μετριάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metriazo
|Transliteration C=metriazo
|Beta Code=metria/zw
|Beta Code=metria/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be moderate, keep measure</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1183</span> (lyr.), <span class="bibl">Th.1.76</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1298a40</span>; τινι [[in]] a thing, ib.<span class="bibl">1314b33</span>: with Preps., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις <span class="bibl">D.20.162</span>; περὶ τὰ τοιαῦτα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>784e</span>; περὶ τὸ δίκαιον <span class="bibl">D.H.13.13</span>; πρὸς λύπην <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>603e</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>21</span>; <b class="b3">μ. ἐν τῷ προθύμῳ</b> [[show]] but [[moderate]] zeal, <span class="bibl">Hdn.8.3.5</span>: c. gen., μ. τῶν παθῶν <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>10p.436M.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of disease, [[remit]], [[abate]], opp. <b class="b3">παροξύνεσθαι</b>, Gal.16.711. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of persons, <b class="b2">to be 'only middling', to be unwell</b>, <span class="bibl">Men.1037</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ne.</span>2.2</span>, Poet. [[de herb]].<span class="bibl">3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b3">οἱ μετριάζοντες</b>, = [[οἱ μέτριον τὸ αἰδοῖον ἔχοντες]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>718a24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> [[jest]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> trans., [[moderate]], [[regulate]], [[control]], ὅρκοις μ. ψυχὴν νέαν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>692b</span>; [<b class="b3">τὴν βασιλείαν</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1313a26</span>; <b class="b3">τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου</b> [[reduce]] our rent, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>433.12</span> (iii B. C.); τὴν τιμωρίαν <span class="bibl">Ph.1.41</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be moderate]], [[keep measure]], S.''Ph.''1183 (lyr.), Th.1.76, Arist.''Pol.''1298a40; τινι in a thing, ib.1314b33: with Preps., μετριάζω ἐν ταῖς [[εὐπραξία]]ις D.20.162; περὶ τὰ τοιαῦτα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''784e; περὶ τὸ [[δίκαιον]] D.H.13.13; πρὸς λύπην [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 603e; ἐπί τινι Luc.''Im.''21; <b class="b3">μετριάζω ἐν τῷ προθύμῳ</b> [[show]] but [[moderate]] [[zeal]], Hdn.8.3.5: c. gen., μετριάζω τῶν παθῶν Hierocl. ''in CA''10p.436M.<br><span class="bld">2</span> of disease, [[remit]], [[abate]], opp. [[παροξύνεσθαι]], Gal.16.711.<br><span class="bld">3</span> of persons, [[be only middling]], to [[be unwell]], Men.1037, [[LXX]] ''Ne.''2.2, Poet. de herb.3.<br><span class="bld">4</span> [[οἱ μετριάζοντες]] = οἱ [[μέτριον]] τὸ [[αἰδοῖον]] ἔχοντες, Arist.''GA''718a24.<br><span class="bld">5</span> [[jest]], Sch.Ar.''V.'' 64.<br><span class="bld">II</span> trans., [[moderate]], [[regulate]], [[control]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν Pl. ''Lg.''692b; [τὴν βασιλείαν] Arist.''Pol.''1313a26; <b class="b3">τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου</b> [[reduce]] our [[rent]], ''PCair.Zen.''433.12 (iii B. C.); τὴν [[τιμωρία]]ν Ph.1.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; [[περί]] τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ [[ἄλλου]] μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 692 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; [[περί]] τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ [[ἄλλου]] μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 692 b.
}}
{{bailly
|btext=[[être modéré]], [[se conduire avec modération]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετριάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть умеренным]], [[сдержанным]] (τινί, Arst., πρός и περί τι Plat., ἔν τινι Dem. и ἐπί τινι Luc.): διὰ τὸ μετριάζειν Arst. благодаря умеренности; μετρίαζε Soph. будь сдержанным, успокойся; ὁ μετριάζων (τῷ μεγέθει) Arst. средний, нормальный;<br /><b class="num">2</b> [[умерять]], [[сдерживать]] (ψυχὴν ὅρκοις Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[слабеть]], [[недомогать]] Men.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι [[μετὰ]] μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω [[μετὰ]] προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.
|lstext='''μετριάζω''': εἶμαι [[μέτριος]], φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε [[ἥσυχος]], Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι [[ἀσθενής]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) [[χαριεντίζομαι]], [[λέγω]] τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. [[μετριάζω]], [[διευθύνω]], [[ῥυθμίζω]], ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]], Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· [[μετριάζω]] τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.
}}
{{bailly
|btext=être modéré, se conduire avec modération.<br />'''Étymologie:''' [[μέτριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[μετριάζω]], Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] μέτριο, [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στα όρια του μέτρου, [[μειώνω]] [[κάτι]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]] ή την [[ένταση]], [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]]<br />(α. «[[μετριάζω]] την [[ταχύτητα]]» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῡσαν [[ἀρχήν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[απαλύνω]], [[μαλακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειρωνεύομαι]], [[κοροϊδεύω]] («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)<br /><b>μσν.</b><br />συμβιβάζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετριόφρων]], [[είμαι]] [[ταπεινός]], ταπεινώνομαι («[[διατί]] τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαριεντίζομαι]], [[αστειεύομαι]], [[χαριτολογώ]]<br /><b>3.</b> [[διασκεδάζω]], [[παίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[σκέπτομαι]] ή [[μιλώ]] με [[μέτρο]], με [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[είμαι]] [[κάπως]] [[ασθενής]], [[αδύναμος]]<br />β) [[είμαι]] αρκετά καλά, σε μέτρια [[υγεία]]<br /><b>3.</b> [[διευθύνω]], [[ρυθμίζω]]<br /><b>4.</b> (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετριάζω]] ἐν τῷ προθύμῳ» — [[επιδεικνύω]] μέτριο ζήλο, έχω μέτριο [[θάρρος]]<br />β) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν [[αιδοίο]] μέτριου μεγέθους<br />γ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε [[ήσυχος]], (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «[[μετριάζω]] τὸ δίκαιον» — [[μετριάζω]] την [[αυστηρότητα]] της δικαιοσύνης, τήν [[αναμιγνύω]] με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]]. Ο τ. [[μετριάζω]] με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-].<br /> <b>(II)</b><br />[[μετριάζω]] (Μ)<br />[[μετρώ]], [[εξακριβώνω]] με [[μέτρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μετρῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(ΑΜ [[μετριάζω]], Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] μέτριο, [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μέσα]] στα όρια του μέτρου, [[μειώνω]] [[κάτι]] ως [[προς]] την [[ποσότητα]] ή την [[ένταση]], [[περιστέλλω]], [[περιορίζω]]<br />(α. «[[μετριάζω]] την [[ταχύτητα]]» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῦσαν [[ἀρχήν]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[απαλύνω]], [[μαλακώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειρωνεύομαι]], [[κοροϊδεύω]] («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)<br /><b>μσν.</b><br />συμβιβάζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[μετριόφρων]], [[είμαι]] [[ταπεινός]], ταπεινώνομαι («[[διατί]] τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαριεντίζομαι]], [[αστειεύομαι]], [[χαριτολογώ]]<br /><b>3.</b> [[διασκεδάζω]], [[παίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[σκέπτομαι]] ή [[μιλώ]] με [[μέτρο]], με [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[είμαι]] [[κάπως]] [[ασθενής]], [[αδύναμος]]<br />β) [[είμαι]] αρκετά καλά, σε μέτρια [[υγεία]]<br /><b>3.</b> [[διευθύνω]], [[ρυθμίζω]]<br /><b>4.</b> (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετριάζω]] ἐν τῷ προθύμῳ» — [[επιδεικνύω]] μέτριο ζήλο, έχω μέτριο [[θάρρος]]<br />β) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν [[αιδοίο]] μέτριου μεγέθους<br />γ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε [[ήσυχος]], (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «[[μετριάζω]] τὸ δίκαιον» — [[μετριάζω]] την [[αυστηρότητα]] της δικαιοσύνης, τήν [[αναμιγνύω]] με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]]. Ο τ. [[μετριάζω]] με [[αφομοίωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-].<br /> <b>(II)</b><br />[[μετριάζω]] (Μ)<br />[[μετρώ]], [[εξακριβώνω]] με [[μέτρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μετρῶ</i> [[κατά]] τα ρ. σε -[[ιάζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετριάζω:''' ([[μέτριος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μετριοπαθής]], [[τηρώ]] το μέτρο, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[μετριάζω]], [[ρυθμίζω]], [[ελέγχω]], Λατ. moderari, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''μετριάζω:''' ([[μέτριος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μετριοπαθής]], [[τηρώ]] το μέτρο, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[μετριάζω]], [[ρυθμίζω]], [[ελέγχω]], Λατ. moderari, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μετριάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> быть умеренным, сдержанным (τινί, Arst., πρός и περί τι Plat., ἔν τινι Dem. и ἐπί τινι Luc.): διὰ τὸ μετριάζειν Arst. благодаря умеренности; μετρίαζε Soph. будь сдержанным, успокойся; ὁ μετριάζων (τῷ μεγέθει) Arst. средний, нормальный;<br /><b class="num">2)</b> умерять, сдерживать (ψυχὴν ὅρκοις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> слабеть, недомогать Men.
|mdlsjtxt=[[μετριάζω]], fut. -σω [[μέτριος]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[moderate]], [[keep]] [[measure]], Soph., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[moderate]], [[regulate]], [[control]], Lat. moderari, Plat., etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=[[μετριάζω]], fut. -σω [[μέτριος]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[moderate]], [[keep]] [[measure]], Soph., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[moderate]], [[regulate]], [[control]], Lat. moderari, Plat., etc.
|lthtxt=''[[moderate agere]]'', to [[act with moderation]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.76.4/ 1.76.4].
}}
}}

Revision as of 14:31, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριάζω Medium diacritics: μετριάζω Low diacritics: μετριάζω Capitals: ΜΕΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: metriázō Transliteration B: metriazō Transliteration C: metriazo Beta Code: metria/zw

English (LSJ)

A to be moderate, keep measure, S.Ph.1183 (lyr.), Th.1.76, Arist.Pol.1298a40; τινι in a thing, ib.1314b33: with Preps., μετριάζω ἐν ταῖς εὐπραξίαις D.20.162; περὶ τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.784e; περὶ τὸ δίκαιον D.H.13.13; πρὸς λύπην Pl.R. 603e; ἐπί τινι Luc.Im.21; μετριάζω ἐν τῷ προθύμῳ show but moderate zeal, Hdn.8.3.5: c. gen., μετριάζω τῶν παθῶν Hierocl. in CA10p.436M.
2 of disease, remit, abate, opp. παροξύνεσθαι, Gal.16.711.
3 of persons, be only middling, to be unwell, Men.1037, LXX Ne.2.2, Poet. de herb.3.
4 οἱ μετριάζοντες = οἱ μέτριον τὸ αἰδοῖον ἔχοντες, Arist.GA718a24.
5 jest, Sch.Ar.V. 64.
II trans., moderate, regulate, control, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν Pl. Lg.692b; [τὴν βασιλείαν] Arist.Pol.1313a26; τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου reduce our rent, PCair.Zen.433.12 (iii B. C.); τὴν τιμωρίαν Ph.1.41.

German (Pape)

[Seite 162] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; περί τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ ἄλλου μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Plat. Legg. III, 692 b.

French (Bailly abrégé)

être modéré, se conduire avec modération.
Étymologie: μέτριος.

Russian (Dvoretsky)

μετριάζω:
1 быть умеренным, сдержанным (τινί, Arst., πρός и περί τι Plat., ἔν τινι Dem. и ἐπί τινι Luc.): διὰ τὸ μετριάζειν Arst. благодаря умеренности; μετρίαζε Soph. будь сдержанным, успокойся; ὁ μετριάζων (τῷ μεγέθει) Arst. средний, нормальный;
2 умерять, сдерживать (ψυχὴν ὅρκοις Plat.);
3 слабеть, недомогать Men.

Greek (Liddell-Scott)

μετριάζω: εἶμαι μέτριος, φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε ἥσυχος, Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, αὐτόθι 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ ὡσαύτως εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι ἀσθενής, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) χαριεντίζομαι, λέγω τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. μετριάζω, διευθύνω, ῥυθμίζω, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· μετριάζω τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.

Greek Monolingual

(I)
(ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια του μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω
(α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν», Πλάτ.)
2. μτφ. αμβλύνω, απαλύνω, μαλακώνω
νεοελλ.
ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)
μσν.
συμβιβάζομαι
μσν.-αρχ.
1. είμαι μετριόφρων, είμαι ταπεινός, ταπεινώνομαι («διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)
2. μτφ. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι, χαριτολογώ
3. διασκεδάζω, παίζω
αρχ.
1. συμπεριφέρομαι, σκέπτομαι ή μιλώ με μέτρο, με σύνεση
2. (για πρόσ.) α) είμαι κάπως ασθενής, αδύναμος
β) είμαι αρκετά καλά, σε μέτρια υγεία
3. διευθύνω, ρυθμίζω
4. (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση
5. φρ. α) «μετριάζω ἐν τῷ προθύμῳ» — επιδεικνύω μέτριο ζήλο, έχω μέτριο θάρρος
β) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν αιδοίο μέτριου μεγέθους
γ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε ήσυχος, (Σοφ.)
δ) «μετριάζω τὸ δίκαιον» — μετριάζω την αυστηρότητα της δικαιοσύνης, τήν αναμιγνύω με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος. Ο τ. μετριάζω με αφομοίωση του -ε- σε -ι-].
(II)
μετριάζω (Μ)
μετρώ, εξακριβώνω με μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μετρῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Greek Monotonic

μετριάζω: (μέτριος), μέλ. -σω,
I. είμαι μετριοπαθής, τηρώ το μέτρο, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
II. μτβ., μετριάζω, ρυθμίζω, ελέγχω, Λατ. moderari, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

μετριάζω, fut. -σω μέτριος
I. to be moderate, keep measure, Soph., Thuc., etc.
II. trans. to moderate, regulate, control, Lat. moderari, Plat., etc.

Lexicon Thucydideum

moderate agere, to act with moderation, 1.76.4.