ἐσθίω
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
(cf. ἔσθω, ἔδω, the latter of which is the radic. form, and supplies fut. and pf. of ἐσθίω), impf.
A ἤσθιον Hes.Op.147 : fut. ἔδομαι (old pres. subj. of non-thematic stem) Il.4.237, Ar.Pax1357(lyr.), etc. ; ἐδοῦμαι late, (προκατ-) Luc.Hes.7, etc. : pf. ἐδήδοκα Ar.Eq.362, X.An.4.8.20 ; opt. ἐδηδοκοίη Cratin.320 ; Ep.part. ἐδηδώς, -υῖα, Il.17.542, h.Merc.560 : plpf. ἐδηδόκειν Luc.Gall.4(v.l.):—Med., aor. 1 ἠδεσάμην (κατ-) Gal.5.752:—Pass., ἐσθίομαι Od.4.318, Thphr.HP1.12.4, Luc.Cyn.11, etc. : aor. 1 ἠδέσθην v.l. in Hp.Vict.2.54, Arist.Pr.908a29, (ἀπ-, κατ-) Pl.Com.138,35: pf. ἐδήδεσμαι (κατ-) Pl.Phd.110e, ἐδήδεμαι (ἀπ-) Arist.HA591a5 (v.l.) ; Ep. 3sg. ἐδήδοται Od.22.56.— The aor. 2 and later also the fut. are supplied by φαγ- (v. φαγεῖν); in Ion. and Hellenistic Greek the pf. is βέβρωκα βέβρωμαι, aor. Pass. ἐβρώθην; in late Greek the pres. is τρώγω:—eat, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305, 21.69 ; τὰ ἐσθίοντα ἐν στρατιᾷ the ration-strength, X.Cyr.1.6.17 : usu. c. acc., κρέα ἤσθιον Od.20.348, cf. S.Fr.671 (from a satyric drama), E.Cyc.233 : c. gen., ἐ. τινός eat of.., X.HG3.3.6, etc. ; of animals, devour, ἤσθιε δ' ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος Od.9.292 ; χρόα γῦπες ἔδονται Il.4.237, cf. Hes.Th.524, 773, Semon.9, etc. ; consume, βίοτον καὶ κτήματ' ἔδονται Od.2.123:—Pass., ἐσθίεταί μοι οἶκος my house is eaten up, I am eaten out of house and home, 4.318 ; ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται 22.56. 2 metaph., πάντας πῦρ ἐσθίει the fire devours all, Il.23.182 ; of an eating sore, A.Fr.253:—Pass., ὀδόντες ἐσθιόμενοι decayed teeth, Thphr.Char.19.3 ; ἐσθιόμενα eroded parts of the bowel, Hp.Epid.4.20. 3 fret, vex, ἐ. ἑαυτόν Ar.V.287 (lyr.) ; ἐ. τὴν χελύνην ὑπ' ὀργῆς to bite the lip, ib.1083 ; ἐ. καρδίαν Pythag. ap. Plu.2.12e. 4 take in one's mouth, γλῶτταν αὐλοῦ Philostr.Im.1.20.
German (Pape)
[Seite 1042] (auch ἔσθω), nur praes. u. impf.; für den gew. Gebrauch ist das fut. dazu ἔδομαι, aor. ἔφαγον, perf. ἐδήδοκα, ἐδήδεσμαι, aor. ἠδέσθην; essen, gew. von Menschen, absolut, bes. oft ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, od. τί, Hom. u. Folgde; auch von Thieren, fressen, Ar. Pax 31; Arist. H. A. 6, 18; u. von anderen Dingen, π ῦρ πάντας ἐσθίει, das Feuer verzehrt sie, Il. 23, 182; οἶκος ἐσθίεται, das Haus wird aufgezehrt durch Schwelgerei, Od. 4, 318; selten bei den Tragg.; in Prosa überall; übertr., ἑαυτόν, sich abhärmen, Ar. Vesp. 287; vgl. μὴ ἐσθίειν καρδίαν, Pyth. bei Plut. ed. lib. 17; beißen, anbeißen, Ael. H. A. 6, 9 u. a. Sp. – Hippocr. hat auch das med., bes. τὰ ἐσθιόμενα, scharfe, beißende Sachen.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤσθιον, f. ἔδομαι, et réc. φάγομαι, ao.2 ἔφαγον, pf. ἐδήδοκα, pf.2 ἔδηδα, pqp. ἐδηδόκειν;
Pass. ao. ἠδέσθην, pf. ἐδήδεσμαι;
1 manger : τι, qch ; τινος, de qch ; τὰ ἐσθίοντα XÉN l’organe qui sert à manger, la bouche;
2 rar. en parl. d’animaux paître, se repaître;
3 fig. dévorer, consumer.
Étymologie: R. Ἐδ, manger, dévorer ; cf. ἔδω.
English (Autenrieth)
inf. ἐσθέμεναι, ipf. ἤσθιον, ἦσθε, aor. ἔφαγον, inf. φαγέμεν, φαγέειν, for fut. and perf., see ἔδω: eat, said of both men and animals; fig., ‘consume,’ ‘devour,’ Od. 2.75 ; πῦρ, Il. 23.182; pass., οἶκος, Od. 4.318.
Spanish
English (Abbott-Smith)
ἐσθίω, and (poet, and late prose) ἔσθω, [in LXX chiefly for אכל;]
to eat;
(a)absol.: Mt 14:20, 21 Mk 6:31, Jo 4:31, al.; ἐν τ. φαγεῖν (on this aor. form, v. M, Pr., 111), I Co 11:21; διδόναι φαγεῖν, c. dat. pers., Mk 5:43, al.; ἐ. καὶ πίνειν, Mt 6:25, 31 Lk 10:7, al.; of ordinary use of food and drink, I Co 9:4 11:22; of partaking of food at table, Mk 2:16, Lk 5:30, al.; opp. to fasting, Mt 11:18, Lk 5:33, al.; of revelling, Mt 24:49, Lk 12:45 .
(b)c. acc. rei: Mt 6:25, Mk 1:6, Jo 6:31, Ro 14:2, al.; ἄρτον (Heb. אָכַל לֶחֶם), Mt 15:2, Mk 3:20, al.; τὸν ἑαυτοῦ ἄ., II Th 3:12; ἄ. seq. παρά, gen. pers., II Th 3:8; τά seq. id., Lk 10:7; τ. πάσχα, Mt 26:17, Mk 14:12 al; τ. κυριακὸν δεῖπνον, I Co 11:20; τ. θυσίας, I Co 10:18; seq. ἐκ (= cl. part. gen.), Jo 6:26, 5o, 51, I Co 11:28; ἀπό (cf. Heb. אָכַל מִן), Mt 15:27, Mk 7:28; metaph., to devour, consume: He 10:27, Ja 5:3, Re 17:16 (cf. κατ-, συν-εσθίω) .
English (Strong)
strengthened for a primary edo (to eat); used only in certain tenses, the rest being supplied by φάγω; to eat (usually literal): devour, eat, live.
English (Thayer)
(ἔσθω) equivalent to ἐσθίω, a poetic form in use from Homer down, very rare in prose writings; from it are extant in the N. T. the participle ἔσθων in T Tr WH; (L T Tr WH); L Tr WH, (also 34 WH); the present subjunctive 2nd person plural ἔσθητε in L T Tr WH; (cf. κατεσθίω). It occurs several times in the Sept., as Alex.); ἔσθετε, Tdf. Proleg., p. 81); Buttmann, 58 (51).
Greek Monolingual
ἐσθίω (AM)
τρώγω
αρχ.
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ.
«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)
3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)
4. βάζω μέσα στο στόμα μου («ἐσθίω γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)
5. καταξοδεύω («ἐσθίεται οἶκος» — η περιουσία κατασπαταλιέται, Ομ. Οδ.)
6. φρ. α) «ἐσθίω τὴν χελύνην» — δαγκώνω το χείλος
β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εσθίω και έσθω είναι άλλοι τ. ενεστ. του έδω, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. έσθι (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. addhi].
Greek Monotonic
ἐσθίω: παρατ. ἤσθιον, μέλ. ἔδομαι από ἔδω, παρακ. ἐδήδοκα, Επικ. μτχ. ἐδηδώς, υπερσ. ἐδηδόκειν, σε Λουκ. — Παθ., παρακ. ἐδήδεσμαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐδήδοται· ο αόρ. βʹ συμπληρώνεται από το φαγεῖν·
1. τρώω, Λατ. edo (πρβλ. ἔδω), σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐσθ. τινός, τρώω από κάτι (επιμεριστική γεν.), σε Ξεν — Παθ., οἶκοςἐσθίεται, η περιουσία καταναλώνεται, η περιουσία κατατρώγεται, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., πάντας πῦρ ἐσθίει, η φωτιά αφανίζει, ρημάζει τα πάντα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθ. ἑαυτόν, στενοχωριέμαι (όπως το Ομηρ. ὃν θυμὸν κατέδων), σε Αριστοφ.· ἐσθ. τὴν χελύνην, δαγκώνω το χείλος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσθίω: (impf. ἤσθιον, fut. ἔδομαι - поздн. φάγομαι, aor. 2 ἔφᾰγον, pf. ἐδήδοκα, pf. 2 ἔδηδα, ppf. ἐδηδόκειν; pass.: aor. ἠδέσθην, pf. ἐδήδεσμαι)
1) есть (τι Hom., Arst. и τινός Xen., Arst.): τὰ ἐσθίοντα Xen. органы еды, т. е. рот;
2) (о животных) поедать, пожирать (ὥστε λέων Hom.; αἰετὸς ἧπαρ ἤσθιεν, sc. Προμηθέως Hes.): ἐδηδοκώς Arst. наевшийся;
3) перен. пожирать, истреблять, уничтожать (πάντας πῦρ ἐσθίει Hom.); pass. быть разоряемым, гибнуть (ἐσθίεταί μοι οἶκος Hom.);
4) (тж. ἐ. τὴν χαρδίαν Pythagoras ap. Plut.) терзать, мучить: ἀνίστασο μηδ᾽ οὕτως σεαυτὸν ἔσθιε Arph. перестань так терзаться;
5) кусать: ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐ. Arph. в гневе кусать губы.
Frisk Etymological English
ἔσθω See also: s. ἔδω.
Middle Liddell
1. to eat, Lat. edo (cf. ἔδω), Hom., etc.; ἐσθ. τινός to eat of a thing (partitive gen.), Xen.:—Pass., οἶκος ἐσθίεται the house is eaten up, we are eaten out of house and home, Od.
2. metaph., πάντας πῦρ ἐσθίει the fire devours all, Il.; ἐσθ. ἑαυτόν to vex oneself (like Homer's ὃν θυμὸν κατέδων), Ar.; ἐσθ. τὴν χελύνην to bite the lip, Ar.
Frisk Etymology German
ἐσθίω: ἔσθω
{esthíō}
Grammar: v.
Meaning: essen
See also: s. ἔδω.
Page 1,574