-κτόνος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (1 revision imported) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM -[[κτόνος]])<br />β' συνθετικό λ. της Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. [[κτείνω]] και που δηλώνει τον φονέα [[αυτού]] που σημαίνει το α' συνθετικό (πρβλ. [[αδελφοκτόνος]], [[πατροκτόνος]]). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. ([[ταυρόκτονος]] «αυτός που σκοτώθηκε από ταύρο»). Το θ. <i>κτον</i>- της λ. [[είναι]] ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>κτεν</i> (<i>κτεν</i>-<i>jω</i> | |mltxt=(AM -[[κτόνος]])<br />β' συνθετικό λ. της Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. [[κτείνω]] και που δηλώνει τον φονέα [[αυτού]] που σημαίνει το α' συνθετικό (πρβλ. [[αδελφοκτόνος]], [[πατροκτόνος]]). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. ([[ταυρόκτονος]] «αυτός που σκοτώθηκε από ταύρο»). Το θ. <i>κτον</i>- της λ. [[είναι]] ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>κτεν</i> (<i>κτεν</i>-<i>jω</i> > [[κτείνω]]).Παραδείγματα λ. με συνθετικό -[[κτόνος]]: [[αδελφοκτόνος]], [[ανδροκτόνος]], [[ανθρωποκτόνος]], [[αυτοκτόνος]], [[βρεφοκτόνος]], [[μητροκτόνος]], [[μυοκτόνος]], [[νηπιοκτόνος]], [[παιδοκτόνος]], [[πατροκτόνος]], [[τυραννοκτόνος]], [[ψυχοκτόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλληλοκτόνος]], [[αντικτόνος]], [[βαρβαροκτόνος]], [[βουκτόνος]], [[βροτοκτόνος]], [[γαμβροκτόνος]], [[γογγροκτόνος]], [[γυναικοκτόνος]], [[ελαφοκτόνος]], [[θηλυκτόνος]], [[θηριοκτόνος]], [[θηροκτόνος]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιπποκτόνος]], [[κενταυροκτόνος]], [[κυνοκτόνος]], [[κυριοκτόνος]], [[ληστοκτόνος]], [[λυκοκτόνος]], [[μηδοκτόνος]], [[μηλοκτόνος]], [[μνηστηροκτόνος]], [[νεόκτονος]], [[ξενοκτόνος]], [[ξιφοκτόνος]], [[οιωνοκτόνος]], [[οφιοκτόνος]], [[παπποκτόνος]], [[παρδαλιοκτόνος]], [[παρθενοκτόνος]], [[πενθεροκτόνος]], [[περσοκτόνος]], [[πολυκτόνος]], [[πρωτοκτόνος]], [[πυθοκτόνος]], [[σαυροκτόνος]], [[σκυλακοκτόνος]], [[συγγενοκτόνος]], [[συοκτόνος]], [[ταυρόκτονος]], [[ταυροκτόνος]], [[τεκνοκτόνος]], [[τεκοκτόνος]], [[τιτανοκτόνος]], [[τιτυοκτόνος]], [[τραγοκτόνος]], [[φαβοκτόνος]], [[φαραωκτόνος]], [[φονοκτόνος]], [[φυλλοκτόνος]], [[φυτοκτόνος]], [[χιμαροκτόνος]], [[χοιρόκτονος]], [[χοιροκτόνος]], [[χοροκτόνος]], [[χριστοκτόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριδοκτόνος]], [[αρρενοκτόνος]], [[βακτηριοκτόνος]], [[βασιλοκτόνος]], [[γενοκτόνος]], [[εθνοκτόνος]], [[εμβρυοκτόνος]], [[εντομοκτόνος]], [[ζιζανιοκτόνος]], [[ζωοκτόνος]], [[κατσαριδοκτόνο]], [[λιμοκτόνος]], [[μικροδιοκτόνος]], [[μυκητοκτόνος]], [[παρασιτοκτόνος]], [[πνευματοκτόνος]], [[ποντικοκτόνος]], [[σκωληκοκτόνος]], [[συζυγοκτόνος]], [[ταινιοκτόνος]], [[υιοκτόνος]], [[φθειροκτόνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 3 October 2024
Greek Monolingual
(AM -κτόνος)
β' συνθετικό λ. της Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α' συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από ταύρο»). Το θ. κτον- της λ. είναι ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας κτεν (κτεν-jω > κτείνω).Παραδείγματα λ. με συνθετικό -κτόνος: αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος, ανθρωποκτόνος, αυτοκτόνος, βρεφοκτόνος, μητροκτόνος, μυοκτόνος, νηπιοκτόνος, παιδοκτόνος, πατροκτόνος, τυραννοκτόνος, ψυχοκτόνος
αρχ.
αλληλοκτόνος, αντικτόνος, βαρβαροκτόνος, βουκτόνος, βροτοκτόνος, γαμβροκτόνος, γογγροκτόνος, γυναικοκτόνος, ελαφοκτόνος, θηλυκτόνος, θηριοκτόνος, θηροκτόνος, ιερακοκτόνος, ιπποκτόνος, κενταυροκτόνος, κυνοκτόνος, κυριοκτόνος, ληστοκτόνος, λυκοκτόνος, μηδοκτόνος, μηλοκτόνος, μνηστηροκτόνος, νεόκτονος, ξενοκτόνος, ξιφοκτόνος, οιωνοκτόνος, οφιοκτόνος, παπποκτόνος, παρδαλιοκτόνος, παρθενοκτόνος, πενθεροκτόνος, περσοκτόνος, πολυκτόνος, πρωτοκτόνος, πυθοκτόνος, σαυροκτόνος, σκυλακοκτόνος, συγγενοκτόνος, συοκτόνος, ταυρόκτονος, ταυροκτόνος, τεκνοκτόνος, τεκοκτόνος, τιτανοκτόνος, τιτυοκτόνος, τραγοκτόνος, φαβοκτόνος, φαραωκτόνος, φονοκτόνος, φυλλοκτόνος, φυτοκτόνος, χιμαροκτόνος, χοιρόκτονος, χοιροκτόνος, χοροκτόνος, χριστοκτόνος
νεοελλ.
ακριδοκτόνος, αρρενοκτόνος, βακτηριοκτόνος, βασιλοκτόνος, γενοκτόνος, εθνοκτόνος, εμβρυοκτόνος, εντομοκτόνος, ζιζανιοκτόνος, ζωοκτόνος, κατσαριδοκτόνο, λιμοκτόνος, μικροδιοκτόνος, μυκητοκτόνος, παρασιτοκτόνος, πνευματοκτόνος, ποντικοκτόνος, σκωληκοκτόνος, συζυγοκτόνος, ταινιοκτόνος, υιοκτόνος, φθειροκτόνος].