.C.). IV tape-worm, Gal.14.755, Gp.12.27.2 (pl.). V a long, thin fish, Epich.56, Arist.HA 504b33. [ῐ, but ῑ metri gr., Emp. l.c., Opp.l.c.]
German (Pape)
[Seite 1063] ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναικείων ζῶσμα, Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Uebh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, ὕφαλος, Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart.
Greek (Liddell-Scott)
ταινία: ἡ, (τανύω, τείνω) ὕφασμα ἐκ λίνου ἢ ἐρίου, ἐπίμηκες καὶ στενόν, λωρὶς ὑφάσματος, κορδέλλα, καὶ τὰ ὅμοια, μάλιστα πρὸς ἀνάδεσιν τῆς κόμης, κεφαλόδεσμος, ἢ ὡς στέφανος περὶ τὴν κεφαλήν, φορουμένη δὲ εἰς σημεῖον νίκης, (πρβλ. ταινιόω), Λατ. mitelia, θήσω δὲ νικητήριον τρεῖς ταινίας Εὔπολις ἐν «Ἀγκυλίωνι» 3, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 5. 9, Πλάτ. Συμπ. 212Ε, Παυσ. 6. 20, 19, κτλ.· ταινίας πωλεῖν Δημ. 1308. 5· - ὡσαύτως στηθόδεσμος νεαρᾶς κόρης ἢ γυναικὸς καθόλου, Ἀνακρεόντ. 22. 13, πρβλ. Παυσ. 9. 39, 8· «τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν ζῶσμα ταινίαν ὠνόμαζον ἢ ταινίδιον» Πολυδ. Ζ΄, 65· - ἐπίδεσμος, σφενδόνη, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817, κτλ. 2) λωρὶς δορᾶς ἢ σισύρας, Ὀππ. Κυν. 1. 322. 3) στενὴ καὶ ἐπιμήκης σημαία πλοίου, Δίων Χρ. 2. 397, Πολυδ. Α΄, 90· ταινία ἐξηρτημένη ἐκ τῆς λόγχης δόρατος, Διόδ. 15. 52. ΙΙ. λωρὶς ἢ γλῶσσα γῆς, Διόδ. 1. 31, Ἀπ. Καρχηδ. 121, Πλουτ. Ἀλέξ. 26, κτλ.· σύρτις, Πολύβ. 4. 41, 2, Στράβ. ΙΙΙ. ἔργον ξυλουργοῦ, γραμμὴ ἐξέχουσα ξύλου, fascia, Ἐτυμ. Μέγ. IV. ὡς καὶ νῦν, ταινία τῶν ἐντέρων, Γαλην. V. μακρὸς καὶ λεπτὸς ἰχθύς, ἡ νῦν καλουμένη ζαργάνα (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 206, 207), Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 4. [ῑ εὕρηται ἐν ἄρσει, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐπικ. ποίημα παρὰ Διογ. Λ. 8. 62, ἴδε Blomf. ἐς Αἰσχύλου Πρ. 93].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bandelette ou ruban pour la tête;
2 p. anal. langue de terre, banc de sable.
Étymologie: DELG τείνω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. στενόμακρο κομμάτι διαφόρων υλικών, λωρίδα, κορδέλα
2. συνεκδ. καθετί που έχει τέτοιο σχήμα (α. «ταινία γης» β. «ταινία παρ' ὅλην σχεδόν τὴν Αἴγυπτον παρήκει», Διόδ.)
3. ζωολ. το γνωστότερο γένος τών κεστωδών σκωλήκων της τάξης κυκλοφυλίδια, με πολλά είδη που παρασιτούν στο πεπτικό σύστημα τών θηλαστικών και, κατά το ενήλικο στάδιο, στο έντερο του ανθρώπου
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε διάφορα ανατομικά μορφώματα λόγω του ταινιοειδούς σχήματός τους (α. «μυϊκές ταινίες» β. «λαγονοκνημιαία ταινία»)
2. κινημ. α) λεπτή λωρίδα από πλαστική ύλη, επικαλυμμένη με στρώμα φωτοευαίθητου υλικού, η οποία χρησιμοποιείται για τη λήψη εικόνων από τις κινηματογραφικές μηχανές λήψης, αλλ. κινηματογραφικό φιλμ
β) το εμφανισμένο φιλμ που χρησιμοποιείται για την προβολή τών εικόνων με τις κινηματογραφικές μηχανές προβολής
3. συνεκδ. κινηματογραφικό έργο
4. μετροταινία
5. κόσμημα που απαρτίζεται από συνεχείς γραμμές
6. φρ. α)»[λες και] έχει ταινία» — είναι αχόρταγος, τρώει πολύ
β) «βωβή ταινία» κινημ. ταινία του βωβού κινηματογράφου
γ) «ομιλούσα ταινία» — κινηματογραφική ταινία που αναπαράγει τους ήχους και την ομιλία
δ) «ταινία μικρού μήκους»
κινημ. κινηματογραφική ταινία διάρκειας μικρότερης από 60' λεπτά
ε) «ταινία εσχάρας»
ναυτ. καθεμιά από τις στενόμακρες δοκούς, από τις οποίες σχηματίζεται η εσχάρα της ναυπηγικής κλίνης
στ) «κυανή ταινία»
ναυτ. τίτλος ταχύτητας ο οποίος απονεμόταν παλαιότερα στα μεγάλα επιβατηγά πλοία που εκτελούσαν τη γραμμή βορείου Ατλαντικού
ζ) «μαγνητική ταινία»
τεχνολ. πλαστική, χάρτινη, ή μεταλλική ταινία η οποία καλύπτεται με λεπτότατα διαμερισμένο μαγνητιζόμενο οξείδιο του σιδήρου και χρησιμοποιείται για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου και εικόνας καθώς και στις μονάδες εξωτερικής μνήμης τών ηλεκτρονικών υπολογιστών
η) «μεταφορική ταινία»
τεχνολ. μηχανικός μεταφορέας αποτελούμενος από υφασμάτινο, πλαστικό, ελαστικό, δερμάτινο ή μεταλλικό ιμάντα που σχηματίζει ατέρμονα βρόχο, ο οποίος κινείται μέσω μηχανοκίνητου τυμπάνου στο ένα από τα άκρα του και πάνω στον οποίο τοποθετείται το μεταφερόμενο υλικό, αλλ. ταινιομεταφορέας
αρχ.
1. κορδέλα από ύφασμα την οποία έδεναν γύρω από το κεφάλι ως ένδειξη νίκης («θήσω δὲ νικητήριον τρεῑς ταινίας», Εύβουλ.)
2. λωρίδα από ύφασμα την οποία χρησιμοποιούσαν οι νεώτερες, κυρίως, γυναίκες ως στηθόδεσμο («τὸ δὲ τῶν μαστῶν τῶν γυναικῶν ζῶσμα ταινία ὠνόμαζον ἢ ταινίδιον», Πολυδ.)
3. λωρίδα για την περιβολή της κοιλιάς
4. επίδεσμος
5. στενή λωρίδα από δέρμα
6. ναυτ. ο επισείων
7. υφασμάτινη ταινία, στερεωμένη στη λόγχη δόρατος
8. αρχιτ. γείσο
9. αμμώδης έξαρση του θαλάσσιου βυθού, σύρτις
(«συμβαίνει... ἐπὶ χίλια στάδια συνεστάναι ταινίαν», Πολ.)
10. προεξέχουσα ζώνη από ξύλο (α. «ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου ἐκ τοῡ Λιβάνου ἐλήφθησαν», ΠΔ
β. «τὴν ταινίαν ἐπὶ τὸν θρᾱνον τοῡ νεὼ ἐπιθέντι», επιγρ. Δήλου)
11. μακρύ και λεπτό ψάρι, κν. γνωστό σήμερα ως ζαργάνα («ὁμοίως δὲ καὶ κεστρεῑς... καὶ ἡ καλουμένη ταινία», Αριστοτ.)
12. ως κύριο όν. ἡ Ταινία
ονομασία περιοχής κοντά στη Μαρεώτιδα λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταινία συνδέεται με το ρ. τείνω και έχει προέλθει υστερογενώς με κατάλ. -ία (πρβλ. αντλ-ία, κειρ-ία) από ένα αμάρτυρο προσηγορικό ταῖνα (ή, κατ' άλλους, ταινός ή ταινά) σχηματισμένο από τη συνεσταλμένη βαθμίδα tņ- της ρίζας ten- του τείνω με επίθημα -ja (για ανάλογο σχηματισμό πρβλ. σφαῑρα). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. taenia) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. tenia, αγγλ. taenia)].
Greek Monotonic
ταινία: ἡ (τανύω, τείνω)·
I. ύφασμα από λινάρι ή μαλλί, λωρίδα υφάσματος, κορδέλα, κυρίως ο κεφαλόδεσμος, η κορδέλα που φοριέται ως σημάδι νίκης, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.
II. λωρίδα ή «γλώσσα» γης, σε Πλούτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ταινία: ἡ (Emped. ap. Diog. L. νῑ)
1) лента, повязка (ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Plat.; περὶ τῷ μετώπῳ Luc.; sc. τῶν μαστῶν Anacr.);
2) флажок (ἐπὶ τῷ δόρατι Diod.);
3) узкая полоса земли Diod., Plut. или отмель, коса Polyb.;
4) «лента» (род рыбы) Arst.