ἄδηλος
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
ἄδηλον,
A unseen, invisible, of a fish, ποιεῖν ἑαυτὸν ἄ. Arist.HA620b31; ἄδηλος χιτών, of the hyaloid membrane of the eye, [Gal.]14.712; unknown, obscure, Hes.Op.6; τὸν ἄδηλον ἄνδρα . . ἰχνεύειν S.OT475; ἐὰν δὲ . . ἄ. ὁ κτείνας ᾖ Pl Lg.874a; of troops, ἄδηλος τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.3.13; εἰς τὸ ἄδηλον ἀποκρύπτειν Id.Eq.Mag.5.7.
II mostly of things, ἄδηλοι θάνατοι death by an unknown hand, S.OT496; ἄδηλος ἔχθρα secret enmity, Th. 8.108; ῥεῖ πᾶν ἄδηλον melts all to nothing, S.Tr.698; inscrutable, E.Or.1318.
b neut., ἄδηλόν [ἐστι] εἰ = . . it is uncertain whether... Pl.Phdr.232e, al.; ἄ. μή . . Id.Phd.91d: abs., ἄ. ὄν Th.1.2; ἐν ἀδήλῳ εἶναι Antipho 5.6; ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι X.HG7.5.8; ἐξ ἀδήλου ἔρχεται [σελήνη] S.Fr.871.5; also ἄ. agreeing with the subject (like δίκαιός εἰμι) , παῖδες ἄ. ὁποτέρων, = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Lys. 1.33; ἀδήλοις . . πῶς ἀποβήσεται, = ἃ ἄδηλόν ἐστι πῶς ἀποβήσεται, Arist.EN1112b9, cf. X.Mem.1.1.6.
2 not evident to sense, ὄψις τῶν ἀ. τὰ φαινόμενα Anaxag.21a, cf. Epicur.Ep.1p.6U.; opp. φανερόν, Phld.Sign.6, al.; opp. ἐναργές, ib.14, cf. Diog.Oen.8.
3 unintelligible, φωνή 1 Ep.Cor.14.8.
4 unproved, Stoic.2.89.
III Adv. ἀδήλως = secretly, Th.1.92, etc.: Sup. ἀδηλότατα Id.7.50.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Gal.13.878]
I 1oscuro, desconocido de pers., Hes.Op.6, τὸν ἄδηλον ἄνδρα ... ἰχνεύειν S.OT 475, ἄ. ὁ κτείνας no se sabe quién es el asesino Pl.Lg.874a, ἄ. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.3.13, οἱ δ' ἐξηγηταί ... καί εἰσιν ἄδηλοι los exegetas ... y son oscuros Procl.in Euc.289.13
•de cosas que no se conoce ἀδήλων θανάτων muertes por mano desconocida S.OT 496, ἔχθραν ... ἄδηλον enemistad por causas ignoradas Th.8.108, οἱ κόποι ἐξ ἀδήλης αἰτίας Gal.l.c., πράγματα Zen.3.78
•mat. ἄδηλον εἶναι τὴν τοῦ ς̅ ὑπόστασιν sea desconocido el valor de x Dioph.1.78.19
•abs. ἐξ ἀδήλου πρῶτον ἔρχεται (la luna) sale de la oscuridad S.Fr.871.5.
2 en neutr., gener. en lit. fil. dudoso, inseguro, incierto τὰ ἄπιστα καὶ ἄ. Gorg.B 11.13, cf. S.E.M.7.25, τὸ ἄδηλον τοῦ μέλλοντος Gp.2.14.8
•abs. οὐκ ἄδηλον no es dudoso Gorg.B 11.3, B 11a.19, ἄ. ὄν Th.1.2, ἐν ἀδήλῳ εἶναι Antipho 5.6, X.HG 7.5.8
•c. diferentes constr. ἄδηλον εἰ no es seguro si Democr.B 295, Protag.Fr.A., Pl.Phdr.232e, ἄ. μή Pl.Phd.91d
•en constr. pers. παῖδες ἄδηλοι ... ὁποτέρων hijos de padre desconocido Lys.1.33, ἀδήλοις ... πῶς ἀποβήσεται (cosas) que no se sabe cómo resultarán Arist.EN 1112b9.
3 sin garantía, vago ἐλπίδες Plb.8.1.2
•no demostrado Chrysipp.Stoic.2.89
•impreciso κατ' ἄδηλον λόγον según un razonamiento impreciso Chrysipp.Stoic.3.42.
4 de un sonido indistinto φωνή 1Ep.Cor.14.8.
II invisible ὄψις γὰρ τῶν ἀδήλων τὰ φαινόμενα Anaxag.B 21a, σάρκες ... γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ... ἀπέρρεον las carnes se disolvían bajo las fauces invisibles del veneno E.Med.1201, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον desaparece totalmente S.Tr.698, μὴ ἀφανισθεῖσα ἄ. γένηται Pl.R.432b, de unos peces que se ocultan en la arena, Arist.HA 620b31, ἄ. χιτών de la membrana hialoides del ojo, Gal.14.712
•incognoscible por los sentidos, Epicur.Ep.[2] 38.7, op. φανερόν Phld.Sign.6.9, cf. Diog.Oen.13.3.3
•irreconocible ἄδηλον ποιεῖν ἐξαλείψαντας τὸ [ὄνομ] α al tacharlo de una inscr. IIl.25.129 (III a.C.)
•imperceptible, insensible ὅτι μάλιστ' ἄδηλον αὐτοῖς τὴν ὀρφανίαν γενέσθαι Pl.Mx.249a, ἄ. πάροδος movimiento imperceptible Gem.6.30.
III c. gen. que no muestra, que no indica χρόᾳ δ' ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι con rostro que no traicione los hechos E.Or.1318.
IV adv. ἀδήλως
1 secreta, subrepticiamente Th.1.92, Ael.VH 1.21.
2 en la incertidumbre οὕτως τρέχω ὡς οὐκ ἄ. no corro sin meta fija, 1Ep.Cor.9.26.
German (Pape)
[Seite 33] unbekannt, Seph. ἀνήρ O. R. 475; θάνατος 496, verborgen. Gegensatz τὰ φανέντα Ai. 632; γνώμη, unsicher, unglaubwürdig, O. R. 608. – In Prosa: unsichtbar, ἀφανισθεῖσα ἄδηλος γίνεται Plat. Rep. IV, 432 b; gew. unbekannt, oft im neutr., es ist unbekannt, ungewiß, mit folgdm εἰ, Phaedr. 232 e; od. einem Fragworte, ἄδηλον ὄν (da unsicher war), ὁπότε τις ἀφαιρήσεται Thuc. 1, 2; οὕστινας ὠφέληκε Plat. Gorg. 511 e; ὅπως ἀποβήσοιτο Xen. Mem. 1, 1, 6; – c. partic., οὐκ ἄδηλος ἦν ὁ κόσμος λυθησόμενος, es war offenbar, daß er, Isocr. 12, 116; – unmerklich, Plat. Polit. 270 e; Menex-249 a. – Adv. ἀδήλως, nicht offenbar, im Geheimen, Thuc. 1, 92 ἄχθομαι, wie Plut. Them. 19 χαλεπαίνω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se montre pas, qu'on ne voit pas, invisible : ἄδηλος ἔχθρα THC secrète inimitié;
2 qui ne laisse rien voir, qui ne trahit rien, impénétrable (visage, etc.);
3 obscur, incertain, inconnu : ἄδηλος θάνατος SOPH mort donnée par une main inconnue ; ἄδηλόν (ἐστιν) ὅτι ou εἰ, ὅστις, ὅπως, etc. ATT c'est une chose incertaine si, qui, comment, etc. ; ἄδηλον μή PLAT il n'est pas sûr que … ne, il est à craindre que ; abs. ἄδηλον ὄν THC parce qu'on ne savait pas (si, etc.);
NT: non manifesté, non reconnaissable, indistinct, incertain, obscur, confus.
Étymologie: ἀ, δῆλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄδηλος:
1 неизвестный, неведомый (ἀνήρ Soph.; αἰτίαι Plut.): ἄ. παντί Plat. или πᾶσι Plut. никому не известный; ἐν ἀδηλοτέρῳ ἦν ὅ τι πράττοιτο Xen. было совершенно неизвестно, что он предпримет; ἄδηλοι ὁποτέρων Lys. неизвестно чьи: οὐκ ἄδηλον ἦν Isocr. было совершенно очевидно; ἔπεισιν ἑκάστῳ ποικίλον ἐξ ἀδήλου τὸ μέλλον Plut. для каждого будущее таит разнообразные и непредвиденные обстоятельства;
2 таинственный, тайный (ἔχθρα Thuc.): ἄδηλοι θάνατοι Soph. таинственное убийство;
3 невидимый, незаметный: ἑαυτὸν ἀδηλον ποιεῖν Arst. становиться незаметным; ἄδηλον γενέσθαι Plut. исчезнуть;
4 недостоверный, неясный, смутный: γνώμῃ ἀδήλῳ Soph. на основании смутных подозрений; τὰ ἄδηλα, ὅπως, ἀποβήσοιτο Xen. обстоятельства, последствия которых предвидеть невозможно; ἄ. πόλεμος Plut. война, исход которой неясен; ἄ. τῶν δεδραμένων πέρι Eur. по которому невозможно определить, что именно произошло.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδηλος: -ον, ὁ μὴ βλεπόμενος ἢ γινωσκόμενος, ὅθεν ἄγνωστος, ἀφανής, ἄσημος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 6 (πρβλ. ἀρίζηλος)· τὸν ἄδ. ἄνδρα … ἰχνεύειν, Σοφ. Ο. Τ. 475· ἐὰν δὲ … ἄδ. ὁ κτείνας ᾖ, Πλάτ. Νόμ. 874Α· ποιεῖν ἑαυτὸν ἄδ., Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 5. ΙΙ. ὡς τὰ πολλὰ ἐπὶ πραγμάτων, ἄδ. θάνατοι, θάνατοι δι’ ἀγνώστου χειρός, Σοφ. Ο. Τ. 496· ἄδ. ἔχθρα, κρυφία ἔχθρα, Θουκ. 8. 108· ῥεῖ πᾶν ἄδηλον, ὁλόκληρον διαρρέει εἰς τὸ μηδέν, Σοφ. Τρ. 698· ἄδ. τινι, ἀπαρατήρητα εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ἄδ. τινι εἰ .., Πλάτ. Φαῖδρ. 232Ε. β) οὐδέτερ., ἄδηλόν [ἐστιν] εἰ ..., ὅτι ..., εἶναι ἀμφίβολον ἐάν ..., ἄγνωστον ὅτι ..., συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ὡς ἄδηλον μὴ ..., Πλάτ. Φαίδων, 91D· ἀπολ., ἄδηλον ὂν, ὂν μὴ βέβαιον, Θουκ. 1. 2· οὕτω καί, ἐν ἀδήλῳ εἶναι, Ἀντιφῶν 130, 4· ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 8· ἐξ ἀδήλου ἔρχεται (σελήνη), Σοφ. Ἀποσπ. 713· εἰς τά ἄδ., ἀντίθ. τῷ ἐν τῷ φανερῷ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 5, 7· ἀλλὰ καὶ γ) ἄδηλος ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὑποκείμενον (ὡς: δίκαιός εἰμι), παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Λυσ. 95. 1· ἀδήλοις ... ὅπως ἀποβήσεται = ἃ ἄδηλά ἐστιν ὅπως ἀπ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 10· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 6. δ) Παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 1318. ἡ λέξις ἔχει σχεδὸν ἐνεργ. σημασίαν· χρόᾳ δ’ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι, μετὰ χροιᾶς μὴ προδιδούσης τι περὶ τῶν πεπραγμένων. ΙΙΙ. ἐπίρρ., -λως, κρυφίως, Θουκ. 1. 92, κτλ: - ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. 7. 50.
English (Abbott-Smith)
ἄδηλος, -ον (< δῆλος), [in LXX: Ps 50 (51):6 (בַּטֻחוֹת);]
1.unseen, unobserved, not manifest (Ps, l.c.): Lk 11:44.
2.uncertain, indistinct: I Co 14:8. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and δῆλος; hidden, figuratively, indistinct: appear not, uncertain.
English (Thayer)
(δῆλος), not manifest: indistinct, uncertain, obscure: φωνή, Hesiod down.) (Cf. δῆλος, at the end; Schmidt, chapter 130.)
Greek Monotonic
ἄδηλος: -ον, I. μη φανερός ή άγνωστος, άσημος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Ησίοδ., Σοφ., Πλάτ. II. α) λέγεται για πράγματα, ἄδηλοι θάνατοι, θάνατοι από άγνωστο χέρι, σε Σοφ.· ἄδηλη ἔχθρα, κρυφή έχθρα, σε Θουκ.· ῥεῖ πᾶν ἄδηλον, όλα διαρρέουν στο μηδέν, σε Σοφ.· ἄδηλός τινι, αόρατος, απαρατήρητος σε κάποιον, σε Ξεν. β) ουδ. ἄδηλόν (ἐστιν) εἰ..., ὅτι..., είναι αμφίβολο εάν..., είναι άγνωστο ότι..., σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και ἄδηλον μή..., στον ίδ.· απόλ. ἄδηλον ὄν, με το να είναι αβέβαιο, σε Θουκ.· ομοίως και ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι, σε Ξεν. γ) ἄδηλος, συχνά σε συμφωνία με το υποκ. (όπως το δίκαιός εἰμι), παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλόν ἐστιν ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, σε Λυσ. κ.λπ.
III. επίρρ. -λως, κρυφά, σε Θουκ.· υπερθ. -ότατα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. not seen or known, unknown, obscure, Hes., Soph., Plat.
II. of things, ἄδ. θάνατοι death by an unknown hand, Soph.; ἄδ. ἔχθρα secret enmity, Thuc.; ῥεῖ πᾶν ἄδηλον melts all to nothing, Soph.; ἄδ. τινι unseen, unobserved by him, Xen.
b. neut. ἄδηλόν [ἐστι] εἰ . ., ὅτι . ., it is uncertain whether . ., unknown that . ., Plat., etc.; so, ἄδηλον μή . ., Plat.:— absol., ἄδηλον ὄν it being uncertain, Thuc.; so, ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι Xen.
c. ἄδηλος often agrees with the subject (like δίκαιός εἰμι), παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλόν ἐστιν ὁποτέρων παῖδες εἰσίν Lys., etc.
III. adv. -λως, secretly, Thuc., etc.; Sup. -ότατα, Thuc.
Chinese
原文音譯:¥dhloj 阿-得羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-明顯 相當於: (סָתַם / שָׂתַם)
字義溯源:隱藏的,看不見的,不確定的,不顯露的,無定的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δῆλος)*=顯然的)組成
出現次數:總共(2);路(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 無定的(1) 林前14:8;
2) 不顯露的(1) 路11:44
English (Woodhouse)
abstruse, doubtful, indistinct, mysterious, obscure, problematical, secret, uncertain, undiscoverable, vague, difficult to understand, hard to understand, hard to unravel, ill-defined, not clear
Léxico de magia
-ον invisible de Tifón σὲ καλῶ, ... τὸν ἄδηλον, ἀμήχανον, μισοπόνηρον a ti te llamo, el invisible, incontrolable, tú que odias la maldad P IV 267 (cj. Kr.)
Lexicon Thucydideum
incertus, uncertain, 1.2.2, 1.78.2, 2.11.4, 2.53.3, 6.60.5, 8.96.2,
occultus, secret, hidden, 8.108.4.
Translations
unseen
Bulgarian: невидим, незабележим; Danish: uset; Dutch: ongezien; Georgian: უნახავი, უხილავი, არნახული, შეუმჩნეველი; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍃𐌰𐌹𐍈𐌰𐌽𐍃; Greek: αόρατος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀφανής, ἄφαντος, ἀϊδνός, ἄθεος; Hindi: अदृश्य, अलख; Irish: gan fheiceáil; Latin: invisus; Maori: whakapeke, koropuku; Norwegian Bokmål: usett; Nynorsk: usett; Russian: невидимый, незримый, незамеченный; Sanskrit: अदृष्ट; Turkish: görünmez
inscrutable
Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: ondoorgrondelijk; Finnish: käsittämätön; French: impénétrable, incompréhensible, insondable; Galician: inescrutábel; German: undurchschaubar; Greek: ανεξιχνίαστος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀδιερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερεύνητος, παναπευθής; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: impenetrabile, incomprensibile, insondabile; Latin: perplexus; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: inescrutável; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: загадочный, непостижимый, необъяснимый, непонятный, неисповедимый; Spanish: inescrutable, impenetrable, incomprensible, insondable; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz