μένος
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
εος, τό,
A might, force, μή μ' ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι Il.6.265; μ. χειρῶν 5.506 (more freq. μ. καὶ χεῖρες 6.502, al.); μ. καὶ γυῖα 6.27. 2 of animals, strength, fierceness, παρδάλιος, λέοντος, 17.20; of horses, spirit, ib.456, 476, etc.; ἵππος κατασθμαίνων μένει A.Th. 393; ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους, of dogs, X.Cyn.6.15. 3 of things, force, might, [ἔγχεος] Il.13.444; ἠελίοιο Od.10.160; πυρός Il.6.182, Ar.Ach. 665; ποταμῶν Il.12.18, cf. A.Pr.720; ἄστρων θερμὸν μ. Parm.11.3; ἀνέμων Emp.111.3; χειμῶνος E.Heracl.428; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει A. Ag.238 (lyr.); ἄτης Id.Ch.1076 (anap.); τὸ ἀπὸ τοῦ οἴνου μ. Hp.Acut. 63, cf. VM9. 4 life, ἀπὸ γὰρ μ. εἵλετο χαλκός Il.3.294; λύθη ψυχή τε μ. τε 5.296; φυσῶσι μέλαν μ. the black life-blood, S.Aj.1412 (anap.), cf. A.Ag.1067. II of the soul, spirit, passion, μ. ἀνδρῶν the battlerage of men, Il.2.387; μ. Ἄρηος 18.264: less freq. in pl., mostly in phrase μένεα πνείοντες 2.536, al.; μένος καὶ θυμός 5.470, al., h.Cer. 361; μ. καὶ θάρσος Il.5.2, Od.1.321; μ. ἔλλαβε θυμόν Il.23.468; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμόν 22.312; μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφὶ μέλαιναι πίμπλαντο 1.103: also in Att., ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ar.V.424; ὅτε ζέσειεν τὸ τοῦ θυμοῦ μ. Pl.Ti.70b; μένους τὴν ψυχὴν πληρουμένην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a2 (but νοῦς . . πληρωθεὶς μένους filled with spiritual exaltation, Plot.5.5.8); θυμὸς ὁ κρατέων τῶ μένεος Theag. ap. Stob.3.1.117; προθυμία καὶ μ., μ. καὶ θάρρος, X.Cyr.3.3.61, HG7.1.31; παντὶ μένει σπεύδων Hes.Sc.364. 2 intent, purpose, [Τρώων] μ. αἰὲν ἀτάσθαλον their bent is aye to folly, Il.13.634: in pl., intents, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς 8.361: hence, temper, disposition, in compds., like εὐμενής, δυσμενής. III in periphr., like βίη, etc., ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, for Antinous himself, Od.18.34; μένος Ἀτρεΐδαο Il.11.268; μένε' ἀνδρῶν 4.447, Od.4.363; καταφθιμένου μ. ἀνδρός Emp.111.9; αἴης λάσιον μ. Id.27.2; αἰθέριον μ., = αἰθήρ, Id.115.9. (Cf. Skt. mánas 'spirit', 'passion', Gr. μέμονα, μαίνομαι.)
German (Pape)
[Seite 133] τό (verwandt mit μένω, μαω), Kraft, Stärke, bes. insofern sie sich zu bethätigen strebt; bes. – a) kühner Muth, Ungestüm; oft mit θυμός verbunden, bes. in den Verbindungen ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου, Il. 5, 470; καὶ λίην οὗτός γε μένος θυμόν τ' ὀλέσειεν, 8, 358 u. öfter, u. eben so mit χεῖρες, z. B. πολλὸν ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε, 7, 457. 13, 105 u. öfter; auch μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, handgemein werden im muthigen Kampfe, 15, 510, u. μένος χειρῶν, 5, 306; auch τῷ δ' ἔμπνευσε μένος Ἀθήνη, sie hauchte ihm Muth ein, 10, 482, wie πλῆσεν μένεος κρατεροῖο, 13, 60; ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ, 20, 80, Kraft u. Muth; μένος πολυθαρσὲς ἐνῆκεν, Il. 19, 37; auch μένος τε καὶ ἀλκή, 6, 265. 9, 706; καὶ θάρσος, 5, 2 Od. 1, 321; auch μένος ἔλλαβε θυμόν, Il. 23, 468; vgl. Pind. πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον, Ol. 8, 76; Hom. bezeichnet als den Sitz des μένος bald στήθεα, bald φρένες, Il. 1, 103. 17, 451. 19, 202. – Allgemeiner – b) Lebenskraft; τοῦ δ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε, Il. 5, 296; ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός, 3, 294; καὶ μὲν τῶν ὑπέλυσε μένος καὶ φαίδιμα. γυῖα, 6, 27; σβέσσαι, 16, 621. – Auch von leblosen Dingen, Kraft, πυρός, Il. 23, 177 u. öfter, ἠελίοιο, 190, wie Hes. O. 416; ποταμῶν, Il. 12, 18; vom Wurfspieß, 16, 613. 17, 529; von Stürmen, 5, 524; vom Wein, Hippocr., wo mehr od. weniger auch diese leblosen Dinge als von einem innern Drange beseelt dargestellt werden; so auch Tragg.; ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος, Aesch. Prom. 722; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος, Eum. 796, vom Blute; ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος, Soph. Ai. 1392; vgl. Aesch. πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος, Ag. 1037, die Masse des Bluts; Sosipat. 2 (V, 55); χειμῶνος ἐκφυγόντες ἄγριον μένος, Eur. Heracl. 429; μένος πυρός auch Ar. Ach. 640; u. von Thieren, wie Pferden u. Maulthieren, Il. 17, 476. 742 u. sonst, vgl. Od. 3, 450. 7, 2. – c) Zornmuth, Zorn; μένεος δ' ἐμπλήσατο θυμὸν ἀγρίου, Il. 22, 312, wie μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντο, 1, 103; μένεα πνείοντες, Wuth oder Muth schnaubend, 2, 536. 3, 8 u. öfter. – Uebh. Streben, Vorhaben, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, Il. 13, 634, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 8, 361. – Neben κότος, Aesch. Eum. 804; ἀνιέρῳ μένει μεμαργωμένοι, Suppl. 757; vom heftigen Zorn, Soph. πρὸς ταῦτα μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς μένος, Ai. 1045; ὁρῶ μένος πνέουσαν, El. 600; ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος, Ar. Vesp. 424. – Wie βίη dient es bei Hom. zur Umschreibung, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, des Alkinous heilige Stärke, der starke Alkinous, Od., auch μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος u. ä., Il., μένεα ἀνδρῶν, Il. 4, 447 Od. 4, 363. – In Prosa selten, Xen. Cyr. 3, 3, 61, ὑπὸ προθυμίας καὶ μένους, u. πολε μίοις μένος ἐμβαλεῖν, im Ggstz von ἀνατρέψαι τὸ φρόνημα, Cyr. 5, 2, 34, καὶ θάρσος, Hell. 7, 1, 40; τὸ τοῦ θυμοῦ μένος, Plat. Tim. 70 b; Arist. Eth. 3, 8; sp. D. einzeln.
Greek (Liddell-Scott)
μένος: -εος, τό, (ἴδε *μάω) δύναμις, ἰσχύς, μάλιστα ὡς ἐμφαίνεται αὕτη ἐν ταχείᾳ κινήσει καὶ προσπαθείᾳ, συχν. παρ’ Ὁμ. ὅστις ἐνίοτε συνάπτει, μένος τε καὶ ἀλκὴ ὡς ἰσοδύναμα, Ἰλ. Ζ. 265· μ. χειρῶν Ε. 506, ἀνθ’ οὗ συνηθέστερον ἔχει μ. καὶ χεῖρες, Ζ. 502, κτλ.· ὡσαύτως, μένος καὶ γυῖα αὐτόθι 27. 2) ἐπὶ ζώων, ἰσχύς, ἀγριότης, ὡς ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Ρ. 20· ἐπὶ ἵππων, τὸ θυμοειδὲς, τὸ θάρρος, αὐτόθι 456, 476, κτλ.· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. (ἴδε ἐν τέλ.). 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχύς, δύναμις, μ. ἔγχεος Ἰλ. Π. 613· ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 160· πυρὸς Ἰλ. Ζ. 182, Ἀριστοφ. Ἀχ. 665· ποταμῶν Ἰλ. Μ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 721· χειμῶνος Εὐρ. Ἡρακλ. 428· - ὡσαύτως, χαλινῶν ἀναύδῳ μένει Αἰσχύλ. Ἀγ. 238· ἄτης ὁ αὐτ. ἐν Χ. 1076· οἴνου Ἱππ. 394. 51. 4) δύναμις, ἰσχύς, αἵτινες ἐμφαίνουσι ζωήν, ἑπομένως αὐτὴ ἡ ζωή, Ἰλ. Γ. 294· ψυχή τε μένος τε ὡς ἰσοδύναμα, Ε. 296· φυσῶσι μέλαν μάνος, τὸ μέλαν αἷμα τῆς ζωῆς, Σοφ. Αἴ. 1412, πρβλ. Αἰσχύλ Ἀγ. 1067.
ΙΙ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς, πνεῦμα, ὁρμή, μανία, δύναμις, πάθος, ὀργή, μένος ἀνδρῶν, ἡ ἐν τῇ μάχῃ ἐξαγρίωσις καὶ μανία τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Β. 387· μένος Ἄρηος Σ. 264· σπανιώτερον ἐν τῷ πληθ., καὶ τοῦτο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει μένεα πνείοντες, «θυμοῦ καὶ δυνάμεως πνέοντες, τουτέστι, γέμοντες, θαρσαλέοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 536, κ. ἀλλ. (ἔνθα ἴσως ὁ ἀριθμὸς τοῦ μένεα ἐτέθη κατ’ ἀφομοίωσιν πρὸς τὸ πνείοντες)· - ὁ Ὅμ. συχνάκις συνάπτει μένος καὶ θυμὸς Ἰλ. Ε. 470, κ. ἀλλ., ἴδε Ἕρμ. ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 362· μένος καὶ θάρσος Ἰλ. Ε. 2, Ὀδ. Α. 321· μένος ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· μένος δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν Χ. 312· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι πέμπλαντο Α. 103· οὕτως, ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος Ἀριστοφ. Σφ. 427 (ἴδε ἐν τέλ.)· - μένει κατὰ δοτ., ὁρμητικῶς, μανιωδῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 393· παντὶ μένει Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 354. 2) ὀ ἐπίμονος σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, σταθερὰ ἀπόφασις, Τρωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, ὧν ἡ προθυμία ἀεὶ εἶναι ἀνόητος, μωρά, Ἰλ. Ν. 634· οὕτως ἐν τῷ πληθ., σκοπός, πρόθεσις, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Θ. 361· ἐντεῦθεν, 3) καθόλου, φυσικὴ διάθεσις, φρόνημα, ὡς τὸ Λατιν. mens, ἰδίως ἐν συνθέτοις, οἷον εὐμενής, δυσμενής, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς διανοίας. - Κατὰ τὰς πλείστας περιστάσεις ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. impetus. ΙΙΙ. μένος κεῖται ὡσαύτως ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, σθένος, ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, ἀντὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀλκινόου, Ὀδ.· οὕτω καὶ μένος Ἀτρείδαο, Ἕκτορος, κτλ., Ἰλ.· ὡσαύτως, μένεα ἀνδρῶν Δ. 447, Ὀδ. Δ. 363· αἰθέριον μ. = αἰθήρ, Ἐμπεδ. 32. - Ἡ Ὁμ. αὕτη λέξις εἶναι ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Αἰσχύλ. ἐκ τῶν Ἀττικῶν ποιητῶν· σπανία δὲ παρὰ τοῖς κωμ. καὶ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ., ἂν καὶ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται αὐτὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὁρμή, σφοδρότης, προθυμία καὶ μ., θάρσος καὶ μ. Κύρ. 3. 3, 61, Ἑλλ. 7. 1, 31· ὑπὸ χαρᾶς καὶ μένους ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 6. 15.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
âme, particul.
I. âme, principe de vie ; en ce sens souv. explétif, μένος Ἀτρείδαο, Ἓκτορος HOM l’âme du fils d’Atrée, d’Hector, càd le fils d’Atrée, Hector ; âme, principe de force physique ; force, vigueur ; fig. le malheur;
II. âme, principe de volonté;
III. âme, source des passions, càd :
1 âme, cœur, esprit, courage, ardeur;
2 en mauv. part colère, fureur ; violence.
Étymologie: R. Μεν, penser ; cf. skr. manas.
English (Autenrieth)
εος: impulse, will, spirit, might, courage, martial fury, rage (noble or otherwise), pl. μένεα πνείοντες, ‘breathing might,’ Il. 2.536. A very characteristic Homeric word, with a wide range of application; joined w. θῦμός, ἀλκή, θάρσος, ψῦχή, χεῖρες, γυῖα, and w. gen. of names as periphrases for the person, Il. 14.418, Od. 7.167; said of things as well as men and animals, wind, fire, the sun, etc.