οἶνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> vin;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> vin de palmier;<br /><b>2</b> vin de lotos.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝοῖνος ; cf. <i>lat.</i> vinum.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> vin;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> vin de palmier;<br /><b>2</b> vin de lotos.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝοῖνος ; cf. <i>lat.</i> vinum.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вино]] ([[μέλας]], [[ἐρυθρός]], [[αἶθοψ]], [[ἡδύς]], [[παλαιός]] Hom.): ἐν οἴνῳ и ἐν τοῖς οἴνοις Plat., παρ᾽ οἴνῳ Soph. или παρ᾽ [[οἶνον]] Xen. за чашей вина; μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. в состоянии веселья и в пьяном виде; οἶ. [[φοινικήϊος]] Her. пальмовое вино;<br /><b class="num">2)</b> [[брага]], [[пиво]] (οἶ. ἐκ κριθῶν Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἶνος:''' ὁ, Λατ. [[vinum]], [[κρασί]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>παρ' οἴνῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της οινοποσίας, Λατ. [[inter]] pocula, σε Σοφ.· [[οἶνος]] ἐκ κριθῶν, [[κρασί]] παρασκευασμένο από [[κριθάρι]], είδος μπύρας, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''οἶνος:''' ὁ, Λατ. [[vinum]], [[κρασί]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>παρ' οἴνῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της οινοποσίας, Λατ. [[inter]] pocula, σε Σοφ.· [[οἶνος]] ἐκ κριθῶν, [[κρασί]] παρασκευασμένο από [[κριθάρι]], είδος μπύρας, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἶνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[вино]] ([[μέλας]], [[ἐρυθρός]], [[αἶθοψ]], [[ἡδύς]], [[παλαιός]] Hom.): ἐν οἴνῳ и ἐν τοῖς οἴνοις Plat., παρ᾽ οἴνῳ Soph. или παρ᾽ [[οἶνον]] Xen. за чашей вина; μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. в состоянии веселья и в пьяном виде; οἶ. [[φοινικήϊος]] Her. пальмовое вино;<br /><b class="num">2)</b> [[брага]], [[пиво]] (οἶ. ἐκ κριθῶν Her.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνος Medium diacritics: οἶνος Low diacritics: οίνος Capitals: ΟΙΝΟΣ
Transliteration A: oînos Transliteration B: oinos Transliteration C: oinos Beta Code: oi)=nos

English (LSJ)

ὁ, A wine, μέλας οἶνος (cf. οἶνοψ) Od.5.265,9.196; ἐρυθρός 5.165, 9.163; αἶθοψ Il.1.462, 4.259; ἡδύς Od.2.349,9.204; ἡδύποτος 15.507; μελιηδής Il.4.346, al.; μελίφρων 6.264; παλαιός Od.2.340, Pi. O.9.48, cf. Simon.75; οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις X.An.4.4.9; ἐΰφρων Il. 3.246; εὐήνωρ Od.4.622; οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ 1.110: with Preps., ἐν οἴνῳ over one's cups, Ar.Lys.1227, Call.Epigr.23.8; παρ' οἴνῳ S.OT780; παρ' οἶνον Plu.2.143d; μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴ. Th. 6.28: also in plural, ἡ ἐν τοῖς οἴνοις διατριβή Pl.Lg.641c, 645c; ἐπ' οἴνοις Pherecr.153.9: pl. also, οἶνοι, wines, X.l.c., Pl.R.573a,al.; οἶνος δωδεκάδραχμος wine at 12 drachmae the cask, D.42.20: prov., οἶ. τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135; οἶνος καὶ ἀλάθεα (v. ἀλήθεια), in vino veritas, Alc.57, Theoc.29.1; οἶνος… ἀληθής Pl.Smp.217e; οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν 'to take a hair of the dog that bit you', Antiph.300.1: οἶνος is.freq. omitted, πίνειν πολύν (sc. οἶνον) E.Cyc.569, Theoc.18.11; esp. with names of places, Θάσιος, Χῖος, etc., Eub.124,125,126: resin was used as a preservative, πισσίτης οἶνος = wine flavoured with pitch Plu.2.676c. 2 fermented juice of other kinds, οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος = barley wine, a kind of beer, Hdt.2.77; οἶνος φοινικήϊος = palm-wine, ib.86, cf. 1.193; lotus-wine, Id.4.177, etc.; from which drinks grape-wine (οἶνος ἀμπέλινος) is expressly distinguished, Id.2.60. II the wine market, τρέχ' ἐς τὸν οἶ. Ar. Fr.299. III name of Dionysus, Orph.Fr.216. (ϝοῖνος Leg.Gort. 10.39, Inscr.Cypr.148H.; cf. Lat. vinum).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. vin;
II. p. ext. 1 vin de palmier;
2 vin de lotos.
Étymologie: p. *Ϝοῖνος ; cf. lat. vinum.

Russian (Dvoretsky)

οἶνος:
1) вино (μέλας, ἐρυθρός, αἶθοψ, ἡδύς, παλαιός Hom.): ἐν οἴνῳ и ἐν τοῖς οἴνοις Plat., παρ᾽ οἴνῳ Soph. или παρ᾽ οἶνον Xen. за чашей вина; μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Thuc. в состоянии веселья и в пьяном виде; οἶ. φοινικήϊος Her. пальмовое вино;
2) брага, пиво (οἶ. ἐκ κριθῶν Her.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶνος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐζυμωμένος χυμὸς τῆς σταφυλῆς, τὸ κρασὶ (πρβλ. ἄμπελος)· παρ’ Ὁμήρ. εἶναι μέλας, (πρβλ. οἶνοψ), Ὀδ. Ε. 265., Ι. 196· ἢ ἐρυθρός, Ε. 165., Ι. 163· ἐπαινεῖται δὲ ὡς σπινθηρίζων, αἶθοψ, Ἰλ. Α. 462., Δ. 259· ὡς ἡδύς, Ὀδ. Β. 350., Ι. 205· ἡδύποτος Ο. 507· μελιηδὴς Ἰλ. Δ. 346, κτλ.· μελίφρων Ζ. 264· ὡς παλαιός, Ὀδ. Β. 340, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 74, Σιμωνίδ. 75· (οὕτως οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις Ξεν. Ἀν. 4.4, 9)· ὡς φαιδρύνων τὸν ἄνθρωπον, ἐΰφρων, Ἰλ. Γ. 246· ὡς παρέχων ἰσχὺν καὶ ζωηρότητα, εὐήνωρ, Ὀδ. Δ. 622. Οἱ παρ’ Ὁμήρῳ ἥρωες ἔπινον αὐτὸν μεμιγμένον μεθ’ ὕδατος, οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται Ἰλ. Δ. 259· (ἐντεῦθεν κρητήρ, τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐγίνετο ἡ μῖξις)· καὶ ἡ συνήθεια αὕτη διέμεινε μετὰ ταῦτα, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 84 (ἴδε ἐν λ. ἴσος Ι. ἐν τέλ., ἄκρατος, Πράμνιος)· - μετὰ προθέσεων, ἐν οἴνῳ, ἐν πότῳ, inter pocula, Ἀριστοφ. Λυσ. 1227, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 36, Πλούτ.· παρ’ οἴνῳ Σοφ. Ο. Τ. 780· παρ’ οἶνον Πλούτ. 2. 143C· μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Θουκ. 6.28· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐν οἴνοις διατριβὴ Πλάτ. Νόμ. 641C, 645C· - πληθ. ὡσαύτως, οἶνοι, Λατ. vina, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 573Α, κ. ἀλλ.· - οἶνος δωδεκάδραχμος, οὗ ὁ πίθος τιμᾶται δώδεκα δραχμῶν, Δημ. 1045.5· - παροιμ., οἶνος τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 11· οἶνος καὶ ἀλήθεια, in vino veritas, Παροιμιογρ.· - οἶνος συχνάκις παραλείπεται, πίνειν πολὺν (ἐξυπ. οἶνον) Εὐρ. Κύκλ. 569, πρβλ. Θεόκρ. 18. 11· μάλιστα μετὰ τοπικῶν ὀνομάτων, ὁ Πράμνιος, ὁ Βύβλινος, κτλ., ὡς λέγεται παρ’ Ἄγγλοις «Port, Sherry, Rhenish» - Ὡς δὲ καὶ παρὰ τοῖς σήμερον Ἕλλησι παρεσκευάζετο διὰ ῥητίνης ἵνα, ὡς ἐνόμιζον, διατηρῆται κάλλιον, Πλούτ. 2. 676C, πρβλ. Plin. H. N. 16. 22., 14. 25. 2) οἶνος ἐξ ἄλλων καρπῶν, οἶνος ἐκ κριθῶν, εἶδος ζύθου, Ἡρόδ. 2. 77˙ ὡσαύτως ἐκ φοινίκων (οἶνος φοινικήιος) ἀπαντᾷ ἐν 1. 193., 2. 86˙ ἐκ λωτοῦ, 4. 177, κτλ.˙ - ἀπὸ τῶν ὁποίων ποτῶν ὁ ἐκ τῆς σταφυλῆς (οἶνος ἀμπέλινος) ῥητῶς διακρίνεται, 2. 60. ΙΙ. ἡ τοῦ οἴνου ἀγορὰ (πρβλ. μύρον 2, ἰχθὺς ΙΙ), τρέχ’ ἐς τὸν οἶνον Ἀριστοφάν. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 75. (Κυρίως ϝοῖνος, ὡς δεικνύει τὸ μέτρον παρ’ Ὁμήρ. καὶ ὡς φέρεται ἐν Ἀλκαί. 39, διατηρηθὲν ἐν τῇ Λατ. vinum, vitis˙ οὕτως οἴνη, οἰνάς, οἰνάνθη, οἴναρον˙ πρβλ. οἶσος ἰτέα).

English (Autenrieth)

(ϝοῖνος, cf. vinum): wine. It was regularly mixed with water before drinking, see κρητήρ, ἀμφιφορεύς, ἀσκός, πίθος, πρόχοος, νέμειν. Epithets, αἶθοψ, ἐρυθρός, μελιηδής, μελί- φρων, ἡδύς, ἡδύποτος, εὐήνωρ. γερούσιος οἶνος, typical of the dignity of the council of elders. Places famed for the quality of wine produced were Epidaurus, Phrygia, Pedasus, Arne, Histiaea, Lemnos, Thrace, Pramne, and the land of the Ciconians.

English (Slater)

οἶνος wine αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ fr. 124d. ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου fr. 166. 1. εὐώ[δεα ]λ' οἶνον ?fr. 338. 3.

Spanish

vino

English (Strong)

a primary word (or perhaps of Hebrew origin (יָ֫יִן)); "wine" (literally or figuratively): wine.

English (Thayer)

οἴνου, ὁ (from Homer down), the Sept. for יַיִן, also for תִּירושׁ (must, new wine), חֶמֶר, etc.; wine;
a. properly: L text T Tr WH); οἴνῳ προσέχειν, δουλεύειν, οἶνος τοῦ θυμοῦ (see θυμός, 2), fiery wine, which God in his wrath is represented as mixing and giving to those whom he is about to punish by their own folly and madness, τῆς πορνείας added (cf. Winer's Grammar, § 30,3 N. 1; B. 155 (136)), a love-potion as it were, wine exciting to fornication, which he is said to give who entices others to idolatry, L omits; Tr WH brackets οἴνου), and he is said to be drunk with who suffers himself to be enticed, a vine: Revelation 6:6.

Greek Monotonic

οἶνος: ὁ, Λατ. vinum, κρασί, σε Όμηρ. κ.λπ.· παρ' οἴνῳ, κατά τη διάρκεια της οινοποσίας, Λατ. inter pocula, σε Σοφ.· οἶνος ἐκ κριθῶν, κρασί παρασκευασμένο από κριθάρι, είδος μπύρας, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: wine (Il.).
Other forms: dial. Ϝοῖνος
Compounds: Very many compp., e.g. οἰνο-χόος m. cupbearer with -χοέω, -χοῆσαι to be a cupbearer, to pour wine (Il.), ep. also -χοεύω (only pres.), metr. conditioned (Schwyzer 732, Chantraine Gramm. hom. 1, 368); οἰν-άνθη f. fruit-bearing bud, blossom of the vine, also metaph. of the grape (since Pi., Thphr.), also name of a plant, meadowsweet, Spiraea flipendula, because of the smell (Cratin., Arist.), name of an unknown bird (Arist.; Thompson Birds s. v.); ἄ-οινος without wine (IA.), ἔξ-οινος drunken (Alex., Plb.), backformation from ἐξ-οινόομαι to get drunk (E.); more in Strömberg Prefix Studies 72 (also Schwyzer-Debrunner 462). On Οἰνόη cf. 2. οἴη.
Derivatives: A. Subst. 1. Diminut., mostly belittling: οἰν-άριον (D., hell.; because of the meaning not from οἴναρον, cf. Chantraine Form. 74); -ίσκος (Cratin., Eub.), -ίδιον (Apollod.). 2. οἴνη f. vine (Hes.; like ἐλαία: ἔλαιον a.o., Schwyzer-Debrunner 30, Chantraine 24); οἰνάς f. id. (AP, Nic.; Chantr. 353), also rock dove, Columba livia, after the colour (Arist.; details in Thompson Birds s.v.); also adj. belonging to the wine (AP, APl.). 3. οἴν-αρον n. vineleaf, grape vine (X., Thphr.) with -αρίς, -αρία, -άρεος, -αρίζω (Ibyc., Ar., Hp., Thphr.). 4. οἰνοῦττα f. wine cake (Ar.), also name of a plant with intoxicating effect (Arist.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272). 5. οἰνών, -ῶνος m. wine cellar (X., hell.). 6. Ϝοινώα f. vineyard? (Thespiae; cf. προθυρῴα a.o. in Hdn. Gr. 1, 303). 7. Some H.glosses: οἴνωτρον χάρακα, ἧ την ἄμπελον ἱστᾶσι, γοίνακες (= Ϝ-) βλαστοί, γοινέες κόρακες (cf. οἰνάς). -- B. Adj. 8. οἰν-ηρός containing wine, abundant in wine (Pi., Ion., Arist.); 9. -ώδης winelike, redolent of wine (Hp., Arist.); 10. -ικός belonging to the wine (hell., inscr. a. pap.). -- C. Verbs. 11. οἰν-ίζομαι to get oneself wine (Il., late prose), -ίζω to resemble wine (Thphr., Dsc.); with οἰν-ιστήρια n. pl. name of an Attic feast (Eup., H., Phot.); cf. Ἀνθεστήρια, χαριστήρια a.o. 12. οἰν-όομαι, -όω to intoxicate (oneself) (Ion., Od., trag.) with -ωσις f. intoxication (Stoic., Plu.); on the meaning cf. Müri Mus. Helv. 10, 36. -- On the PN Οἰνεύς s. Bosshardt 106 f.; on the riverN Οἰνοῦς m. (Laconia) and on Οἰνοῦσσαι f. pl. (islands) Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233.
Origin: IE [Indo-European] [1120?] *u̯eiH- turn, bend
Etymology: With (Ϝ)οῖνος agree, except for the gender and auslaut, Lat. vīnum (if from *u̯oinom; Umbr. etc. vinu then Lat. LW [loanword]), Arm. gini (< *u̯oinii̯o-), Alb. vênë (< *u̯oinā); an IE word for wine, reconstructed from this, may together with the related Lat. vītis vine and many others (s. on ἴτυς) belong to the group u̯ei- turn, bend. As the wild vine a.o. was at home in southern Russia and certain parts of middle Europe, this assumption is acceptable also from the aspect of historical facts. As however the cultivation of the vine has started in the Mediterranean lands or in the Pontus area and in the south of the Caucasus, most scholars incline, to look for the origin of the word in these countries, what would point to non-IE origin. But if we put the homeland of viticulture in the Pontus and the northern Balkan, the word for wine might come from there. From this IE source would then come not only the words mentioned from Greek, Lat., Arm. and Albania, but also Hitt. u̯ii̯an(a)-, Hier. Hitt. wa(i)ana-, and also the relevant Semit. words, e.g. Arab. wain, Hebr. jajin (common *wainu-?). Thus Beekes, MSS 48(1987)21-6, who points out that the Hitt. form requires *u̯ih₁on-. From Lat. vīnum further the Celt. a. Germ., from Germ. or Latin again the Slav. and (indir.) Balt. wine words; from Arm. gini e.g. Georg. γvino. -- Lit. with further details in WP. 1, 226 (IE, resp. PArm.), Pok. 1121, W.-Hofmann s. vīnum, Schrader-Nehring Reallex. 2, 642 ff., Vasmer s. vinó. Cf also Kronasser Vorgeschichte und Indogermanistik (Symposion 1959) 122 f..

Middle Liddell

οἶνος, ὁ,
Lat. vinum, wine, Hom., etc.; παρ' οἴνῳ over one's wine, Lat. inter pocula, Soph.; οἶνος ἐκ κριθῶν barley- wine, a kind of beer, Hdt.

Frisk Etymology German

οἶνος: {oĩnos}
Forms: dial. ϝοῖνος
Grammar: m.
Meaning: Wein (seit Il.).
Composita: Sehr zahlreiche Kompp., z.B. οἰνοχόος m. Weinschenk mit -χοέω, -χοῆσαι Weinschenk sein, Wein einschenken (seit Il.), ep. auch -χοεύω (nur Präs.), metrisch bedingt (Schwyzer 732, Chantraine Gramm. hom. 1, 368); οἰνάνθη f. Trageknospe, Blüte des Weins, auch übertr. von der Rebe (poet. seit Pi., Thphr. u.a.), auch N. einer Pflanze, Spierstaude, Spiraea flipendula, wegen des Geruchs (Kratin., Arist. u.a.), N. eines unbek. Vogels (Arist.; Thompson Birds s. v.); ἄοινος ohne Wein (ion. att.), ἔξοινος betrunken (Alex., Plb. usw.), Rückbildung aus ἐξοινόομαι sich berauschen (E. u.a.); Näheres bei Strömberg Prefix Studies 72 (auch Schwyzer-Debrunner 462). Zu Οἰνόη vgl. 2. οἴη.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Subst. 1. Deminutiva, meist herabsetzend: οἰνάριον (D., hell. u. sp.; wegen der Bed. nicht von οἴναρον, vgl. Chantraine Form. 74); -ίσκος (Kratin., Eub.), -ίδιον (Apollod.). 2. οἴνη f. Weinstock (vorw. poet. seit Hes.; wie ἐλαία: ἔλαιον u.a., Schwyzer-Debrunner 30, Chantraine 24); οἰνάς f. ib. (AP, Nik. u.a.; Chantr. 353), auch Felsentaube, Columba livia, nach der Farbe (Arist. u.a.; Einzelheiten bei Thompson Birds s.v.); auch Adj. zum Wein gehörig (AP, APl.). 3. οἴναρον n. ‘Weinlaub, -rebe’ (X., Thphr. u.a.) mit -αρίς, -αρία, -άρεος, -αρίζω (Ibyk., Ar., Hp., Thphr.). 4. οἰνοῦττα f. Weinkuchen (Ar.), auch N. einer Pflanze mit berauschender Wirkung (Arist.; Schwyzer 528, Chantraine Form. 272). 5. οἰνών, -ῶνος m. Weinkeller (X., hell.). 6. ϝοινώα f. ‘Weingarten?’ (Thespiae; vgl. προθυρῴα u.a. bei Hdn. Gr. 1, 303). 7. Einige H.glossen: οἴνωτρον· χάρακα, ἧ τὴν ἄμπελον ἱστᾶσι, γοίνακες (= ϝ-)· βλαστοί, γοινέες· κόρακες (vgl. οἰνάς). — B. Adj. 8. οἰνηρός Wein enthaltend, weinreich (Pi., ion. poet., Arist. usw.); 9. -ώδης ‘weinähnlich, -duftend' (Hp., Arist. usw.); 10. -ικός zum Wein gehörig (hell. u. sp. Inschr. u. Pap.). — C. Verba. 11. οἰνίζομαι sich Wein verschaffen (Il., späte Prosa), -ίζω dem, Wein ähnlich sein (Thphr., Dsk.); dazu οἰνιστήρια n. pl. N. eines attischen Festes (Eup., H., Phot.); vgl. Ἀνθεστήρια, χαριστήρια u.a. 12. οἰνόομαι, -όω ‘(sich) berauschen’ (ion. seit Od., Trag. u.a.) mit -ωσις f. Rausch (Stoic., Plu. u.a.); zur Bed. vgl. Müri Mus. Helv. 10, 36. — Zum PN Οἰνεύς s. Bosshardt 106 f.; zum FlN Οἰνοῦς m. (Lakonien) und zu Οἰνοῦσσαι f. pl. (Inseln) Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233.
Etymology: Mit (ϝ)οῖνος decken sich, vom Genus und Auslaut abgesehen, lat. vīnum (wenn aus *u̯oinom; umbr. usw. vinu dann lat. LW), arm. gini (aus *u̯oinii̯o-), alb. vênë (aus *u̯oinā); ein daraus erschlossenes idg. Wort für Wein kann zusammen mit dem sinnverwandten lat. vītis Rebe und vielen anderen (s. zu ἴτυς) zu der großen Sippe u̯ei- drehen, biegen gehören. Da der wilde Weinstock u.a. in Südruß-land und gewissen Teilen Mitteleuropas einheimisch war, ist diese Annahme auch aus sachlichem Gesichtspunkt zulässig. Weil aber die Kultivierung des Weinstocks in den Mittelmeerländern oder im Pontusgebiet und im Süden des Kaukasus begonnen hat, neigen die meisten Forscher dazu, auch den Ursprung des Wortes in diesen Ländern zu suchen, was unzweifelhaft zunächst für nichtidg. Herkunft spricht. Wenn wir aber die Heimat des Weinbaus nach dem Pontus und dem nördlichen Balkan verlegen, bleibt immer die Möglichkeit das Wort für Wein einer nordbalkanischen idg. Sprache zuzuschreiben. Aus dieser immerhin idg. Quelle würden dann nicht nur die obengenannten griech., lat., arm. und alban. Wörter, sondern auch heth. u̯ii̯an(a)-, hier. heth. wa(i)ana-, letzten Endes auch die entsprechenden semit. Wörter, z.B. arab. wain, hebr. jajin (gemeinsem. *wainu-?) stammen. Aus lat. vīnum ferner die kelt. u. germ., aus dem. Germ. oder dem Latein wiederum die slav. und (indir.) die balt. Weinnamen; aus arm. gini z.B. georg. γvino. — Lit. mit weiteren Einzelheiten bei WP. 1, 226 (idg., bzw. urarmen.), Pok. 1121 (kaum idg., eher vorderasiat.), W.-Hofmann s. vīnum (mittelmeerländisch oder pontisch, mit Meillet und Nehring), Schrader-Nehring] Reallex. 2, 642 ff. (nordbalk. od. kleinasiat. idg. LW), Vasmer s. vinó (zum Slavischen und Baltischen). Dazu noch, m. weiterer Lit., Kronasser Vorgeschichte und Indogermanistik (Symposion 1959) 122 f., wo die Unmöglichkeit einer sicheren Entscheidung betont wird.
Page 2,364-366

Chinese

原文音譯:oŒnoj 哀挪士
詞類次數:名詞(33)
原文字根:酒 相當於: (יַיִן‎)
字義溯源:酒*,已發酵的葡萄汁,已發酵的果汁,淡酒;或源自希伯來文(יַיִן‎)=酒,使興奮)
同源字:1) (οἰνοπότης)酒徒 2) (οἶνος)酒 3) (οἰνοφλυγία)被酒充溢 4) (πάροινος)逗留於酒旁參讀 (γλεῦκος)同義字
出現次數:總共(34);太(4);可(5);路(6);約(6);羅(1);弗(1);提前(2);多(1);啓(8)
譯字彙編
1) 酒(34) 太9:17; 太9:17; 太9:17; 太27:34; 可2:22; 可2:22; 可2:22; 可2:22; 可15:23; 路1:15; 路5:37; 路5:37; 路5:38; 路7:33; 路10:34; 約2:3; 約2:3; 約2:9; 約2:10; 約2:10; 約4:46; 羅14:21; 弗5:18; 提前3:8; 提前5:23; 多2:3; 啓6:6; 啓14:8; 啓14:10; 啓16:19; 啓17:2; 啓18:3; 啓18:13; 啓19:15