θεῖος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(eksahir) |
(strοng) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[divino]], [[la divinidad]] | |esgtx=[[divino]], [[la divinidad]] | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[θεός]]; godlike (neuter as [[noun]], [[divinity]]): [[divine]], [[godhead]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
(A), α, ον: late Ep. θέειος Procl.H.2.16; θεήϊος Bion Fr.15.9; late Aeol. θήϊος Epigr.Gr.989.4 (Balbilla); Lacon. σεῖος (v. infr. 1.3): Comp. and Sup. θειότερος, -ότατος, freq. in Pl., Phdr.279a, Mx. 244d, al.: (θεός): 1 of or from the gods, divine, γένος Il.6.180; ὀμφή 2.41; Ὄνειρος ib.22; ἐπιπνοίαις A.Supp.577, cf. Pl.R.499c; μάστιξ A. Pr.682; μανία S.Aj.611 (lyr.); νόσος ib.185 (lyr.) (but θ. νόσος, of a dust-storm, Id.Ant.421); κίνδυνοι And.1.139; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10; θ. τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126; θ. τύχῃ χρεώμενος Id.3.139; θ. κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC1585; ἐκ θ. τύχης Id.Ph.1326; ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69; ὁ θ. νόμος Th.3.82; φύσις θ. SIG1125.8 (Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God, βασιλῆες Od.4.691; σκῆπτρον given by God, S.Ph.139 (lyr.); v. infr. 2. 2 belonging or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perh., of kings, ib. 691. 3 morethan human, of heroes, Ὀδυσσεύς Il.2.335, al., Cratin. 144.4 (lyr.); θ. ἀνήρ Pi.P.6.38, A.Ag.1548 (lyr.), Pl.R.331e, Men.99d (esp. at Sparta (Lacon. σεῖος), Arist.EN1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg.626c); μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr.234d, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66. b of things, excellent, θεῖον ποτόν Od.2.341, 9.205; ἁλὸς θείοιο Il.9.214; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66; ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137. 4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 (200 A.D.), etc.; θησαυροί PLips.62ii14 (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc. b = Lat.divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg.283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3. II as Subst., θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch.958 (lyr.); τοῦ θ. χάριν Th.5.70; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr.242c. 2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε . . τοῦ θ. ib.246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ .... ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B. 3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph.452, etc.; τὰ θ. θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr.585; τὰ θ. μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av.961. b matters of religion, ἔρρει τὰ θ. religion is no more, S.OT910 (lyr.), cf. OC1537, X.Cyr.8.8.2, etc. c inquiries concerning the divine, Pl.Sph.232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph.1026a18, cf. GA731b24, Ph.196a33 (Sup.), EN1141b1. III Adv. θείως by divine providence, θ. πως X.Cyr.4.2.1, etc.; θειοτέρως by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ -ότερον ib.174. 2 divinely, excellently, εὖ γε καὶ θ. Pl.Tht.154d; θείως εἰρῆσθαι Arist.Metaph.1074b9.
θεῖος (B), ὁ,
A one's father's or mother's brother, uncle, E.IT930, Ar. Nu.124, And.1.18,117, Pl.Chrm.154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10; πρὸς πατρός Ph.2.172. (Cf.τήθη.)
German (Pape)
[Seite 1192] ὁ, Oheim, Vater-, u. gew. Mutterbruder, wie Antiph. 1, 117; ὁ πρὸς μητρὸς θεῖος Is. 5, 10; vgl. Eur. I. T. 930; Plat. Charm. 154 b Gorg. 471 b; Xen. Cyr. 1, 4, 9. α, ον, göttlich; – al göttliches Geschlechts, Ursprungs, von einer Gottheit abstammend, θεῖον γένος, Il. 6, 180; übh. von einem Gotte kommend, herrührend, ὀμφή 2, 41; θείᾳ μοίρᾳ, durch göttliche Fügung; θείαις ἐπιπνόαις Aesch. Suppl. 572, der sogar θείας Ἥρας sagt, 559; νόσος, von den Göttern verhängt, Soph. Ai. 185, wie μανία 605; παθήματα Phil. 192; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ θείας τύχης 1326; θείᾳ κἀπδνῳ τύχῃ O. C. 1581. So auch τὸ θεῖον Διὸς σκῆπτρον Phil. 139; ἔμαθε, ὡς θεῖον εἴη τὸ πρῆγμα, daß es von den Göttern herrühre, Her. 6, 69; ἔκ τινος θείας ἐπιπνοίας Plat. Rep. VI, 499 a. S. unten τὸ θεῖον. – bl unter göttlichem Schutze stehend, wie die Könige u. Sänger u. Herolde, Od. 4, 691 u. oft bei Hom.; auch ἅλς, πύργος, Il. 9, 214. 21, 526; einer Gottheit geweiht, heilig, ἀγών, χορός, 7, 298 Od. 8, 264; μοῦσα Soph. Tr. 639; ἅγνευμα Eur. El. 256. – c) bes. alles über die gewöhnlichen Kräfte des Menschen Hinausgehende, übermenschlich, übernatürlich, göttlich groß, stark, schön, übh. von jedem in seiner Art Vortrefflichen; von verschiedenen Helden; Hom. auch θεῖος ὑφορβός, Od. 16, 1; selbst von leblosen Dingen, θεῖον ποτόν, ein göttlicher Trank, Od.; ἀνήρ Pind. P. 6, 38, wie Aesch. Ag. 1527 u. A.; vgl. Plat. Men. 99 d καὶ αἵ γε γυναῖκες τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας θείους καλοῦσι, καὶ οἱ Λάκωνες, ὅταν τινὰ ἐγκωμιά ζωσιν ἀγαθὸν ἄνδρα, θεῖος ἀνήρ, φασίν, οὗτος; Legg. I, 626 c II, 666 d; θεῖος μάντις Soph. O. R. 298; τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα 1235; Ggstz τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ τοῖς θείοις Plat. Conv. 187 e; λόγους θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους Phaedr. 259 d. – Bes. τὸ θεῖον, das göttliche Wesen, die göttliche Vorsehung, wenn man von der Wirkung, der Macht der Götter spricht, ohne einen bestimmten Gott nennen zu können od. zu wollen, τὸ θεῖον πᾶν φθονερόν Her. 1, 32, τοῦ θείου ἡ προνοίη 3, 108; τοῦ θείου χάριν, des Gottesdienstes halber, Thuc. 5, 70; ὥς τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον Plat. Phaedr. 242 c; vgl. noch Xen. Cyr. 4, 2, 15 Hell. 7, 5, 13 u. κατὰ τὸ θεῖον unter κατά; Plat. vrbdt auch τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ θεῖον, Rep. II, 382 e; – τὰ θεῖα, göttliche, heilige, überirdische Dinge, τὰ θεῖα ζητεῖν, sich mit der Erforschung des Ueberirdischen beschäftigen, Xen. Cyr. 8, 8, 2; περὶ τῶν θείων ὅσ' ἀφανῆ τοῖς πολλοῖς Plat. Soph. 232 b. – Bei D. Cass. u. ε. Sp. ist θεῖος das röm. divus. – Comparat. θει ότερος, öfter Plat., z. B. δύναμις Crat. 397 c;Superl., εἰ πάντων τῶν βίων ἐστὶ θειότατος Phi. 33 c, öfter. – Adv. θείως, göttlich, εὖ γε καὶ θείως Plat. Theaet. 154 d; ἵνα θειοτέρως δοκιῃ τοῖσι Πέρσῃσι περιεῖναι, mehr durch eine göttliche Bestimmung, Her. 1, 122; durch eine göttliche Fügung, zufällig, θείως πως ἀφικνοῦνται Xen. Cyr. 4, 2, 1; Hell. 7, 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖος: -α, -ον, Ἐπ. θέειος, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἄφρ. 2. 17· θεήϊος, Βίων 6. 9· Λακων. σεῖος, ἴδε κατωτ. Ι. 3· συγκρ. καὶ ὑπερθ. θειότερος, -ότατος, συχνὸν παρὰ Πλάτ. (θεός). 1) ἀνήκων εἰς τοὺς θεούς, ἐκ μέρους αὐτῶν, ἐσταλμένος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, θεῖον γένος Ἰλ. Ζ. 180· ὀμφὴ Β. 41· ὄνειρος αὐτόθι 22· θείαις ἐπιπνοίαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 576, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499Β· θ. μάστιξ Αἰσχύλ. Πρ. 682· μανία Σοφ. Αἴ. 611· νόσος αὐτόθι 186 (ἀλλὰ θ. νόσος ἐπὶ καταιγίδος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 421)· κίνδυνος Ἀνδοκ. 18. 15· θείᾳ τινὶ μοίρᾳ, σχεδὸν συνώνυμον τῷ θείως, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, Ἑλλ. 7. 5, 10· οὕτω, θείῃ τύχῃ γεγονὼς Ἡρόδ. 1. 126· θείῃ τύχῃ χρεόμενος ὁ αὐτ. 3. 139· θείᾳ κἀπόνῳ τύχῃ, ἡσύχῳ θανάτῳ, Σοφ. Ο. Κ. 1585· ἐκ θ. τύχης ὁ αὐτ. Φ. 1326· ἔμαθε ὡς θεῖον εἴη τὸ πρῆγμα Ἡρόδ. 6. 69· ὁ θ. νόμος Θουκ. 3. 82· ― ἐκ τοῦ Θεοῦ ὡρισμένος, βασιλῆες Ὀδ. Δ. 691· σκῆπτρον δεδομένον ὑπὸ τῶν θεῶν, Σοφ. Φ. 139· θεῖος προφάτας Βακχυλ. 8. 3 (ἔκδ. Blass)· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς θεόν, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος γενόμενος, ἅγιος, ἱερός, ἀγών, χορὸς Ἰλ. Η. 298, Ὀδ. Θ. 264· διατελῶν ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, πύργος, δόμος Ἰλ. Φ. 526, Ὀδ. Δ. 43˙ συχνάκις ἐπὶ κηρύκων καὶ ἀοιδῶν, Δ. 691, κτλ.˙ καὶ οὕτως ἴσως ἐπὶ βασιλέων, ἴδε ἀνωτ. 3) ὡς τὸ θεσπέσιος, ἱερός, Λατ. divinus, πᾶν τὸ ὑπεράνθρωπον, ἔκτακτος, θαυμαστός, ὅθεν ἐπὶ ἡρώων, οἷον τοῦ Ἡρακλέους, Ὀδυσσέως, κτλ., ὑπερανθρώπως ἰσχυρός, μέγας, ὡραῖος κτλ., Ὅμ.˙ καὶ ὡς ἁπλοῦν σημεῖον σεβασμοῦ, ἔξοχος, θεῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Π. 1, κτλ.˙ οὕτως ἐπὶ οἴνου, θεῖον ποτὸν Β. 341˙ ἐπὶ ἅλατος (οὐχὶ ὡς ὄντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, διότι ἡ τοιαύτη χρῆσις δὲν εἶνε Ὁμηρική), Ἰλ. Ι. 214˙ οὕτω παρ’ Ἡροδ., θ. πρήγματα, θαυμάσια πράγματα, 2. 66˙ ἐν τοῖσι θειότατον, ἓν ἐκ τῶν θαυμαστοτάτων πραγμάτων (ἴδε ὁ, ἡ, τὸ Α. VIII. 7), 7. 137˙ - οὕτω παρ’ Ἀττ. ἔτι καὶ ἐν τῷ συνήθει λόγῳ, μετὰ σοῦ, τῆς θείας κεφαλῆς Πλάτ. Φαίδρ. 234D˙ ὦ θεία κεφαλὴ Λιβάν. 1. 652, κτλ.˙ καὶ ἐν Σπάρτῃ, θεῖος (ἢ μᾶλλον σεῖος) ἀνὴρ ἦτο τίτλος διακρίσεως, Πλάτ. Μένωνι 99D. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3˙ οὕτως, ὦ θεῖε, ἐν χρήσει ἐκ μέρους τοῦ Σπαρτιάτου ἐν Πλάτ. Νόμ. 626C˙ πρβλ. ἠθεῖος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θεῖον, τό, τὸ θεῖον πρόσωπον, ἡ θεότης, ὁ Θεός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 32., 3. 108, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Χο. 958 (πρβλ. δῖος)˙ ὥσπερ κατὰ θεῖον Ἀριστοφ. Ἱππ. 147. 2) ἐπὶ ἀφηρημένης ἐννοίας, ἡ θεότης, ἡ θεία φύσις, κεκοινώνηκε... τοῦ θείου Πλάτ. Φαίδρ. 246D˙ ἢ μόνον μετέχει τοῦ θείου…, ἢ μάλιστα ὁ ἄνθρωπος Ἀριστ. Ζ. Μορ. 2. 10, 4, κτλ. 3) θεῖα, τά, θεῖα πράγματα, ἐνέργειαι καὶ ἰδιότητες τῶν θεῶν, ἡ πορεία τῆς θείας προνοίας, Σοφ. Φ. 452, Ἀποσπ. 521, Ἀριστοφ. Ὄρν. 961, Πλάτ. Σοφ. 232C, κτλ.˙ τὰ ὑπέργεια, τὰ ἱερά, τὰ θρησκευτικὰ πράγματα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2˙ ἔρρει τὰ θεῖα, ἡ θρησκεία ἔχει χάσει τὴν δύναμίν της, Σοφ. Ο. Τ. 910, πρβλ. Ο. Κ. 1537˙ τὰ ἀΐδια καὶ θεῖα Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 1, 2, κτλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. θείως, κατὰ θεῖον τρόπον, κατὰ θείαν πρόνοιαν, ὡς τὸ θείᾳ μοίρᾳ (ἀνωτ. Ι. 1). Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, κτλ.˙ θειοτέρως Ἡρόδ. 1. 122˙ ὡσαύτως, μᾶλλόν τι καὶ θειότερον ὁ αὐτ. 1. 174. 2) θείως, ἐξόχως, λαμπρῶς, εὖ γε καὶ θ. Πλάτ. Θεαιτ. 154D˙ θείως εἰρῆσθαι, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 21. IV. περὶ τοῦ συγκρ. Θεώτερος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
1α, ον :
divin :
I. qui concerne les dieux, de nature divine : θεία ὀμφή IL voix divine ; θεῖον γένος IL race divine ; subst.
1 τὸ θεῖον la divinité ; au sens abstrait nature, volonté ou puissance divine;
2 τὰ θεῖα les choses divines, càd les actions divines, le culte des dieux, la religion;
II. d’origine divine : θεῖος ὄνειρος IL songe envoyé par les dieux ; μανία SOPH, νόσος SOPH folie, maladie envoyée par les dieux ; θεία μοῖρα XÉN intervention divine ; θεῖον πρῆγμα HDT événement où se marque l’intervention divine ; particul. assigné par les dieux : θεία τύχη HDT sort divin ; θεῖος νόμος THC loi divine;
III. consacré aux dieux : ἀγών IL, χορός OD jeu, danse en l’honneur des dieux ; particul. placé sous la protection des dieux;
IV. p. ext. divin, extraordinaire, merveilleux, supérieur, excellent : θεῖοι βασιλῆες OD rois semblables aux dieux ; t. de respect excellent : θεία κεφαλή PLAT homme excellent ; θεῖος (lac. σεῖος) ἀνήρ PLAT à Sparte homme considérable;
Cp. θειότερος, Sp. θειότατος.
Étymologie: θεός.
2ου (ὁ) :
oncle paternel ou maternel.
Étymologie: R. Θε, nourrir ; cf. τήθη, τηθίς, etc.
English (Autenrieth)
(θεός): of the gods, god-like, sacred; of anything belonging or related to, given or sent by, the gods, γένος (the Chimaera), Il. 6.180 ; ὄνειρος, Il. 2.22; also of things consecrated to them or under their protection, χορός, Od. 8.264; κήρῦξ, Il. 4.192; ἀοιδός, Od. 1.336; then of persons, θεῖοι βασιλῆες, Od. 4.691; and even of things excellent in a high degree, ποτόν, Od. 2.341; δόμος, Od. 4.43.
English (Slater)
θεῑος
a divine Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον eagle (O. 2.88) “φὴρ θεῖος” Cheiron (P. 4.119) ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.261)
b god like ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos (P. 6.38)
Spanish
English (Strong)
from θεός; godlike (neuter as noun, divinity): divine, godhead.