κυάνεος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyaneos
|Transliteration C=kyaneos
|Beta Code=kua/neos
|Beta Code=kua/neos
|Definition=α, ον, contr. [[κυανοῦς]], [[κυανῆ]], οῦν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>68c</span>, etc., prob. in <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>81</span> (lyr.), <span class="bibl">Euph.51.7</span> (cf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[κύανος]] <span class="bibl">II</span>):—made of [[cyanos]] ([[κύανος]]) ([[quod vide|q.v.]]), [[κάπετος]] <span class="bibl">Il.18.564</span>; δράκοντες <span class="bibl">11.26</span>, cf. <span class="bibl">39</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>167</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of the colour of [[cyanos]], [[dark-blue]], [[glossy]], of the [[swallow]], <span class="bibl">Simon.74</span>; of the [[halcyon]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616a15</span>; of the [[skin]] of the [[porpoise]], ib.<span class="bibl">566b12</span>; of the [[deep]] [[sea]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>7</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span> 932a31</span>; πόντου κ. δῖναι <span class="bibl">Xenarch.1.7</span>; κ. [[χρῶμα]] Pl.l.c.; τὸ κ. ἐξ ἰσάτιδος καὶ πυρώδους <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>77</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[dark]], [[black]], of the mourning veil of Thetis, <span class="bibl">Il.24.94</span>; of clouds, <span class="bibl">5.345</span>, <span class="bibl">20.418</span>, <span class="bibl">Od.12.75</span>; of the brows of Zeus, <span class="bibl">Il.1.528</span>; χαῖται <span class="bibl">22.402</span>; γενειάδες <span class="bibl">Od.16.176</span>; [[ἄνδρες]], of [[African]]s, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>527</span>; [[γαῖα]] ψάμμῳ κυανέη (of the [[bottom]] of [[Charybdis]]) <span class="bibl">Od.12.243</span>; κυανέα [[χθών]], of [[Delos]], τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον = far-shining [[star]] of the [[blue]] [[land]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>87.4</span>; Φερσεφόνας κυάνεος [[θάλαμος]], of the [[dark]] [[chamber]] of [[Persephone]], Sapph.119; [[φάλαγγες κυάνεαι]] = [[dark]] [[mass]]es of [[warrior]]s, <span class="bibl">Il.4.282</span>; κυάνεον Τρώων [[νέφος]] <span class="bibl">16.66</span>: metaph., Κῆρες κ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>249</span>; κ. [[δνόφος]] <span class="bibl">Simon.37.8</span>; [[λόχμα]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.40</span>; [[Ἄιδης]] <span class="title">IG</span>14.1389ii25. [ῡ, metri gr., in [[dactylic]] [[verse]], Hom., etc.]</span>
|Definition=α, ον, contr. [[κυανοῦς]], [[κυανῆ]], οῦν Pl.''Ti.''68c, etc., prob. in [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''81 (lyr.), Euph.51.7 (cf.<br><span class="bld">A</span> [[κύανος]] II):—made of [[cyanos]] ([[κύανος]]) ([[quod vide|q.v.]]), [[κάπετος]] Il.18.564; δράκοντες 11.26, cf. 39, Hes.''Sc.''167.<br><span class="bld">II</span> of the colour of [[cyanos]], [[dark-blue]], [[glossy]], of the [[swallow]], Simon.74; of the [[halcyon]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''616a15; of the [[skin]] of the [[porpoise]], ib.566b12; of the [[deep]] [[sea]], E.''IT''7, cf. Arist.''Pr.'' 932a31; πόντου κ. δῖναι Xenarch.1.7; κ. [[χρῶμα]] Pl.l.c.; τὸ κ. ἐξ ἰσάτιδος καὶ πυρώδους [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''77.<br><span class="bld">2</span> generally, [[dark]], [[black]], of the mourning veil of Thetis, Il.24.94; of clouds, 5.345, 20.418, Od.12.75; of the brows of [[Zeus]], Il.1.528; χαῖται 22.402; γενειάδες Od.16.176; [[ἄνδρες]], of [[African]]s, Hes.''Op.''527; [[γαῖα]] ψάμμῳ κυανέη (of the [[bottom]] of [[Charybdis]]) Od.12.243; κυανέα [[χθών]], of [[Delos]], τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον = far-shining [[star]] of the [[blue]] [[land]] Pi.''Fr.''87.4; Φερσεφόνας κυάνεος [[θάλαμος]], of the [[dark]] [[chamber]] of [[Persephone]], Sapph.119; [[φάλαγγες κυάνεαι]] = [[dark]] [[mass]]es of [[warrior]]s, Il.4.282; κυάνεον Τρώων [[νέφος]] 16.66: metaph., Κῆρες κ. Hes.''Sc.''249; κ. [[δνόφος]] Simon.37.8; [[λόχμα]] Pi.''O.''6.40; [[Ἄιδης]] ''IG''14.1389ii25. [ῡ, metri gr., in [[dactylic]] [[verse]], Hom., etc.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έα, εον;<br /><b>1</b> d'un bleu sombre;<br /><b>2</b> sombre, noir.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]] ; v. [[Κυάνεαι]].
|btext=έα, εον;<br /><b>1</b> [[d'un bleu sombre]];<br /><b>2</b> [[sombre]], [[noir]].<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]] ; v. [[Κυάνεαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυάνεος''': -α, -ον, συνῃρ. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, Πλάτ. καὶ [[ἴσως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· ([[κύανος]])· ― [[κυρίως]], τὸ [[χρῶμα]] [[κυανοῦς]], βαθὺς [[κυανοῦς]] («μπλὲ») ἢ ἔχων [[χρῶμα]] ἀποστίλβον, ὡς τὸ τοῦ ὄφεως (ἴδε [[κύανος]]), Ἰλ. Λ. 26, 38, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 167· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Σιμων. 21· ἐπὶ τῆς ἁλκυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δελφῖνος, [[αὐτόθι]] 6. 12, 3· ἐπὶ τῆς βαθείας θαλάσσης, Σιμων. 18, Εὐρ. Ι. Τ. 7· πρβλ. [[κυανοειδής]]· ― ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], ἐπὶ τῆς πενθίμου καλύπτρας τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ω. 93 (πρβλ. [[κυανόπεπλος]])· ἐπὶ νεφῶν, Ε. 345., Υ. 418, Ὀδ. Μ. 75· ἐπὶ τῶν ὀφρύων τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 528., Ρ. 209· ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ἕκτορος, Υ. 401· ἐπὶ τοῦ πώγωνος τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Π. 176 (πρβλ. [[κυανοχαίτης]])· ἐπὶ τῆς χροιᾶς τῶν Αἰθιόπων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 525· ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς φαινομένης, ἐν τῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης, ὅτε ἡ [[Χάρυβδις]] ἐρρόφει τὸ [[ὕδωρ]], Ὀδ. Μ. 242· κυανέη [[κάπετος]], σκοτεινὸν κοῖλον [[ὄρυγμα]], βαθεῖα [[τάφρος]], Ἰλ. Σ. 564, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 69· κυάνεαι φάλαγγες, ἀμαυρὰ πλήθη πολεμιστῶν, Ἰλ. Δ. 282· κυάνεον Τρώων [[νέφος]] Π. 66· μεταφ., Κῆρες κυάνεαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 249· οὕτω [[μετέπειτα]], κ. [[δνόφος]] Σιμων. 50. 8· λόχμαι Πινδ. Ο. 6. 69· ἅλς Εὐρ. Ι. Τ. 7, κτλ.· Ἄιδης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 84. ― Πρβλ. Γλάδστωνος Hom. Stud. 3. 462 κἐφ. ῡ μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.
|elnltext=κῠάνεος zie κυανοῦς.
}}
{{elru
|elrutext='''κυάνεος:''' (), атт. [[κυανοῦς|κυᾰνοῦς]] 3 (, метрически тж. )<br /><b class="num">1</b> темно-синий, иссиня-черный, темный ([[νεφέλη]], φάλαγγες, ὀφρύες, γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] Hom.; λόχμαι Pind.; [[χρῶμα]] Plat.; [[θάλασσα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[мрачный]], [[черный]], [[страшный]] (Κῆρες Hes.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κυάνεος:''' -α, -ον, συνηρ. [[κυανοῦς]], -ῆ, -οῦν ([[κύανος]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται [[κυρίως]], [[μαύρος]]-[[μπλε]], με στιλπνό [[μπλε]] [[χρώμα]], λέγεται για τα ιριδίζοντα χρώματα των ερπετών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για το [[χελιδόνι]], σε Σιμων.· λέγεται για τη [[βαθιά]] [[θάλασσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[σκοτεινός]], [[μελανός]], [[μαύρος]], λέγεται για το θρηνητικό πέπλο της Θέτιδας, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Όμηρ.· όπως και για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κυανέη [[κάπετος]], βαθύ και σκοτεινό [[χαντάκι]], στο ίδ.· <i>κυάνεαι φάλαγγες</i>, [[σκοτεινά]] πλήθη πολεμιστών, στο ίδ. κ.λπ.
|lsmtext='''κυάνεος:''' -α, -ον, συνηρ. [[κυανοῦς]], -ῆ, -οῦν ([[κύανος]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται [[κυρίως]], [[μαύρος]]-[[μπλε]], με στιλπνό [[μπλε]] [[χρώμα]], λέγεται για τα ιριδίζοντα χρώματα των ερπετών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για το [[χελιδόνι]], σε Σιμων.· λέγεται για τη [[βαθιά]] [[θάλασσα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[σκοτεινός]], [[μελανός]], [[μαύρος]], λέγεται για το θρηνητικό πέπλο της Θέτιδας, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Όμηρ.· όπως και για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κυανέη [[κάπετος]], βαθύ και σκοτεινό [[χαντάκι]], στο ίδ.· <i>κυάνεαι φάλαγγες</i>, [[σκοτεινά]] πλήθη πολεμιστών, στο ίδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυάνεος:''' (), атт. [[κυανοῦς|κυᾰνοῦς]] 3 (, метрически тж. )<br /><b class="num">1)</b> темно-синий, иссиня-черный, темный ([[νεφέλη]], φάλαγγες, ὀφρύες, γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] Hom.; λόχμαι Pind.; [[χρῶμα]] Plat.; [[θάλασσα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[мрачный]], [[черный]], [[страшный]] (Κῆρες Hes.).
|lstext='''κυάνεος''': -α, -ον, συνῃρ. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, Πλάτ. καὶ [[ἴσως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· ([[κύανος]])· ― [[κυρίως]], τὸ [[χρῶμα]] [[κυανοῦς]], βαθὺς [[κυανοῦς]] («μπλὲ») ἢ ἔχων [[χρῶμα]] ἀποστίλβον, ὡς τὸ τοῦ ὄφεως (ἴδε [[κύανος]]), Ἰλ. Λ. 26, 38, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 167· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Σιμων. 21· ἐπὶ τῆς ἁλκυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δελφῖνος, [[αὐτόθι]] 6. 12, 3· ἐπὶ τῆς βαθείας θαλάσσης, Σιμων. 18, Εὐρ. Ι. Τ. 7· πρβλ. [[κυανοειδής]]· ― ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], ἐπὶ τῆς πενθίμου καλύπτρας τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ω. 93 (πρβλ. [[κυανόπεπλος]])· ἐπὶ νεφῶν, Ε. 345., Υ. 418, Ὀδ. Μ. 75· ἐπὶ τῶν ὀφρύων τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 528., Ρ. 209· ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ἕκτορος, Υ. 401· ἐπὶ τοῦ πώγωνος τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Π. 176 (πρβλ. [[κυανοχαίτης]])· ἐπὶ τῆς χροιᾶς τῶν Αἰθιόπων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 525· ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς φαινομένης, ἐν τῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης, ὅτε ἡ [[Χάρυβδις]] ἐρρόφει τὸ [[ὕδωρ]], Ὀδ. Μ. 242· κυανέη [[κάπετος]], σκοτεινὸν κοῖλον [[ὄρυγμα]], βαθεῖα [[τάφρος]], Ἰλ. Σ. 564, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 69· κυάνεαι φάλαγγες, ἀμαυρὰ πλήθη πολεμιστῶν, Ἰλ. Δ. 282· κυάνεον Τρώων [[νέφος]] Π. 66· μεταφ., Κῆρες κυάνεαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 249· οὕτω [[μετέπειτα]], κ. [[δνόφος]] Σιμων. 50. 8· λόχμαι Πινδ. Ο. 6. 69· ἅλς Εὐρ. Ι. Τ. 7, κτλ.· Ἄιδης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 84. ― Πρβλ. Γλάδστωνος Hom. Stud. 3. 462 κἐφ. ῡ μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κῠάνεος zie κυανοῦς.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κυάνεος]], η, ον [[κύανος]]<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], [[dark]]-[[blue]], [[glossy]]-[[blue]], of a [[serpent]]'s iridescent hues, Il., Hes.; of the [[swallow]], [[Simon]].; of the [[deep]] sea, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[dark]], [[black]], of the [[mourning]] [[veil]] of [[Thetis]], Il.; of clouds, Hom.; of [[hair]], Il.; κυανέη [[κάπετος]] a [[deep]] [[dark]] [[trench]], Il.; κυάνεαι φάλαγγες [[dark]] masses of warriors, Il., etc.
|mdlsjtxt=[[κυάνεος]], η, ον [[κύανος]]<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], [[dark]]-[[blue]], [[glossy]]-[[blue]], of a [[serpent]]'s iridescent hues, Il., Hes.; of the [[swallow]], [[Simon]].; of the [[deep]] sea, Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[dark]], [[black]], of the [[mourning]] [[veil]] of [[Thetis]], Il.; of clouds, Hom.; of [[hair]], Il.; κυανέη [[κάπετος]] a [[deep]] [[dark]] [[trench]], Il.; κυάνεαι φάλαγγες [[dark]] masses of warriors, Il., etc.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[oscuro]] de Hécate-Selene φολίσιν σὺ δρακόντων κυανέα, ὀφεοπλόκαμε καὶ ζωνοδράκοντι <b class="b3">tú, oscura de escamas de serpientes, ensortijada con serpientes y de serpientes ceñida</b> P IV 2864
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνεος Medium diacritics: κυάνεος Low diacritics: κυάνεος Capitals: ΚΥΑΝΕΟΣ
Transliteration A: kyáneos Transliteration B: kyaneos Transliteration C: kyaneos Beta Code: kua/neos

English (LSJ)

α, ον, contr. κυανοῦς, κυανῆ, οῦν Pl.Ti.68c, etc., prob. in A.Pers.81 (lyr.), Euph.51.7 (cf.
A κύανος II):—made of cyanos (κύανος) (q.v.), κάπετος Il.18.564; δράκοντες 11.26, cf. 39, Hes.Sc.167.
II of the colour of cyanos, dark-blue, glossy, of the swallow, Simon.74; of the halcyon, Arist.HA616a15; of the skin of the porpoise, ib.566b12; of the deep sea, E.IT7, cf. Arist.Pr. 932a31; πόντου κ. δῖναι Xenarch.1.7; κ. χρῶμα Pl.l.c.; τὸ κ. ἐξ ἰσάτιδος καὶ πυρώδους Thphr. Sens.77.
2 generally, dark, black, of the mourning veil of Thetis, Il.24.94; of clouds, 5.345, 20.418, Od.12.75; of the brows of Zeus, Il.1.528; χαῖται 22.402; γενειάδες Od.16.176; ἄνδρες, of Africans, Hes.Op.527; γαῖα ψάμμῳ κυανέη (of the bottom of Charybdis) Od.12.243; κυανέα χθών, of Delos, τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον = far-shining star of the blue land Pi.Fr.87.4; Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος, of the dark chamber of Persephone, Sapph.119; φάλαγγες κυάνεαι = dark masses of warriors, Il.4.282; κυάνεον Τρώων νέφος 16.66: metaph., Κῆρες κ. Hes.Sc.249; κ. δνόφος Simon.37.8; λόχμα Pi.O.6.40; Ἄιδης IG14.1389ii25. [ῡ, metri gr., in dactylic verse, Hom., etc.]

German (Pape)

[Seite 1521] zsgz. κυανοῦς, ῆ, οῦν, dunkelblau, schwarzblau, übh. dunkelfarbig; von der dunkelschillernden Farbe des Drachen, Il. 11, 38; Hes. Sc. 166; Aesch. Pers. 81; νεφέλη, νέφος, Il. 5, 345. 23, 188 u. öfter; ähnl. κυάνεαι φάλαγγες, dichtgedrängte, schwarze Heerhaufen, 4, 282, vgl. κυάνεον Τρώων νέφος 16, 66; von den Augenbrauen des Zeus, 17, 209; Hes. Sc. 7; vom Barthaare, Od. 7, 176; Κῆρες, die finstern, schwarzen, d. h. furchtbaren Keren, Hes. O. 249; λόχμαι, Pind. Ol. 6, 40; das Meer, Eur. I. T. 7; das Meerschiff, Troad. 1094; – χρῶμα, Plat. Tim. 68 c; Arist. H. A. 6, 11, θάλασσα, probl. 37, 26. – Über die Κυάνεαι πέτραι s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
1 d'un bleu sombre;
2 sombre, noir.
Étymologie: κύανος ; v. Κυάνεαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῠάνεος zie κυανοῦς.

Russian (Dvoretsky)

κυάνεος: (ᾰ), атт. κυᾰνοῦς 3 (ῠ, метрически тж. ῡ)
1 темно-синий, иссиня-черный, темный (νεφέλη, φάλαγγες, ὀφρύες, γενειάδες ἀμφὶ γένειον Hom.; λόχμαι Pind.; χρῶμα Plat.; θάλασσα Arst.);
2 мрачный, черный, страшный (Κῆρες Hes.).

English (Autenrieth)

(κύανος): of steel, Il. 18.564, then steel-blue, dark blue, dark; of the brows of Zeus, Il. 1.528; the hair of Hector, Il. 22.402; a serpent, Il. 11.26; earth or sand, Od. 12.243; and esp. νεφέλη, νέφος, even in metaphor, Il. 16.66, Il. 4.282.

English (Slater)

κῡᾰνεος dark, dark-blue λόχμας ὑπὸ κυανέας (O. 6.40) τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον Delos fr. 33c. 5.

Spanish

oscuro

Greek Monolingual

κυάνεος, -έα, -ον (AM) κύανος
βλ. κυανός
αρχ.
(το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Κυάνεαι (ενν. νῆσοι ή πέτραι)
οι Συμπληγάδες («αἱ δὲ Κυάνεαι πρὸς τῷ στόματι τοῦ Πόντου εἰσὶ δύο νησίδια», Στράβ.).

Greek Monotonic

κυάνεος: -α, -ον, συνηρ. κυανοῦς, -ῆ, -οῦν (κύανος
1. λέγεται κυρίως, μαύρος-μπλε, με στιλπνό μπλε χρώμα, λέγεται για τα ιριδίζοντα χρώματα των ερπετών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για το χελιδόνι, σε Σιμων.· λέγεται για τη βαθιά θάλασσα, σε Ευρ.
2. γενικά, σκοτεινός, μελανός, μαύρος, λέγεται για το θρηνητικό πέπλο της Θέτιδας, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Όμηρ.· όπως και για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κυανέη κάπετος, βαθύ και σκοτεινό χαντάκι, στο ίδ.· κυάνεαι φάλαγγες, σκοτεινά πλήθη πολεμιστών, στο ίδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κυάνεος: -α, -ον, συνῃρ. κυανοῦς, ῆ, οῦν, Πλάτ. καὶ ἴσως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· (κύανος)· ― κυρίως, τὸ χρῶμα κυανοῦς, βαθὺς κυανοῦς («μπλὲ») ἢ ἔχων χρῶμα ἀποστίλβον, ὡς τὸ τοῦ ὄφεως (ἴδε κύανος), Ἰλ. Λ. 26, 38, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 167· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Σιμων. 21· ἐπὶ τῆς ἁλκυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δελφῖνος, αὐτόθι 6. 12, 3· ἐπὶ τῆς βαθείας θαλάσσης, Σιμων. 18, Εὐρ. Ι. Τ. 7· πρβλ. κυανοειδής· ― ἀκολούθως, 2) καθόλου, σκοτεινός, μαῦρος, ἐπὶ τῆς πενθίμου καλύπτρας τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ω. 93 (πρβλ. κυανόπεπλος)· ἐπὶ νεφῶν, Ε. 345., Υ. 418, Ὀδ. Μ. 75· ἐπὶ τῶν ὀφρύων τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 528., Ρ. 209· ἐπὶ τῆς κόμης τοῦ Ἕκτορος, Υ. 401· ἐπὶ τοῦ πώγωνος τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Π. 176 (πρβλ. κυανοχαίτης)· ἐπὶ τῆς χροιᾶς τῶν Αἰθιόπων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 525· ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς φαινομένης, ἐν τῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης, ὅτε ἡ Χάρυβδις ἐρρόφει τὸ ὕδωρ, Ὀδ. Μ. 242· κυανέη κάπετος, σκοτεινὸν κοῖλον ὄρυγμα, βαθεῖα τάφρος, Ἰλ. Σ. 564, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 69· κυάνεαι φάλαγγες, ἀμαυρὰ πλήθη πολεμιστῶν, Ἰλ. Δ. 282· κυάνεον Τρώων νέφος Π. 66· μεταφ., Κῆρες κυάνεαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 249· οὕτω μετέπειτα, κ. δνόφος Σιμων. 50. 8· λόχμαι Πινδ. Ο. 6. 69· ἅλς Εὐρ. Ι. Τ. 7, κτλ.· Ἄιδης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 84. ― Πρβλ. Γλάδστωνος Hom. Stud. 3. 462 κἐφ. ῡ μόνον χάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.

Middle Liddell

κυάνεος, η, ον κύανος
1. properly, dark-blue, glossy-blue, of a serpent's iridescent hues, Il., Hes.; of the swallow, Simon.; of the deep sea, Eur.
2. generally, dark, black, of the mourning veil of Thetis, Il.; of clouds, Hom.; of hair, Il.; κυανέη κάπετος a deep dark trench, Il.; κυάνεαι φάλαγγες dark masses of warriors, Il., etc.

Léxico de magia

-ον oscuro de Hécate-Selene φολίσιν σὺ δρακόντων κυανέα, ὀφεοπλόκαμε καὶ ζωνοδράκοντι tú, oscura de escamas de serpientes, ensortijada con serpientes y de serpientes ceñida P IV 2864