γιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γιγνώσκω''': (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ της √ΓΝΟ, ἴδε ἐν τέλ.), Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. γινώσκω, ἀλλὰ [[γιγνώσκω]] ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., πρβλ. [[γίγνομαι]] καὶ ἴδε Meisterh. 3 Gr. Att. I. 178, 21· μέλλ. γνώσομαι Ἰλ. Ψ. 497, Ἀττ., σπανίως γνώσω Ἰππ. 3. 7· ὑπάρχει καὶ [[Κρητικός]] τις [[τύπος]] ἀναγνώονται Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 40·- (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτ. Β καὶ [[ἀναγιγνώσκω]])· - πρκμ. ἔγνωκα Ἀττ.·- ἀόρ. β΄ [[ἔγνων]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. εἰς –μι), Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. γνῶν Ὀδ. Φ. 36, Δωρ. γ΄ πληθ. ἔγνον Πίνδ. Π. 7, 79 καὶ Ἰ. 2, 23 (ἀνέγνον)· προστ. γνῶθι Ἀττ.· ὑποτ. γνῶ, γνῷς, γνῷ, Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. [[ὡσαύτως]] γνώω, γνώομεν Ὀδ. Π. 304, γνώωσι Ἰλ. Ψ. 610· εὐκτ. γνοίην Ἰλ., Ἀττ., πληθ. γνοῖμεν (ἀντὶ γνοίημεν) Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129Α· ἀπαρέμφ. γνῶναι Ὀδ., Ἀττ., Ἐπ. γνώμεναι Ἰλ. Φ. 266· μετοχ. γνοὺς Ἀττ.– Μέσ., ἀόρ. α΄ γνώσασθαι Μανέθ. 2. 51.– Παθ., μέλλ. γνωσθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 918, Θουκ., κτλ.· ἀόρ. ἐγνώσθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7, Εὐρ., κτλ.· πρκμ. ἔγνωσμαι Εὐρ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.) Ἀρχίζω νὰ ἐννοῶ, [[διακρίνω]], [[καταλαμβάνω]], σημειῶ, [[μανθάνω]], καὶ ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις = [[γνωρίζω]], ἐξεύρω, μ. αἰτ., Ὅμ., κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[διακρίνω]], παρατηρῶ· ὡς εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα, διὰ νὰ κάμῃς διάκρισιν μεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 128· ἀσπίδι γιγνώσκων, ἐκ τῆς ἀσπίδος του, διὰ τῆς ἀσπ., αὐτ. 182, πρβλ. 815, 824· εἰρωνικῶς, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται, καλὰ θὰ τὸν γνωρίσῃ μὲ ζημίαν του, Σ. 270, πρβλ. 125, Σοφ. Ἀντ. 960, Θεόκρ. 3. 15 (ὡς τὸ Λατ. sentire καὶ scire, Τερ. Εὐν. 1. 1, 21, Βεργ. Ἐκλ. 8. 43)· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μ. γεν., γνώτην [[ἀλλήλων]], ἐγίγνωσκον ἀλλήλους, περὶ [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Φ. 36, πρβλ. Ψ. 109 (ἣν σύνταξιν [[ἐνίοτε]] εὑρίσκομεν [[μετὰ]] τοῦ εὖ εἰδώς)· οὕτω δὲ καὶ παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Οἰκ. 16, 3. 2) ἑπομένων ἐξηρτημένων προτάσεων, [[γιγνώσκω]] δ’ ὡς…, ἐννοῶ ὅτι, [[καταλαμβάνω]]…, Ὀδ. Φ. 209· ἔγνως ὡς [[θεός]] εἰμι, Ἰλ. Χ. 10· ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ἀριστοφ. Νεφ. 1095· οὕτω, γιγν. ὅτι… Αἰσχύλ. Πρ. 104, 377, κτλ.· ἵν’ εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι… Δημ. 561. 12· οὕτω, γνώμεναι εἴ μιν… φοβέουσι Ἰλ. Φ. 266· Τυδείδην δ’ οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Ε. 85· γ. τί πέπονθε Πλούτ. Φιλ. 60D·- οὕτω καὶ [[μετὰ]] μετοχ., [[ἔγνων]] μιν… οἰωνὸν ἐόντα, ἐνόησα ὅτι ἦτο…, Ὀδ. Ο. 532· γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Θουκ. 1. 25· ἔγνωκα… ἠπατημένη Σοφ. Αἴ. 807· [[ἔγνων]] ἡττημένος ᾐσθάνθην ὅτι [[ἤμην]] νικημένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 658, πρβλ. Νεφ. 912· Ἀντιφ. 133. 20, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17· [[ὡσαύτως]] μ. γεν., [[ὅταν]] ἐνόησεν ὅτι…, ὡς γνῶ χωομένοιο Ἰλ. Δ. 357·- ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., ἵνα γνῷ τρέφειν, διὰ νὰ μάθῃ πῶς νὰ ἀνατρέφῃ, Σοφ. Ἀντ. 1089·- μ. διπλ. αἰτ., [[καταλαμβάνω]] ἢ [[γνωρίζω]] ὅτι [[ἄλλος]] τις [[εἶναι]]…, οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους Ξεν. Ἀν. 1. 7, 4·- ἀπολ., ὁ γιγνώσκων, ὁ ἐννοῶν, ἀντίθ. πρὸς τὰ γιγνωσκόμενα, τὰ ἐννοούμενα, Πλάτ. Πολιτ. 508Ε· [[ἀλλά]], ὁ γ., [[ὡσαύτως]], ὁ ἐννοῶν τὰ πράγματα καὶ τὰς περιστάσεις, [[φρόνιμος]] [[ἄνθρωπος]], [[συνετός]], αὐτ. 347D·- [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ… ἐὰν ἐγίνετο γνωστὸν περὶ αὐτῶν…, Πλάτ. Πρωτ. 342Β. ΙΙ. παρὰ πεζοῖς, παρατηρῶ, καὶ οὕτω [[σχηματίζω]] κρίσιν [[περί]] τινος πράγματος, [[κρίνω]] ἢ [[νομίζω]] οὕτω καὶ οὕτω, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ., κτλ.· [[τἀναντία]] γ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 38· οὕτω γ. ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 9, 19, κτλ.· τὰ δίκαια γ. Λυσ. 164. 22· ἃ [[γιγνώσκω]] λέγειν (= τὴν ἐμὴν γνώμην λ.) Δημ. 40. 6· περὶ τῆς βοηθείας [[ταῦτα]] [[γιγνώσκω]] ὁ αὐτ. 14. 18· τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι… Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 47, πρβλ. 113· ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου, οὕτω γίγνωσκε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 15· ἀπολ., αὐτὸς γνώσει Πλάτ. Γοργ. 505C· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, [[ἔγνων]], ἐνόησα, ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], «κατάλαβα», Σοφ. Αἴ. 36· ἔγνως, ἔχεις δίκαιον, «καλὰ λέγεις», ὁ αὐτ. Τρῳ. 221, Εὐρ. Ἀνδρ. 885· ἔγνωκας; Λατ. tenes? Ναυσικρ. Ναυκρ. 1.– Παθ., διακηρύττομαι, γνωστὸς [[γίνομαι]], ἐπὶ ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, Θουκ. 3. 36· παρανόμως γνωσθεῖσα [[δίαιτα]] Δημ. 903. 11, πρβλ. 1360. 23· [[κρίσις]] ἐγνωσμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 121Ε·- [[ὡσαύτως]], [[κρίνω]], [[δοκιμάζω]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω νά…, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 74, 78., 6. 85, Θουκ. 1. 43, Ἀνδοκ. 14. 28, Ἰσοκρ. 361D, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, δικαζόμενος εὑρίσκομαι [[ἔνοχος]], κηρύττομαι [[ἔνοχος]], Αἰσχύλ. Ἱκετ. 7· γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 16, 2. 3) παθ. πρκμ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημ., ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους, ὅτι εἶσθε ἀποφασισμένοι (ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἡμᾶς), Δημ. 303. 27·- πρβλ. γνώμη. ΙΙΙ. [[γνωρίζω]] σαρκικῶς, [[λαμβάνω]] πεῖραν σαρκικήν, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 32, Καλλ. Ἐπ. 58. 3, καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐβδ. IV. γ. [[χάριν]], ὡς τὸ εἰδέναι, μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Δίωνι Κ. 39. 9, Πλουτ. Γάλβ. 22, κτλ. Β. Σπανιώτατα μεταβ. (πρβλ. [[ἀναγιγνώσκω]]), [[κάμνω]] γνωστόν, ἐξυμνῶ, κατὰ μέλλ., γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Πίνδ. Ο. 13. 3, πρβλ. 6. 150· κατ’ ἀόρ., πᾶσιν δ’ ἔγνωσεν… Μεγακλέα Συλλ. Ἐπιγρ. 2221. (Ἐκ √ΓΝΟ παράγονται πρὸς τούτοις τὰ [[νοέω]] (ὃ ἐ. γνοέω, πρβλ. ἀγνοέω), ἀμφιγνοέω, γνῶναι, (δι’ ἀναδιπλ.) [[γιγνώσκω]], γνώμη, [[γνωρίζω]]· πρβλ. Σανσκρ. gn â, ǵânâmi (cognosco), ǵñânam (cognitio)· ǵñâs, ǵñâtis (gnotus ἢ notus)· Λατ. gnosco, notus, nomen, gnarus, i-gnoro· Γοτθ. kunnam (γιγνώσκειν), kunths ([[γνωστός]]), kunthi ([[γνῶσις]])· Παλαιο – Σκανδ. kenna· Ἀγγλο – Σαξ. cnâwan· Παλαιο – Γερμ. knâu (Γερμ. kennen), κτλ. – Η [[ῥίζα]] αὕτη συνήθως ἀντιτίθεται πρὸς ἑτέραν ὁμοίας σημασίας, ὡς ἐν τῇ Ἑλλ. τὸ γνῶναι πρὸς τὸ ϝειδέναι, ἐν τῇ Ἀγγλ. τὸ know πρὸς τὸ wit ἢ wot, Γερμ. kennen πρὸς τὸ wissen ([[ἅπερ]] ἅπαντα ἔχουσιν ἀντιστοιχούσας ῥίζας), ὡς καὶ τὸ Λατ. novisse πρὸς τὸ scire, τὸ Γαλλικὸν connaître πρὸς τὸ savoir, κτλ. Ἡ ἀκριβὴς [[διάκρισις]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] αὕτη: ὅτι δηλ. τὰ μὲν τῆς πρώτης τάξεως ἐγνωκέναι, novisse, κτλ., σημαίνουσι γνῶσιν ἐκ παρατηρήσεως, τὰ δὲ τῆς δευτέρας εἰδέναι, scire, κτλ., γνῶσιν ἐκ σκέψεως καὶ συλλογισμοῦ, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Θουκ. 1. 60· ἐγὼ δ’ οἶδ’ ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες Δημ. 318. 6· χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή, [[εἶναι]] δύσκολον νὰ ἐννοήσῃ τις ἂν γνωρίζει ἢ ὄχι, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 9, 5, πρβλ. *[[εἴδω]] Β. ΙΙ. 1. Ἡ πρώτη τῶν τάξεων τούτων συντάσσεται μετ’ αἰτιατ. συνήθως· ἡ δὲ δευτέρα ἀκολουθεῖται ὑπὸ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀπαρεμφ. ἢ (ἐν τῇ Ἑλλην.) ὑπὸ μετοχῆς, ἴδε ἀνωτ. Ι, ἐν τέλ. Ἡ [[διάκρισις]] ἧττον αὐστηρῶς τηρεῖται ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἢ ἐν ἄλλαις γλώσσαις. Τὸ [[γιγνώσκω]], συντασσόμενον ὡς τὸ [[οἶδα]], σημαίνει: [[καταλαμβάνω]], ἐννοῶ, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.) γιζί, ἡ, [[εἶδος]] κασσίας, Γαλην.· γίζιρ ἢ ζίγιρ Διοσκ. 1. 12.
|lstext='''γιγνώσκω''': (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ της √ΓΝΟ, ἴδε ἐν τέλ.), Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. γινώσκω, ἀλλὰ [[γιγνώσκω]] ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., πρβλ. [[γίγνομαι]] καὶ ἴδε Meisterh. 3 Gr. Att. I. 178, 21· μέλλ. γνώσομαι Ἰλ. Ψ. 497, Ἀττ., σπανίως γνώσω Ἰππ. 3. 7· ὑπάρχει καὶ [[Κρητικός]] τις [[τύπος]] ἀναγνώονται Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 40·- (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτ. Β καὶ [[ἀναγιγνώσκω]])· - πρκμ. ἔγνωκα Ἀττ.·- ἀόρ. β΄ [[ἔγνων]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. εἰς –μι), Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. γνῶν Ὀδ. Φ. 36, Δωρ. γ΄ πληθ. ἔγνον Πίνδ. Π. 7, 79 καὶ Ἰ. 2, 23 (ἀνέγνον)· προστ. γνῶθι Ἀττ.· ὑποτ. γνῶ, γνῷς, γνῷ, Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. [[ὡσαύτως]] γνώω, γνώομεν Ὀδ. Π. 304, γνώωσι Ἰλ. Ψ. 610· εὐκτ. γνοίην Ἰλ., Ἀττ., πληθ. γνοῖμεν (ἀντὶ γνοίημεν) Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129Α· ἀπαρέμφ. γνῶναι Ὀδ., Ἀττ., Ἐπ. γνώμεναι Ἰλ. Φ. 266· μετοχ. γνοὺς Ἀττ.– Μέσ., ἀόρ. α΄ γνώσασθαι Μανέθ. 2. 51.– Παθ., μέλλ. γνωσθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 918, Θουκ., κτλ.· ἀόρ. ἐγνώσθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7, Εὐρ., κτλ.· πρκμ. ἔγνωσμαι Εὐρ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.) Ἀρχίζω νὰ ἐννοῶ, [[διακρίνω]], [[καταλαμβάνω]], σημειῶ, [[μανθάνω]], καὶ ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις = [[γνωρίζω]], ἐξεύρω, μ. αἰτ., Ὅμ., κτλ.·- [[ὡσαύτως]], [[διακρίνω]], παρατηρῶ· ὡς εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα, διὰ νὰ κάμῃς διάκρισιν μεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 128· ἀσπίδι γιγνώσκων, ἐκ τῆς ἀσπίδος του, διὰ τῆς ἀσπ., αὐτ. 182, πρβλ. 815, 824· εἰρωνικῶς, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται, καλὰ θὰ τὸν γνωρίσῃ μὲ ζημίαν του, Σ. 270, πρβλ. 125, Σοφ. Ἀντ. 960, Θεόκρ. 3. 15 (ὡς τὸ Λατ. sentire καὶ scire, Τερ. Εὐν. 1. 1, 21, Βεργ. Ἐκλ. 8. 43)· [[ἐνίοτε]] [[ὡσαύτως]] μ. γεν., γνώτην [[ἀλλήλων]], ἐγίγνωσκον ἀλλήλους, περὶ [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Φ. 36, πρβλ. Ψ. 109 (ἣν σύνταξιν [[ἐνίοτε]] εὑρίσκομεν [[μετὰ]] τοῦ εὖ εἰδώς)· οὕτω δὲ καὶ παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Οἰκ. 16, 3. 2) ἑπομένων ἐξηρτημένων προτάσεων, [[γιγνώσκω]] δ’ ὡς…, ἐννοῶ ὅτι, [[καταλαμβάνω]]…, Ὀδ. Φ. 209· ἔγνως ὡς [[θεός]] εἰμι, Ἰλ. Χ. 10· ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ἀριστοφ. Νεφ. 1095· οὕτω, γιγν. ὅτι… Αἰσχύλ. Πρ. 104, 377, κτλ.· ἵν’ εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι… Δημ. 561. 12· οὕτω, γνώμεναι εἴ μιν… φοβέουσι Ἰλ. Φ. 266· Τυδείδην δ’ οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Ε. 85· γ. τί πέπονθε Πλούτ. Φιλ. 60D·- οὕτω καὶ [[μετὰ]] μετοχ., [[ἔγνων]] μιν… οἰωνὸν ἐόντα, ἐνόησα ὅτι ἦτο…, Ὀδ. Ο. 532· γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Θουκ. 1. 25· ἔγνωκα… ἠπατημένη Σοφ. Αἴ. 807· [[ἔγνων]] ἡττημένος ᾐσθάνθην ὅτι [[ἤμην]] νικημένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 658, πρβλ. Νεφ. 912· Ἀντιφ. 133. 20, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17· [[ὡσαύτως]] μ. γεν., [[ὅταν]] ἐνόησεν ὅτι…, ὡς γνῶ χωομένοιο Ἰλ. Δ. 357·- ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., ἵνα γνῷ τρέφειν, διὰ νὰ μάθῃ πῶς νὰ ἀνατρέφῃ, Σοφ. Ἀντ. 1089·- μ. διπλ. αἰτ., [[καταλαμβάνω]] ἢ [[γνωρίζω]] ὅτι [[ἄλλος]] τις [[εἶναι]]…, οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους Ξεν. Ἀν. 1. 7, 4·- ἀπολ., ὁ γιγνώσκων, ὁ ἐννοῶν, ἀντίθ. πρὸς τὰ γιγνωσκόμενα, τὰ ἐννοούμενα, Πλάτ. Πολιτ. 508Ε· [[ἀλλά]], ὁ γ., [[ὡσαύτως]], ὁ ἐννοῶν τὰ πράγματα καὶ τὰς περιστάσεις, [[φρόνιμος]] [[ἄνθρωπος]], [[συνετός]], αὐτ. 347D·- [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ… ἐὰν ἐγίνετο γνωστὸν περὶ αὐτῶν…, Πλάτ. Πρωτ. 342Β. ΙΙ. παρὰ πεζοῖς, παρατηρῶ, καὶ οὕτω [[σχηματίζω]] κρίσιν [[περί]] τινος πράγματος, [[κρίνω]] ἢ [[νομίζω]] οὕτω καὶ οὕτω, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ., κτλ.· [[τἀναντία]] γ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 38· οὕτω γ. ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 9, 19, κτλ.· τὰ δίκαια γ. Λυσ. 164. 22· ἃ [[γιγνώσκω]] λέγειν (= τὴν ἐμὴν γνώμην λ.) Δημ. 40. 6· περὶ τῆς βοηθείας [[ταῦτα]] [[γιγνώσκω]] ὁ αὐτ. 14. 18· τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι… Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 47, πρβλ. 113· ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου, οὕτω γίγνωσκε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 15· ἀπολ., αὐτὸς γνώσει Πλάτ. Γοργ. 505C· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, [[ἔγνων]], ἐνόησα, ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], «κατάλαβα», Σοφ. Αἴ. 36· ἔγνως, ἔχεις δίκαιον, «καλὰ λέγεις», ὁ αὐτ. Τρῳ. 221, Εὐρ. Ἀνδρ. 885· ἔγνωκας; Λατ. tenes? Ναυσικρ. Ναυκρ. 1.– Παθ., διακηρύττομαι, γνωστὸς [[γίνομαι]], ἐπὶ ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, Θουκ. 3. 36· παρανόμως γνωσθεῖσα [[δίαιτα]] Δημ. 903. 11, πρβλ. 1360. 23· [[κρίσις]] ἐγνωσμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 121Ε·- [[ὡσαύτως]], [[κρίνω]], [[δοκιμάζω]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω νά…, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 74, 78., 6. 85, Θουκ. 1. 43, Ἀνδοκ. 14. 28, Ἰσοκρ. 361D, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, δικαζόμενος εὑρίσκομαι [[ἔνοχος]], κηρύττομαι [[ἔνοχος]], Αἰσχύλ. Ἱκετ. 7· γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 16, 2. 3) παθ. πρκμ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημ., ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους, ὅτι εἶσθε ἀποφασισμένοι (ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἡμᾶς), Δημ. 303. 27·- πρβλ. γνώμη. ΙΙΙ. [[γνωρίζω]] σαρκικῶς, [[λαμβάνω]] πεῖραν σαρκικήν, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 32, Καλλ. Ἐπ. 58. 3, καὶ [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἐβδ. IV. γ. [[χάριν]], ὡς τὸ εἰδέναι, μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Δίωνι Κ. 39. 9, Πλουτ. Γάλβ. 22, κτλ. Β. Σπανιώτατα μεταβ. (πρβλ. [[ἀναγιγνώσκω]]), [[κάμνω]] γνωστόν, ἐξυμνῶ, κατὰ μέλλ., γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Πίνδ. Ο. 13. 3, πρβλ. 6. 150· κατ’ ἀόρ., πᾶσιν δ’ ἔγνωσεν… Μεγακλέα Συλλ. Ἐπιγρ. 2221. (Ἐκ √ΓΝΟ παράγονται πρὸς τούτοις τὰ [[νοέω]] (ὃ ἐ. γνοέω, πρβλ. ἀγνοέω), ἀμφιγνοέω, γνῶναι, (δι’ ἀναδιπλ.) [[γιγνώσκω]], γνώμη, [[γνωρίζω]]· πρβλ. Σανσκρ. gn â, ǵânâmi (cognosco), ǵñânam (cognitio)· ǵñâs, ǵñâtis (gnotus ἢ notus)· Λατ. gnosco, notus, nomen, gnarus, i-gnoro· Γοτθ. kunnam (γιγνώσκειν), kunths ([[γνωστός]]), kunthi ([[γνῶσις]])· Παλαιο – Σκανδ. kenna· Ἀγγλο – Σαξ. cnâwan· Παλαιο – Γερμ. knâu (Γερμ. kennen), κτλ. – Η [[ῥίζα]] αὕτη συνήθως ἀντιτίθεται πρὸς ἑτέραν ὁμοίας σημασίας, ὡς ἐν τῇ Ἑλλ. τὸ γνῶναι πρὸς τὸ ϝειδέναι, ἐν τῇ Ἀγγλ. τὸ know πρὸς τὸ wit ἢ wot, Γερμ. kennen πρὸς τὸ wissen ([[ἅπερ]] ἅπαντα ἔχουσιν ἀντιστοιχούσας ῥίζας), ὡς καὶ τὸ Λατ. novisse πρὸς τὸ scire, τὸ Γαλλικὸν connaître πρὸς τὸ savoir, κτλ. Ἡ ἀκριβὴς [[διάκρισις]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] αὕτη: ὅτι δηλ. τὰ μὲν τῆς πρώτης τάξεως ἐγνωκέναι, novisse, κτλ., σημαίνουσι γνῶσιν ἐκ παρατηρήσεως, τὰ δὲ τῆς δευτέρας εἰδέναι, scire, κτλ., γνῶσιν ἐκ σκέψεως καὶ συλλογισμοῦ, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Θουκ. 1. 60· ἐγὼ δ’ οἶδ’ ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες Δημ. 318. 6· χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή, [[εἶναι]] δύσκολον νὰ ἐννοήσῃ τις ἂν γνωρίζει ἢ ὄχι, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 9, 5, πρβλ. *[[εἴδω]] Β. ΙΙ. 1. Ἡ πρώτη τῶν τάξεων τούτων συντάσσεται μετ’ αἰτιατ. συνήθως· ἡ δὲ δευτέρα ἀκολουθεῖται ὑπὸ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀπαρεμφ. ἢ (ἐν τῇ Ἑλλην.) ὑπὸ μετοχῆς, ἴδε ἀνωτ. Ι, ἐν τέλ. Ἡ [[διάκρισις]] ἧττον αὐστηρῶς τηρεῖται ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἢ ἐν ἄλλαις γλώσσαις. Τὸ [[γιγνώσκω]], συντασσόμενον ὡς τὸ [[οἶδα]], σημαίνει: [[καταλαμβάνω]], ἐννοῶ, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.) γιζί, ἡ, [[εἶδος]] κασσίας, Γαλην.· γίζιρ ἢ ζίγιρ Διοσκ. 1. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[γνώσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἔγνων]], <i>pf.</i> [[ἔγνωκα]], <i>pqp.</i> ἐγνώκειν;<br /><i>Pass. f.</i> γνωσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐγνώσθην, <i>pf.</i> ἔγνωσμαι;<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> apprendre à connaître : [[εὖ]] νύ [[τις]] αὐτὸν γνώσεται IL (à sa vaillance et à ses coups) certes il apprendra à le connaître ; οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους XÉN (quand je songe) quels vous apprendrez à connaître ces hommes, <i>càd</i> quelle opinion vous aurez d’eux, quand vous aurez appris à les connaître ; <i>◊ prov.</i> [[γνῶθι]] σεαυτόν ARSTT apprends à te connaître toi-même;<br /><b>II.</b> se rendre compte, <i>d’où</i><br /><b>1</b> comprendre, reconnaître : ἀσπίδι γιγνώσκων IL (le) reconnaissant à son bouclier ; γ. ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα IL discerner un dieu d’avec un homme ; γ. ὄρνιθας OD connaître le vol des oiseaux, <i>càd</i> en comprendre la signification ; [[γιγνώσκω]] [[σε]] SOPH je te comprends, je te devine ; avec le gén. : γ. [[ἀλλήλων]] OD se reconnaître l’un l’autre ; [[ὡς]] [[γνῶ]] χωομένοιο IL lorsqu’il s’aperçut qu’il se fâchait ; <i>avec un part. en relat. avec le sujet</i> : ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι XÉN lorsqu’ils s’aperçurent qu’on se défiait d’eux ; [[ἔγνωκα]] ἠπατημένη SOPH j’ai compris que j’étais trompée ; <i>avec un acc. suivi de [[ὅτι]] ou d’un relat.</i> τοὺς Πέρσας γιγνώσκων [[ὅτι]] [[οὕτως]] ὡπλισμένοι εἰσίν XÉN se rendant compte que les Perses sont ainsi armés ; [[τῶν]] Σωκράτην γιγνωσκόντων [[οἷος]] [[ἦν]] XÉN ceux qui savent bien ce qu’était Socrate ; avec un inf. : [[ἵνα]] γνῷ τρέφειν, <i>etc.</i> SOPH afin qu’il apprenne à prendre soin de, <i>etc. ; abs.</i> être sensé, être raisonnable : ἔγνως [[ἄν]] SOPH tu serais devenu raisonnable ; <i>particul. dans le dialogue</i> [[ἔγνων]], je comprends, je sais ; ἔγνως, tu as compris, <i>càd</i> tu as raison, tu dis bien;<br /><b>2</b> se faire une opinion, juger, penser : [[ὀρθῶς]] γ. [[περί]] τινος THC juger droitement de qch ; περὶ τῆς βοηθείας [[ταῦτα]] [[γιγνώσκω]] DÉM au sujet du secours, voilà ce que je pense;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> prendre une décision, décider, résoudre : σὺ δ’ αὐτὸς [[γνῶθι]] τίνα πέμπειν δοκεῖ ESCHL mais décide toi-même qui tu crois devoir envoyer ; ἐγνωσμένον [[ἐστί]] LUC c’est chose décidée ; <i>particul. en parl. de décisions judiciaires, politiques, etc.</i><br /><b>4</b> connaître, avoir des relations intimes.<br />'''Étymologie:''' R. Γνω, connaître, avec redoubl. ; cf. <i>lat.</i> gno- dans cognosco, cognomen, etc.
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγνώσκω Medium diacritics: γιγνώσκω Low diacritics: γιγνώσκω Capitals: ΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: gignṓskō Transliteration B: gignōskō Transliteration C: gignosko Beta Code: gignw/skw

English (LSJ)

Dor. (Epich.9, Pi.O.6.97), Aeol., Ion., and after Arist. γινώσκω, but γιγνώσκω in early Att. Inscrr., as IG12.127.19 (κατα-), etc.: fut.

   A γνώσομαι Il.23.497, etc., Dor. 3sg. γνωσεῖται Call.Lav. Pall.123 (γνώσω is f.l. in Hp.Steril.215); Cret. form ἀνα-γνώοντι dub. in GDI5075 (for aor. 1, v. ἀναγιγνώσκω): pf. ἔγνωκα Pi.P.4.287, etc.: aor. 2 ἔγνων Il.13.72, etc., Ep. dual γνώτην Od.21.36, Dor. 3pl. ἔγνον Pi.P.4.120; imper. γνῶθι Epich.[264], etc.; subj. γνῶ, γνῷς, γνῷ Il.1.411, etc., Ep. also γνώω, γνώομεν Od.16.304, γνώωσι Il.23.610; opt. γνοίην Il.18.125, etc.; pl. γνοῖμεν Pl.Alc.1.129a; inf. γνῶναι Od.13.312, etc., Ep. γνώμεναι Il.21.266; part. γνούς S.El.731, etc.:—Med., aor. 1 γνώσασθαι Man.2.51:—Pass., fut. γνωσθήσομαι Ar.Nu.918, Th.1.124, etc.: aor. ἐγνώσθην A.Supp. 7 (lyr.), E.El.852, Th.2.65: pf. ἔγνωσμαι E.HF1287, Th.3.38:— come to know, perceive, and in past tenses, know, c. acc., Il.12.272, etc.; as dist. fr. οἶδα know by reflection, γιγνώσκω, = know by observation, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Th.1.69; ἐγὼ δ' οἶδ' ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες D.18.276; χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή it is hard to perceive whether one knows or not, Arist.AP0.76a26; discern, distinguish, recognize, ὄφρ' εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα Il. 5.128; ἀσπίδι γιγνώσκων by his shield, ib.182; ironically, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται he will learn him to his cost, 18.270; νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα Theoc.3.15: sts. c. gen., γνώτην ἀλλήλων were aware of... Od.21.36, cf. 23.109.    2 folld. by relat. clauses, γιγνώσκω δ' ὡς . . I perceive that... 21.209; ἔγνως ὡς θεός εἰμι Il.22.10; ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ar.Nu.1095; γ. ὅτι . . Heraclit. 108, A.Pr.104,379, etc.; ἵν' εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι . . D.21.143; γνώμεναι εἴ μιν . . φοβέουσι Il.21.266; γ. τί πέπονθε πάθος Pl.Phlb.60d: c. acc. and relat. clause, Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Il.5.85; γ. θεοὺς οἵτινές εἰσι Heraclit.5; Σωκράτην γ. οἷος ἦν X.Mem.4.8.11; τοὺς Πέρσας γ. ὅτι . . Id.Cyr.2.1.11; also ἀλλοτρίας γῆς γ. ὅτι δύναται φέρειν Id.Oec.16.3: c. part., ἔγνων μιν . . οἰωνὸν ἐόντα perceived that he was... Od.15.532; γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Th.1.25; ἔγνωκα . . ἠπατημένη S.Aj.807; ἔγνων ἡττημένος I felt that I was beaten, Ar.Eq.658; χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις Id.Nu.912, cf. Antipho 5.33, X.Cyr. 7.2.17: c. gen., ὡς γνῶ χωομένοιο when he was aware of... Il.4.357, cf. Pl.Ap.27a: c. inf., ἵνα γνῷ τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχεστέραν S. Ant.1089: c. acc. et inf., recognize that... Th.1.43, etc.; take a thing to mean that... Hdt.1.78: c. dupl. acc., perceive or know another to be... οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους X.An.1.7.4: abs., ὁ γιγνώσκων the perceiver, opp. τὰ γιγνωσκόμενα the objects perceived, Pl.R.508e; also ὁ γ. one who knows, a prudent person, ib.347d:—Pass., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ . . if it were known of them in what... Id.Prt.342b.    II form a judgement, think, ταὐτά Hdt.9.2; τἀναντία τούτοις γ. X. HG2.3.38; οὕτω γ. Id.An.6.1.19; τὰ δίκαια γ. Lys.22.2; ἃ γιγνώσκω λέγειν( = τὴν γνώμην λ.) D.4.1; περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω Id.1.19; τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι . . Men.572, cf. 648; ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου οὕτω γίγνωσκε X.Cyr.2.3.15: abs., αὐτὸς γνώσῃ see thou to that, Pl.Grg.505c; esp. in dialogue, ἔγνων I understand, S.Aj. 36; ἔγνως you are right, Id.Tr.1221, E.Andr.883; ἔγνωκας; Lat. tenes? Nausicr.1.5; judge, determine, decree that... c. acc. et inf., Hdt.1.74, 6.85, Isoc.17.16: c. inf., determine to... And.1.107:— Pass., to be pronounced, of a sentence or judgement, Th.3.36; παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα D.33.33, cf. 59.47; κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Isoc.6.30.    2 Pass., of persons, to be judged guilty, A.Supp.7; γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Arist.Rh.Al.1431b30; τεθνάτω ἐὰν γνωσθῇ, ἐὰν δὲ φυγὴ γνωσθῇ, φευγέτω IG12.10.29.    3 pf. Pass. with act. sense, ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους are determined, D. 18.228 (sed leg. ἡμᾶς).    III know carnally, Men.558.5, Heraclid. Pol.64, LXX Ge.4.1, al., Ev.Matt.1.25, Plu.Galb.9, etc.    IV γ. χάριν, = εἰδέναι χάριν, D.C.39.9.    B causal, make known, celebrate, γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Pi.O.13.3 acc. to Sch. ad loc., v. dub. (Root γνω-, cf. Skt. jānāmi, jñātas, Lat. gnosco, gnotus, etc.)

German (Pape)

[Seite 492] erkennen, kennen; mit Reduplication von der Wurzel γνο, von der auch νόος, entstanden aus γνώος, vgl. nosco, in compos. gnosco, cognosco, agnosco, dignosco; Sp. γινώσκω, als var. lect. auch im Hom., vielleicht sogar überall als Lesart Aristarchs, s. z. B. Scholl. Aristonic. Iliad. 15, 241; fut. γνώσομαι; aor. ἔγνων, γνῶναι, γνούς; ἔγνων = ἔγνωσαν Pind. P. 9, 82 I. 2, 23; vgl. ἐπιγνώῃ; pf. ἔγνωκα, ἔγνωσμαι; aor. p. ἐγνώσθην; – 1) kennen lernen, erkennen, wahrnehmen, nach Plat. Theaet. 209 e = ἐπιστήμην λαβεῖν; Ggstz δοξάζω Rep. V, 476 d. Von Hom. an überall; absolut, γιγνώσκω, φρονέω· τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις, ich verstehe, ich begreife, Odyss. 16, 136. 17, 193. 281; mit accus., εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται, er wird ihn (zu seinem Schaden) kennen lernen, Il. 18, 270; vgl. Theocr. 3, 15; τοὺς αἰτίους Plat. Phaed. 116 c; τὴν φωνήν, erkennen, Prot. 3100; οἵους αὐτούς, für was für Leute ihr sie ansehen, erkennen werdet, Xen. An. 1, 7, 4; τινός, Odyss. 23, 109 ἦ μάλα νῶι γνωσόμεθ' ἀλλήλων καὶ λώιον; 21, 36 οὐδὲ τραπέζῃ γνώτην ἀλλήλων; Iliad. 4, 357 ὡς γνῶ χωομένοιο, als er bemerkte, daß der Andere zürnte, s. Scholl. Aristonic. u. vgl. Sengebusch Ariston. p. 6 sq.; vgl. Xen. Oec. 16, 3; ἐμοῦ ποιοῦντος Cyr. 7, 2, 18. Gew. folgt ὅτι, auch ὡς, Od. 21, 209; εἰ Il. 21, 266; ἔγνω τὸνἩσίοδον ὅτι ἦν σοφός Plat. Rep. V, 466 c; c. partic., ἔγνων μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Od. 15, 532; γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν, daß sie keine Hülfe bekämen, Thuc. 1, 25; Xen. Hell. 3, 1, 9; ἔγνων ἡττημένος, ich merkte, daß ich besiegt sei, Ar. Equ. 658; γιγνώσκω ἀπιστούμενος Xen. Cyr. 7, 2, 17. – S. v. a. wiedererkennen, ἀναγνωρίζειν, Hom. Iliad. 15, 241 νέον δ' ἐσαγείρετο θυμόν, ἀμφὶ ἓγιγνώσκων ἑτάρους, s. Scholl. Aristonic. – 2) Uebh. wissen, einsehen, πᾶς ὁ γιγνώσκων, jeder Kluge, Plat. Rep. I, 347 d, wie Sp. auch χάριν γιγνώσκειν für εἰδέναι sagen. – 3) meinen, urtheilen, εἴ τις οἴεται – οὐκ ὀρθῶς ἔγνωκεν Dem. 4, 29; ἐγνώκασι, τὸν θάνατον πᾶσι κοινὸν εἶναι Xen. An. 3, 1, 43; vgl. Cyr. 2, 2, 23; ὀρθῶς περί τινος Thuc. 2, 22; Isocr. 4, 139 u. sonst; von richterlicher Entscheidung, erkennen, Her. 6, 85; τὰ δίκαια Dem. 19, 240; ἡ παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα, widerrechtlich gefälltes Erkenntniß der Schiedsrichter, Dem. 33, 33; κρίσις ἐγνωσμένη ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν Isocr. 6, 30; bei Aesch. Suppl. 7 = verurtheilen; auch von den Beschlüssen des Raths u. der Gesetzgeber, χαλεπόν τι γ. περί τινος, hart gegen jem. verfahren, Dion. Hal. 54, 7; übh. beschließen, bestimmen, c. acc. u. inf., Her. 1, 74; vgl. Aesch. Spt. 632 σὺ δ' αὐτὸς γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς; ἐγνωσμένον ἐστί, es ist beschlossen, Luc. Nigr. 3. – 4) erkennen, vom Bei schlaf, Callim. ep. 58, 3; Plut. Alex. 21 u. öfter; N. T., z. B. Matth. 1, 25 u. a. Sp., bes. K. S. – 5) Pind. braucht factitiv γνώσομαι Κόρινθον, ich will bekannt machen, preisen, Ol. 13, 3, wie man auch 6, 89 erkl.: πρῶτον μὲν Ἥραν κελαδῆσαι γνῶναί τ' ἔπειτα – εἰ φεύγομεν.

Greek (Liddell-Scott)

γιγνώσκω: (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ της √ΓΝΟ, ἴδε ἐν τέλ.), Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. γινώσκω, ἀλλὰ γιγνώσκω ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., πρβλ. γίγνομαι καὶ ἴδε Meisterh. 3 Gr. Att. I. 178, 21· μέλλ. γνώσομαι Ἰλ. Ψ. 497, Ἀττ., σπανίως γνώσω Ἰππ. 3. 7· ὑπάρχει καὶ Κρητικός τις τύπος ἀναγνώονται Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 40·- (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτ. Β καὶ ἀναγιγνώσκω)· - πρκμ. ἔγνωκα Ἀττ.·- ἀόρ. β΄ ἔγνων (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. εἰς –μι), Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. γνῶν Ὀδ. Φ. 36, Δωρ. γ΄ πληθ. ἔγνον Πίνδ. Π. 7, 79 καὶ Ἰ. 2, 23 (ἀνέγνον)· προστ. γνῶθι Ἀττ.· ὑποτ. γνῶ, γνῷς, γνῷ, Ἰλ., Ἀττ., Ἐπ. ὡσαύτως γνώω, γνώομεν Ὀδ. Π. 304, γνώωσι Ἰλ. Ψ. 610· εὐκτ. γνοίην Ἰλ., Ἀττ., πληθ. γνοῖμεν (ἀντὶ γνοίημεν) Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129Α· ἀπαρέμφ. γνῶναι Ὀδ., Ἀττ., Ἐπ. γνώμεναι Ἰλ. Φ. 266· μετοχ. γνοὺς Ἀττ.– Μέσ., ἀόρ. α΄ γνώσασθαι Μανέθ. 2. 51.– Παθ., μέλλ. γνωσθήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 918, Θουκ., κτλ.· ἀόρ. ἐγνώσθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7, Εὐρ., κτλ.· πρκμ. ἔγνωσμαι Εὐρ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.) Ἀρχίζω νὰ ἐννοῶ, διακρίνω, καταλαμβάνω, σημειῶ, μανθάνω, καὶ ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις = γνωρίζω, ἐξεύρω, μ. αἰτ., Ὅμ., κτλ.·- ὡσαύτως, διακρίνω, παρατηρῶ· ὡς εὖ γιγνώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα, διὰ νὰ κάμῃς διάκρισιν μεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 128· ἀσπίδι γιγνώσκων, ἐκ τῆς ἀσπίδος του, διὰ τῆς ἀσπ., αὐτ. 182, πρβλ. 815, 824· εἰρωνικῶς, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται, καλὰ θὰ τὸν γνωρίσῃ μὲ ζημίαν του, Σ. 270, πρβλ. 125, Σοφ. Ἀντ. 960, Θεόκρ. 3. 15 (ὡς τὸ Λατ. sentire καὶ scire, Τερ. Εὐν. 1. 1, 21, Βεργ. Ἐκλ. 8. 43)· ἐνίοτε ὡσαύτως μ. γεν., γνώτην ἀλλήλων, ἐγίγνωσκον ἀλλήλους, περὶ ἀλλήλων…, Ὀδ. Φ. 36, πρβλ. Ψ. 109 (ἣν σύνταξιν ἐνίοτε εὑρίσκομεν μετὰ τοῦ εὖ εἰδώς)· οὕτω δὲ καὶ παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Οἰκ. 16, 3. 2) ἑπομένων ἐξηρτημένων προτάσεων, γιγνώσκω δ’ ὡς…, ἐννοῶ ὅτι, καταλαμβάνω…, Ὀδ. Φ. 209· ἔγνως ὡς θεός εἰμι, Ἰλ. Χ. 10· ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ἀριστοφ. Νεφ. 1095· οὕτω, γιγν. ὅτι… Αἰσχύλ. Πρ. 104, 377, κτλ.· ἵν’ εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι… Δημ. 561. 12· οὕτω, γνώμεναι εἴ μιν… φοβέουσι Ἰλ. Φ. 266· Τυδείδην δ’ οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Ε. 85· γ. τί πέπονθε Πλούτ. Φιλ. 60D·- οὕτω καὶ μετὰ μετοχ., ἔγνων μιν… οἰωνὸν ἐόντα, ἐνόησα ὅτι ἦτο…, Ὀδ. Ο. 532· γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν Θουκ. 1. 25· ἔγνωκα… ἠπατημένη Σοφ. Αἴ. 807· ἔγνων ἡττημένος ᾐσθάνθην ὅτι ἤμην νικημένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 658, πρβλ. Νεφ. 912· Ἀντιφ. 133. 20, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 17· ὡσαύτως μ. γεν., ὅταν ἐνόησεν ὅτι…, ὡς γνῶ χωομένοιο Ἰλ. Δ. 357·- ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., ἵνα γνῷ τρέφειν, διὰ νὰ μάθῃ πῶς νὰ ἀνατρέφῃ, Σοφ. Ἀντ. 1089·- μ. διπλ. αἰτ., καταλαμβάνωγνωρίζω ὅτι ἄλλος τις εἶναι…, οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους Ξεν. Ἀν. 1. 7, 4·- ἀπολ., ὁ γιγνώσκων, ὁ ἐννοῶν, ἀντίθ. πρὸς τὰ γιγνωσκόμενα, τὰ ἐννοούμενα, Πλάτ. Πολιτ. 508Ε· ἀλλά, ὁ γ., ὡσαύτως, ὁ ἐννοῶν τὰ πράγματα καὶ τὰς περιστάσεις, φρόνιμος ἄνθρωπος, συνετός, αὐτ. 347D·- οὕτως ἐν τῷ παθ., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ… ἐὰν ἐγίνετο γνωστὸν περὶ αὐτῶν…, Πλάτ. Πρωτ. 342Β. ΙΙ. παρὰ πεζοῖς, παρατηρῶ, καὶ οὕτω σχηματίζω κρίσιν περί τινος πράγματος, κρίνωνομίζω οὕτω καὶ οὕτω, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ., κτλ.· τἀναντία γ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 38· οὕτω γ. ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 9, 19, κτλ.· τὰ δίκαια γ. Λυσ. 164. 22· ἃ γιγνώσκω λέγειν (= τὴν ἐμὴν γνώμην λ.) Δημ. 40. 6· περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω ὁ αὐτ. 14. 18· τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι… Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 47, πρβλ. 113· ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου, οὕτω γίγνωσκε Ξεν. Κύρ. 2. 3, 15· ἀπολ., αὐτὸς γνώσει Πλάτ. Γοργ. 505C· ἰδίως ἐν διαλόγῳ, ἔγνων, ἐνόησα, ἐννοῶ, καταλαμβάνω, «κατάλαβα», Σοφ. Αἴ. 36· ἔγνως, ἔχεις δίκαιον, «καλὰ λέγεις», ὁ αὐτ. Τρῳ. 221, Εὐρ. Ἀνδρ. 885· ἔγνωκας; Λατ. tenes? Ναυσικρ. Ναυκρ. 1.– Παθ., διακηρύττομαι, γνωστὸς γίνομαι, ἐπὶ ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, Θουκ. 3. 36· παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα Δημ. 903. 11, πρβλ. 1360. 23· κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Ἰσοκρ. 121Ε·- ὡσαύτως, κρίνω, δοκιμάζω, ὁρίζω, ἀποφασίζω νά…, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 74, 78., 6. 85, Θουκ. 1. 43, Ἀνδοκ. 14. 28, Ἰσοκρ. 361D, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, δικαζόμενος εὑρίσκομαι ἔνοχος, κηρύττομαι ἔνοχος, Αἰσχύλ. Ἱκετ. 7· γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 16, 2. 3) παθ. πρκμ. μετὰ ἐνεργ. σημ., ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους, ὅτι εἶσθε ἀποφασισμένοι (ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἡμᾶς), Δημ. 303. 27·- πρβλ. γνώμη. ΙΙΙ. γνωρίζω σαρκικῶς, λαμβάνω πεῖραν σαρκικήν, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 32, Καλλ. Ἐπ. 58. 3, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἐβδ. IV. γ. χάριν, ὡς τὸ εἰδέναι, μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Δίωνι Κ. 39. 9, Πλουτ. Γάλβ. 22, κτλ. Β. Σπανιώτατα μεταβ. (πρβλ. ἀναγιγνώσκω), κάμνω γνωστόν, ἐξυμνῶ, κατὰ μέλλ., γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Πίνδ. Ο. 13. 3, πρβλ. 6. 150· κατ’ ἀόρ., πᾶσιν δ’ ἔγνωσεν… Μεγακλέα Συλλ. Ἐπιγρ. 2221. (Ἐκ √ΓΝΟ παράγονται πρὸς τούτοις τὰ νοέω (ὃ ἐ. γνοέω, πρβλ. ἀγνοέω), ἀμφιγνοέω, γνῶναι, (δι’ ἀναδιπλ.) γιγνώσκω, γνώμη, γνωρίζω· πρβλ. Σανσκρ. gn â, ǵânâmi (cognosco), ǵñânam (cognitio)· ǵñâs, ǵñâtis (gnotus ἢ notus)· Λατ. gnosco, notus, nomen, gnarus, i-gnoro· Γοτθ. kunnam (γιγνώσκειν), kunths (γνωστός), kunthi (γνῶσις)· Παλαιο – Σκανδ. kenna· Ἀγγλο – Σαξ. cnâwan· Παλαιο – Γερμ. knâu (Γερμ. kennen), κτλ. – Η ῥίζα αὕτη συνήθως ἀντιτίθεται πρὸς ἑτέραν ὁμοίας σημασίας, ὡς ἐν τῇ Ἑλλ. τὸ γνῶναι πρὸς τὸ ϝειδέναι, ἐν τῇ Ἀγγλ. τὸ know πρὸς τὸ wit ἢ wot, Γερμ. kennen πρὸς τὸ wissen (ἅπερ ἅπαντα ἔχουσιν ἀντιστοιχούσας ῥίζας), ὡς καὶ τὸ Λατ. novisse πρὸς τὸ scire, τὸ Γαλλικὸν connaître πρὸς τὸ savoir, κτλ. Ἡ ἀκριβὴς διάκρισις φαίνεται νὰ εἶναι αὕτη: ὅτι δηλ. τὰ μὲν τῆς πρώτης τάξεως ἐγνωκέναι, novisse, κτλ., σημαίνουσι γνῶσιν ἐκ παρατηρήσεως, τὰ δὲ τῆς δευτέρας εἰδέναι, scire, κτλ., γνῶσιν ἐκ σκέψεως καὶ συλλογισμοῦ, γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Θουκ. 1. 60· ἐγὼ δ’ οἶδ’ ὅτι γιγνώσκετε τοῦτον ἅπαντες Δημ. 318. 6· χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή, εἶναι δύσκολον νὰ ἐννοήσῃ τις ἂν γνωρίζει ἢ ὄχι, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 9, 5, πρβλ. *εἴδω Β. ΙΙ. 1. Ἡ πρώτη τῶν τάξεων τούτων συντάσσεται μετ’ αἰτιατ. συνήθως· ἡ δὲ δευτέρα ἀκολουθεῖται ὑπὸ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀπαρεμφ. ἢ (ἐν τῇ Ἑλλην.) ὑπὸ μετοχῆς, ἴδε ἀνωτ. Ι, ἐν τέλ. Ἡ διάκρισις ἧττον αὐστηρῶς τηρεῖται ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ἢ ἐν ἄλλαις γλώσσαις. Τὸ γιγνώσκω, συντασσόμενον ὡς τὸ οἶδα, σημαίνει: καταλαμβάνω, ἐννοῶ, ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.) γιζί, ἡ, εἶδος κασσίας, Γαλην.· γίζιρ ἢ ζίγιρ Διοσκ. 1. 12.

French (Bailly abrégé)

f. γνώσομαι, ao.2 ἔγνων, pf. ἔγνωκα, pqp. ἐγνώκειν;
Pass. f. γνωσθήσομαι, ao. ἐγνώσθην, pf. ἔγνωσμαι;
I. propr. apprendre à connaître : εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται IL (à sa vaillance et à ses coups) certes il apprendra à le connaître ; οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους XÉN (quand je songe) quels vous apprendrez à connaître ces hommes, càd quelle opinion vous aurez d’eux, quand vous aurez appris à les connaître ; ◊ prov. γνῶθι σεαυτόν ARSTT apprends à te connaître toi-même;
II. se rendre compte, d’où
1 comprendre, reconnaître : ἀσπίδι γιγνώσκων IL (le) reconnaissant à son bouclier ; γ. ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα IL discerner un dieu d’avec un homme ; γ. ὄρνιθας OD connaître le vol des oiseaux, càd en comprendre la signification ; γιγνώσκω σε SOPH je te comprends, je te devine ; avec le gén. : γ. ἀλλήλων OD se reconnaître l’un l’autre ; ὡς γνῶ χωομένοιο IL lorsqu’il s’aperçut qu’il se fâchait ; avec un part. en relat. avec le sujet : ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι XÉN lorsqu’ils s’aperçurent qu’on se défiait d’eux ; ἔγνωκα ἠπατημένη SOPH j’ai compris que j’étais trompée ; avec un acc. suivi de ὅτι ou d’un relat. τοὺς Πέρσας γιγνώσκων ὅτι οὕτως ὡπλισμένοι εἰσίν XÉN se rendant compte que les Perses sont ainsi armés ; τῶν Σωκράτην γιγνωσκόντων οἷος ἦν XÉN ceux qui savent bien ce qu’était Socrate ; avec un inf. : ἵνα γνῷ τρέφειν, etc. SOPH afin qu’il apprenne à prendre soin de, etc. ; abs. être sensé, être raisonnable : ἔγνως ἄν SOPH tu serais devenu raisonnable ; particul. dans le dialogue ἔγνων, je comprends, je sais ; ἔγνως, tu as compris, càd tu as raison, tu dis bien;
2 se faire une opinion, juger, penser : ὀρθῶς γ. περί τινος THC juger droitement de qch ; περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω DÉM au sujet du secours, voilà ce que je pense;
3 en gén. prendre une décision, décider, résoudre : σὺ δ’ αὐτὸς γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ ESCHL mais décide toi-même qui tu crois devoir envoyer ; ἐγνωσμένον ἐστί LUC c’est chose décidée ; particul. en parl. de décisions judiciaires, politiques, etc.
4 connaître, avoir des relations intimes.
Étymologie: R. Γνω, connaître, avec redoubl. ; cf. lat. gno- dans cognosco, cognomen, etc.