νάρκη: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(2a)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νάρκη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[numbness]], deadness, Lat. [[torpor]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> a [[flat]] [[fish]], the [[torpedo]] or electric ray, Plat.
|mdlsjtxt=[[νάρκη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[numbness]], deadness, Lat. [[torpor]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> a [[flat]] [[fish]], the [[torpedo]] or electric ray, Plat.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νάρκη''': {nárkē}<br />'''Forms''': (sekund. [[νάρκα]] Men. u.a.; Solmsen Wortforsch. 268)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Krampf]], [[Lähmung]], [[Erstarrung]], [[Zitterrochen]] (ion. att.; zum Fischnamen s. Strömberg 57);<br />'''Composita''' : als Hinterglied in [[θηριονάρκη]] f. N. einer schlangenlähmenden Pflanze (Plin.).<br />'''Derivative''': Davon [[ναρκώδης]] [[gelähmt]], [[erstarrt]] (Hp. u.a.); [[ναρκάω]], auch mit ἀπο-, δια-, ἐκ-, [[gelähmt werden]], [[erstarren]] (seit Θ 328) mit [[ἀπονάρκησις]] (Plu.); [[ναρκόω]] [[lahmen]], [[erstarren]] (Hp. u.a.) mit [[νάρκωσις]], -τικός (Mediz.).<br />'''Etymology''' : Als schwundstufiges Verbalnomen mit barytonem. Akzent (vgl. [[πάθη]], [[βλάβη]] u.a., Chantraine Form. 22 f.) kann [[νάρκη]] zu einem primären german. Verb, ahd. ''sner''(''a'')''han'', mhd. ''snerhen'' [[schlingen]], [[knüpfen]], [[zusammenziehen]] gehören; daneben das deverbative awno. ''snara'' [[drehen]], [[schlingen]], [[winden]] (urg. *''snarhōn'') und das Verbalnomen ahd. ''snar''(''a'')''ha'', awno. ''snara'' f. [[Schlinge]] (Fick 1, 575). Hierher vielleicht noch mit Lidén Armen. Stud. 65 f. arm. ''nergew'' [[tenuis]], [[gracilis]], [[λεπτός]], wenn eig. *’zusammengeschnurt, -gezogen’, mit ''ew''-Suffix von einem nominalen *''nerg'', idg. *''snerq''- (WP. 2, 700f., Pok. 976f.). Die Bedeutung [[schlingen]] wird in [[ναρκίον]]· ἀσκόν II. (eig. [[gedrehtes]], [[geflochtenes]]) vermutet (Fick 1, 503, Persson Beitr. 2, 817, Bechtel Lex. 211 f.).<br />'''Page''' 2,290
}}
}}

Revision as of 15:35, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρκη Medium diacritics: νάρκη Low diacritics: νάρκη Capitals: ΝΑΡΚΗ
Transliteration A: nárkē Transliteration B: narkē Transliteration C: narki Beta Code: na/rkh

English (LSJ)

ἡ,

   A numbness, deadness, caused by palsy, frost, fright, etc., Hp.VM22, Aph.5.25; ν. κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται Ar.V.713, cf. Arist.HA515b20, Pr.867b29, 954a23 (pl.).    II torpedo, electric ray, which benumbs any one who touches it, Antiph.132.2, Anaxandr.41.52, etc.; ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Pl.Men.80a, cf. Arist.HA620b19; ν. ποταμία the Egyptian electric eel, Malapterurus electricus, PMag.Osl.1.284, cf. Ath.7.312b: in metapl. acc. νάρκᾰ Opp.C.3.55.

German (Pape)

[Seite 229] ἡ (s. auch νάρκα), ein Fisch, torpedo, bei dessen Berührung man einen lähmenden elektrischen Schlag bekommt, der Krampfroche, Ath. VII c. 95 p. 314, mit Beispielen aus com.; δοκεῖς μοι ὁμοιότατος εἶναι ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ, Plat. Men. 80 a; Arist. H. A. 9, 37 u. A. – Das Erstarren, Starr-, Steifwerden eines Gliedes, die Lähmung; τί ποθ' ὥςπερ νάρκη μου κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται, Ar. Vesp. 713; Arist. probl. 2, 15. 6, 6; ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα (für νάρκη), Menand. bei Ath. VII, 314 b; einzeln bei Sp., z. B. Erstarrung vor Frost, ueben θερμασία, Plut. de sanit. tuenda p. 388.

Greek (Liddell-Scott)

νάρκη: ἡ, ἀναισθησία, παράλυσις, νέκρωσις, Λατ. torpor, προξενουμένη ἐκ γενικῆς παραλύσεως, παγετοῦ, φόβου, κτλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφ. 1254· νάρκη καταχεῖται κατὰ τῆς χειρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 713· ὡς νόσος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 7, Προβλ. 2. 15., 6. 6· - ὁ Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 1 λέγει καὶ νάρκα, περὶ οὗ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 331. ΙΙ. πλατὺς ἰχθὺς ναρκῶν καὶ παραλύων πάντα ἐγγίζοντα αὐτόν, κοινῶς «μουδιάστρα», torpedo, Ἀθήν. 314Β· ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Πλάτ. Μένων 80Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3, κατὰ μεταπλ. αἰτ. νάρκᾰ, Ὀππ. Κυν. 3. 55.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 engourdissement, torpeur;
2 torpille, poisson.
Étymologie: DELG rien de définitif.

Spanish

torpedo

Greek Monolingual

και νάρκα, η (ΑΜ νάρκη, Α και νάρκα)
1. πρόσκαιρη ελάττωση ή και απώλεια της αισθητικής και κινητικής ικανότητας, μούδιασμα, τάση για ύπνο, παράλυση που οφείλεται σε φόβο, κρύο ή αποπληξία, λήθαργος, βύθος (α. «οὐ λαμβάνει δὲ οὐδὲ νάρκη, ὅπου μὴ νεῡρόν ἐστι τοῦ σώματος», Αριστοτ.
β. έπεσε σε νάρκη»)
2. ζωολ. γένος σελάχιων ψαριών της οικογένειας τών τορπινιδών, το οποίο ναρκώνει, παραλύει ή και θανατώνει με ηλεκτρική εκκένωση το θύμα του όταν το ακουμπήσει, κν., σήμερα, μουδιάστρα ή μαργωτήρα («ἥ τε νάρκη ναρκᾱν ποιοῡσαν ὧ ἂν κρατήσειν μέλλῃ ἰχθύων τῷ τρόπῳ ὃν ἔχει ἐν τῷ σώματι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. στρ. εκρηκτικός μηχανισμός χρησιμοποιούμενος στη θάλασσα ή στην ξηρά για την ανατίναξη σκαφών, οχημάτων ή έμψυχου υλικού
2. μτφ. αδράνεια του πνεύματος, αποχαύνωση («να φυλάγεται από τη μισή μόρφωση και από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη», Σεφέρ.)
3. φρ. α) «χειμερία νάρκη»
βιολ. ληθαργική κατάσταση ύπνου στην οποία πέφτουν ορισμένα θηλαστικά κατά τον χειμώνα
β) «θερινή νάρκη» — νάρκη που παρατηρείται σε ορισμένα ζώα τών θερμών ζωνών της Γης
αρχ.
φρ. «νάρκη ποταμία» — είδος χελιού της Αιγύπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μηδενισμένη βαθμίδα -αρ-και η βαρυτονία του νάρκη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μεταρρηματικό παρ., όπως τα πάθη, βλάβη, ενός αμάρτυρου ρ. που αντικαταστάθηκε από το μετονοματικό ναρκάω. Συνδέεται με τ. τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «δένω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. sner(a)-han, νορβ. snara κ.ά.). Πιο αβέβαιη η σύνδεση του με το αρμ. nergew «λεπτός». Η ονομασία του ψαριού νάρκη οφείλεται στο ότι αυτό παραλύει τη λεία του με ηλεκτρικές εκκενώσεις. Αξιοσημείωτος είναι ο σημασιολογικά παράλληλος σχηματισμός της ονομασίας του ψαριού torpedo (< torpeo «ναρκώνω») στη Λατινική.
ΠΑΡ. ναρκόω(-ώνω)
αρχ.
ναρκώδης
αρχ.-μσν.
ναρκιώ, ναρκώ
μσν.
ναρκότης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ναρκαλιεύω, ναρκοανάλυση, ναρκοβόλο, ναρκοδηλητηρίαση, ναρκοθεραπεία, ναρκοθέτιδα, ναρκοθετώ, ναρκοληψία, ναρκομανής, ναρκομέδουοες, ναρκοπέδιο, ναρκοσυλλέκτης, ναρκοσύνθεση. (Β' συνθετικό) αρχ. θηριονάρκη.

Greek Monotonic

νάρκη: ἡ,
I. αναισθησία, απονέκρωση, παράλυση, Λατ. torpor, σε Αριστοφ.
II. πλατύ ψάρι που ναρκώνει όποιον το αγγίζει, της οικογένειας των Τορπεδινιδών, «ηλεκτρισμένο» ψάρι ή «μουδιάστρα», σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νάρκη:
1) оцепенение, онемение или паралич Plat., Arst., Plut.: ν. κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται Arph. рука немеет;
2) зоол. гнюс, электрический скат Plat. Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: numbness, deadness, electric ray (IA.; on the fish s. Strömberg 57);
Other forms: second. νάρκα Men.; Solmsen Wortforsch. 268
Compounds: As 2. member in θηριο-νάρκη f. name of a plant that paralyzes a snake (Plin.).
Derivatives: ναρκώδης paralysed (Hp.); ναρκάω, also with ἀπο-, δια-, ἐκ-, be paralysed (Θ 328) with ἀπονάρκη-σις (Plu.); ναρκόω paralyse, become fixed (Hp.) with νάρκω-σις, -τικός (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As zero grade verbal noun with barytone accent (cf. πάθη, βλάβη a.o., Chantraine Form. 22 f.) νάρκη might belong to a primary German. verb, OHG sner(a)han, MHG snerhen swing, knot, draw together; beside it the deverbative OWNo. snara turn, swing, wind (PGgm. *snarhōn) and the verbal noun OHG snar(a)ha, OWNo. snara f. swing (Fick 1, 575). Here perh. also with Lidén Armen. Stud. 65 f. Arm. nergew tenuis, gracilis, λεπτός, if pop. *'girded, drawn together', with ew-suffix from a nominal *nerg, IE *snerk- (WP. 2, 700f., Pok.976f.). The meaning swing etc. is supposed for ναρκίον ἀσκόν II. (prop. turned, twined); Fick 1, 503, Persson Beitr. 2, 817, Bechtel Lex. 211 f.). The supposed connection is semantically far from convincing; als we would expect *νδρακ-. Given the fish-name, we should rather assume a Pre-Greek word *nark-.

Middle Liddell

νάρκη, ἡ,
I. numbness, deadness, Lat. torpor, Ar.
II. a flat fish, the torpedo or electric ray, Plat.

Frisk Etymology German

νάρκη: {nárkē}
Forms: (sekund. νάρκα Men. u.a.; Solmsen Wortforsch. 268)
Grammar: f.
Meaning: Krampf, Lähmung, Erstarrung, Zitterrochen (ion. att.; zum Fischnamen s. Strömberg 57);
Composita : als Hinterglied in θηριονάρκη f. N. einer schlangenlähmenden Pflanze (Plin.).
Derivative: Davon ναρκώδης gelähmt, erstarrt (Hp. u.a.); ναρκάω, auch mit ἀπο-, δια-, ἐκ-, gelähmt werden, erstarren (seit Θ 328) mit ἀπονάρκησις (Plu.); ναρκόω lahmen, erstarren (Hp. u.a.) mit νάρκωσις, -τικός (Mediz.).
Etymology : Als schwundstufiges Verbalnomen mit barytonem. Akzent (vgl. πάθη, βλάβη u.a., Chantraine Form. 22 f.) kann νάρκη zu einem primären german. Verb, ahd. sner(a)han, mhd. snerhen schlingen, knüpfen, zusammenziehen gehören; daneben das deverbative awno. snara drehen, schlingen, winden (urg. *snarhōn) und das Verbalnomen ahd. snar(a)ha, awno. snara f. Schlinge (Fick 1, 575). Hierher vielleicht noch mit Lidén Armen. Stud. 65 f. arm. nergew tenuis, gracilis, λεπτός, wenn eig. *’zusammengeschnurt, -gezogen’, mit ew-Suffix von einem nominalen *nerg, idg. *snerq- (WP. 2, 700f., Pok. 976f.). Die Bedeutung schlingen wird in ναρκίον· ἀσκόν II. (eig. gedrehtes, geflochtenes) vermutet (Fick 1, 503, Persson Beitr. 2, 817, Bechtel Lex. 211 f.).
Page 2,290