στίλβω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(c2) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stilvo | |Transliteration C=stilvo | ||
|Beta Code=sti/lbw | |Beta Code=sti/lbw | ||
|Definition=chiefly pres. and impf.: aor. < | |Definition=chiefly pres. and impf.: aor.<br><span class="bld">A</span> ἔστιλψα Charito 2.2, Aristaenet.1.25:—[[glitter]], [[gleam]], of polished or bright surfaces, χιτῶνας.. ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237; <b class="b3">λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι</b> [[beam]] from him, ''h.Hom.''31.11; ὀμμάτων στίλβειν ἄτο.. φλόγα B.17.55; <b class="b3">σ. ὅπλοις</b> [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1146; <b class="b3">ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα</b>, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359; σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''697; σ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Achae.4.3; σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 110d, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''77; ἱμάτια στίλβοντα ''Ev.Marc.''9.3: abs., of gold, Pl.''Ti.''59b; of sleek horses, σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.''Rh.''618; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''370a18; of the white [[gleam]] on the eye, Id.''HA''561a32, Gal.16.610; ὁρᾶν τῷ στίλβοντι [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''26; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. [[στίλβων]]), [[twinkle]], Arist.''APo.''78a30, ''Cael.''290a18: c.acc. cogn., <b class="b3">σ. ἀστραπάς</b> [[flash]] lightning, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''480: metaph., σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.''A.''1115.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[shine]], [[be bright]], E.''Hipp.''194 (anap.).<br><span class="bld">II</span> trans., = στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84 ([[varia lectio|v.l.]] for [[στιλβοῖ]]); στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet. [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]], Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς [[στίλβων]] ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; [[στίλβων]] [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; [[ἰδεῖν]] λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]], Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς [[στίλβων]] ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; [[στίλβων]] [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; [[ἰδεῖν]] λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i> réc. ἔστιλψα;<br />briller, resplendir ; <i>fig.</i> [[briller de beauté]], [[de grâce]], [[de force]].<br />'''Étymologie:''' R. Στελπ, briller ; apparenté à [[στεροπή]], [[ἀστράπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στίλβω, aor. ἔστιλψα, glanzen, blinken, schitteren, van zaken:; χιτῶνας στίλβοντας ἐλαίῳ chitons die glanzen van de olijfolie Il. 18.596; ὀμμάτων … στίλβειν ἄπο … φλόγα dat van zijn ogen een vlam schitterde Bacchyl. Dith. 18.55; στίλβοντα ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ doordat ze schitteren temidden van de bontheid van de overige kleuren Plat. Phaed. 110d; van personen; κάλλει... στίλβων schitterend van schoonheid Il. 3.392; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις glanzend met zijn schitterende wapenrusting Eur. Andr. 1146; met acc. v. h. inw. obj.. στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς (hij) heeft een ziekelijke schittering in zijn ogen Eur. Or. 480. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στίλβω:'''<br /><b class="num">1</b> [[блестеть]], [[лосниться]] (ἐλαίῳ Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[сиять]], [[блистать]], [[сверкать]] (κάλλεϊ Hom.; ὅπλοις Eur.): [[στίλβων]] [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν Arph. со сверкающими на спине крыльями; αἰγλῆεν σ. HH ярко сиять; σ. ἀστραπάς Eur. метать (глазами) молнии;<br /><b class="num">3</b> [[мерцать]] (οἱ πλάνητες οὐ στίλβουσιν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στίλβω''': ἐν χρήσει [[κυρίως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ [[λάμβδα]], δηλ. τὸ [[γράμμα]] λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, [[ἀπαστράπτω]], ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. [[στίλβων]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· | |lstext='''στίλβω''': ἐν χρήσει [[κυρίως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, [[ἀπαστράπτω]], ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ [[λάμβδα]], δηλ. τὸ [[γράμμα]] λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. [[νῶτον]] πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, [[ἀπαστράπτω]], ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. [[στίλβων]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, [[ἐξακοντίζω]] ἀστρ., [[ἀστράπτω]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., [[λάμπω]], εἶμαι [[λαμπρός]], Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = [[στιλπνόω]], στίλβειν τὸ [[πρόσωπον]] Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[γυαλίζω]] (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... [[φλόγα]]», Βάκχ.<br />γ. «στήθεα... στίλβοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] στιλπνό («στίλβει [[πρόσωπον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αστραφτερός]], [[ωραίος]] («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες | |mltxt=ΝΑ<br />[[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[γυαλίζω]] (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... [[φλόγα]]», Βάκχ.<br />γ. «στήθεα... στίλβοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] στιλπνό («στίλβει [[πρόσωπον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αστραφτερός]], [[ωραίος]] («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῦδ' ὅ, τι τοῦτο στίλβει κατὰ γῆν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. <i>στίλδω</i> και με σημ. «[[αστραφτερός]], [[λαμπερός]]» χρησιμοποιείται το επίθ. <i>στιλπ</i>-<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[τερπνός]]). Η [[εναλλαγή]] ηχηρού συμφώνου -<i>β</i>- και άηχου -<i>π</i>- στα [[στίλβω]] και [[στιλπνός]], αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στίλβω:''' [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[λάμπω]], [[γυαλίζω]], [[απαστράπτω]], [[ακτινοβολώ]], σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[στίλβω]] ἀστραπάς, [[εξακοντίζω]] αστραπές, [[αστράφτω]], σε Ευρ.· μεταφ., [[λάμπω]], είμαι [[λαμπρός]], [[ανοιχτόχρωμος]], [[αστραφτερός]], [[ακτινοβόλος]], στον ίδ. | |lsmtext='''στίλβω:''' [[κυρίως]] σε ενεστ. και παρατ., [[λάμπω]], [[γυαλίζω]], [[απαστράπτω]], [[ακτινοβολώ]], σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[στίλβω]] ἀστραπάς, [[εξακοντίζω]] αστραπές, [[αστράφτω]], σε Ευρ.· μεταφ., [[λάμπω]], είμαι [[λαμπρός]], [[ανοιχτόχρωμος]], [[αστραφτερός]], [[ακτινοβόλος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to shine]], [[to gleam]], [[to shimmer]](Il.)<br />Other forms: Aor. [[στίλψαι]] (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).<br />Compounds: Also w. <b class="b3">ἀπο-</b> a.o.<br />Derivatives: 1. <b class="b3">στίλβ-η</b> f. [[lamp]] (com.), <b class="b3">Ἀττικοὶ δε ἔσοπτρον</b> H. 2. <b class="b3">-ηδών</b>, <b class="b3">-όνος</b> f. [[brilliance]], [[shimmer]] (Thphr., Phld. a.o.; cf. [[λαμπηδών]]). 3. [[στίλψις]] f. [[the sparkling]] (Tz.). 4. <b class="b3">στιλβ-άς</b> ([[γῆ]]) [[shimmering]] (late). 5. <b class="b3">-αῖος</b> = [[coloratus]] (gloss.). 6. <b class="b3">-ηδόν</b> adv. [[gleaming]], [[sparkling]] (Suid.). 7. <b class="b3">-ων</b>, <b class="b3">-οντος</b> a. <b class="b3">-ωνος</b> m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as [[Στίλπων]]. 8. [[στιλβός]] [[gleaming]] (Gal.) with <b class="b3">-ότης</b> f. ([[varia lectio|v.l.]] for [[στιλπνότης]] Plu.), <b class="b3">-όω</b> [[to make shine]] (LXX, Dsc.), from which <b class="b3">-ωσις</b>, <b class="b3">-ωμα</b>, <b class="b3">-ωθρον</b>, <b class="b3">-ωτής</b> (LXX, Dsc. a..). -- Beside it [[στιλπνός]] [[shining]], [[sparkling]] (Ξ 351, Arist. a.o.) with <b class="b3">-ότης</b> (Gal., Plu. a.o.), <b class="b3">-όω</b> [[to polish]] (Arr., Gal.) with <b class="b3">-ωτής</b> (Lyd.); cf. [[θαλπνός]], [[τερπνός]] a.o.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unexplained. As a sequence [[-ilb]]/[[p-]] for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for [[eye]], [[aspect]], Ir. [[sell]], [[sellaim]] etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. <b class="b2">blistátь</b> [[gleam]]). -- Furnée 154 assumes <b class="b3">στιλπ-</b> beside <b class="b3">στιλβ-</b>, because of [[στιλπνός]] and [[Στίλπων]]. So the word seems Pre-Greek. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''στίλβω''': {stílbō}<br />'''Forms''': Aor. στίλψαι (vereinzelt u. sp.)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[glänzen]], [[blinken]], [[schimmern]].<br />'''Composita''' : auch m. ἀπο- u.a. (vorw. ep. poet. seit Il., sp. Prosa),<br />'''Derivative''': Davon 1. [[στίλβη]] f. [[Lampe]] (Kom.), Ἀττικοὶ δὲ [[ἔσοπτρον]] H. 2. -ηδών, -όνος f. [[Glanz]], [[Schimmer]] (Thphr., Phld. u.a.; vgl. [[λαμπηδών]]). 3. [[στίλψις]] f. [[das Funkeln]] (Tz.). 4. [[στιλβάς]] (γῆ) [[schimmernd]] (sp.). 5. -αῖος = ''coloratus'' (Gloss.). 6. -ηδόν Adv. [[blinkend]], [[funkelnd]] (Suid.). 7. -ων, -οντος u. -ωνος m. N. des Planeten Merkur (Arist. u.a.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), auch PN wie Στίλπων. 8. [[στιλβός]] [[blinkend]] (Gal.) mit -ότης f. (v. l. für [[στιλπνότης]] Plu.), -όω [[leuchten lassen]] (LXX, Dsk.), wovon -ωσις, -ωμα, -ωθρον, -ωτής (LXX, Dsk.u.a.).—Daneben [[στιλπνός]] [[glänzend]], [[funkelnd]] (Ξ 351, Arist. u.a.) mit -ότης (Gal., Plu. u.a.), -όω [[polieren]] (Arr., Gal.) mit -ωτής (Lyd.); vgl. [[θαλπνός]], [[τερπνός]] u.a.<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Da eine Lautfolge -''ilb''/''p''- mit dem idg. Lautsystem unvereinbar ist, kann das Wort wenigstens in dieser Form nicht altererbt sein. Eine mehr als ungewisse Kombination mit einem kelt. Wort für [[Auge]], [[ansehen]], ir. ''sell'', ''sellaim'' usw., bei Fick 2, 313 u.a. (s. Bq und WP. 2, 646, Pok. 1035). Nicht besser Machek Rev. et. slav. 23, 63 und Listy filol. 72, 72 f. (zu russ. ''blistátь'' [[glänzen]] ).<br />'''Page''' 2,798-799 | |ftr='''στίλβω''': {stílbō}<br />'''Forms''': Aor. στίλψαι (vereinzelt u. sp.)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[glänzen]], [[blinken]], [[schimmern]].<br />'''Composita''': auch m. ἀπο- u.a. (vorw. ep. poet. seit Il., sp. Prosa),<br />'''Derivative''': Davon 1. [[στίλβη]] f. [[Lampe]] (Kom.), Ἀττικοὶ δὲ [[ἔσοπτρον]] H. 2. -ηδών, -όνος f. [[Glanz]], [[Schimmer]] (Thphr., Phld. u.a.; vgl. [[λαμπηδών]]). 3. [[στίλψις]] f. [[das Funkeln]] (Tz.). 4. [[στιλβάς]] (γῆ) [[schimmernd]] (sp.). 5. -αῖος = ''coloratus'' (Gloss.). 6. -ηδόν Adv. [[blinkend]], [[funkelnd]] (Suid.). 7. -ων, -οντος u. -ωνος m. N. des Planeten Merkur (Arist. u.a.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), auch PN wie Στίλπων. 8. [[στιλβός]] [[blinkend]] (Gal.) mit -ότης f. ([[varia lectio|v.l.]] für [[στιλπνότης]] Plu.), -όω [[leuchten lassen]] (LXX, Dsk.), wovon -ωσις, -ωμα, -ωθρον, -ωτής (LXX, Dsk.u.a.).—Daneben [[στιλπνός]] [[glänzend]], [[funkelnd]] (Ξ 351, Arist. u.a.) mit -ότης (Gal., Plu. u.a.), -όω [[polieren]] (Arr., Gal.) mit -ωτής (Lyd.); vgl. [[θαλπνός]], [[τερπνός]] u.a.<br />'''Etymology''': Unerklärt. Da eine Lautfolge -''ilb''/''p''- mit dem idg. Lautsystem unvereinbar ist, kann das Wort wenigstens in dieser Form nicht altererbt sein. Eine mehr als ungewisse Kombination mit einem kelt. Wort für [[Auge]], [[ansehen]], ir. ''sell'', ''sellaim'' usw., bei Fick 2, 313 u.a. (s. Bq und WP. 2, 646, Pok. 1035). Nicht besser Machek Rev. et. slav. 23, 63 und Listy filol. 72, 72 f. (zu russ. ''blistátь'' [[glänzen]]).<br />'''Page''' 2,798-799 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':st⋯lbw 士提而波< | |sngr='''原文音譯''':st⋯lbw 士提而波<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':閃爍<br />'''字義溯源''':閃光^,放光,光,閃爍,輝耀<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 光(1) 可9:3 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 2 November 2024
English (LSJ)
chiefly pres. and impf.: aor.
A ἔστιλψα Charito 2.2, Aristaenet.1.25:—glitter, gleam, of polished or bright surfaces, χιτῶνας.. ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237; λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι beam from him, h.Hom.31.11; ὀμμάτων στίλβειν ἄτο.. φλόγα B.17.55; σ. ὅπλοις E.Andr.1146; ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359; σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ar.Av.697; σ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Achae.4.3; σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Pl.Phd. 110d, cf. Thphr. Sens.77; ἱμάτια στίλβοντα Ev.Marc.9.3: abs., of gold, Pl.Ti.59b; of sleek horses, σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.Rh.618; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, Arist.Mete.370a18; of the white gleam on the eye, Id.HA561a32, Gal.16.610; ὁρᾶν τῷ στίλβοντι Thphr. Sens.26; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. στίλβων), twinkle, Arist.APo.78a30, Cael.290a18: c.acc. cogn., σ. ἀστραπάς flash lightning, E.Or.480: metaph., σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.A.1115.
2 metaph., shine, be bright, E.Hipp.194 (anap.).
II trans., = στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84 (v.l. for στιλβοῖ); στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet. l.c.
German (Pape)
[Seite 943] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων, Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao. réc. ἔστιλψα;
briller, resplendir ; fig. briller de beauté, de grâce, de force.
Étymologie: R. Στελπ, briller ; apparenté à στεροπή, ἀστράπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στίλβω, aor. ἔστιλψα, glanzen, blinken, schitteren, van zaken:; χιτῶνας στίλβοντας ἐλαίῳ chitons die glanzen van de olijfolie Il. 18.596; ὀμμάτων … στίλβειν ἄπο … φλόγα dat van zijn ogen een vlam schitterde Bacchyl. Dith. 18.55; στίλβοντα ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ doordat ze schitteren temidden van de bontheid van de overige kleuren Plat. Phaed. 110d; van personen; κάλλει... στίλβων schitterend van schoonheid Il. 3.392; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις glanzend met zijn schitterende wapenrusting Eur. Andr. 1146; met acc. v. h. inw. obj.. στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς (hij) heeft een ziekelijke schittering in zijn ogen Eur. Or. 480.
Russian (Dvoretsky)
στίλβω:
1 блестеть, лосниться (ἐλαίῳ Hom.);
2 сиять, блистать, сверкать (κάλλεϊ Hom.; ὅπλοις Eur.): στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Arph. со сверкающими на спине крыльями; αἰγλῆεν σ. HH ярко сиять; σ. ἀστραπάς Eur. метать (глазами) молнии;
3 мерцать (οἱ πλάνητες οὐ στίλβουσιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στίλβω: ἐν χρήσει κυρίως ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάμβδα, δηλ. τὸ γράμμα λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, ἀπαστράπτω, ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. στίλβων), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, ἐξακοντίζω ἀστρ., ἀστράπτω, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., λάμπω, εἶμαι λαμπρός, Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = στιλπνόω, στίλβειν τὸ πρόσωπον Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25.
English (Autenrieth)
(cf. στεροπή): only part., glistening, glittering; ἐλαίῳ, Il. 18.596; fig., κάλλεϊ, etc., Il. 3.392, Od. 6.237.
English (Strong)
apparently a primary verb; to gleam, i.e. flash intensely: shining.
English (Thayer)
to shine, glisten: of garments (as in Homer, Iliad 3,392; 18,596; cf. Plato, Phaedo 59, p. 110d.), Mark 9:3.
Greek Monolingual
ΝΑ
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.
β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ.
γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.)
2. μτφ. είμαι αστραφτερός, ωραίος («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῦδ' ὅ, τι τοῦτο στίλβει κατὰ γῆν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. στίλδω και με σημ. «αστραφτερός, λαμπερός» χρησιμοποιείται το επίθ. στιλπ-νός (πρβλ. τερπνός). Η εναλλαγή ηχηρού συμφώνου -β- και άηχου -π- στα στίλβω και στιλπνός, αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.].
Greek Monotonic
στίλβω: κυρίως σε ενεστ. και παρατ., λάμπω, γυαλίζω, απαστράπτω, ακτινοβολώ, σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., στίλβω ἀστραπάς, εξακοντίζω αστραπές, αστράφτω, σε Ευρ.· μεταφ., λάμπω, είμαι λαμπρός, ανοιχτόχρωμος, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to shine, to gleam, to shimmer(Il.)
Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).
Compounds: Also w. ἀπο- a.o.
Derivatives: 1. στίλβ-η f. lamp (com.), Ἀττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. -ηδών, -όνος f. brilliance, shimmer (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. the sparkling (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) shimmering (late). 5. -αῖος = coloratus (gloss.). 6. -ηδόν adv. gleaming, sparkling (Suid.). 7. -ων, -οντος a. -ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός gleaming (Gal.) with -ότης f. (v.l. for στιλπνότης Plu.), -όω to make shine (LXX, Dsc.), from which -ωσις, -ωμα, -ωθρον, -ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός shining, sparkling (Ξ 351, Arist. a.o.) with -ότης (Gal., Plu. a.o.), -όω to polish (Arr., Gal.) with -ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. As a sequence -ilb/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for eye, aspect, Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь gleam). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.
Middle Liddell
chiefly in pres. and imperf.]
to glisten, Hom., Eur.; c. acc. cogn., στ. ἀστραπάς to flash lightning, Eur.:—metaph. to shine, be bright, Eur.
Frisk Etymology German
στίλβω: {stílbō}
Forms: Aor. στίλψαι (vereinzelt u. sp.)
Grammar: v.
Meaning: glänzen, blinken, schimmern.
Composita: auch m. ἀπο- u.a. (vorw. ep. poet. seit Il., sp. Prosa),
Derivative: Davon 1. στίλβη f. Lampe (Kom.), Ἀττικοὶ δὲ ἔσοπτρον H. 2. -ηδών, -όνος f. Glanz, Schimmer (Thphr., Phld. u.a.; vgl. λαμπηδών). 3. στίλψις f. das Funkeln (Tz.). 4. στιλβάς (γῆ) schimmernd (sp.). 5. -αῖος = coloratus (Gloss.). 6. -ηδόν Adv. blinkend, funkelnd (Suid.). 7. -ων, -οντος u. -ωνος m. N. des Planeten Merkur (Arist. u.a.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), auch PN wie Στίλπων. 8. στιλβός blinkend (Gal.) mit -ότης f. (v.l. für στιλπνότης Plu.), -όω leuchten lassen (LXX, Dsk.), wovon -ωσις, -ωμα, -ωθρον, -ωτής (LXX, Dsk.u.a.).—Daneben στιλπνός glänzend, funkelnd (Ξ 351, Arist. u.a.) mit -ότης (Gal., Plu. u.a.), -όω polieren (Arr., Gal.) mit -ωτής (Lyd.); vgl. θαλπνός, τερπνός u.a.
Etymology: Unerklärt. Da eine Lautfolge -ilb/p- mit dem idg. Lautsystem unvereinbar ist, kann das Wort wenigstens in dieser Form nicht altererbt sein. Eine mehr als ungewisse Kombination mit einem kelt. Wort für Auge, ansehen, ir. sell, sellaim usw., bei Fick 2, 313 u.a. (s. Bq und WP. 2, 646, Pok. 1035). Nicht besser Machek Rev. et. slav. 23, 63 und Listy filol. 72, 72 f. (zu russ. blistátь glänzen).
Page 2,798-799
Chinese
原文音譯:st⋯lbw 士提而波
詞類次數:動詞(1)
原文字根:閃爍
字義溯源:閃光^,放光,光,閃爍,輝耀
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 光(1) 可9:3