συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "erathen" to "eraten")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympascho
|Transliteration C=sympascho
|Beta Code=sumpa/sxw
|Beta Code=sumpa/sxw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[have the same thing happen to one]], <b class="b3">οἱ τοὺς Χασμωμένους.. ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ.</b> Pl.''Chrm.''169c, cf. ''Ep.Rom.''8.17; θαυμαστὸν.. τὸ [[συμπάσχειν]] τὰς τραγέας [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 62.<br><span class="bld">II</span> c. dat., to [[be affected in common with]], ἀλλήλοις Arist.''APr.''70b16; [[commotiunculis]], Cic.''Att.''12.11; [[προσώποις]], of a [[mimic]] [[dancer]], ''IG''14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); <b class="b3">τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχον</b> = the [[body]] being [[affect]]ed by the [[suffering]]s of the [[soul]] Arist.''Phgn.''805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ [[Theophrastus]] ''Sens.''57; <b class="b3">τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ.</b> Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.<br><span class="bld">III</span> [[have a fellow-feeling]], [[sympathize]], [[feel sympathy]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. [[συμπαθέω]].
|Definition=<span class="bld">A</span> [[have the same thing happen to one]], <b class="b3">οἱ τοὺς Χασμωμένους.. ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ.</b> Pl.''Chrm.''169c, cf. ''Ep.Rom.''8.17; θαυμαστὸν.. τὸ [[συμπάσχειν]] τὰς τραγέας [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 62.<br><span class="bld">II</span> c. dat., to [[be affected in common with]], ἀλλήλοις Arist.''APr.''70b16; [[commotiunculis]], Cic.''Att.''12.11; [[προσώποις]], of a [[mimic]] [[dancer]], ''IG''14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); <b class="b3">τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχον</b> = the [[body]] being [[affect]]ed by the [[suffering]]s of the [[soul]] Arist.''Phgn.''805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''57; <b class="b3">τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ.</b> Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.<br><span class="bld">III</span> [[have a fellow-feeling]], [[sympathize]], [[feel sympathy]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. [[συμπαθέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:36, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάσχω Medium diacritics: συμπάσχω Low diacritics: συμπάσχω Capitals: ΣΥΜΠΑΣΧΩ
Transliteration A: sympáschō Transliteration B: sympaschō Transliteration C: sympascho Beta Code: sumpa/sxw

English (LSJ)

A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους.. ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν.. τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr. De Odoribus 62.
II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχον = the body being affected by the sufferings of the soul Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr. Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.
III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R. 605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft geraten, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥσπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, πάσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πάσχω mede ondergaan of ervaren, met acc.. ταὐτὸν τοῦτο σ. hetzelfde ervaren Plat. Chrm. 169c. mee lijden. meevoelen, meeleven, sympathiseren; met dat. met iets. Plut. Demetr. 38.3.

Russian (Dvoretsky)

συμπάσχω:
1 испытывать то же самое, разделять чужое ощущение (ξ. ταὐτὸν τοῦτο Plat.): σ. ἀλλήλοις Arst. находить отклик друг в друге или находиться во взаимном соответствии;
2 сочувствовать, сострадать (ταῖς ἀτυχίαις τινός Polyb.);
3 страдать вместе, испытывать те же страдания (εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη NT).

English (Strong)

from σύν and πάσχω (including its alternate); to experience pain jointly or of the same kind (specially, persecution; to "sympathize"): suffer with.

English (Thayer)

(T WH συνπάσχω (cf. σύν, II. at the end)); to suffer or feel pain together (in a medical sense, as in Hippocrates (430 B.C.>) and Galen): to suffer evils (troubles, persecutions) in like manner with another: Romans 8:17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάσχω
1. πάσχω μαζί με άλλον
2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζίεἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)
3. συμπονώ
αρχ.
1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.)
2. ελεώ κάποιον.

Greek Monotonic

συμπάσχω: μέλ. -πείσομαι, παρακ. -πέπονθα, αόρ. βʹ συνέπαθον·
I. 1. υποφέρω από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο πράγμα, παθαίνω το ίδιο, συμπαθώ, σε Πλάτ.
II. τρέφω το ίδιο αίσθημα με κάποιον, αισθάνομαι συμπάθεια, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.

Middle Liddell

fut. -πείσομαι perf. -πέπονθα aor2 συνεπάθον
I. to suffer together, be affected by the same thing, Plat.
II. to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy, Plat.

Chinese

原文音譯:sump£scw 沁-爬士何
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-情感
字義溯源:一同受苦,似是受苦;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πάσχω)*=經歷)組成
出現次數:總共(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編
1) 我們⋯一同受苦(1) 羅8:17;
2) 就一同受苦(1) 林前12:26