ἄλοχος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alochos | |Transliteration C=alochos | ||
|Beta Code=a)/loxos | |Beta Code=a)/loxos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου, ἡ,</b> ( | |Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου, ἡ,</b> ([[ἀ]]-copul., [[λέχος]]) poet., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">partner of one's bed, wife</b>, <span class="bibl">Il.1.114</span>, <span class="bibl">Od.3.403</span>, al., <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>63</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>181</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>543</span>, etc., cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1253b7</span>; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν <span class="bibl">Theodect.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[leman]], [[concubine]], <span class="bibl">Il.9.336</span>, <span class="bibl">Od.4.623</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> ([[ἀ]]- priv.) [[unwedded]], <b class="b3">ἄ. οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε</b>, of Artemis, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>149b</span>, cf. Porph.ad <span class="bibl">Il.11.155</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 8 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ἡ, (ἀ-copul., λέχος) poet.,
A partner of one's bed, wife, Il.1.114, Od.3.403, al., A.Pers.63, S.OT181, E.Fr.543, etc., cf. Arist.Pol.1253b7; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν Theodect.13. 2 leman, concubine, Il.9.336, Od.4.623. II (ἀ- priv.) unwedded, ἄ. οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, of Artemis, Pl.Tht.149b, cf. Porph.ad Il.11.155.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v. l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. θυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, θυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφθίμη Od. 12, 452, ἀντιθέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. -λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοχος: [ᾰ], -ου, ἡ, (α ἀθροιστ., λέχος, πρβλ. ἀκοίτης): ποιητ. λέξ., ἡ συμμετέχουσα τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, ἡ σύζυγος, ἡ γυνή, Ἰλ. Α. 114, Ὀδ. Γ. 403, καὶ ἀλλ. (πρβλ. κουρίδιος)· ἀκολούθως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 63, Σοφ. Ο. Τ. 183, Εὐρ., ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 1· ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν, Κωμ. Ἀνών. 349. 2) ὡσαύτως = παλλακή, Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Δ. 623. ΙΙ. (α στερητ.) ἡ μὴ ὕπανδρος, ἄγαμος, ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, περὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 épouse;
2 concubine.
Étymologie: ἀ- cop., λέχος.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, εὖνις², εὐνήτειρα.
English (Autenrieth)
(λέχος): wife; epithets, μνηστή, αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, πολύδωρος.
English (Slater)
ᾰλοχος
1 wife ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος the wife of Lokros, Protogeneia (O. 9.62) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (P. 11.25) (Ἡρακλέης), οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι (N. 10.18) ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς (sc. Ζεύς) ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; Alkmene (I. 7.7) ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28) Θέμιν Μοῖραι ἄγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 5. ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.78) ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων sc. Meropae, Oinopionis filiae vel potius uxori. Snell. fr. 72. ]φαν ἄλοχον[ Θρ. . 13. ]νιαδας ἄλοχος P. Oxy. 2622 fr. 1. 10 ad ?fr. 346.
Spanish (DGE)
δόρυ ἀσίδηρον Hsch., cf. 1 ἄλογχος.
-ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
que nunca ha parido, virgende Ártemis ἄ. οὖσα λοχείαν εἴληχε Pl.Tht.149b, ἄλοχος ἐμοὶ δοκεῖ κυρίως ἡ παρθενικὴ λέγεσθαι Porph.ad Il.11.155, cf. Poll.3.15.
• Etimología: De *n̥- y λέχος.
-ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1compañera de lecho, esposa legítima κουριδίη Il.1.114, Stesich.8.4, αἰδοίη Il.6.250, μνηστή Il.9.399, 556, cf. Pi.O.9.62, A.Pers.63, S.OT 182, E.Alc.1095, A.R.1.1063, Call.Dian.209, Sardis 144.3 (I/II a.C.)
•op. παλλακίς Od.14.202
•en rel. c. el conjunto familiar y patrimonial ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσσω, καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il.15.497, ἀ. καὶ κτήματα Od.21.214, cf. Il.5.480, 15.663, Arist.Pol.1253b7.
2 en plu. y en rel. c. la ciu. o el pueblo en lugar de la familia mujeres casadas, mujeres ἄστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ ... τέκνα Il.6.95
•op. θύγατρες Il.6.238, ἄλοχοί τε καὶ αὐτοί Tyrt.5.4
•op. los niños y a los viejos ἄλοχοί τε φίλαι καὶ νήπια τέκνα ... μετὰ δ' ἀνέρες οὕς ἔχε γῆρας Il.18.514.
II compañera de lecho, concubina ἔχει δ' ἄ. θυμαρέα de Briseida Il.9.336, de Leto Il.21.499, de Afrodita Il.3.409, Ζεὺς ... πρώτην ἄ. θέτο Μῆτιν op. ἄκοιτις Hes.Th.886-921.
III pubis τὴν λασίην Ἡρακλέους ἄλοχον AP 12.225 (Strat.).
• Etimología: De *sm̥- y el tema de λέχος, de donde *ἅλοχος, luego ἄλοχος con disimilación ‘la que tiene el mismo lecho’.
Greek Monolingual
(I)
ἄλοχος, η (Α)
(λέξη ποιητική)
1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα
2. μαιτρέσα, παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»].
(II)
ἄλοχος, η (AM)
ανύπανδρη, άγαμη κόρη, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα»].
Greek Monotonic
ἄλοχος: [ᾰ], -ου, ἡ (α αθροιστικό λέχος, πρβλ. ἀκοίτης), σύζυγος, σύντροφος, συμβία, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλοχος:
I ἡ [ἀ- priv.] девственница (sc. Ἄρτεμις Plat.).
II ἡ [ἀ- copul.]
1) супруга, жена Hom., Hes., Trag., Arst.;
2) любовница, наложница Hom.
Frisk Etymological English
See also: λέχεται
Middle Liddell
[α copulat.,, λέχος, cf. ἀκοίτης
a bedfellow, spouse, wife, Hom., Trag.