φάντασμα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fantasma | |Transliteration C=fantasma | ||
|Beta Code=fa/ntasma | |Beta Code=fa/ntasma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[φάσμα]], [[apparition]], [[phantom]], ἐνύπνια φαντάσματα A.''Th.''710; νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.''Fr.''312; φ. δαίμονος Plu.''Dio'' 2, cf. [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, ''Ev.Matt.''14.26; περὶ τὰ μνήματα.. ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 81d; [[vision]], [[dream]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1102b10(pl.), Theoc.21.30.<br><span class="bld">b</span> pl., [[phenomena]], τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. ''Mu.''395a29: pl., [[portents]], D.H.4.62.<br><span class="bld">II</span> = [[φαντασία]] ''1'', [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 356e, ''Tht.''167b, ''Prm.''166a, ''R.''598b, Arist.''de An.''428a1, Epicur.''Ep.''2pp.37,51 U.; distinguished from [[εἰκών]], Pl.''Sph.''236c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1255.png Seite 1255]] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von [[εἰκών]] unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1255.png Seite 1255]] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von [[εἰκών]] unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; <span class="ggns">Gegensatz</span> τὰ [[ὄντα]] X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[apparition]], [[vision]], [[songe]];<br /><b>2</b> [[image offerte à l'esprit par un objet]] ; image sans consistance, apparence;<br /><b>3</b> [[spectre]], [[fantôme]].<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάντασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[видение]], [[призрак]] Eur.: ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. сонные грезы;<br /><b class="num">2</b> [[сновидение]] Theocr.;<br /><b class="num">3</b> [[отражение]] (ἐν τοῖς [[ὕδασι]] Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[воображение]], [[представление]] Plat.: αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ [[πλείους]] ψευδεῖς Arst. образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάντασμα''': τό, ([[φαντάζω]]) = [[φάσμα]], ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ὅραμα]], ἐνύπνιον, [[ὄνειρον]], Θεόκρ. 29. 30· ― [[ὡσαύτως]], τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ἴνδαλμα]] παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[φαντασία]] ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν [[ἴνδαλμα]], οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ [[ἀλήθεια]], Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[εἰκών]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C. | |lstext='''φάντασμα''': τό, ([[φαντάζω]]) = [[φάσμα]], ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ὅραμα]], ἐνύπνιον, [[ὄνειρον]], Θεόκρ. 29. 30· ― [[ὡσαύτως]], τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, [[ἴνδαλμα]] παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[φαντασία]] ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν [[ἴνδαλμα]], οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ [[ἀλήθεια]], Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[εἰκών]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φάντασμα:''' -ατος, τό ([[φαντάζω]]), = [[φάσμα]],<br /><b class="num">I.</b> [[εμφάνιση]], [[φάντασμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη [[φιλοσοφία]], βλ. [[φαντασία]].<br /><b class="num">2.</b> απλή [[απεικόνιση]], όχι [[πραγματικότητα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''φάντασμα:''' -ατος, τό ([[φαντάζω]]), = [[φάσμα]],<br /><b class="num">I.</b> [[εμφάνιση]], [[φάντασμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη [[φιλοσοφία]], βλ. [[φαντασία]].<br /><b class="num">2.</b> απλή [[απεικόνιση]], όχι [[πραγματικότητα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[apparition]], [[appearance]], [[phantom]] | |woodrun=[[apparition]], [[appearance]], [[phantom]] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό 1 [[aparición]], [[fantasma]] φύλαξόν με ἀπὸ ... παντὸς ἀγγέλου καὶ φαντάσματος καὶ σκιασμοῦ <b class="b3">guárdame de todo ángel, fantasma y visita de una sombra</b> P IV 2701 φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας, πρὸς φαντάσματα <b class="b3">amuleto que protege el cuerpo contra démones, contra apariciones</b> P VII 579 2 [[visión]] μὴ ἁπλῶς με παρέλ<θ>ατε, φαντάσματα ἄγοντες <b class="b3">no vengáis a mí simplemente trayendo visiones</b> P VII 1014 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:47, 15 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = φάσμα, apparition, phantom, ἐνύπνια φαντάσματα A.Th.710; νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφάς Id.Fr.312; φ. δαίμονος Plu.Dio 2, cf. E.Hec.54,94 (anap.), 390, Chrysipp.Stoic.2.22, Ev.Matt.14.26; περὶ τὰ μνήματα.. ὤφθη ἄττα ψυχῶν σκιοειδῆ φ. Pl.Phd. 81d; vision, dream, Arist.EN 1102b10(pl.), Theoc.21.30.
b pl., phenomena, τὰ ἐν ἀέρι φ. Arist. Mu.395a29: pl., portents, D.H.4.62.
II = φαντασία 1, Pl.Prt. 356e, Tht.167b, Prm.166a, R.598b, Arist.de An.428a1, Epicur.Ep.2pp.37,51 U.; distinguished from εἰκών, Pl.Sph.236c.
German (Pape)
[Seite 1255] τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Gegensatz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 apparition, vision, songe;
2 image offerte à l'esprit par un objet ; image sans consistance, apparence;
3 spectre, fantôme.
Étymologie: φαντάζω.
Russian (Dvoretsky)
φάντασμα: ατος τό
1 видение, призрак Eur.: ἐνύπνια φαντάσματα Aesch. сонные грезы;
2 сновидение Theocr.;
3 отражение (ἐν τοῖς ὕδασι Plat.; ἐν κατόπτρῳ Arst.);
4 воображение, представление Plat.: αἱ φαντασίαι γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Arst. образы фантазии в большинстве (своем) обманчивы.
Greek (Liddell-Scott)
φάντασμα: τό, (φαντάζω) = φάσμα, ὡς καὶ νῦν, ἐνύπνια φαντάσματα Αἰσχύλ. Θήβ. 710· νυκτέρων φ. ἔχουσι μορφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 54, 95, 390, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 900F· ― ἐντεῦθεν ὅραμα, ἐνύπνιον, ὄνειρον, Θεόκρ. 29. 30· ― ὡσαύτως, τὰ ἐν ἀέρι φαινόμενα Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 21. ΙΙ. ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, ἴνδαλμα παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν ὑπό τινος πράγματος, Λατ. visum, Πλάτ. Φαίδων 81D, Θεαίτ. 167Β, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 9, κ. ἀλλ.· πρβλ. φαντασία ΙΙ. 2. 2) ἁπλοῦν ἴνδαλμα, οὐχὶ πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄν, πρὸς τὸ ἀλήθεια, Πλάτ. Παρμεν. 166A, Πολ. 598Β, κλπ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ εἰκών, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 236C.
Spanish
English (Strong)
from φαντάζω; (properly concrete) a (mere) show ("phantasm"), i.e. spectre: spirit.
English (Thayer)
φαντασματος, τό (φαντάζω), an appearance; specifically, an apparition, spectre: Aeschylus, Euripides, Plato, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others; Wisdom of Solomon 17:14 (15).)
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και φάνταγμα Ν φαντάζω, -ομαι]
1. υπερφυσικό, άυλο ον (α. «αντίκρυ από τα πλάσματα του νοός τ' αληθινά / του προβαίνουν δύο φαντάσματα», Σόλωμ.
β. «νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς», Αισχύλ.)
2. οπτασία, είδωλο, εμφάνιση προσώπου που έχει πεθάνει
3. φανταστική εικόνα, φανταστική παράσταση, είκασμα
νεοελλ.
1. (λαογρ.) ψυχή, πνεύμα, φάσμα νεκρού ανθρώπου, ιδίως θανατωμένου ή κολασμένου, που συχνάζει στον τόπο όπου έζησε ή όπου τον έθαψαν, στοιχειό (α. «το φάντασμα του βασιλιά Ληρ» β. «πύργος γεμάτος φαντάσματα»)
2. έπαρση, αλαζονεία
3. μτφ. άνθρωπος κάτισχνος ή πολύ άσχημος (α. «έγινε φάντασμα μετά από την εντατική δίαιτα που έκανε» β. «είναι σαν φάντασμα κι ας βάζει τόσες καλλυντικές κρέμες στο πρόσωπο»)
αρχ.
1. η αποτύπωση ενός πράγματος στον νου, ο σχηματισμός της ιδέας της εικόνας ενός πράγματος
2. όνειρο
3. στον πληθ. τὰ φαντάσματα
α) φαινόμενα («τὰ ἐν ἀέρι φαντάσματα», Αριστοτ.)
β) θαύματα.
Greek Monotonic
φάντασμα: -ατος, τό (φαντάζω), = φάσμα,
I. εμφάνιση, φάντασμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· όραμα, όνειρο, σε Θεόκρ.
II. 1. στη φιλοσοφία, βλ. φαντασία.
2. απλή απεικόνιση, όχι πραγματικότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φάντασμα, ατος, τό, φαντάζω = φάσμα
I. an appearance, phantasm, phantom, Aesch., Eur.:— a vision, dream, Theocr.
II. in Philosophy, v. φαντασία.
2. a mere image, unreality, Plat.
Chinese
原文音譯:f£ntasma 潘他士馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:顯出(果效)
字義溯源:顯示,妖怪,鬼怪;源自(φαντάζω)=顯示出來), (φαντάζω)出自(φαίνω)=發光), (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 鬼怪(1) 可6:49;
2) 一個鬼怪(1) 太14:26
English (Woodhouse)
apparition, appearance, phantom
Léxico de magia
τό 1 aparición, fantasma φύλαξόν με ἀπὸ ... παντὸς ἀγγέλου καὶ φαντάσματος καὶ σκιασμοῦ guárdame de todo ángel, fantasma y visita de una sombra P IV 2701 φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας, πρὸς φαντάσματα amuleto que protege el cuerpo contra démones, contra apariciones P VII 579 2 visión μὴ ἁπλῶς με παρέλ<θ>ατε, φαντάσματα ἄγοντες no vengáis a mí simplemente trayendo visiones P VII 1014