ἧμαι
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
ἧσαι, ἧσται E.Alc. (v. infr.) (but κάθηται, v. κάθημαι), ἧσθον h.Ap.456, ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Call.Fr.122, Ep. εἵᾰται Il.10.100, ἕᾰται 3.134 (κατέαται Hdt.1.199); imper. ἧσο Hom., ἥσθω (καθ-) A.Pr.916; subj. and opt. only in compd. καθ-; inf. ἧσθαι; part. ἥμενος: impf. ἥμην, ἧσο, ἧστο (but ἐκάθητο, καθῆτο, v. κάθημαι), dual ἥσθην (ἑήσθην Orph.A.815), pl. ἥμεθα (ἥμεσθα E.IA88), ἧσθε Cratin.142, ἧντο, Ep. εἵᾰτο Il.7.61, ἕᾰτο ib.414, ἐκατέατο Hdt.8.73 (v.l. ἐκαθ-): (I.-E. ēs-, cf. Skt. āste (= ἧσται) 'sits'; aspirate borrowed from ἵζω, ἕζομαι; Ep. εἵαται εἵατο fr. ἥαται ἥατο (which should perhaps be restored) through ἕαται ἕατο):—to be seated, sit, Il.1.498, etc.: freq. with collat. sense, sit still, sit idle, 2.255, 18.104, etc.; ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Callin.1.4; κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων E.Fr.10; of an army, encamp, Il.15.740, 24.542; πόλιν ἀμφί 18.509; πρόσθε τειχέων E.Supp.664; of a spy, lurk, Il.18.523: metaph., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται c. acc. et inf., E.Alc. 604 (lyr.); lie hid, ἥατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, i.e. in the wooden horse, Od.8.503, cf. 512; of magistrates, ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι E. Andr.699; δαιμόνων σέλμα σεμνὸν ἡμένων A.Ag.183 (lyr.); later, of things, lie, ἱρὸν ἧσται Hdt.9.57; ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Call. Fr.122, cf. Luc.Syr.D.31; ἡμένῳ ἐν χώρῳ (or χόρτῳ) in a low place, Theoc.13.40:—Constr.: mostly with Preps., ἐνὶ δίφρῳ Il.16.403, cf. A.Pr.368, etc.; ἐπὶ κορυφῆς Il.14.158; ἐπ' ἐσχάραις A.Eu.806; παρὰ κλισίῃ Il.1.330, etc.; ἀνὰ Γαργάρῳ 15.153: c. dat., Ὀλύμπῳ 13.524, cf. 21.389, etc.; ἐρετμοῖς at the oar, E.Cyc.16; ἀνορόφοις πέτραις Id.Ba. 38: rarely c. acc., A.Ag.183 (v. supr.); Σιμόεντος κοίτας E.Rh.547: c. part.. τίη.. ἧσ' ὀλιγηπελέων; Il.15.245; ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων, Od.14.41, 10.374; πεφυλαγμένος ἧσο Orac. ap. Hdt.7.148; ἐκπεπληγμένη S.Tr.24.
German (Pape)
[Seite 1164] ἧσαι, ἧσται, im compos. κάθηται, inf. ἧσθαι, impf. ἥμην, ἧστο, ἧντ', Il. 3, 153, sonst εἵαται u. εἵατο, auch ἕαται, ἕατο, 3, 134; ἑήσθην steht Orph. Arg. 893; die übrigen tempp. werden durch ἕζομαι u. ἵζομαι ergänzt; eigtl. perf. von ἑδ, w. m. s., – ich bin gesetzt, gelegt, gestellt worden, ich sitze, liege, stehe, ἐϋξέστῳ ἐνὶ δίφρῳ ἧστο, Il. 16, 402 u. öfter; παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒμελαίνῃ ἥμενον 1, 330; oft mit dem Nebenbegriffe des trägen, müßigen Dasitzens, 18, 104. 24, 542; verborgen sitzen, Od. 8, 503. 512; Tragg., κορυφαῖς δ' ἐν ἄκραις ἥμενος Aesch. Prom. 366, öfter; ἐν θρόνοις Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται Spt. 495; ἐπ' ἐσχάραις Eum. 773; mit dem accus., βιαίως σέλμα σεμνὸν ἡμένων Ag. 176, am Bord sitzen, wie Σιμόεντος ἡμένα κοίτας Eur. Rhes. 547, der auch παῖδές τ' ἐρετμοῖς ἥμενοι Cycl. 16 vrbdí u. übertr. sagt πρὸς δ' ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται, Alc. 604; σεμνοὶ δ' ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι, die Herrscher, Andr. 699; ἥμενον ἄνω φρόνημα Aesch. Suppl. 94, der hochthronende Gedanke. Auch bei sp. D.; ἥμενος χῶρος, eine Gegend, die sich gesetzt hat, niedrig, Theocr. 13, 40 (vgl. εἱαμενή); bei Her. im Orak. 7, 148 πεφυλαγμένος ἧσο; ἱρὸν ἧσται 9, 57, der Tempel ist aufgerichtet, wie εἵαται τὰ ἕδεα Luc. de dea Syr. 31.
French (Bailly abrégé)
ἧσαι, ἧσται, 3ᵉ pl. ἧνται;
seul. prés. et impf. ἥμην;
I. être assis, d'où
1 propr. être assis : σεμνὸν σέλμα ESCHL sur le banc auguste, càd sur le trône des dieux;
2 p. ext. être placé, se tenir : ἐπὶ δίφρῳ IL sur un char ; ἐπὶ κορυφῆς IL sur le sommet d'un mont ; avec un dat. : Ὀλύμπῳ IL sur l'Olympe ; fig. πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται avec l'inf. EUR dans mon âme est ancrée la ferme confiance que, etc.
II. p. suite :
1 demeurer immobile, rester inactif : ἧμαι ὀδυρόμενος OD je suis ici à me lamenter;
2 être posté, campé : πόλιν ἀμφί IL autour de la ville;
3 en parl. de constructions τῇ ἱρὸν ἧσται HDT là où se situe un sanctuaire.
Étymologie: p. *ἧσμαι de la R. Ἡς, être assis.
Russian (Dvoretsky)
ἧμαι: (2 и 3 л. sing. praes. ἧσαι, ἧσται, 3 л. pl. praes. ἦνται, inf. ἦσθαι, part. ἥμενος, imper. ἧσο, ἥστω; impf. ἥμῃν, ἧσο, ἧστο, 3 л. pl. ἧντο)
1 сидеть, восседать (σεμνὸν σέλμα, ἐν θρονοις Aesch.): ἐγὼ ἥμην ἐκπεπληγμένη φόβῳ Soph. я сидела, пораженная страхом;
2 сидеть, пребывать, находиться, быть (ἐνὶ δίφρῳ, ἄκρῳ Ὀλύμπῳ Hom.; κατ᾽ οἴκους Eur.): παρὰ νηυσὶν ἧσθαι Hom. сидеть, т. е. оставаться у кораблей; ἐρετμοῖς ἥμενοι Eur. сидящие на веслах; οἱ ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Eur. заседающие в государственных учреждениях, т. е. должностные лица, власти; πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται Eur. в душе моей есть уверенность; ἧσθαι πόλιν ἀμφί Hom. расположиться вокруг города; ἧσθαι πρόσθε τειχέων Eur. находиться у (городских) стен; τῇ καὶ Δήμητρος ἱρὸν ἧσται Her. (там), где находится святилище Деметры; πεφυλαγμένος ἦσο Her. будь настороже;
3 глубоко сидеть, быть низко расположенным (ἥμενος χῶρος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἧμαι: ἧσαι, ἧσται (ἀλλὰ κάθηται Ἀριστοφ. Λυσ. 597, Πλάτ.), ἥμεθα, ἧστε, ἧνται Καλλ. Ἀποσπ. 122, Ἐπ. εἵᾰται Ἰλ. Κ. 100, ἕᾰται Γ. 134 (κατέαται Ἡρόδ. 1. 199)· προστ. ἧσο Ὅμ., ἥσθω (καθ-) Αἰσχύλ. Πρ. 916· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ καθ-· ἀπαρ. ἧσθαι· μετοχ. ἥμενος· - παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο (ἀλλὰ ἐκάθητο, καθῆτο, ἴδε κάθημαι), δυϊκὸν ἥσθην (ἑήσθην Ὀρφ. Ἀργ. 813), πληθ. ἥμεθα (ἥμεσθα Εὐρ. Ι. Α. 88), ἧσθε Κρατῖν. Ὀδ. 4, ἧντο, Ἐπ. εἵᾰτο Ἰλ. Π. 61, ἕᾰτο αὐτόθι 414, ἑκατέατο Ἡρόδ. 8. 73. (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὴν √ΗΣ, πρβλ. Σανσκρ. âs, âsê (sedeo), καὶ ἀρνεῖται τὴν σχέσιν αὐτῆς πρὸς τὴν √ΕΔ, ἕζομαι). Κάθημαι, λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ., εὔχρηστον δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ δὲ σύνθ. κάθημαι εὔχρηστον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ.· - συχν. παρ’ Ὁμ. μετὰ τῆς συγγενοῦς σημασίας: κάθημαι ἥσυχος, ἀργός, Ἰλ. Β. 255, Σ. 104. κτλ.· ἧσθαι ἐν εἰρήνῃ Καλλῖν. 3· κατ’ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ όνον Εὐρ. Ἀποσπ. 10· - ἐπὶ στρατεύματος, κάθημαι, εἶμαι ἐστρατοπεδευμένος, Ἰλ. Ο. 740, Ω. 542· πόλιν ἀμφὶ Σ. 509· πρόσθε τειχέων Εὐρ. Ἱκέτ. 664· - ἐπὶ κατασκόπου, παραφυλάττω, Ἰλ. Σ. 523· καὶ οὕτω μεταφ., πρὸς ἐμᾷ ψυχᾷ Θάρσος ἧσται Εὐρ. Ἀλκ. 604· - μένω κεκρυμμένος, εἵατ’ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ, δηλ. ἐν τῷ δουρείῳ ἵππῳ κεκρυμμένοι Ὀδ. Θ. 503, πρβλ. 512· - ἐπὶ ἀρχόντων, ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι Εὐρ. Ἀνδρ. 699, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· - βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ναῶν, ἀναθημάτων, κτλ., = εἶμαι ἱδρυμένος, κεῖμαι, ἱρὸν ἧσται Ἡρόδ. 9. 57· ἐπὶ στέγος ἱερὸν ἧνται κάλπιδες Καλλ. Ἀποσπ. 122, πρβλ. Λουκ. Συρ. Θ. 31, Jac. Ἀνθ. Π.. σ. 932· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, ἐντὸς χθαμαλοῦ τόπου, Θεόκρ. 13. 40. - Συντάσσ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προθ. δηλούσης τὸ πλησίον ἢ ἐπὶ τινος, ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Π. 403, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 366, κτλ.· ἐπὶ κορυφῆς Ἰλ. Ξ. 157· ἐπ’ ἐσχάραις Αἰσχύλ. Εὐμ. 806· παρὰ κλισίῃ Ἰλ. Α. 330, κτλ. ἀνὰ Γαργάρῳ Ο. 153· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ὀλύμπῳ Ν. 524, Φ. 380, κτλ.· ἐρετμοῖς, εἰς τὰς κώπας, Εὐρ. Κύκλ. 16· - σπανίως μετ’ αἰτ., σέλμα σεμνὸν ἡμένων, καθημένων ἐπὶ.., Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· Σιμόεντος κοίτας Εὐρ. Ρήσ. 547, πρβλ. Ἐλμσλ. Βάκχ. 38, καὶ ἴδε ἐν λ. καθίζω ΙΙ· - συχνάκις μετὰ μετοχ. ῥημάτων δηλούντων κατάστασίν τινα τῆς ψυχῆς, ἧμαι … ὀλιγηπελέων Ἰλ. Ο. 245· ὀδυρόμενος, ἀλλοφρονέων Ὀδ. Ξ. 40, Κ. 374· πεφυλαγμένος ἧσο Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148· ἐκπεπληγμένη Σοφ. Ἀποσπ. 24.
English (Autenrieth)
(αι), ἧσται, ἥμεθα, ἧσθε, ἕαται and εἵαται, imp. ἧσο, inf. ἧσθαι, part. ἥμενος, ipf. ἥμην, ἧστο, ἥσθην, ἥμεθα, ἧντο and ἕατο and εἵατο: sit; often w. a part. to denote some condition of mind or body, ἧστο ὀδῦρόμενος, θαυμάζων, ὀλιγηπελέων, etc.; and, in general, the verb may denote a settled condition of any sort, ‘stay,’ ‘keep,’ ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης, Il. 15.740, Il. 24.542; σῖγῇ, ἀκέουσα, σιωπῇ ἧσο, Il. 4.412.
English (Slater)
ἧμαι
a lie, be situated ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες (O. 10.33)
b sit ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (sc. Διοσκού- ρους. Boeckh: ἥμενος codd.: ἡμένος Didymus: ἥμενον Aristarchus) (N. 10.62)
Greek Monolingual
ἧμαι (Α)
1. είμαι καθισμένος, κάθομαι
2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ' οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.)
3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω
4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ
5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ' ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται» — στην ψυχή μου βρίσκεται θρονιασμένη η πίστη, Ευρ.)
6. (για αναθήματα, ιερά, ναούς κ.λπ.) είμαι ιδρυμένος («ἱρὸν ἧσται», Ηρόδ.)
7. μένω κρυμμένος («εἵατ' ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππω», Ομ. Οδ.)
8. φρ. α) (για άρχοντες) «ἐν ἀρχαῑς ἧμαι» — άρχω, κυβερνώ
β) «ἡμένῳ ἐν χώρῳ» — σε χαμηλό τόπο (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται σε πολλές ΙΕ γλώσσες με ορισμένους τ. σε πλήρη αντιστοιχία
πρβλ. λ.χ. το γ' εν. ενεστ. ήσται έναντι αρχ. ινδ. aste και αβεστ. āste (< ΙΕ τ. es-tai)
γ' πληθ. ενεστ. ήαται έναντι αρχ. ινδ. āsate (< ΙΕ τ. es-ntai). Η δασύτητα εμφανίζεται μόνο στην ελλ. και αποδίδεται σε επίδραση του συνωνύμου έζομαι (< ΙΕ ρίζα sed-).
ΣΥΝΘ. εγκάθημαι, επικάθημαι, κάθημαι, προκάθημαι, συγκάθημαι
αρχ.
αφήμαι, ενήμαι, εφήμαι, υφήμαι].
Greek Monotonic
ἧμαι: ἧσαι, ἧσται, ἥμεθα, ἧστε, ἧνται, Επικ. εἵᾰται και ἕᾰται· προστ. ἧσο, ἥσθω, απαρέμφ. ἧσθαι, μτχ. ἥμενος, παρατ. ἥμην, ἧσο, ἧστο, δυϊκ. ἥσθην, πληθ. ἥμεθα, ποιητ. ἥμεσθα, ἧσθε, ἧντο, Επικ. εἵᾰτο και ἕᾰτο· είμαι καθισμένος, κάθομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· στέκομαι ακίνητος, κάθομαι ήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για στράτευμα, στρατοπεδεύω, στο ίδ.· επίσης, χρησιμοποιείται για κατάσκοπο, παραμονεύω, παραφυλάω, στο ίδ.· μεταγεν., λέγεται για τοποθεσίες, πράγματα (ναούς κ.λπ.), βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ηρόδ.· ἡμένῳ ἐν χώρῳ = εἱαμενῇ, σε χαμηλό, βαθουλωτό, κοίλο τόπο, σε Θεόκρ.· σπανίως, με αιτ., σέλμα ἧσθαι, που κάθονται σε πάγκο, σε Αισχύλ.· ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sit.
Other forms: 3. sg. ἧσται, 3. pl. εἵαται (for ἥαται), ἕαται, ipf. ἥμην (Il.); IA. has κάθ-ημαι (κάτ-), κάθηται, 3. pl. κάθηνται, κατ-έαται, ipf. (ἐ-)καθήμην
Compounds: With prefix ἔφ-, rarely ἄφ-, ἔν-, μέθ-, ὕφ-ημαι (Il., Od.). Very often to κάθημαι, because this was seen as simplex, e. g. ἐγ-, ἐπι-, προ-, συγ-κάθημαι (IA).
Origin: IE [Indo-European] [342] *h₁eh₁s-? sit
Etymology: Old verb for to sit, also in Indo-Iranian and Hittite (and relared languages): Skt. ā́ste, Av. āste = ἧσται (IE *h₁eh₁s-tai), Skt. ā́sate = ἥαται (IE *ēs-n̥tai; Av. ā̊ŋhǝnte thematic reshaping); with other inflection Hitt. 3. sg. eša(-ri), 3. pl. ešanta(-ri), Luw. aš-, Hier.-Luw. as-. The spiritus comes from ἕζομαι, ἵζω (diff. Lohmann Gnomon 16, 63; s. also Schwyzer 680 n. 1). On the delimitation of IE ēs- against sed- cf. Porzig Gliederung 91.
Middle Liddell
to be seated, sit, Hom., etc.:— to sit still, sit idle, Il., etc.: of an army, to lie encamped, Il.:—of a spy, to lurk, Il.:— later, of places, to lie, be situated, Hdt.; ἡμένωι ἐν χώρωι = εἱαμενῇ, in a low, sunken place, Theocr.:—rarely c. acc., σέλμα ἧσθαι to be seated on a bench, Aesch.; ἧσθαι Σιμόεντος κοίτας Eur.
Frisk Etymology German
ἧμαι: {hē̃mai}
Forms: 3. sg. ἧσται, 3. pl. εἵαται (für ἥαται), ἕαται, Ipf. ἥμην (ep. poet.; auch Hdt.); ion. att. dafür κάθημαι (κάτ-), κάθηται, 3. pl. κάθηνται, κατέαται, Ipf. (ἐ-)καθήμην
Grammar: v.
Meaning: sitzen.
Composita : Mit Präfix ἔφ-, selten ἄφ-, ἔν-, μέθ-, ὕφημαι (ep. poet.). Sehr oft zu κάθημαι, weil als Simplex aufgefaßt, z. B. ἐγ-, ἐπι-, προ-, συγκάθημαι (ion. att.).
Etymology : Altes Verb für sitzen, auch im Indoiranischen und Hethitischen (nebst Nachbarsprachen) erhalten: aind. ā́ste, aw. āste = ἧσται (idg. *ēs-tai), aind. ā́sate = ἥαται (idg. *ēs-n̥tai; aw. ā̊ŋhənte thematische Umbildung); mit anderer Flexion heth. 3. sg. eša(-ri), 3. pl. ešanta(-ri), luw. aš-, hier.-heth. as-. Der Spiritus stammt von ἕζομαι, ἵζω (anders Lohmann Gnomon 16, 63; s. auch die Lit. bei Schwyzer 680 A. 1). Über die Abgrenzung von idg. ēs- gegenüber sed- vgl. Porzig Gliederung 91; zu einer sehr fraglichen Vermutung Hirts (IF 37, 227f.) über die Entstehung von idg. *ēs-tai aus *ē-sd-tai (sed-) s. Mayrhofer Wb. s. ā́ste mit Lit.
Page 1,633-634
Translations
sit
Afrikaans: sit; Albanian: ulem; Arabic: جَلَسَ; Hijazi Arabic: جلس, قعد; Aramaic Syriac: ܝܬܒ; Armenian: նստել; Assamese: বহ; Asturian: sentar; Azerbaijani: oturmaq, əyləşmək; Bashkir: ултырыу; Basque: eseri; Belarusian: сядзець; Bengali: বসা; Biatah Bidayuh: guru; Bikol Central: tukaw; Bulgarian: седя; Burmese: ထိုင်; Buryat: һууха; Catalan: seure; Cebuano: linkod; Central Sierra Miwok: húŋ·e-; Cherokee: ᎤᏬᏝ; Chinese Cantonese: 坐; Dungan: зуә; Mandarin: 坐; Min Dong: 坐; Min Nan: 坐; Czech: sedět; Danish: sidde; Dolgan: олор; Dutch: zitten; Esperanto: sidi; Estonian: istuma; Even: тэгэ-; Evenki: тэгэ-; Faroese: sita; Finnish: istua; French: être assis, être assise, s'asseoir; Galician: sentar; Ge'ez: ነበረ; Georgian: ჯდომა; German: sitzen; Alemannic German: hocke; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: κάθομαι; Ancient Greek: ἑδράζω, ἕζομαι, ἐφίζω, ἧμαι, θακέω, θακῶ, θάλπω, θάσσω, θαάσσω, θοάζω, θωκέω, ἱζάνω, ἵζω, καθέζομαι, κάθημαι, καθίζω, κάτημαι, κατίζω; Gujarati: બેસવું; Hawaiian: noho; Hebrew: יָשַׁב; Higaonon: pino-o; Hindi: बैठना, बैठा होना; Hungarian: ül; Icelandic: sitja; Ido: sidar; Ilocano: agtugaw; Inari Sami: čokkáđ; Indonesian: duduk; Interlingua: seder, esser sedite; Irish: suigh; Italian: sedere, essere seduto, sedersi; Japanese: 座る, 腰掛ける; Javanese: lungguh; Kalmyk: суух; Kannada: ಕುಳಿತುಕೊ; Kashubian: sedzec; Kazakh: отыру; Khmer: អង្គុយ; Korean: 앉다; Komi: пукавны; Kumyk: олтурмакъ; Kyrgyz: отуруу, олтуруу; Lao: ນັ່ງ; Latgalian: sēdēt; Latin: sedeo; Latvian: sēdēt; Lithuanian: sėdėti; Low German: sitten; Macedonian: седи; Malay: duduk; Maltese: qagħad; Manchu: ᡨᡝᠮᠪᡳ; Maori: noho; Marathi: बसणे; Mazanderani: هنیشتن; Mongolian: суух; Nanai: тэси-; Navajo: sédá; Ngarrindjeri: lewun; Norwegian: sitte; Occitan: sèire; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣдѣти; Old Javanese: lungguh; Oriya: ବସିବା; Oromo: taa'uu; Ossetian: бадын; Persian: نشستن; Polish: siedzieć; Portuguese: estar sentado; Quechua: samay, tiyay, chukuy; Rapa Nui: noho; Romani: beśel; Romanian: ședea, așeza; Romansch: seser, esser tschentà; Russian: сидеть; Samoan: nofo; Sanskrit: सीदति; Serbo-Croatian Cyrillic: седети, сједјети, сједити; Roman: sedeti, sjedjeti, sjediti; Sinhalese: වාඩිවෙනවා; Skolt Sami: išttâd; Slovak: sedieť; Slovene: sedeti; Sorbian Lower Sorbian: sejźeś; Upper Sorbian: sedźeć; Spanish: sentarse, estar sentado; Sundanese: calik; Swahili: kukaa; Swedish: sitta; Sylheti: ꠛꠃꠣ; Tagalog: umupo; Tajik: нишастан; Tamil: உட்கார்; Tatar: утырырга; Telugu: కూర్చొను; Ternate: tego; Tetum: tuur; Thai: นั่ง; Turkish: oturmak; Turkmen: oturmak; Ugaritic: 𐎊𐎘𐎁; Ukrainian: сиді́ти, посидіти; Urdu: بیٹھنا, بیٹھا ہونا; Uzbek: oʻtirmoq; Vietnamese: ngồi; Waray-Waray: lingkod; Welsh: eistedd; West Frisian: sitte; Western Bukidnon Manobo: pinu'u; Yagnobi: нидак; Yakut: олор; Yiddish: זיצן; Zazaki: niştiş; Zealandic: zitte; ǃXóõ: tshûu sg, ǃʻáã