καρκίνος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, heterocl. pl. καρκίνα (v. sub. fin.: on the accent v. Hdn.Gr.2.926):— A crab, Epich.53, Hellanic.103 J., S.Ichn.298, Ar. Eq.608, Pl.Euthd.297c, Batr.299; κ. ποδήνεμοι Crates Com.29.3: various species distinguished, Arist.HA525a34, cf. 601a17, al.: prov., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar.Pax1083; εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον 'with saucer-eyes', Herod.4.44. II Cancer, as a sign in the zodiac, Eudox. ap. Hipparch.1.2.18, Euc. Phaen.p.10 M., Arat.147, etc. III eating sore or ulcer, cancer, = καρκίνωμα, Hp.Aph.6.38, D.25.95, Gal.10.83. IV from like ness of shape to crab's claws, 1 pair of pincers, Aen.Tact.20.3, 32.5, IG11(2).165.11 (Delos, iii B.C.), AP6.92 (Phil.), Ath.10.456d; κ. σιδηροῦς POxy.521.14 (ii A.D.); used as an instrument of torture, D.S.20.71: in Surgery, forceps, κ. ἰατρικός IG22.47.16: metaph., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ κ. E.Cyc.609. 2 = ζυγώματα, bones of the temples, Poll.2.85. 3 a kind of shoe, Pherecr.178. 4 a kind of bandage, Heliod. ap. Orib.48.54 tit., Gal.18(1).777. 5 pair of compasses, Ph.Bel.55.25, Ph.2.192, Gal.Opt.Doctr.3, S.E.M. 10.54: heterocl. pl., καρκίνα σπειροῦχα AP6.295.5 (Phan.). 6 still, implied in καρκινοειδής 11 (q. v.). V pr. n. of Attic tragedian, hence prov., Καρκίνου ποιήματα, = τὰ αἰνιγματώδη, Men.525; Megarian pr. n. Κερκίνος SIG201.12 (iv B.C.). (Cf. Lat. cancer, Skt. karkaṭas 'crab'.)
German (Pape)
[Seite 1327] ὁ, der Krebs; οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar. Pax 1049; Plat. Euthyd. 297 c; Arist. H. A. 4, 2; Ath. III, 91 c. – Das Gestirn des Krebses, Arat. 147. – Das bösartige Geschwür, der Krebsschaden, Hippocr. u. a. Medic.; Dem. 25, 95 neben φαγέδαινα ἢ τῶν ἄλλων ἀνιάτων τι κακῶν. – Von der Aehnlichkeit mit den Krebsscheeren, a) die Zange, πυραγρέτης, Philp. 16 (VI, 92); einen plur. καρκίνα σπειροῦχα hat Phani. 3 (VI, 295); vgl. Phot. lex. Nach Hdn. περὶ μ. λ. p. 21, 21 auch κάρκινος accent.; – ὁ κυκλογραφῶν, der Zirkel, S. Emp. adv. phys. 2, 54. – b) eine Art Fesseln, λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ καρ., Eur. Cycl. 605; καρκίνοις σιδηροῖς τὰ σφυρὰ πιέζων D. Sic. 20, 71. – c) zwei Knochen am Ohre u. an der Schläfe, Poll. 2, 85. – d) eine Art Schuh, Pherecrat. bei Poll. 7, 90. – [Auffallend ist, da ι sich nur kurz findet, die Bemerkung des Arcad. p. 65, 16, daß καρκῖνος zu schreiben, wie auch im Hippocr. steht.]
Greek (Liddell-Scott)
καρκίνος: ῐ , ὁ, μετὰ ἑτερογεν. πληθ. καρκίνα (ἴδε ἐν τέλ.)· - «κάβουρας», «καβοῦρι», Λατ. cancer, Ἑλλάνικ. 40, Ἀριστοφ. Ἱππ. 608, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C. Τοῦ καρκίνου ὑπάρχει πλήρης περιγραφὴ ἐν Βατραχομυομ. 295, κἑξ.· - διάφορα εἴδη περιλαμβάνονται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2 κἑξ.· καθ’ ὅσον τινὲς μὲν αὐτῶν εἶναι μαλακόστρακοι, ἄλλοι δὲ ὀστρακόδερμοι, αὐτόθι 8. 17, 11· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῶν κτλ. ἴδε 4. 2, 8., 4. 4. 3, 2· ἔστηκε δ’ ἔς μ’ ὀρεῦσα καρκίνου μεῖζον Ἡρώνδ. IV. 44· - παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1083. ΙΙ. ὁ Καρκίνος, Cancer, ὡς σημεῖον ἐν τῷ Ζῳδιακῷ, Ἄρατ. 147, Πλούτ. 2. 908C. III. διαβρωτικὸν ἕλκος ἢ νόσημα, Ἱππ. Ἀφ. 1257 (ἴδε Foës Oecon.), Δημ. 798, 23: ἀλλαχοῦ καρκίνωμα. IV. ἐξ ὁμοιότητος πρὸς τὰς χηλὰς τοῦ καρκίνου κατὰ τὸ σχῆμα, 1) λαβίς, πυράγρα, Ἀνθ. Π. 6. 92, Ἀθήν. 456D·Ϗ ὡς βασανιστήριον ὄργανον, Διόδ. 20. 71· - μεταφ., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ καρκίνος τοῦ ξένων δαιτυμόνος, ἡ πυράγρα ἐντόνως θὰ σφίγξῃ τὸν λαιμὸν τοῦ φαγόντος τοῦς ξένους, δηλ. θὰ τιμωρηθῇ ἐπαξίως, Εὐρ. Κύκλ. 609 (οὕτω παρὰ τῷ Ὀβιδ., angebar ceu guttura forcipe pressus). 2) = ζυγώματα, «μετὰ δὲ τούς κροτάφους δύο ὀστῶν εἰσι πλαγίων συμβολαί, περιειληφότων τὰ ὦτα, ὀνομάζονται δὲ ζυγώματα καὶ καρκίνοι» Πολυδ. Β΄, 85. 3) εἶδος πεδίλων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 75. 4) εἶδος ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 476. V. = κίρκινος, κύκλος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54· - τὰ καρκίνα σπειροῦχα, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 295, φαίνεται ὅτι εἶναι διαβῆται σχηματίζοντες κύκλους. (Πρβλ. Σανσκρ. kark-as, Λατ. canc-er).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. écrevisse, poisson;
II. p. anal. 1 Cancer, constellation;
2 t. de méd. chancre, cancer, tumeur.
Étymologie: DELG κάρκαρος.
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM καρκίνος)
1. το οστρακόδερμο κάβουρας, καβούρι
2. σύμπλεγμα νόσων που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και ανοργάνωτη ανάπτυξη προσβεβλημένων κυττάρων σε οποιονδήποτε ιστό του οργανισμού του ανθρώπου και άλλων ζώων
3. αστρον. (ως κύριο όν). Καρκίνος
α) ένα από τα 12 σημεία (ζώδια) του ζωδιακού κύκλου
β) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
νεοελλ.
1. βοτ. ασθένεια τών φυτών που προέρχεται από νοσηρή κυτταροπλασία
2. διαβήτης με κεκαμμένα σκέλη, με τον οποίο μετρούν το πάχος ενός αντικειμένου
3. καρκινικός στίχος, δηλ. στίχος που μπορεί να αναγνωστεί το ίδιο από την αρχή προς το τέλος και αντιστρόφως, όπως, π.χ., «νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν»
4. μτφ. αργοκίνητος, βραδυκίνητος άνθρωπος
αρχ.
1. πυράγρα, λαβίδα για κάρβουνα όμοια με τις δαγκάνες του κάβουρα
2. βασανιστήριο όργανο με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες του κάβουρα
3. (στη χειρουργική) εμβρυουλκός
4. τα ζυγώματα
5. είδος μηχανής χρήσιμης στην ανέλκυση λίθων
6. είδος πεδίλων
7. είδος επιδέσμου
8. είδος γεωμετρικού οργάνου, διαβήτης
9. άμβυξ, ένα είδος κυπέλλου, ποτηριού
10. στον πληθ. oἱ καρκίνοι
τα ζυγώματα, τα ζυγωματικά οστά του κρανίου
11. φρ. «καρκίνα σπειρούχα» — διαβήτες που σχηματίζουν κύκλους (Ανθ. Παλ.)
12. κίρκινος, κύκλος
13. κύριο όν. στους Αττικούς τραγικούς ποιητές («Καρκίνου ποιήματα» — τα αινιγματώδη ποιήματα, Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε αναδιπλασιασμένη ΙΕ ρίζα kar-kar «σκληρός». Συνδέεται με το λατ. cancer «κάβουρας» και το αρχ. ινδ. karkata- «κάβουρας». Η κατάλ. -ίνος μάλλον για λόγους ανομοιώσεως δύο αλλεπάλληλων -ρ- σε παλαιότερο αμάρτ. τύπο (πρβλ. λατ. cancer < car-cros). Με τα ανωτέρω συνδέονται πιθ. η γλώσσα του Ησυχίου κάρκαροι
τραχεῖς και ο αντίστοιχός της αρχ. ινδ. τ. karkara- «σκληρός» (πρβλ. το σκληρό περίβλημα του κάβουρα). Η αρχ. ινδ. λ. karki(n)- «ζωδιακός αστερισμός του καρκίνου» είναι δάνειο από την Αρχαία Ελληνική.
ΠΑΡ. καρκινώδης
αρχ.
καρκινάς, καρκινευτής, καρκινίας, καρκίνιον, καρκινώ
μσν.
καρκινίδιον.
ΣΥΝΘ. καρκινοειδής
αρχ.
καρκινοβάτης, καρκινόπους, καρκινόχειρες
μσν.
καρκινόσαρξ
νεοελλ.
καρκινοβασία, καρκινοβατώ, καρκινογένεση, καρκινογόνος, καρκινολογία, καρκινολογικός, καρκινόλυση, καρκινολυτικός, καρκινοπαθής, καρκινοποίηση, καρκινοσάρκωμα, καρκινοφιλία, καρκινοφοβία, καρκίνωψ].
Greek Monotonic
καρκίνος: [ῐ], ὁ, με ετερογεν. πληθ. καρκίνα,
I. καβούρι, κάβουρας, Λατ. cancer, σε Βατραχομ., Αριστοφ., Πλάτ.· παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν, σε Αριστοφ.
II. ζευγάρι δαγκάνες, σε Ανθ.· καρκίνα, πυξίδες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καρκίνος: (ῐ) ὁ (поэт. pl. тж. κάρκινα)
1) зоол. рак или краб Batr., Plat., Arst. etc.: οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν погов. Arph. никогда ты не научишь рака идти прямо;
2) астр. Рак (созвездие) Plut.;
3) раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.;
4) щипцы, клещи (λήψεται ὁ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.): κ. πυραγρέτης Anth. кузнечные клещи;
5) циркуль (ὁ κυκλογραφῶν κ. Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρκίνος -ου, ὁ, plur. κάρκινα krab; spreekw.: ποιεῖν τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν een krab rechtuit laten lopen (d.w.z. het onmogelijke doen) Aristoph. Pax 1083. tang; passer. geneesk. gezwel.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (Epich., IA.)
Meaning: crab (on the meaning Thompson Fishes s. v.), metaph.. ulcer, pair of pincers, kind of shoe etc., also name of a constellation (Scherer Gestirnnamen 167f.). -
Derivatives: Diminut. καρκίνιον (Arist., Hp.), also kind of slipper (Herod.), καρκινάς, -άδος f. (Gal., Ael.); καρκινίας m. name of a precious stone (Plin.; after the colour; as καπνίας a. o.; Chantraine Formation 94); καρκινευτής crab-catcher (Artem. 2, 14; after ἁλιευτής, ὀρνιθευτής a. o.); καρκινώδης crab-like (Arist., medic.). Denomin. verb καρκινόω bend, crook one's fingers (Antiph., Thphr.; cf. Strömberg Theophrastea 65), -όομαι become cancerous, suffer from cancer (Hp.) with καρκίνωμα cancer (medic.), καρκίνωσις formation of dangerous growth (Aët.); καρκίνωθρον (codd. -αθρον, -ηθρον) plant name, Polygonum aviculare (Dsc. 4, 4; after Strömberg Pflanzennamen 147 prop. "Krebsmittel" [?]; rather of the crab-like spreading roots).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Clearly connected with Lat. cancer crab, Skt. karkaṭa- id.; the morphological details however are not all clear. As in Lat. cancer from *car-cro-s καρκίνος may also have had a dissimilation of r-sounds with addition of the ινο-suffix (cf. Schwyzer 490); on the formation of Skt. karkaṭa- Wackernagel-Debrunner 2 : 2, 157 (etymological doubts in Mayrhofer KEWA s. v.). - From καρκίνος as LW [loanword]. Skt. karki(n)- the crab in the zodiac (with karka- crab [lex.] as backformation?). - Connection with the adjective for hard (s. κάρκαρος, κράτος) seems quite possible. Cf. W.-Hofmann s. cancer . - The Sanskrit word is probably not cognate (Mayrhofer, EWAia 64, Fur. 129). Fur. connects κάρχαι καρκίνοι, καὶ <κ> όχλοι. Σικελοί H. [not mentioned in Frisk, DELG], which is evident. This poves Pre-Greek origin. Fur. doubts the correctnes of Lat. cancer < *karkro-, which cannot be proven. Fur. prefers to connct γάγγραινα, γάγγλιον. -ινο- can be a Pre-Greek suffix (Fur. 129 n. 54; Beekes, Pre-Greek, Suffixes; Fur. also comments on the accentuation). He also adduces (130) the PN Κερκίνος and the river name Κερκινεύς (Thessaly) with *κερκιν-.
Middle Liddell
καρκί˘νος, ὁ,
I. a crab, Lat. cancer, Batr., Ar., Plat.:—proverb., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar.
II. a pair of tongs, Anth.: καρκίνα compasses, Anth.
Frisk Etymology German
καρκίνος: {karkínos}
Grammar: m. (Epich., ion. att.)
Meaning: Krebstier, Krabbe (zur Bed. ausführlich Thompson Fishes s. v.), übertr. Krebsgeschwür, Kneifzange, Art Schuh, auch N. eines Sternbildes (Scherer Gestirnnamen 167f.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: Deminutiva καρκίνιον (Arist., Hp.), auch Art Pantoffel (Herod.), καρκινάς, -άδος f. (Gal., Ael. u. a.); καρκινίας m. N. eines Edelsteins (Plin.; nach der Farbe; wie καπνίας u. a.; Chantraine Formation 94); καρκινευτής Krabbenfänger (Artem. 2, 14; nach ἁλιευτής, ὀρνιθευτής u. a.); καρκινώδης krebsartig (Arist., Mediz. u. a.). Denominatives Verb καρκινόω krümmen, verkrampfen (Antiph., Thphr.; vgl. Strömberg Theophrastea 65), -όομαι krebsartig werden, vom Krebs leiden (Hp.) mit καρκίνωμα Krebs (Mediz.), καρκίνωσις Bildung von Krebsgeschwüren (Aët.); καρκίνωθρον (codd. -αθρον, -ηθρον) Pflanzenname, Polygonum aviculare (Dsk. 4, 4; nach Strömberg Pflanzennamen 147 eig. "Krebsmittel" [?]; wohl eher von den krebsartig um sich greifenden Wurzeln).
Etymology : Offenbar mit lat. cancer Krebs, aind. karkaṭa- Krebs, Krabbe zusammenhängend; die morphologischen Einzelheiten bleiben indessen etwas unklar. Wie in lat. cancer aus *car-cro-s scheint auch in καρκίνος eine Dissimilation der r-Laute eingetreten zu sein mit weiterer Hinzufügung eines ινο-Suffixes (vgl. Schwyzer 490); zur Bildung von aind. karkaṭa- Wackernagel-Debrunner 2 : 2, 157 (etymologische Bedenken bei Mayrhofer Wb. s. v.). Aus καρκίνος als LW. aind. karki(n)- der Krebs im Tierkreise (dazu karka- Krabbe [Lex.] als Rückbildung?). — Zusammenhang mit dem Adjektiv für hart (s. κάρκαρος, κράτος) nach den harten Scheren oder dem harten Panzer ist sehr wohl möglich. Vgl. W.-Hofmann s. cancer m. Lit. und weiteren Einzelheiten.
Page 1,789-790