ὠδίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠδίνω:''' (ῑ) [[ὠδίς]]<br /><b class="num">1)</b> [[испытывать родовые муки]], [[мучиться в родах]] Hom., Arph., Plat., Theocr.: ὠδίνουσαι γυναῖκες Plut. роженицы;<br /><b class="num">2)</b> [[рожать в муках]] (τινά Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[тяжело страдать]], [[мучиться]]: ὠ. ὀδύνῃσιν Hom. испытывать страшные боли; ὠ. Κύπριδι Anth. страдать от любви; ὠ. ψυχὰν [[ὑπέρ]] τινος Eur. страдать душой за кого-л.; ὠ. τῶν ἀφιγμένων Eur. тяжело страдать от происшедшего;<br /><b class="num">4)</b> [[мучительно работать]], [[тяжело трудиться]] (ὠδίνουσι μέλισσαι Anth.): ὠ. περί τινος Plat. мучительно ломать голову над чем-л.;<br /><b class="num">5)</b> [[мучительно переносить]], [[тяжело переживать]] (συμφορᾶς [[βάρος]] Soph.);<br /><b class="num">6)</b> [[причинять мучения]], [[мучить]], [[терзать]] (τινά Soph.).
|elrutext='''ὠδίνω:''' (ῑ) [[ὠδίς]]<br /><b class="num">1</b> [[испытывать родовые муки]], [[мучиться в родах]] Hom., Arph., Plat., Theocr.: ὠδίνουσαι γυναῖκες Plut. роженицы;<br /><b class="num">2</b> [[рожать в муках]] (τινά Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[тяжело страдать]], [[мучиться]]: ὠ. ὀδύνῃσιν Hom. испытывать страшные боли; ὠ. Κύπριδι Anth. страдать от любви; ὠ. ψυχὰν [[ὑπέρ]] τινος Eur. страдать душой за кого-л.; ὠ. τῶν ἀφιγμένων Eur. тяжело страдать от происшедшего;<br /><b class="num">4</b> [[мучительно работать]], [[тяжело трудиться]] (ὠδίνουσι μέλισσαι Anth.): ὠ. περί τινος Plat. мучительно ломать голову над чем-л.;<br /><b class="num">5</b> [[мучительно переносить]], [[тяжело переживать]] (συμφορᾶς [[βάρος]] Soph.);<br /><b class="num">6</b> [[причинять мучения]], [[мучить]], [[терзать]] (τινά Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠδίνω Medium diacritics: ὠδίνω Low diacritics: ωδίνω Capitals: ΩΔΙΝΩ
Transliteration A: ōdínō Transliteration B: ōdinō Transliteration C: odino Beta Code: w)di/nw

English (LSJ)

[ῑ], used by early writers only in pres.: fut. A ὠδῑνήσω LXX Hb.3.10: aor. ὤδῑνα AP7.561 (Jul.Aeg.), Opp.C.1.5, Jul.Or.2.56d; ὠδίνησα LXX Ps.7.15:—so aor. Med. and Pass., ὠδινησάμην, -ήθην, Aq.Ps.113(114).7, Pr.8.25:—to have the pains of childbirth, be in travail, ὡς δ' ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Il.11.269; ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειθυίας Theoc.27.29, cf. Ar.Th.502, Ec.529, Hp.Epid.5.25, Pl.R.395e, etc. 2 c. acc., to be in travail of a child, bring forth, E.IA1234, LXX Ca.8.5: of animals, ὠ. νεοττούς Ael.NA 2.46: prov., ὤδινεν ὄρος Luc.Hist.Conscr.23. II metaph. of any great pain, to be in travail or anguish, of the Cyclops, στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσι Od.9.415; Κύπριδι AP7.30 (Antip.Sid.); labour painfully, ὠδίνουσι μέλισσαι ib.9.363.22 (Mel.(?)); of the mind, to be in the throes or agonies of thought, Pl.Tht.148e, al.; κυοῦμέν τε καὶ ὠ. περὶ ἐπιστήμης ib.210b; ὑπὲρ δισσῶν μίαν ὠδίνειν ψυχήν E.Hipp. 258 (anap.); ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς what you mean, S.Aj.794, cf. E. Heracl.644; ὠδίνειν εἴς τι to long painfully for a thing, Hld.5.32: c. inf., Id.2.21, Him.Ecl.13.38, Or.4.1: c. acc., Hld.10.31; ἔξοδον Chor.42.20 p.517 F.-R. b worry, fuss, ὠδίνοντα μήποτε λήγειν περὶ τοῦ σώματος Pl.R.407c. 2 c. acc., to be in travail with, συμφορᾶς βάρος S.Tr.325; τὴν καύχησιν τὴν σοφιστικήν Epicur.Fr. 93, cf. AP9.578 (Leo Phil.) (where ὧν is in the case of the anteced. by attraction). 3 Causal, cause to quiver, as in travail, φωνὴ βροντῆς ὠδίνησε γῆν LXX Si.43.17(18) cod.Alex.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤδινον, f. ὠδινῶ et ὠδινήσω, ao. ὠδίνησα et ὤδινα;
Pass. seul. ao. ὠδινήθην;
1 éprouver les douleurs de l'enfantement, enfanter avec douleur;
2 p. ext. éprouver une douleur violente : ὠδίνων ὀδύνῃσιν OD souffrant des douleurs cruelles ; au mor. être dans l'angoisse, être anxieux ; avec un acc. : συμφορᾶς βάρος SOPH garder renfermé dans son sein le douloureux fardeau de son infortune ; ὑπέρ τινος EUR souffrir pour qqn.
Étymologie: ὠδίς.

Russian (Dvoretsky)

ὠδίνω: (ῑ) ὠδίς
1 испытывать родовые муки, мучиться в родах Hom., Arph., Plat., Theocr.: ὠδίνουσαι γυναῖκες Plut. роженицы;
2 рожать в муках (τινά Eur.);
3 тяжело страдать, мучиться: ὠ. ὀδύνῃσιν Hom. испытывать страшные боли; ὠ. Κύπριδι Anth. страдать от любви; ὠ. ψυχὰν ὑπέρ τινος Eur. страдать душой за кого-л.; ὠ. τῶν ἀφιγμένων Eur. тяжело страдать от происшедшего;
4 мучительно работать, тяжело трудиться (ὠδίνουσι μέλισσαι Anth.): ὠ. περί τινος Plat. мучительно ломать голову над чем-л.;
5 мучительно переносить, тяжело переживать (συμφορᾶς βάρος Soph.);
6 причинять мучения, мучить, терзать (τινά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠδίνω: [ῑ], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ ἐνεστ.· μέλλ. ὠδῐνῶ ἢ ὠδῐνήσω, Ἑβδ. ἀόρ ὤδῑνα Ὀππ. Κυνηγ. 1. 5, Ἰουλιαν. 56D, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 144Α· παρὰ τοῖς Ἑβδ. ὡσαύτως ὠδίνησα· οὕτω μέσ. ἀόρ. καὶ παθ. ὠδινησάμην -ήθην Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ. Ἔχω ὠδῖνας, πόνους τοκετοῦ, «κοιλοπονῶ», ὡς δ᾿ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Ἰλ. Λ. 269· ὠδίνειν τρομέω· πικρὸν βέλος Εἰλειθυίας Θεόκρ. 27, 27· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 502, Ἐκκλ. 529, Πλάτ., κλπ. 2) μετ᾿ αἰτ., τίκτω, γεννῶ, μητρός, ἢ πρὶν ὠδίνουσ᾿ ἐμὲ Εὐρ. Ι. Α. 1234, Ἑβδ.· οὕτως ἐπὶ ζῴων, ὠδ. νεοττοὺς Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 46· μέλισσα κηρίον ὠδ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 343. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ ἄλγους, πονῶ πολύ, ἀλγῶ, ἀγωνιῶ, ἐπὶ τοῦ Κύκλωπος, στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσιν Ὀδ. Ι. 415· ἐν δ᾿ Ἀχέροντος ὢν ὅλος ὠδίνεις Κύπριδι θερμοτέρῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 30· ἐργάζομαι μετὰ κόπου καὶ μόχθου, κοπιῶ, μέλισσα αὐτόθι 9. 363, 22· ἐπὶ τοῦ πνεύματος, διατελῶ ἐν τοῖς πόνοις τῶν σκέψεων, ἐγκυμονῶ στοχασμούς, γνώμας, ἐννοίας, Πλάτ. Θεαίτ. 148Ε, κ. ἀλλ.· ὠδ. περὶ ἐπιστήμης αὐτόθι 210Β. ὑπέρ τινος Εὐρ. Ἱππ. 258· ὥστε μ᾿ ὠδίνειν τί φῄς, ὥστε νὰ ἀγωνιῶ διὰ τὴν ἔννοιαν τῶν λόγων σου, Σοφ. Αἴ. 794, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 644· ὠδίνω εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος σφοδρῶς καὶ μετὰ πόνου, Ἡλιόδ. 5. 32· καὶ μετ᾿ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 2. 21. 2) μετ᾿ αἰτ., αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος, ὑφισταμένη τὰς ὠδῖνας, Σοφ. Τραχ. 325· ἀπειλὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 225· τὴν ἀλήθειαν Εὐσέβ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· ὧν ἥδε βίβλος ἔνδον ὠδίνω Ἀνθ. Παλατ. 9. 578 (ἔνθα ἐτέθη ὧν καθ᾿ ἕλξιν). 3) μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ ὡς ἡ ὠδίνουσα, ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΓ´, 16). Ἡ μεταφ. σημασία εἶναι συνήθης παρὰ τοῖς Ἐκκλησ.

English (Autenrieth)

writhe with pain, be in pain, travail, Il. 11.269.

English (Strong)

from ὠδίν; to experience the pains of parturition (literally or figuratively): travail in (birth).

English (Thayer)

from Homer down; the Sept. for חוּל, thrice for חִבֵּל; to feel the pains of childbirth, to travail: οὖς πάλιν ὠδίνω, i. e. whose souls I am striving with intense effort and anguish to conform to the mind of Christ, συνωδίνω.)

Greek Monolingual

ὠδινῶ, -άω, ΝΑ ὠδίς, -ῑνος]
νεοελλ.
(μόνον το μέσ.) ωδινώμαι
μτφ. αγωνιώ
αρχ.
ωδίνω.
ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α ὠδίς, -ῑνος]
1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ
2. μτφ. αγωνιώ
3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα
μσν.
παράγωμέλισσα κηρίον ὠδίνουσα», Χριστόδ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) α) τίκτω, γεννώ
β) υφίσταμαι ωδίνες, έχω οξύ πόνο
2. μτφ. α) (για το πνεύμα) εγκυμονώ σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ κενός, ἀλλ' ἐγκύμων εἶναι», Πλάτ.)
β) (γενικά) πονώ πολύ
γ) επιθυμώ πάρα πολύ
3. (μτβ.) κάνω κάτι να τρέμει σαν την ετοιμόγενη γυναίκα («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὠδίνω: [ῑ], συνήθως στον ενεστ.,
I. 1. έχω πόνους ή ωδίνες τοκετού, (κοιλο)πονώ ή υποφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ., γεννώ, σε Ευρ.
II. 1. μεταφ., λέγεται για κάθε δυνατό πόνο, πονώ ή αγωνιώ, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη μέλισσα, εργάζομαι σκληρά, σε Ανθ.· λέγεται για το πνεύμα, βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικού μόχθου, εγκυμονώ στοχασμούς, διενεργώ με το μυαλό πνευματικές διεργασίες, ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς, ώστε να είμαι σε αγωνία για αυτό που λες, για την έννοια των λόγων σου, σε Σοφ.
2. με αιτ., πονώ για κάποιο πράγμα, στον ίδ., σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠδῑ́νω, mostly in pres.]
I. to have the pains or throes of childbirth, to be in travail or labour, Il., Plat., etc.
2. c. acc. to be in travail of a child, to bring forth, Eur.
II. metaph. of any great pain, to be in travail or anguish, Od., Eur.: to work hard, to travail, of bees, Anth.:—of the mind, ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς so that I am in an agony as to what you mean, Soph.
2. c. acc. to be in travail with a thing, c. acc., Soph., Anth. [from ὠδίς

Chinese

原文音譯:çd⋯nw 哦笛挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:痛苦 相當於: (חוּל‎ / חִיל‎)
字義溯源:經過生產之痛苦,經過產難,受生產之苦,艱難中;源自(ὠδίν)=劇痛),而 (ὠδίν)出自(ὀδύνη)=傷痛),而 (ὀδύνη)出自(δύνω)=落下), (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(3);加(2);啓(1)
譯字彙編
1) 我⋯受生產之苦(1) 加4:19;
2) 艱難中(1) 啓12:2;
3) 經過產難(1) 加4:27

Mantoulidis Etymological

(=ἔχω πόνους γέννας, κοιλοπονῶ, γεννῶ). Ἀπό τό οὐσ. ὠδίς -ῖνος, ἡ (=πόνος γέννας, στενοχώρια).
Παράγωγα: ὠδίνημα (=γέννημα, τέκνο).

German (Pape)

1 Geburtsschmerzen, Geburtswehen haben, unter Schmerzen gebären, und überhaupt gebären; Il. 11.269; Eur. I.A. 1234; Ar. Th. 502; Sp., ὠδίνουσι γυναῖκες Plut. Thes. 20; τὸν ὠδίνοντα λόχον Lycophr. 342. – mit Mühe arbeiten, Mel. 110 (IX.363), Col. 97.
2 überhaupt heftige Schmerzen empfinden, στενάχων τε καὶ ὠδίνων ὀδύνῃσιν Od. 9.415 vom Zyklopen; sich ängstigen, ὥστε μ' ὠδίνειν τί φῄς Soph. Aj. 781; αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος Trach. 324.
3 übertragen, mit Etwas schwanger gehen, Etwas im Sinne haben, Etwas vorhaben; Plat. Theaet. 148c, 210b; c. inf., Hel. 2.21.