καταπονέω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />accabler, abattre, épuiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατάπονος]]. | |btext=-ῶ :<br />accabler, abattre, épuiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατάπονος]]. | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=maltraiter ; tourmenter | |||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':kataponšw 卡他-坡尼哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':向下-痛苦<br />'''字義溯源''':過份勞苦,受欺壓,憂傷,侵擾,壓迫,磨掉,耗盡;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[πόνος]])=勞苦)組成;其中 ([[πόνος]])出自([[πένης]])=貧窮),而 ([[πένης]])又出自([[πεντηκοστή]])X*=辛勞)<br />'''出現次數''':總共(2);徒(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 憂傷的(1) 彼後2:7;<br />2) 受欺壓的(1) 徒7:24 | |sngr='''原文音譯''':kataponšw 卡他-坡尼哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':向下-痛苦<br />'''字義溯源''':過份勞苦,受欺壓,憂傷,侵擾,壓迫,磨掉,耗盡;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[πόνος]])=勞苦)組成;其中 ([[πόνος]])出自([[πένης]])=貧窮),而 ([[πένης]])又出自([[πεντηκοστή]])X*=辛勞)<br />'''出現次數''':總共(2);徒(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 憂傷的(1) 彼後2:7;<br />2) 受欺壓的(1) 徒7:24 | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 30 November 2022
English (LSJ)
A subdue, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D.S.3.37, cf. Heraclit.Incred.11: in fut. Med., τὰς ὀλίγας ναῦς ταῖς πολλαπλασίαις D.S.11.15; worst in a lawsuit, POxy.1101.9 (iv A. D.):—Pass., καταπονοῦμαι = to be subdued, be reduced, be worn out, δῆμος καταπεπονημένος Aeschin.2.36, cf. Plb.29.27.11, D.S.11.6; πάντα ταῖς ἐνδελεχείαις καταπονεῖται πράγματα Men.744; to be exhausted, τῷ θάλπει Gal.10.715. 2 handle roughly, crush, damage, τὰ καταπονούμενα καὶ συμπατούμενα Thphr.HP8.7.5; maltreat, oppress, especially in Pass., ὑπὸ τῶν τυράννων, ὑπὸ τῶν τελωνῶν, Arist.Fr.575, BGU1188.17 (Aug.), cf. Act.Ap.7.24, Diog.Oen.1. 3 digest food, Sor.2.32 (Pass.). II intr. in pf. part. καταπεπονηκώς ruinous, Procop.Aed.1.4,8.
German (Pape)
[Seite 1371] durch Arbeit, Anstrengung ermüden, überwältigen, übh. schwächen, bewältigen; Men. Stob. fl. 29, 19; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Pol. 40, 7, 3; καταπεπονημένη βασιλεία 29, 11, 11; τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς καταπονήσαντες τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου D. Sic. 3, 37; pass., 11, 6. 13, 51, wie a. Sp.; νόσῳ καταπονηθείς D. L. 5, 68.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accabler, abattre, épuiser, acc..
Étymologie: κατάπονος.
French (New Testament)
maltraiter ; tourmenter
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπονέω [κατάπονος] uitputten, afmatten, onderdrukken:. Λὼτ καταπονούμενον ὑπὸ τῆς... ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς Lot, die zwaar leed onder hun losbandige levenswandel NT 2 Pet. 2.7; τῶν καταπονηθέντων οἱ καταπονήσαντες ἥδιον καθεύδουσιν onderdrukkers slapen lekkerder dan onderworpenen Plut. Alex. 40.2; κ. τὸ πρᾶγμα de zaak helemaal tot het eind toe doorzetten Men. Dysc. 392.
Russian (Dvoretsky)
καταπονέω:
1 ослаблять, изнурять (τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Diod.; νόσῳ καταπονηθείς Diog. L.);
2 мучить, терзать (οἱ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων Arst.; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Polyb.): ποιήσασθαι ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ NT отомстить за истязаемого.
English (Strong)
from κατά and a derivative of πόνος; to labor down, i.e. wear with toil (figuratively, harass): oppress, vex.
English (Thayer)
καταπόνω: present passive participle καταπονουμενος; properly, to tire down with toil, exhaust with labor; hence, to afflict or oppress with evils; to make trouble for; to treat roughly: τινα, in passive, R. V. sore distressed). (Hippocrates, Theophrastus, Polybius, Diodorus, Josephus, Aelian, others.)
Greek Monolingual
καταπονώ και καταπονάω (AM καταπονῶ, καταπονέω, Μ και καταπονάω) κατάπονος
καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ
νεοελλ.-μσν.
υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη
μσν.-αρχ.
1. χωνεύω τροφή
2. νικώ, κυριεύω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω
4. παθ. καταπονούμαι, καταπονέομαι
α) φθείρω, περιορίζω, ελαττώνω
β) κακομεταχειρίζομαι, δυναστεύω
5. μέσ. καταπονοῦμαι, καταπονέομαι
ζημιώνομαι, βγαίνω νικημένος σε δίκη
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπονηκώς, καταπεπονηκυῖα, καταπεπονηκός
ολέθριος, καταστρεπτικός.
Greek Monotonic
καταπονέω: μέλ. -ήσω, υποτάσσω μετά από σκληρή μάχη — Παθ., υποτάσσομαι με τέτοιο τρόπο, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
καταπονέω: καταβάλλω μετὰ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς τὴν ἀλκὴν τοῦ θηρίου Διόδ. 3. 37· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτ. 11. 15· οὔπω ἡ τοῦ αἵματος ῥύσις αὐτὸν κατεπόνησεν Εὐστ. σ. 886, 8. ― Παθ., καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι, νικῶμαι, Αἰσχίν. 33. 8· πάντα ταῖς ἐντελεχείαις καταπονεῖται Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 192, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66. 537· τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας καταπεπονημένης Διόδ. 11, 6· τὸν Καλλικρατίδαν πανταχόθεν τιτρωσκόμενον καταπονηθῆναι ὁ αὐτ. 13, 99.
Middle Liddell
fut. ήσω
to subdue after a hard struggle: — Pass. to be so subdued, Aeschin.
Chinese
原文音譯:kataponšw 卡他-坡尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-痛苦
字義溯源:過份勞苦,受欺壓,憂傷,侵擾,壓迫,磨掉,耗盡;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(πόνος)=勞苦)組成;其中 (πόνος)出自(πένης)=貧窮),而 (πένης)又出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)
出現次數:總共(2);徒(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 憂傷的(1) 彼後2:7;
2) 受欺壓的(1) 徒7:24