πλεονεκτέω

From LSJ
Revision as of 06:44, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " Euthyphr." to " ''Euthyphr.''")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονεκτέω Medium diacritics: πλεονεκτέω Low diacritics: πλεονεκτέω Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΕΩ
Transliteration A: pleonektéō Transliteration B: pleonekteō Transliteration C: pleonekteo Beta Code: pleonekte/w

English (LSJ)

A fut. -ήσω Th.4.62, etc. (πλέον ἐκτήσεται should be read in Pl.La.192e):—Prose Verb, have more than one's due or claim more than one's due, mostly in bad sense, to be greedy, be grasping, Hdt.8.112, X.Mem.2.6.21, Pl.Grg. 483c, etc.
2 also, gain some advantage or have some advantage, without any bad sense, δυνάμει τινὶ π. Th.4.62, cf. 86; opp. ἐλαττοῦσθαι, Arist.Rh.1360a3; πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ X. HG7.1.34: abs., Arist.Rh.1402b25, D.S.12.46; π. ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων Plb.6.56.2: freq. with neut. Pron., π. ταῦτα, etc., Th.4.61, etc.
3 c. gen. rei, have a larger share of or claim a larger share of than others, τῶν ὠφελίμων Id.6.39; τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων, X.Cyr.1.6.25, cf. Oec.7.26; δόξης, χάριτος, Arist.EN1136b22, 1137a1.
II c. gen. pers., have the advantage over or gain the advantage over, τῶν ἐχθρῶν Pl.R. 362b, cf. Hyp.Lyc.8, etc.; παρά τινος X.Cyr.1.6.32 (v.l.); παρ' ἀλλήλων Arist.Pol.1292b19; τινι in a thing, X.Cyr.4.3.21, etc.; κατά τι Pl. Euthphr.15a; περί τι Id.La.183a; also π. τῶν νόμων gain at the expense of the laws, Id.Lg.691a; τῆς ὑμετέρας π. εὐηθείας take advantage of your simpleness, D. Prooem. 24.
2 later c. acc. pers., get the advantage over or have the advantage over, D.H.9.7, Plu.Marc.29, Luc.Am.27: usually in bad sense, overreach, defraud, πλεονεκτεῖν μηδένα Men.Mon.259, cf. 1 Ep.Thess.4.6, 2 Ep.Cor.7.2, D.Chr.17.8, D.C.52.37: in early writers only Pass. in this sense, ὑπό τινων X.Mem.3.5.2; πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς to be defrauded in or be defrauded of 1,000 drachmae, D.41.25. In Th.1.77 πλεονεκτεῖσθαι is impers., to be an act of πλεονεξία.
3 Pass., to be surpassed, be excelled, τινι Apollod.Poliorc.173.5.

German (Pape)

[Seite 630] (ein πλεονέκτης sein) mehr haben, größern Antheil haden, voraus haben; περὶ τίνων ὁ κρείττων πλέον ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ, Plat. Gorg. 491 a; Gegensatz von τὸ ἴσον ἔχειν, Isocr. 1, 38; τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν, ὥςτε, Plat. Euthyphr. 15 a; τῶν ἐχθρῶν, Rep. II, 362 b, u. öfter, überlegen sein, Einem; auch τινός τινι, Einem in Etwas, Xen. An. 3, 1, 37; τῶν ἄλλων περὶ τὸν πόλεμον, Plat. Lach. 183 a; Folgde; auch wie ein transit. c. accus., übertreffen, übervortheilen, Plut. Marcell. 29 D. Sic. 12, 45, – pass., πλεονεκτεῖται, Strat. 77 (XII, 238); Xen. Mem. 3, 5, 2; ἂν. φάσκῃ πλεονεκτεῖσθαι ταῖς χιλίαις δραχμαῖς, Dem. 41, 25, er sei um 1000 Drachmen übervortheilt. – Auch = mehr haben wollen, Vortheil, Gewinn zu erhalten suchen, οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων, Her. 8, 112; Vortheil erlangen, Thuc. 4, 62, Plat. Legg. III, 683 a, der so auch fut. med. πλεονεκτήσεται braucht, Lach. 192 e, πλεονεκτεῖν ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων, Pol. 6, 56, 2; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir plus :
1 avoir plus qu'un autre, avoir une plus grande part : τινος de qch ; avec le gén. de la pers. : avoir plus que qqn ; abs. avoir l'avantage;
2 être supérieur : τινός, à qqn ; τινί, l'emporter en qch ; abs. παρά τινι avoir plus de valeur, de poids auprès de qqn ; οἱ πλεονεκτεῖν βουλόμενοι XÉN ceux qui prétendent à une plus grande influence politique ; postér. avec l'acc. de pers. : τινά avoir l'avantage sur qqn ; ὑπό τινος être considéré par qqn comme de plus grande importance;
3 abs. chercher à avoir plus qu'on ne doit, être âpre au gain.
Étymologie: πλέον, ἐκτός, adj. verb. de ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονεκτέω [πλέον, ἔχω] act. (en fut. med. ) meer hebben van, een groter deel hebben van; met gen. (part.) v. zaak:; ἑτέρου γὰρ ἀγαθοῦ... ἐπλεονέκτει hij had een groter aandeel in een ander goed Aristot. EN 1136b22; met dat.: τιμαῖς καὶ δώροις πλεονεκτεῖν er beter vanaf komen in eerbewijzen en geschenken Xen. Cyr. 2.2.20. sterker zijn dan, iem. de baas zijn; met gen. ( comp. ) v. pers.:; ἤθελον... ὑμῶν πλεονεκτεῖν ze wilden jullie de baas zijn Xen. An. 5.8.13; πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν sterker zijn dan de vijand Plat. Resp. 362b; met acc. v. h. inw. obj..; τοσοῦτον αὐτῶν πλεονεκτοῦμεν κατὰ τὴν ἐμπορίαν zoveel hebben wij bij de handel op hen voor Plat. Euthyph. 15a; abs. in het voordeel zijn: met acc. v. h. inw. obj. ( adv. ); πολὺ ἐπλεονέκτει... παρὰ τῷ Πέρσῃ hij was sterk in het voordeel bij de Perzische koning Xen. Hell. 7.1.34; τοσόνδε πλεονεκτοῦμεν zoveel zijn wij in het voordeel Plat. Lg. 683a; μικρὰ πλεονεκτοῦντες παρ’ ἀλλήλων kleine voordeeltjes van elkaar verkrijgen Aristot. Pol. 1292b19; abs. aor. voordeel behalen:. ἀπάτῃ... πλεονεκτήσαι door bedrog voordeel behalen Thuc. 4.86.6. abs. meer willen hebben, hebzuchtig zijn:. οὐ... ἐπαύετο πλεονεκτέων hij bleef maar meer willen Hdt. 8.112.1. met acc. overtreffen, voordeel behalen boven:; ἡ θήλεια τέρψις ὅλῃ μοίρᾳ πλεονεκτεῖ τὴν ἄρρενα het vrouwelijk genot overtreft het mannelijk genot totaal [Luc.] 49.27; ongunstig te kort doen, bedriegen:; οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν wij hebben niemand tekort gedaan NT 2 Cor. 7.2; pass.. τὸ μέν... ἀπὸ τοῦ ἴσου δοκεῖ πλεονεκτεῖσθαι het ene (onrecht) beschouwt men als achtergesteld worden vanuit een gelijke positie Thuc. 1.77.4.

Russian (Dvoretsky)

πλεονεκτέω: (fut. πλεονεκτήσω и πλεονεκτήσομαι)
1 требовать многого, жадничать, предъявлять непомерные требования: οὐκ ἐπαύετο πλεονεκτέων Her. (Фемистокл) не переставал требовать огромных средств;
2 получать или иметь большую долю: τῶν ὠφελίμων π. Thuc. присваивать себе большую часть выгод; ἐν θέρει τοῦ ἡλίου π. Xen. летом чаще (чем другие) переносить солнечный жар;
3 обладать преимуществом, превосходить: π. τινος περί или κατά τι Plat., π. τινί τινος Plat., Dem. превосходить кого-л. в чем-л.; π. τινα Plut., Luc. иметь преимущество над кем-л.; π. τι Thuc. и π. τινι Xen. иметь преимущество в чем-л.; π. ἀπὸ τῶν μὴ καθηκόντων Polyb. получать преимущество нечестными способами; π. τῶν τεθέντων λόγων Plat. ставить себя выше установленных законов;
4 обладать большим влиянием, иметь больший вес (παρά τινι Xen.): οἱ π. βουλόμενοι Xen. стремящиеся к большему (политическому) влиянию;
5 обижать, притеснять (μηδένα Men.; οὐδένα NT); pass. быть притесняемым (ὑπό τινος Xen.): π. χιλίαις δραχμαῖς Dem. быть обсчитанным на тысячу драхм.

English (Strong)

from πλεονέκτης; to be covetous, i.e. (by implication) to over-reach: get an advantage, defraud, make a gain.

English (Thayer)

πλεονέκτω; 1st aorist ἐπλεονέκτησα; 1st aorist passive subjunctive 1st person plural πλεονεκτηθῶμεν; (πλεονέκτης);
1. intransitive, to have more, or a greater part or share: Thucydides, Xenophon, Plutarch, others; to be superior, excel, surpass, have an advantage over, τίνος (genitive of person) τίνι (the dative of thing): Xenophon, Plato, Isocrates, Demosthenes, others.
2. transitive, to gain or take advantage of another, to overreach: (Herodotus 8,112), Plato, Diodorus, Dionysius Halicarnassus, Dio Cassius, others; and so in the N. T. in πρᾶγμα, b.); passive (cf. Buttmann, § 132,22) ὑπό τίνος, 2 Corinthians 2:11(10).

Greek Monotonic

πλεονεκτέω: μέλ. -ήσω και -ήσομαι (πλεονέκτης
I. 1. έχω ή απαιτώ περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, αποκτώ ή έχω περισσότερα, είμαι άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης κερδίζω ή έχω κάποιο πλεονέκτημα, χωρίς κάποια αρνητική σημασία, σε Θουκ., Ξεν.
2. με γεν. πράγμ., έχω ή απαιτώ περισσότερα από κάποιο πράγμα, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο, σε Θουκ. κ.λπ.
II. 1. με γεν. προσ., έχω ή κερδίζω πλεονέκτημα πάνω από κάποιον, τῶν ἐχθρῶν, σε Πλάτ.
2. με αιτ. προσ., εξαπατώ, λαμβάνω με απάτη, σε Μένανδρ., Κ.Δ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονεκτέω: μέλλ. -ήσω, Θουκ. 4. 62, κτλ., ἀλλὰ -ήσομαι Πλάτ. Λάχ. 192Ε. Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, εἶμαι πλεονέκτης, ἔχω ἢ ἀπαιτῶ πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦμαι νὰ ἀπαιτήσω, εἶμαι ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Ἡρόδ. 8. 112, Πλάτ., κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττοῦσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9· ― ὡσαύτως, ἔχω πλεονέκτημά τι, ὑπερτερῶ, δυνάμει τινὶ πλεονεκτήσειν Θουκ. 4. 62, 86· πολὺ ἐπλεονέκτει ὁ Πελοπίδας παρὰ τῷ Πέρσῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 34., πρβλ. 2. 3, 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 5· πλ. ἀπό τινος Πολύβ. 6. 56, 2· συχνάκις μετὰ οὐδετέρου ἐπιθ. ἀντωνυμ., πλ. τι, τοῦτο, τοιαῦτα, κτλ., Θουκ. 4. 61, κτλ. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔχω ἢ ἀπαιτῶ πλείονα ἑτέρου, ἔχω ἢ ἀπαιτῶ μεγαλείτερον μερίδιον, τῶν ὠφελίμων ὁ αὐτ. 6. 39· τοῦ ἡλίου, τοῦ ψύχους, τῶν πόνων Ξεν. Κύρ. 1. 6. 25, πρβλ. Οἰκ. 7. 26· δόξης, χάριτος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 9, 9 καὶ 12. ΙΙ. μετὰ γεν. προσώπ., ὑπερτερῶ ἢ ὑπερβάλλω τινά, τῶν ἐχθρῶν Πλάτ. Πολ. 362Β, κτλ.· (παρά τινος Ξεν. Κύρ. 1, 6, 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4)· τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21, κτλ.· κατά τι Πλάτ. Εὐθύφρων 15Α· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 183Α· ― ὡσαύτως, πλ. τῶν νόμων, εἶμαι ἀνώτερος τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 691Α· πλ. τῆς εὐηθείας ὑμῶν, ὠφελοῦμαι ἐκ τῆς..., Δημ. 1434, ἐν τέλει. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, δι’ ἀπάτης λαμβάνω, πλεονέκτει μηδένα Μενάνδρου Μονόστ. 259, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 7, Διόδ. 12, 46, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσ. δ΄, 6, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ζ΄, 2, Πλουτ. Μάρκελλ. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 27, Δίων Κ. 52. 37· ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη τοῦ παθ. ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ., ἐξαπατῶμαι, Θουκ. 1. 77· ὑπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 2· πλεονεκτεῖσθαι χιλίαις δραχμαῖς, ἀπατηθῆναι κατὰ 1000 δραχμάς, Δημ. 1035. 26.

Frisk Etymological English

πλεονεξία etc.
See also: s. πλείων.

Middle Liddell

πλεονέκτης
I. to have or claim more than one's due, to get or have too much, to be greedy, grasping, arrogant, Hdt., Plat.: —also to gain or have some advantage, without any bad sense, Thuc., Xen.
2. c. gen. rei, to have or claim more of a thing, to have or claim a larger share, Thuc., etc.
II. c. gen. pers. to have or gain the advantage over, τῶν ἐχθρῶν Plat.
2. c. acc. pers. to overreach, defraud, Menand., NTest.:— Pass. to be overreached, Thuc., Xen.

Frisk Etymology German

πλεονεκτέω: πλεονεξία usw.
{pleonektéō}
See also: s. πλείων.
Page 2,558

Chinese

原文音譯:pleonektšw 普累按-誒克帖哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:更多-有 相當於: (בָּצַע‎)
字義溯源:貪,佔過便宜,佔便宜,欺負,詐取,剝削;源自(πλεονέκτης)=持有更多);由(πολύς)=更多,再)與(ἔχω)*=持)組成,其中 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(5);林後(4);帖前(1)
譯字彙編
1) 佔過⋯便宜(1) 林後12:18;
2) 我⋯便宜(1) 林後12:17;
3) 我們⋯佔了便宜(1) 林後2:11;
4) 欺負(1) 帖前4:6;
5) 我們佔便宜過(1) 林後7:2