ἀγλαός: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "διαθρύλλητος, διαπρεπής, διάσημος" to "διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[splendid]], [[shining]], [[bright]], [[beautiful]], Hom., Hes.<br /><b class="num">II.</b> of men, [[either]] [[beautiful]] or [[famous]], Il.; c. dat. rei, [[famous]] for a [[thing]], Il. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |
Revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
[ᾱγλᾰ-], ἀγλαή, ἀγλαόν, also ἀγλαός, ἀγλαόν Thgn.985, E.Andr.135:—
A splendid, shining, bright, epithet of beautiful objects, ἀ. ὕδωρ Il.2.307, etc.; γυῖα 19.385, cf. B.16.103; μηρία Hes.Op.337; ἥβης ἀ. ἄνθος Tyrt.10.28, cf. Thgn. l.c., B.5.154; then generally, splendid, beautiful, ἄποινα Il.1.23; δῶρα ib.213, etc.; ἔργα Od.10.223; ἄλσος Il.2.506, cf. Pi.N.4.20, Simon.13, etc.; noble, glorious, ἀγλαόν [ἐστιν] ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6.
II of men, either beautiful or famous, noble, Il.2.736,826, Hes.Sc.37, Pi.O.14.7, B.16.2, etc.: c. dat. rei, famous for a thing, κέρᾳ ἀγλαός, sarcastically, Il.11.385.—Ep. and Lyr. word, twice in Trag. (lyr.) ἀγλαὰς Θήβας S.OT152; Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν E. l.c.; also in later poetry, as Theoc.28.3. Adv. ἀγλαῶς Ar.Lys.640. (Perh. containing base γελα- in reduced form.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Thgn.985, E.Andr.135; eol. ἄγλαος Theoc.28.3]
I 1de cosas magnífico ὕδωρ Il.2.307, 21.345, μηρία Hes.Op.337, ἀγλαὰ ταύρων ἱρά A.R.1.417, χρυσός Lyr.Adesp.70.1, μελισσέων ἀγλαὰ φῦλα Hes.Fr.33a.16
•esp. de vegetación frondoso, lujuriante ἄλσος Il.2.506, Od.6.291, δάφνης ἀγλαὸν ὄζον h.Merc.109, βότρυς Simon.125.8D., πίσεα γαίης Call.Fr.363
•espléndido, precioso, rico δῶρα Il.1.213, h.Ven.140
•de las preciosas labores de las mujeres y Atenea ἱστόν Od.2.109, ἔργα Od.10.223, h.Ven.11, 15
•τέμενος Διός Simon.2, Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν E.Andr.135, τύμβος Pi.N.4.20, κόσμος Anacr.198.1.
2 de abstr. ilustre, glorioso, que da honor, triunfal εὖχος Il.7.203, Hes.Th.628, ἀ. οἶμος ἀοιδῆς h.Merc.451, ἀέθλων Pi.P.5.52, νῖκαι B.12.36, Pi.N.11.20, τιμῆέν τε ... καὶ ... ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6.
II 1hermoso, espléndido de dioses y los hijos de éstos, siempre c. υἱός, τέκνα Od.11.249, 4.188, h.Cer.26, Hes.Th.366, 644, Sol.1.1, Διὸς ἀγλαō ISic.MG 4.64 (Metaponto VI a.C.), de Hermes CEG 304 (Ática VI a.C.).
2 ilustre, noble, heroico de pers. τέκνα Il.2.871, υἱός Od.4.21, ἥρως Hes.Sc.37, κοῦροι B.17.2
•c. dat. κέρᾳ ἀγλαέ famoso por tu cabellera (irón.) Il.11.385
•de lugares Πανελλάς Pi.Fr.52f.62, Θήβας S.OT 152, ἄστυ A.R.1.696, πόλις Theoc.28.3; cf. ἀγλάϊος.
III esplendoroso, luminoso ἄστρον Arat.415, cf. 906, θεώρημα ... ἀγλαὸν καὶ χαρίεν Plot.3.8.4, fig. hε̄́βɛ̄ IG 13.1162.45 (V a.C.).
IV adv. ἀγλαῶς = en el lujo, en la abundancia ἀ. ἔθρεψέ με Ar.Lys.640.
• Etimología: De *gelHu̯3-, en grado ø/ø *gl̥Hu̯3- > γλᾰϝ- c. prótesis vocálica: con otros vocalismos, cf. arm. cicałim ‘reír’, arm. gen. galu ‘risa’, gr. γέλως, γέλας, ἀγάλλω, etc.
German (Pape)
[Seite 16] ή, όν, auch 2 End., Eur. Andr. 135, mit ἄγαμαι, ἀγάλλω, αἴγλη zusammenhängend, für ἀγαλός, so zum Theil schon die Alten; meist durch λαμπρός erkl., eigtl. glänzend, ὕδωρ, hell, klar, Il. 2, 307; prächtig, herrlich, Hom. δῶρα, Il. 1, 213 u. sonst, ἄποινα Iliad. 1, 23, ἄλσος 2, 506 Od. 6, 291, εὖχος, herrlicher Ruhm, Il. 7, 203; von Menschen: ruhmvoll, vornehm, Hom. häufig ἀγλαὸς υἱός, von den Söhnen der Fürsten; auch ἀγλαὰ τέκνα. So auch Pind. ἀνήρ Ol. 14, 7; Ποσειδᾶν I. 7, 27; γέρας Ol. 8, 11; τύμβος N. 4, 20; παῖδες I. 5, 59; νῖκαι N. 11, 20; πλοκαμοί P. 4, 82 u. sonst. Oft bei Theogn.; Soph. Θῆβαι O. R. 251; Eur. ἀγλαὸς θεᾶς ἕδρα Andr. 135; strahlend, neben ἀννέφελος Arat. Ph. 415, wie auch χρυσός in einem Verse bei Plat. Ep. I, 310 a. – Adv., ἀγλαῶς ἔθρεψέ με Ar. Lys. 640.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
1 brillant, éclatant, splendide ; p. ext. beau, magnifique ; en parl. de pers. beau ; noble, illustre;
2 ironiq. brillant, fier ; κέρᾳ ἀγλαέ IL (toi qui es) fier d'un morceau de corne en parl. d'un archer qui combat de loin avec son arc.
Étymologie: cf. ἀγάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαός: и
1 блистающий, сияющий, сверкающий (ὕδωρ Hom.; θεᾶς ἕδρα Eur.);
2 блистательный, великолепный, пышный, роскошный (γυῖα, δῶρα, ἔργα, ἄποινα, ἄλσος, εὖχος Hom.; μηρία Hes.; γέρας, τύμβος, πλόκαμοι νῖκαι Pind.; Θῆβαι Soph.);
3 прекрасный, славный (υἱός Hom.; ἀνήρ, παῖδες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαός: -ή, -όν, ὡσαύτ. -ός, -όν. Θέογν. 985, Εὐρ. Ἀνδρ. 135: - λαμπρός, φαεινός, στιλπνός, συχνάκις ὡς ἐπίθ. ὡραίων πραγμάτων, ἀγλ. ὕδωρ, Ἰλ. Β. 307. κτλ.· γυῖα, Τ. 385· μηρία, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 335· ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος, Τυρτ. 10. 28, πρβλ. Θέογν. ἔνθ ἀνωτ.· ἐπὶ τοῦ ἡλίου. Ἐμπεδ. 172· - ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ὡραῖος· ἄποινα, Ἰλ. Α. 23· δῶρα, αὐτόθ. 213, κτλ.· ἔργα, Ὀδ. Κ. 223· ἄλσος, Ἰλ. Β. 506· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡραῖος, ἢ περίφημος, εὐγενής, Ἰλ. Β. 736, 826, κτλ.· μ. δοτ. πράγμ., περίφημος διά τι, κέρᾳ ἀγλαός, σκωπτικῶς. Ἰλ. Λ. 385. - Ἡ λέξις εἶναι ἀρχ. Ἐπ. καὶ Λυρ. καὶ μόνον δὶς εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀγλαὰς Θήβας, Σοφ. Ο. Τ. 152· Νηρηΐδος ἀγλαὸν ἕδραν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Εὑρίσκεται ὅμως παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, π.χ. Θεοκρ. 28, 3, καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀγλαῶς ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 640· πρβλ. τὰ παράγωγα ἀγλαΐζω, ἀγλάϊσμα, ἀγλαώψ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἀγάλλω) [ᾱγλᾰος, οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.]
English (Autenrieth)
(root γαλ-): splendid, shining, bright; epithet of pellucid water, golden gifts, etc.; met. ‘illustrious,’ ‘famous,’ υἱός, Od. 4.188; ‘stately,’ Il. 19.385; in reproach κέραι ἀγλαέ, ‘brilliant with the bow,’ Il. 11.385.
English (Slater)
ἀγλᾰός (ἀγλαός, -όν; -οί, -ῶν: -ά, -ᾶς, -άν; -αί, -αῖς, -αῖσι: -όν acc. -ῷ; -ῶν, -οῖς.)
a of persons, famous, distinguished εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (I. 6.62) ἀγλαός τ' Ποσειδὰν (I. 8.27)
b of objects, events, splendid ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι (O. 1.91) ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων (O. 2.73) ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν (O. 8.11) οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων (byz.: ἀγαθῶν, ἀγαυῶν codd.) (P. 5.52) τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον (N. 3.69) Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον (N. 4.20) ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) ἀγλααὶ νῖκαι (N. 11.20) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.64) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον (I. 8.2) θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος (Pae. 6.62) ἀγλαάν τἐς αὐλὰν (Pae. 7.3) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες (Pae. 12.15) ἀγ]λαὸς ἃς ἀνἑρκε[ (Pae. 12.20) χερσίν τἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ' ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. . ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.). fr. 220. 2. ]σ' ἀγλαὸν μέλος[ ?fr. 333a. 13. τερφθὲν ἱαροῖς[ ]αματ' ἀγλαοῖς ?fr. 338. 7.
Greek Monotonic
ἀγλαός: -ή, -όν και -ός, -όν,
I. περίφημος, γυαλιστερός, λαμπερός, όμορφος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ωραίος ή φημισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ξακουστός, περίφημος, γνωστός για κάτι, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: splendid, beautiful, famous (Il.; υἱός). (The Cretan and Cyprian gloss ἀγλαόν γλαφυρόν is acc. to Leumann Hom. Wörter 272 A. 18 due to misunderstanding of Homeric uses.)
Derivatives: ἀγλαΐα splendour, beauty (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. from *ἀγλαϜός. Connected with γαλήνη, ἀγάλλομαι (Szemerényi, Syncope 155), or to ἀγανός, ἀγαυός. All very difficult and rather improbable.
Middle Liddell
I. splendid, shining, bright, beautiful, Hom., Hes.
II. of men, either beautiful or famous, Il.; c. dat. rei, famous for a thing, Il.
Frisk Etymology German
ἀγλαός: {aglaós}
Meaning: formelhaftes Epithet, fast ausschließlich episch und lyrisch, etwa glänzend, herrlich, stattlich od. ä. (Die kretische und kyprische Glosse ἀγλαόν· γλαφυρόν ist nach Leumann Hom. Wörter 272 A. 18 durch Mißverständnis einiger Homerstellen entstanden).
Derivative: Nominale Ableitung ἀγλαΐα Pracht, Glanz (Il. usw., auch PN; zur Bed. vgl. Porzig Satzinhalte 208f.), denom. Verb ἀγλαΐζω schmücken, gew. Med. glänzen, sich ergötzen. Wohl als *ἀγλαϝός zu verstehen.
Etymology: Wird gewöhnlich zu γαλήνη usw. gezogen; näheres bei Bechtel Lex., Winter Prothet. Vokal 14. Vgl. ἀγανός, ἀγαυός.
Page 1,12
Mantoulidis Etymological
(=λαμπρός, ὡραῖος, μεγαλοπρεπής). Ἴσως συγγενικό μέ τό γλαυκός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγλαΐα (=λαμπρότητα, δόξα), ἀγλαΐζω (=δοξάζω, τιμῶ), ἀγλάϊσμα (=κόσμημα, τιμή), ἀγλαϊσμός (=λαμπρότητα).
Léxico de magia
-όν radiante de Selene ἐνεύχομαι σοι ..., ἄνασσα, ἀρηγέ, ἀγλαή a ti te invoco, señora, que ayudas, radiante P IV 2281
Translations
magnificent
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах