σύλη

From LSJ
Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλη Medium diacritics: σύλη Low diacritics: σύλη Capitals: ΣΥΛΗ
Transliteration A: sýlē Transliteration B: sylē Transliteration C: syli Beta Code: su/lh

English (LSJ)

ἡ, or σῦλον, τό, A the right of seizing the ship or cargo of a foreign merchant, to cover losses received through him: generally, right of seizure, right of reprisal, prop. of goods (opp. ἀνδροληψία), σῦλον ἔχειν κατά τινος Arist.Oec.1347b23; ἐν σύλῳ when engaged in privateering, IG12(5).24.11 (Sicinos): but mostly in plural σῦλαι or σῦλα, διὰ τὰς σύλας D.51.13; ὅπου ἂν σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις where the Athenians have [to fear] no right of seizure, Syngr. ap. D.35.13; δεδομένων συλῶν Φασηλίταις κατὰ Ἀθηναίων Id.35.26; [ὁρῶν] Βοιωτοὺς σῦλα ποιουμένους [seeing] the B. exercising this right, Lys.30.22 (v.l.); μήνυτρα σύλων ὧν ὁ θεὸς ἐσυλήθη Babr.2.12. II σῦλον is the cargo seized in IG9(1).333.5 (Locr., v. B.C.): σῦλα, τά,= booty, Str.17.1.8; σύλη, ἡ, booty, SIG10 (Samos, vi B.C.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύλη -ης, ἡ gewelddadige inbezitneming (als vergelding voor aangerichte schade), vergelding.

Russian (Dvoretsky)

σύλη: (ῡ) ἡ (только pl.) = σῦλον.

Greek (Liddell-Scott)

σύλη: ἡ, ἢ σῦλον, τό· (ἴδε σκῦλον)· ― τὸ δικαίωμα τοῦ καταλαμβάνειν τὸ πλοῖον ἢ τὸ φορτίον ξένου ἐμπόρου πρὸς ἀποζημίωσιν βλάβης ὑπ’ ἐκείνου γενομένης (πρβλ. σύμβολον ΙΙ), καθόλου, τὸ δικαίωμα τῆς «κατασχέσεως» κυρίως ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνδροληψία· σῦλον ἔχειν κατά τινος Ἀριστ. Οἰκ. 2. 11, 1· ἐν σύλῳ, ἐν ᾧ ἠσχολούμην εἰς κατάληψιν καὶ παραλαβὴν πραγμάτων πρὸς ἀποζημίωσιν, Συλλ. Ἐπιγραφ. (προσθῆκ.) 2447b. 11· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σῦλαι ἢ σῦλα, διὰ τὰς σύλας Δημ. 1232. 4· σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος ὁ αὐτ. 931. 23· ὅπου σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι οὐδένα φόβον θὰ ἔχωσιν ὅτι θὰ ἐνεργηθῇ κατ’ αὐτῶν τὸ δικαίωμα κατοχῆς, παρὰ Δημ. 927. 4· διδομένων σύλων Φασηλίταις κατὰ Ἀθηναίων ὁ αὐτ. 931. 23· [ὁρῶν] Βοιωτοὺς σῦλα ποιουμένους, [βλέπων] ὅτι οἱ Βοιωτοὶ ἐξήσκουν τὸ δικαίωμα τῆς κατασχέσεως, Λυσί. 185. 18· σῦλα συλᾶσθαι, διαρπάζεσθαι, Βαβρ. 2. 12· ― Τὸ δικαίωμα τοῦτο ἐξασκούμενον ἐναντίον ὁλοκλήρου κράτους ἐν καιρῷ πολέμου ἦτο κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ὅ,τι καὶ νῦν, ἡ ἄδεια πρὸς σύλησιν τῶν ἐχθρικῶν πλοίων, ἴδε Böckh P. E. 1. 185., 2. 575. II. σῦλον εἶναι τὸ κατασχεθὲν φορτίον πλοίου ἐν Ἐπιγραφῇ παρὰ Hicks 31, 5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
η λεία
αρχ.
1. το δικαίωμα κατάσχεσης του πλοίου ή και του φορτίου που ανήκε σε ξένο έμπορο ως αποζημίωση για βλάβη που αυτός προκάλεσε ή και για οφειλή ληξιπρόθεσμη, καθώς και η άσκηση του παραπάνω δικαιώματος
2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σῡλαι
τα λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. σῦλαι (πρβλ. σῦλον < σῦλα). Για ετυμολ. βλ. λ. συλώ].

Greek Monotonic

σύλη: ἡ ή σῦλον, τό, δικαίωμα κάποιου να κατάσχει πλοίο ή φορτίο που ανήκει σε ξένο έμπορο, προκειμένου να αποζημιωθεί για βλάβη ή ζημία, που του προκάλεσε ο έμπορος· γενικά, δικαίωμα κατάσχεσης ή δικαίωμα αντιποίνων, κατά κανόνα στον πληθ.· σῦλαι ή σῦλα, σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος, σε Δημ.· ὅπου σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις, όπου οι Αθηναίοι δεν θα έχουν κανένα φόβο μήπως εγερθεί εναντίον τους το δικαίωμα κατάσχεσης, παρά Δημ.· σῦλα ποιεῖσθαι, εξασκώ το δικαίωμά μου αυτό, σε Λυσ.

Middle Liddell

σύλη, ἡ,
the right of seizing the ship or cargo of a foreign merchant, to cover losses received through him: generally, the right of seizure, right of reprisal, mostly in plural σῦλαι or σῦλα; σύλας διδόναι τινὶ κατά τινος Dem.; ὅπου σῦλαι μὴ ὦσιν Ἀθηναίοις where the Athenians have [to fear no right of seizure, ap. Dem.; σῦλα ποιεῖσθαι to exercise this right, Lys.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, auch σύλα, meistens oder immer im plur. gebraucht, das Recht, die Schiffe oder die Schiffsladung eines Kaufmanns, der uns schuldig und angeklagt ist, an Zahlungsstatt in Beschlag zu nehmen; σύλαν ἔχειν κατά τινος, dieses Recht gegen Einen haben und davon Gebrauch machen; überhaupt in Beschlag nehmen, auspfänden; σύλας διδόναι, das Recht dazu erteilen, vgl. Dem. ὥσπερ δεδομένων συλῶν (oder σύλων, wie in den Ausgaben steht, s. σῦλον) Φασηλίταις κατ' Ἀθηναίων, 35.26; ἐξελόμενοι ὅπου ἂν μὴ σῦλαι ὦσιν Ἀθηναίοις, ib. 13; und 51.13 μόνοις ὑμῖν οὐδαμόσε ἔστιν ἄνευ κηρυκείου βαδίσαι διὰ τὰς ὑπὸ τούτων ἀνδροληψίας καὶ σύλας κατεσκευασμένας, Beschlagnahme der Güter, welche sie verfügt haben; s. Böckh Staatsh. II.128. In Kriegszeiten wurde das Recht auch gegen ganze Staaten ausgeübt, und dann entspricht es dem jetzt üblichen Embargo oder dem Erteilen von Kaperbriefen, Arist. Oec. 2.11.