προσέρχομαι: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(strοng) |
(T21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πρός]] and [[ἔρχομαι]] (including its alternate); to [[approach]], i.e. ([[literally]]) [[come]] [[near]], [[visit]], or ([[figuratively]]) [[worship]], [[assent]] to: (as [[soon]] as he) [[come]] ([[unto]]), [[come]] thereunto, [[consent]], [[draw]] [[near]], go ([[near]], to, [[unto]]). | |strgr=from [[πρός]] and [[ἔρχομαι]] (including its alternate); to [[approach]], i.e. ([[literally]]) [[come]] [[near]], [[visit]], or ([[figuratively]]) [[worship]], [[assent]] to: (as [[soon]] as he) [[come]] ([[unto]]), [[come]] thereunto, [[consent]], [[draw]] [[near]], go ([[near]], to, [[unto]]). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[imperfect]] 3rd [[person]] plural προσήρχοντο (προσελεύσεται, WH marginal [[reading]]); 2nd aorist 3rd [[person]] plural προσῆλθον and (so L Tr WH in T Tr WH in WH in Alex. [[form]] προσῆλθαν ([[see]] [[ἀπέρχομαι]], and [[ἔρχομαι]]); [[perfect]] προσελήλυθα ([[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for קָרַב and נָגַשׁ; to [[come]] to, to [[approach]] ([[πρός]], IV:1);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], [[absolutely]], WH marginal [[reading]]); προσῆλθον λέγοντες, [[ἀνίστημι]], II:1c. ([[also]] [[ἔρχομαι]], p. 250b [[bottom]])) the participle προσελθών is joined to a [[finite]] [[verb]] [[which]] denotes a [[different]] [[action]]: L T Tr WH, R, G); T Tr WH marginal [[reading]] (according to a [[reading]] no [[doubt]] [[corrupt]] (cf. Scrivener, lntroduction, p. 16)), Tr WH marginal [[reading]]); [[προσέρχομαι]] followed by an infinitive indicating the [[reason]] [[why]] [[one]] has [[drawn]] [[near]], WH marginal [[reading]] προηλθε); [[with]] a dative of the [[place]] (examples from Greek authors are given in Passow, [[under]] the [[word]], 1a., p. 1190a; (Liddell and Scott, [[under]] the [[word]], I:1)), ([[with]] [[ἐπί]] and the accusative Tr WH marginal [[reading]]). The participle προσελθών [[αὐτῷ]] [[with]] a [[finite]] [[verb]] ([[see]] [[above]]) occurs in α. προσέρχεσθαι τῷ Θεῷ, to [[draw]] [[near]] to God in [[order]] to [[seek]] his [[grace]] and favor, τῷ θρόνῳ τῆς [[χάριτος]], τῷ Θεῷ, προσέρχεσθαι, [[simply]], is used of the priests [[about]] to [[offer]] sacrifices, [[πρός]] Θεόν, of [[one]] [[about]] to [[ask]] [[counsel]] of God, τοῖς θεοῖς, of suppliants [[about]] to implore the gods, [[Dio]] Cassius, 56,9); [[πρός]] Χριστόν, to [[attach]] [[oneself]] to Christ, to [[come]] to a [[participation]] in the benefits procured by him, Winer's Grammar, § 52,3). β. equivalent to to [[assent]] to (cf. German beitreten (Latin accedere; English [[come]] ([[over]]) to, used [[figuratively]])): ὑγιαίνουσι λόγοις, Tdf. προσέχεται, [[which]] [[see]] 3). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:02, 28 August 2017
English (LSJ)
impf.
A -ηρχόμην Th.4.121 (unless fr. προσάρχομαι): fut. -ελεύσομαι Plb.21.14.6 (but the Att. impf. and fut. are commonly προσῄειν, πρόσειμι, q.v.): aor. -ήλυθον, -ῆλθον: pf. -ελήλυθα:—come or go to, c. dat., A.Eu.285, S.OC1104, etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; τινὶ ὥσπερ ἀθλητῇ Th.l.c. (v. προσάρχομαι) ; αἷς ἂν προσέλθω [γυναιξί] X.Smp.4.38: c. dat. loci, δόμοις, ἀκταῖς, A. Eu.474, E.Hel.1539: c. acc. loci, πεσσούς, δῶμα, βωμούς, Id.Med.68, 1205, Alc.171: rarely c. acc. pers., ἐπειδὴ τοὺς πρυτάνεις προσήλθομεν Aristomen.4: with Preps. governing acc., π. πρὸς τὸ ἄγγος Hdt.2.121.β; πρὸς Απολλώνιον PCair.Zen.375.4 (iii B.C.): with Advbs., π. δεῦρο S.Aj.1171, etc.; πέλας π. μου E.Andr.589, cf. S.Tr.1076, etc.; ἐγγύθεν, ὄπισθεν, Pl.Plt.289d, R.327b; ὅπῃ π. χρή ib.493b: abs., approach, draw nigh, Hdt.1.86, etc.; opp. ἀπέρχομαι, ib.199; of pain, pleasure, etc., to be nigh at hand, S.Ph.788, E.Or.859. 2 in hostile sense, attack, π. πρὸς τοὺς ἱππέας X.Cyr.6.2.16. 3 come in, surrender, capitulate, Th.3.59. 4 come forward to speak, π. τῷ δήμῳ D.18.13; πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.3.220; πρὸς ὑμᾶς D.22.69, 24.176; πρὸς τοὺς ἱερομνήμονας SIG419.6 (Delph., iii B.C.), cf. 613.24 (ibid., ii B.C.), al.; π. πολιτείᾳ enter political life, Plu.Cat.Mi.12; π. πρὸς τὰ κοινά come forward in public, D.18.257; π. πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν, Din.1.111 (v.l. εἰς), 2.15; πρὸς τὴν πόλιν D.58.30; π. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον Id.32.32; ὑμῖν (sc. Ἀθηναίοις) Id.25.42; ἐπὶ τοὺς συμμάχους X.HG6.3.3. 5 appear before a tribunal, προσελθὼν εἶπεν BGU587.2 (ii A.D.), cf. PAmh.2.66.43 (ii A.D.); π. τῷ δικαστηρίῳ κατ' αὐτοῦ PSI1.41.18 (iv A.D.); approach an official, π. διὰ βιβλιδίων τῷ λαμπροτάτῳ ἡγεμόνι BGU614.12 (iii A.D.); π. τοῖς θεοῖς in supplication, D.C.56.9. 6 π. τῇ φιλοσοφίᾳ, τοῖς νόμοις, apply oneself to . ., Philostr.VA3.18, D.S.1.95; ἐπεὶ προσῆλθον ἀγορασμῷ ἢ καὶ ὑποθήκῃ κλήρου κατοικικοῦ BGU650.6 (i A.D.); ἐξ οὗ χρόνου προσῆλθεν ἕκαστος τῇ μισθώσει ib.1047 iv 6 (ii A.D.); π. τῇ τούτου κληρονομίᾳ enter upon his inheritance, POxy.76.22 (ii A.D.), cf. 907.5 (iii A.D.), etc.; have recourse to, τοῖς ἀνασκευαστικωτέροις Sor.2.50. 7 of things, to be added, Arist.GC321b27, GA723a13. II come in, of revenue, Hdt.7.144, Lys.30.20, X.Mem.3.6.12. III have sexual intercourse, Hp.Epid.6.3.14.
German (Pape)
[Seite 762] (s. ἔρχομαι), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προσελθὼν σῖγα, Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, ἱκέτης προσῆλθες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προσῆλθε, Eur. Alc. 169; μνῆμα, Or. 118; Med. 1205. Uebertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προσῆλθεν ἐλπίς, Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προσήρχοντο, Thuc. 4, 121; ὄπισθεν προσέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῦρο πρόσελθε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προσῆλθε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προσελθεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προσεληλύθασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.
Greek (Liddell-Scott)
προσέρχομαι: παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. ἔρχομαι)· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων εἶναι συνήθως, προσῄειν, πρόσειμι, ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι πρός τινα ἢ πρός τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, ὑπάγω πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, χάριν συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, δῶμα, βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. πρός τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. δεῦρο Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· πέλας πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· ἐγγύθεν, ὄπισθεν Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ αὐτόθι 493Β· ― ἀπολ., ἐγγίζω, πλησιάζω, Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀπέρχομαι, αὐτόθι 199· ὡσαύτως ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, πρόχειρος, Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. πρός τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) προσέρχομαι, παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) παρουσιάζομαι ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, παρουσιάζομαι δημοσίᾳ, Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, πρός τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς ἱκέτης, Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ προσγίγνομαι, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προσῆλθον, etc.
A. aller vers ou auprès, d’où
I. s’avancer, s’approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, πρός τινα ou τι s’approcher de qqn ou de qch ; fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.
1 s’avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;
2 s’approcher, s’avancer : τῷ δήμῳ DÉM ou πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s’avancer en public, se présenter au peuple pour parler;
3 entrer en arrangement, capituler;
II. se donner à, se mêler de, s’occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, τῇ πολιτείᾳ PLUT s’occuper des affaires publiques avec qqn;
B. venir en outre ; être un produit, un revenu.
Étymologie: πρός, ἔρχομαι.
Spanish
English (Strong)
from πρός and ἔρχομαι (including its alternate); to approach, i.e. (literally) come near, visit, or (figuratively) worship, assent to: (as soon as he) come (unto), come thereunto, consent, draw near, go (near, to, unto).
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural προσήρχοντο (προσελεύσεται, WH marginal reading); 2nd aorist 3rd person plural προσῆλθον and (so L Tr WH in T Tr WH in WH in Alex. form προσῆλθαν (see ἀπέρχομαι, and ἔρχομαι); perfect προσελήλυθα (Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for קָרַב and נָגַשׁ; to come to, to approach (πρός, IV:1);
a. properly, absolutely, WH marginal reading); προσῆλθον λέγοντες, ἀνίστημι, II:1c. (also ἔρχομαι, p. 250b bottom)) the participle προσελθών is joined to a finite verb which denotes a different action: L T Tr WH, R, G); T Tr WH marginal reading (according to a reading no doubt corrupt (cf. Scrivener, lntroduction, p. 16)), Tr WH marginal reading); προσέρχομαι followed by an infinitive indicating the reason why one has drawn near, WH marginal reading προηλθε); with a dative of the place (examples from Greek authors are given in Passow, under the word, 1a., p. 1190a; (Liddell and Scott, under the word, I:1)), (with ἐπί and the accusative Tr WH marginal reading). The participle προσελθών αὐτῷ with a finite verb (see above) occurs in α. προσέρχεσθαι τῷ Θεῷ, to draw near to God in order to seek his grace and favor, τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, τῷ Θεῷ, προσέρχεσθαι, simply, is used of the priests about to offer sacrifices, πρός Θεόν, of one about to ask counsel of God, τοῖς θεοῖς, of suppliants about to implore the gods, Dio Cassius, 56,9); πρός Χριστόν, to attach oneself to Christ, to come to a participation in the benefits procured by him, Winer's Grammar, § 52,3). β. equivalent to to assent to (cf. German beitreten (Latin accedere; English come (over) to, used figuratively)): ὑγιαίνουσι λόγοις, Tdf. προσέχεται, which see 3).