τοιόσδε: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(T22)
(41)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τοιάδε, τοιονδε ([[τοῖος]] and δέ), from [[Homer]] [[down]], [[such]], [[generally]] [[with]] an [[implied]] [[suggestion]] of [[something]] [[excellent]] or [[admirable]]: 2 Peter 1:17.
|txtha=τοιάδε, τοιονδε ([[τοῖος]] and δέ), from [[Homer]] [[down]], [[such]], [[generally]] [[with]] an [[implied]] [[suggestion]] of [[something]] [[excellent]] or [[admirable]]: 2 Peter 1:17.
}}
{{grml
|mltxt=-οιάδε, -όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α<br />(δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. του <i>τοῑος</i>)<br /><b>1.</b> [[τέτοιος]] δα, [[τέτοιος]] όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ' [[οἷος]] ὅδ' ἐστί», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] με επιτ. σημ.) τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[έξοχος]] ή τόσο [[κακός]] (α. «[[τοιόσδε]] [[τοσόσδε]] τε [[λαός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «oὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε [[συνεκφορά]] με την αντων. <i>τις</i>) [[τέτοιος]] [[περίπου]] («[[ἴσος]] δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρει καὶ ἐν χειμῶνι... κατα τοιόνδε τι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[συχνά]] στους Αττ.) δεικτικό τών αντων. [[οἷος]] και <i>ὅς</i>, [[καθώς]] και του συνδ. ὡς<br /><b>5.</b> (το ουδ. με ἀρθρ. ως ουσ.) <i>τo τοιόδε</i><br />τα [[εξής]] [[περίπου]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. [[χωρίς]] άρθρ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τοιάδε</i><br />(σχετικά με [[διήγηση]]) τα προηγούμενα («ἔλεγε...τοιάδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τοιόνδε» [[κατά]] τέτοιο τρόπο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «ἐν τῷ τοιῷδε» — σε τέτοιες περιστάσεις (<b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τοιῶσδε</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τέτοιο ακριβώς τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖος]], <i>τοία</i>, <i>τοῖον</i> <span style="color: red;">+</span> εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δέ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δε</i> [Ι]), [[κατά]] το <i>ὅδε</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιόσδε Medium diacritics: τοιόσδε Low diacritics: τοιόσδε Capitals: ΤΟΙΟΣΔΕ
Transliteration A: toiósde Transliteration B: toiosde Transliteration C: toiosde Beta Code: toio/sde

English (LSJ)

άδε (Ion. ήδε), όνδε, a form of τοῖος, bearing the same relation to τοιοῦτος as ὅδε to οὗτος,

   A such as this, in Hom. not so common as τοῖος, but in Hdt. and Att. much more so; sts. anteced. to οἷος, as ἀοιδοῦ τοιοῦδ' οἷος ὅδ' ἐστί Od.1.371, cf. 17.313, Il.24.375: but more freq. abs., ἀλλ' ὅδ' ἐγὼ τ. here am I such as you see, Od. 16.205, cf. 15.330; freq. with implications, so great, so bad, etc.; οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν 4.64; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός Il.2.120, 799; τοιάδε λαίφεα such clothes, i. e. so bad, Od.20.206; τοσόσδε καὶ τοιόσδε Hdt.2.73: after Hom. anteced. to οἷος, S.Fr.576.2, Pl.Men. 75e, etc.; to ὅς, Hdt.7.158; rarely to a Conj., as ὡς, A.Pers.179: with a qualifying word, τοιόσδ' ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Od.17.313; τοιόσδ' ἐστὶ πόδας 19.359: with the Art., ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις, A. Th.547, S.OT895 (lyr.); ἐν τῇ τ. ἀνάγκῃ Th.4.10; οἱ τοιοίδε S.Aj. 330; τὸ τ. Pl.Prt.358b; ἐν τῷ τοιῷδε in such circumstances, Hdt. 9.27, Th.2.36, etc.: without Art., κατὰ τοιόνδε in such wise, Hdt. 4.48, 7.10.έ; ἕτεροι τ. Id.1.207; φωνῆς ἐνεχθείσης τοιᾶσδε 2 Ep.Pet. 1.17: the sense is made more indef. by τοιόσδε τις, such a one, Hdt. 3.139, 4.50, freq. in Att., Pl.Smp.173e, al.: in prose narrative τοιάδε is, prop., as follows, τοιαῦτα as aforesaid, Hdt.1.8, al. (cf. ὅδε, οὗτος); but this distn. is not strictly observed. Adv. τοιῶσδε Adam.Vent. 37,39, Eust. ad D.P.Prooem.p.82 B., etc. [τοῐ- in A.Pr.239, Ag. 1400, S.OT435, Aj.453; but not so freq. as in τοιοῦτος.]

German (Pape)

[Seite 1124] = Vorigem mit verstärkter demonstrativer Bdtg, so beschaffen; gew. mit dem Nebenbegriffe des Großen, Ausgezeichneten, Vortrefflichen; Hom., bei dem es nicht so oft wie τοῖος vorkommt; dem οἷος entsprechend, ἀοιδοῦ τοιοῦδ', οἷος ὅδ' ἐστί, Od. 1, 371. 9, 4 Il. 24, 375; häufiger ohne diese Beziehung; mit einem acc. der nähern Bestimmung, εἰ τοιόσδ' εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, Od. 17, 313; ἤδη τοιόσδ' ἐστὶ πόδας, τοιόσδε τε χεῖρας, 19, 359, so beschaffen, ein solcher an Händen u. Füßen, u. öfter; Pind. Ol. 9, 8 I. 3, 45; τοιόσδε τοσόσδε τε λαός, eine solche, so tapfere und so große Schaar, Il. 2, 799; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112; τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάμασιν αἰκίζεται, 255, u. öfter; ἐγὼ μὲν οὖν τοιόσδε σύμμαχος πέλω, Soph. O. R. 241, u. öfter; mit Nachdruck, τοιόνδε Παλλὰς φυτεύει πῆμα, Ai. 932; τοιοῖσδ' ἐν πόνοισιν 1295; ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, mit solchem, so dürftigem Kleide, O. C. 1260; τοιάδ' ἀνύσαντες ἔργα, El. 205, so ruchlose Thaten; Eur., Ar. u. in Prosa; oft bei Her.: κατὰ τοιόνδε, auf solche Weise, aus solchen Gründen, 4, 48. 7, 10, 5; ἐν τῷ τοιῷδε, unter solchen Umständen, 9, 27; τοιόσδε τις, ein solcher, 4, 50; ἕτερος τοιόσδε, 1, 207; Plat. oft: λέγω δὲ τὸ τοιόνδε, Gorg. 476 b; Phaed. 64 d; τοιόνδε, οἷον εἰ, Polit. 297 b; auch mit τίς, ἦσαν οἱ λόγοι τοιοίδε τινές, Conv. 173 e, ungefähr solche. – Die genauern Schriftsteller beziehen es auf das Folgende, wie τοιοῦτος auf das Vorangegangene.

Greek (Liddell-Scott)

τοιόσδε: άδε (Ἰωνικ. ήδε), όνδε, ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ τοῖος, ἔχων τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ τοιοῦτος, ἣν τὸ ὅδε πρὸς τὸ οὗτος, «τέτοιος δά», τοιοῦτος περίπου, ― παρ’ Ὁμ. οὐχὶ ὅσον σύνηθες ὅσον τὸ τοῖος, ἀλλ’ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πολλῷ συνηθέστερον· ἐνίοτε προηγεῖται τοῦ οἷος, οἷον, ἀοιδοῦ τοιοῦδ’ οἷος ὅδ’ ἐστὶ Ὀδ. Α. 371, πρβλ. Ι. 4., Ρ. 313, Ἰλ. Ω. 375· ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπολ., ἀλλ’ ὅδ’ ἐγὼ τοιόσδε, ἰδοὺ ἐγὼ τοιοῦτος ὁποῖον μὲ βλέπεις, Ὀδ. Π. 205, πρβλ. Ο. 330· συχνάκις μετὰ ἐπιτετ. σημασίας, τόσον μέγας, τόσον ἔξοχος, τόσον κακός, κλπ.· οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Δ. 64· τοιόσδε τοσόσδε τε λαὸς Ἰλ. Β. 120, 799· τοιάδε λαίφη, τοιαῦτα ἐνδύματα, δηλ. τόσον φαῦλα, Ὀδ. Υ. 206· τοσόσδε καὶ τοιόσδε Ἡρόδ. 2. 73· ἕτερος τ. ὁ αὐτ. 1. 207· ― καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡς δεικτικὸν τοῦ οἷος, Σοφ. Ἀποσπ. 14, Πλάτ. Φαίδων 64D, κλπ.· τοῦ ὅς, Ἡρόδ. 7. 158· σπανίως ὡς δεικτικὸν ἡγούμενον συνδέσμου, οἷον τοῦ ὡς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 179· ― ὡσαύτως μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ κατὰ τί, τοιόσδ’ ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα Ὀδ. Ν. 313· τοιόσδ’ ἐστὶ πόδας Τ. 359· ἐλλειπτ., κατὰ τοιόνδε [τρόπον] κατὰ τοιοῦτον τρόπον, Ἡρόδ. 4. 48., 7. 10, 5· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ τ. ἀνήρ, αἱ τ. πράξεις Αἰσχύλ. Θήβ. 547, Σοφ. Ο. Τ. 895· ἐν τ. τῇ ἀνάγκῃ Θουκ. 4. 10· οἱ τοιοίδε Σοφ. Αἴ. 330· τὸ τ. Πλάτ. Πρωτ. 358Β· ἐν τῷ τοιῷδε, ἐν τοιαύταις προτάσεσι Ἡρόδ. 9. 27, Θουκ. 2. 36, κλπ.· ― ἡ ἔννοια καθίσταται μᾶλλον ἀόριστος διὰ τοῦ τοιόσδε τις, τοιοῦτός τις, τοιοῦτος περίπου, ὁ αὐτ. 3, 139., Δ. 50, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Πλάτ. Συμπ. 173Ε. ― παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν διηγήσει τοιάδε σημαίνει κυρίως τὰ ἑξῆς περίπου, τὸ δὲ τοιαῦτα τὰ προειρημένα, τὰ προηγούμενα, Ἡρόδ. 1. 8, κ. ἀλλ. (πρβλ. ὅδε, οὗτος)· ἀλλ’ ἡ διάκρισις αὕτη δὲν τηρεῖται αὐστηρῶς. ― Ἐπίρρ. τοιῶσδε, Σχόλ. εἰς Σοφοκλ. Αἴ. 68, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 45, 21, κλπ., Εὐστ. εἰς Διονύσ. Π. σελ. xiii, κλπ. [τοῐ - ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 237, Ἀγ. 1400, Σοφ. Αἴ. 453· ἀλλ’ οὐχὶ τόσον συνήθως ὡς ἐν τῷ τοιοῦτος].

French (Bailly abrégé)

τοιάδε, τοιόνδε;
adj. démonstr. c. τοῖος, avec sign. augmentative;
1 tel que voici, tel : ἀλλ’ ὅδ’ ἐγὼ τοιόσδε OD c’est bien moi tel que tu me vois ; τοιάσδε ποινὰς τίνω ESCHL tel est le châtiment que je subis ; qqf accompagné de l’article : ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ THC dans une necessité si pressante ; οἱ τοιοίδε SOPH de tels hommes ; τοιόσδε τις THC à peu près tel que celui-ci ; en corrél. avec un relat. : ἀοιδοῦ τοιοῦδ’ οἵος ὅδ’ ἐστί OD un aède tel que celui-ci ; avec un inf. : τοιόσδε ἀμύνειν IL capable de résister;
2 en un sens emphat. οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν OD des méchants n’auraient pas engendré de tels hommes ; τοσόσδε καῖ τοιόσδε HDT de cette taille et ainsi fait ; τοιόσδε τοσόσδε λαός IL une armée si grande et si nombreuse ; en mauv. part τοιάδε λαίφεα OD de pareils haillons ; ἐν τῷ τοιῷδε HDT dans une telle situation, càd dans une situation tellement critique ou tellement triste;
3 dans un récit tel que voici, en relat. avec ce qui suit, p. opp. à τοιοῦτος, qui se rapporte à ce qui précède : τοιάδε HDT des choses telles que les suivantes ; κατὰ τοιόνδε (τρόπον) HDT de la manière suivante.
Étymologie: τοῖος, -δε.

English (Autenrieth)

-ήδε, -όνδε: such, like τοῖος, but properly deictic, i. e. said with reference to something present or near, that can be pointed out, ‘such as that there,’ Il. 21.509, Od. 15.330. Sometimes implying ‘so good,’ ‘so fine,’ ‘so bad,’ etc., Il. 2.120, Il. 3.157, Od. 20.206; w. inf., Il. 6.463.

English (Slater)

τοιόσδε
   a such as this referring to the poem ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία ἐπίνειμαι τοιοῖσδε βέλεσσιν (v. l. μέλεσσιν) (O. 9.8) (φάμα) ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (I. 4.27) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (i. e. αἱ τῶν νικηφόρων τιμαί Σ: τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) (I. 5.54) ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14.
   b such as follows καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων Πα. 8A. 13.

English (Strong)

(including the other inflections); from a derivative of τοί and δέ; such-like then, i.e. so great: such.

English (Thayer)

τοιάδε, τοιονδε (τοῖος and δέ), from Homer down, such, generally with an implied suggestion of something excellent or admirable: 2 Peter 1:17.

Greek Monolingual

-οιάδε, -όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α
(δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. του τοῑος)
1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ' οἷος ὅδ' ἐστί», Ομ. Οδ.)
2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ. Ιλ.
β. «oὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν», Ομ. Οδ.)
3. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) τέτοιος περίπουἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρει καὶ ἐν χειμῶνι... κατα τοιόνδε τι», Ηρόδ.)
4. (συχνά στους Αττ.) δεικτικό τών αντων. οἷος και ὅς, καθώς και του συνδ. ὡς
5. (το ουδ. με ἀρθρ. ως ουσ.) τo τοιόδε
τα εξής περίπου
6. (το ουδ. χωρίς άρθρ. στον πληθ. ως ουσ.) τοιάδε
(σχετικά με διήγηση) τα προηγούμενα («ἔλεγε...τοιάδε», Ηρόδ.)
7. φρ. α) «κατὰ τοιόνδε» κατά τέτοιο τρόπο (Ηρόδ.)
β) «ἐν τῷ τοιῷδε» — σε τέτοιες περιστάσεις (Ηρόδ.).
επίρρ...
τοιῶσδε ΜΑ
κατά τέτοιο ακριβώς τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, τοία, τοῖον + εγκλιτικό μόριο δέ (βλ. λ. δε [Ι]), κατά το ὅδε].