πλήρης: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή περιέχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], ο [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «[[εισήγηση]] [[πλήρης]] αντιφάσεων» β. «το [[θέατρο]] ήταν πλήρες» γ. «[[ἄστυ]] πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», <b>Ξεν.</b><br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[χωρίς]] [[μείωση]] ή [[περικοπή]] (α. «[[πλήρης]] [[μισθός]]» β. «[[άδεια]] [[μετά]] πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κατέχεται από κάποιο [[συναίσθημα]] (α. «[[καρδιά]] [[πλήρης]] ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρωτικός]], [[γενικός]], σε όλα τα [[σημεία]] (α. «[[πλήρης]] [[αποτυχία]]» β. πλήρες [[ναυάγιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλήρης]] ημερών» — σε πολύ [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη [[στάθμη]] του<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[χορτάτος]] («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' [[εἰμὶ]] [[πλήρης]]», Εύβ.)<br /><b>3.</b> ο [[στερεός]] ή ο [[συμπαγής]] (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «[[πλήρης]] τοῑχος»)<br /><b>4.</b> (για ήχο) ο [[ορθός]], ο [[σωστός]], ο μη [[παράφωνος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) αυτός που διατηρεί το [[άρωμα]] του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλήρης]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> «[[γεμίζω]]» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i> «[[περισσότερος]]», <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i>-<i>que</i> «ο [[πολύς]]») και εμφανίζει κατάλ. -<i>ης</i> τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] τα σύνθ. σε -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])].
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή περιέχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], ο [[γεμάτος]] με [[κάτι]] (α. «[[εισήγηση]] [[πλήρης]] αντιφάσεων» β. «το [[θέατρο]] ήταν πλήρες» γ. «[[ἄστυ]] πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b><br />δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», <b>Ξεν.</b><br /><b>2.</b> [[ολόκληρος]], [[χωρίς]] [[μείωση]] ή [[περικοπή]] (α. «[[πλήρης]] [[μισθός]]» β. «[[άδεια]] [[μετά]] πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν [[χάριν]] πλήρη [[λάβω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που κατέχεται από κάποιο [[συναίσθημα]] (α. «[[καρδιά]] [[πλήρης]] ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)<br /><b>2.</b> [[ολοκληρωτικός]], [[γενικός]], σε όλα τα [[σημεία]] (α. «[[πλήρης]] [[αποτυχία]]» β. πλήρες [[ναυάγιο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πλήρης]] ημερών» — σε πολύ [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη [[στάθμη]] του<br /><b>2.</b> (για άνθρωπο) [[χορτάτος]] («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' [[εἰμὶ]] [[πλήρης]]», Εύβ.)<br /><b>3.</b> ο [[στερεός]] ή ο [[συμπαγής]] (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «[[πλήρης]] τοῑχος»)<br /><b>4.</b> (για ήχο) ο [[ορθός]], ο [[σωστός]], ο μη [[παράφωνος]]<br /><b>5.</b> (για οίνο) αυτός που διατηρεί το [[άρωμα]] του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλήρης]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> «[[γεμίζω]]» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>πλη</i>-<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i> «[[περισσότερος]]», <i>pl</i><i>ē</i><i>rus</i>-<i>que</i> «ο [[πολύς]]») και εμφανίζει κατάλ. -<i>ης</i> τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] τα σύνθ. σε -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i>, συνηρ. -ους· συγκρ. <i>-έστερος</i>, υπερθ. <i>-έστατος</i>· ([[πλέος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> με γεν., [[πλήρης]], [[γεμάτος]] από [[κάτι]], σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[μεστός]] ή μολυσμένος από, [[πλήρης]] ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με [[κρέας]] (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το [[σώμα]] του Πολυνείκη), σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κορεσμένος από [[κάτι]], στον ίδ.· [[πλήρης]] ἐστὶ [[θηεύμενος]], κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> απόλ., [[πλήρης]], [[γεμάτος]], λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη [[σελήνη]], στον ίδ.· λέγεται για κύπελα, σε Ευρ.· [[ιδίως]], [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]], [[λαβεῖν]] τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για αριθμούς, <i>[[τέσσερα]] ἔτεα πλήρεα</i>, [[τέσσερα]] ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήρης Medium diacritics: πλήρης Low diacritics: πλήρης Capitals: ΠΛΗΡΗΣ
Transliteration A: plḗrēs Transliteration B: plērēs Transliteration C: pliris Beta Code: plh/rhs

English (LSJ)

ες, gen. εος, contr. ους: Comp.

   A -έστερος Pl.Smp.175d: Sup. -έστατος S.Ph.1087(lyr.), etc.: (πίμ-πλη-μι):    I c. gen., full of, ἄστυ π. οἰκιέων Hdt.1.180; φορμοὶ ψάμμου π. Id.8.71; ὁμίχλα . . π. δακρύων A.Pr.145(lyr.); πλῆρες ἄτης στέγος S.Aj.307; ποταμὸς π. ἰχθύων X.An.1.4.9; π. μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Theoc.1.146; ταῦτα πάσης ἀλογίας π. Plb.1.15.6; of persons, κενῶν δοξασμάτων π. E.El. 384; αἰδοῦς π. ψυχή Pl.Plt.310d.    2 infected by, π. ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), S.Ant.1017; νόσου ib.1052.    3 satisfied, satiated, c. gen., π. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις Id.OC778: c. part., θηεύμενοι ἔωσι π. they should have gazed their fill, Hdt.7.146.    II less freq. c. dat., filled with, Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ π. πόλεις E. Ba.19.    III abs., full, of a swollen stream, Hdt.2.92; of the moon, Sapph.53, Hdt.6.106; π. γαστήρ S.Fr.848; ὄγκος γαστρός Trag.Adesp.186; κρατῆρες, δέπας, etc., E.Ba.221, Hec.527, etc.; κεχόρτασμαι . . οὐ κακῶς, ἀλλ' εἰμὶ π. Eub.30, cf. 53; full of people, ἐπειδὰν π. ᾖ τὸ θέατρον Isoc.8.82; π. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ar.Nu.1054; εἰ π. τύχοι ὁ δῆμος ὤν Id.Ec.95, cf. X.Ath.2.17; ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν π. And. 1.112; ἐπειδὰν πάντα π. ᾖ τὰ δικαστήρια Arist.Ath.66.1, cf. IG12.41.5; ἐπειδὴ π. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες fully manned, Th.1.29, cf. X.HG2.1.28, D.50.32; of persons, satisfied, gorged, opp. κενός, X.Oec.11.18, etc.; τὸ π., opp. τὸ κενόν, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph.985b5.    2 full, complete, ἐπειρώτων . . εἰ λελάβηκε πλήρεα . . τὰ ἀκροθίνια Hdt.8.122; ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω E.Hel.1411, cf. PGiss.40ii6 (iii A. D.); -εστάτη οἰκειότης fullest intimacy, Epicur.Sent.40; φέρων π. τὸν μισθόν X.An.7.5.5; -εστάτῳ δικαίῳ, = Lat. optimo jure, PFlor.66.3 (iv A. D.); of numbers or periods of Time, τέσσερα ἔτεα π. four full years, Hdt.7.20.    3 solid, whole, of a voting-pebble (ψῆφος), opp. τετρυπημένος, τρυπητός, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; π. ὁπλαί Poll.1.191; αὔλημα Id.4.73; ἄγαλμα . . ἐποίησε πλῆρες Paus.9.12.4.    4 of sound, full, πληρέστερον μέλος Iamb.VP14.65.    5 of wine, full-bodied, with a persistent flavour, Archig. ap. Gal.8.945; of the pulse, Id.ib.678; of wool, Id.ib.672.    6 ἐκ πλήρους fully, ποιεῖν τὰ δίκαια IG22.1343.21; in full, τὰ ἐκφόρια κομίσασθαι PTeb.105.47 (ii B. C.), etc.    IV πλήρης is used indecl. in later Greek, esp. of payments in full, Wilcken Chr.499.9 (ii/iii A. D.), etc.; freq. v.l. in LXX, Ge.27.27, Nu.7.20, Jb.21.24,al.    V Adv. πλήρως in full, Sammelb.4652.2 (iv A. D.): Sup. -έστατα Iamb.Protr. 21.κγ'.

German (Pape)

[Seite 634] ες (πλέος), voll, angefüllt, τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; ὁμίχλη προσῇξε δακρύων πλήρης, Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης στέγος, Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. satt, νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν πλήρης στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; πλήρηςδῆμος, Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης, Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Ggstz des κενώτερον, Conv. 175 d; ψῆφος, im Ggstz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, vollständig, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, vollständig, heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.

Greek (Liddell-Scott)

πλήρης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους· συγκρ. -έστερος Πλάτ. Συμπ. 175D, ὑπερθ. -έστατος Σοφ. Φιλ. 1087· (√ΠΛΕ, πίμπλημι)· Ι. μετὰ γεν., γεμᾶτος μέ τι, ἄστυ πλ. οἰκιέων Ἡρόδ. 1. 180· φορμοὶ ψάμμου πλ. ὁ αὐτ. 8. 71· ὁμίχλα προσῇξε πλ. δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144· πλῆρες ἄτης στέγος Σοφ. Αἴ 307· ποταμὸς πλ. ἰχθύων, τάφροι ὕδατος, πόλις οἴνου καὶ σίτου, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1, 4, 9, κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, κενῶν δοξασμάτων πλήρης ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 384· αἰδοῦς πλ. ψυχὴ Πλάτ. Πολιτ. 310D. 2) μεστός, ἀνάπλεως, βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάρας τε παντελεῖς πλήρεις ὑπ’ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου Σοφ. Ἀντ. 1017· πρβλ. πλέως Ι. 2, ἀνάπλεος ΙΙ. 3) πεπλησμένος, τινός, μέ τι πρᾶγμα, Σοφ. Ἀντ. 1052· πλ. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 778· οὕτω, μετὰ μετοχ., πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, ἐκορέσθη θεώμενος, Ἡρόδ. 7. 146, πρβλ. ἐμπίμπλημι ΠΙ. 4. ΙΙ. σπανιώτερον μετὰ δοτ., πεπληρωμένος, Ἕλλησι βαρβάροις θ’ ὁμοῦ πλ. πόλεις Εὐρ. Βάκχ. 19. ΙΙΙ. ἀπολ., «γεμᾶτος», ἐπὶ ἐξωγκωμένου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 92· ἐπὶ τῆς πανσελήνου, ὁ αὐτ. 6. 106· πλ. γαστὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 727· κρατῆρες, δέπας, κτλ., Εὐρ. Βάκχ. 221· κεχόρτασμαι... οὐ κακῶς, ἀλλ’ εἰμὶ πλήρης Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Κέρκωψι» 2: ― ἰδίως ὅταν μέρος ᾖ ἢ γένηται πλῆρες ἀνθρώπων, ἐπεὰν πλ. ᾖ τὸ θέατρον Ἰσοκρ. 175C· πλ. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1054· εἰ πλ. τύχοι ὁ δῆμος ὢν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 95, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 17· ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν πλ. Ἀνδοκ. 15. 10· ἐπειδὴ πλ. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες, εἶχον τέλεια τὰ πληρώματα αὐτῶν, Θουκ. 1. 29, Ξεν., κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, πεπληρωμένος, κεκορεσμένος, Ξεν. Οἰκ. 11. 18, κτλ.· ― τὸ πλῆρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 1. 4, 9. 2) πλήρης τέλειος, ἐπειρώτεον…, εἰ λελάβηκε πλήρεα... τὰ ἀκροθίνια Ἡρόδ. 8. 122· ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω Εὐρ. Ἑλ. 1411· φέρω πλήρη τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5· ― ἐπὶ ἀριθμῶν ἢ περιόδων χρονικῶν, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, «σωστὰ τέσσαρα χρόνια», Ἡρόδ. 7. 20· ἴδε ἐν λ. μήν. 3) στερεός, ὁλόκληρος, ἐπὶ χαλικίου (ψήφου), ἴδε ἐν λ. τρυπάω· πλ. ὁπλαὶ Πολυδ. Α΄, 191· αὔλημα Δ΄, 73 ἄγαλμα… ἐποίησε πλῆρες Παυσ. 9. 12. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein :
1 entier, complet;
2 plein de, rempli de, gén. ; particul. rassasié de nourriture ; fig. comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : πλήρης ἐστὶ θηεύμενος HDT il est rassasié de voir;
Cp. πληρέστερος, Sp. πληρέστατος.
Étymologie: R. Πλε, remplir ; v. πίμπλημι, πλέος, cf. lat. plenus.

English (Strong)

from πλήθω; replete, or covered over; by analogy, complete: full.

English (Thayer)

πλῆρες (ΠΛΑΩ), from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. chiefly for מָלֵא;
a. full, i. e. filled up (as opposed to empty): of hollow vessels, R G L); with a genitive of the thing, covered in every part: λέπρας, thoroughly permeated with: πνεύματος ἁγίου, πίστεως, χάριτος, πίστεως); χάριτος καί ἀληθείας, δόλου, θυμοῦ, abounding in, ἔργων ἀγαθῶν, full i. e. complete; lacking nothing, perfect (so the Sept. sometimes for שָׁלֵם; σελήνη πλήρης, Sir. I:6, cf. Herodotus 6,106): μισθός, σῖτος, a full kernel of grain (one completely filling the follicle or hull containing it), Mark 4:28.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.
δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν.
2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή περικοπή (α. «πλήρης μισθός» β. «άδεια μετά πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν χάριν πλήρη λάβω», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που κατέχεται από κάποιο συναίσθημα (α. «καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)
2. ολοκληρωτικός, γενικός, σε όλα τα σημεία (α. «πλήρης αποτυχία» β. πλήρες ναυάγιο»)
3. φρ. «πλήρης ημερών» — σε πολύ μεγάλη ηλικία
αρχ.
1. (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη στάθμη του
2. (για άνθρωπο) χορτάτος («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' εἰμὶ πλήρης», Εύβ.)
3. ο στερεός ή ο συμπαγής (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «πλήρης τοῑχος»)
4. (για ήχο) ο ορθός, ο σωστός, ο μη παράφωνος
5. (για οίνο) αυτός που διατηρεί το άρωμα του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ
κατά τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλήρης έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι «γεμίζω» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. πλη-ρος (πρβλ. λατ. plērus «περισσότερος», plērus-que «ο πολύς») και εμφανίζει κατάλ. -ης τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά προς τα σύνθ. σε -πληθής (< πλήθος)].

Greek Monotonic

πλήρης: -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους· συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος· (πλέος
I. 1. με γεν., πλήρης, γεμάτος από κάτι, σε Ηρόδ., Τραγ.
2. μεστός ή μολυσμένος από, πλήρης ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με κρέας (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το σώμα του Πολυνείκη), σε Σοφ.
3. κορεσμένος από κάτι, στον ίδ.· πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ.
II. σπανίως με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ.
III. 1. απόλ., πλήρης, γεμάτος, λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη σελήνη, στον ίδ.· λέγεται για κύπελα, σε Ευρ.· ιδίως, γεμάτος με ανθρώπους, σε Αριστοφ.
2. γεμάτος, πλήρης, λαβεῖν τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για αριθμούς, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ.