περιάγω

From LSJ
Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιάγω Medium diacritics: περιάγω Low diacritics: περιάγω Capitals: ΠΕΡΙΑΓΩ
Transliteration A: periágō Transliteration B: periagō Transliteration C: periago Beta Code: peria/gw

English (LSJ)

[ᾰ], fut. -άξω Men.532.13, etc. :—

   A lead or draw round, Hdt.1.30, al.; τὰ φορτία ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα Id.2.179; π. τινὰς ἐν ἁμάξῃσι κειμένους Id.4.73 : c. acc. loci, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ (sc. τὴν παρθένον) ib.180 (s.v.l.), cf. Men. l. c.; carry about for sale, Pl.Prt. 313d:—Med., lead round with one, ἐλέφαντα Epin.2.4.    b cause to revolve, ψυχὴ π. πάντα Pl.Lg.898d, cf. Plot.5.1.2 :—Pass., rotate, οἷον τροχοῦ περιαγομένου Pl.Ti.79b.    2 lead about with one, have always by one, X.Cyr.2.2.28, cf. 1.3.3 :—more freq. in Med., ἀκολούθους πολλοὺς περιάγεσθαι Id.Mem.1.7.2, cf. Theopomp.Hist.89 (a), Posidon.7 J., etc.    b metaph., lead round and round, perplex, τὼ θεώ με περιάγουσιν, ὥστε . . And.1.113 (s.v.l.), cf. Luc.Nigr.8 :—Pass., περιαγόμενος τῷ λόγῳ Pl.La.187e.    3 turn round, turn about, τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα, Ar.Pax682, Av.176, Pl.R.515c, cf. Hp.Art. 18; τινὰ πρὸς τἀριστερά E.Cyc.686 (s.v.l.); μύλην Poll.7.180; π. τὴν σκυταλίδα twist it round in order to tighten a noose, Hdt.4.60; τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας twisting back the hands behind the back, Lys.1.25 ; simply π. τὼ χεῖρε D.H.6.82 :—Pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Philostr.Her.10.7; so prob. περιαχθείς alone, π. κρεμήσεται PCair.Zen.202.9 (iii B. C.).    4 pass round, τὸ περιαγόμενον ποτήριον Ath.10.420a, etc., cf. Hld.3.11.    5 protract, ἐς ὥραν τινά Luc.Merc. Cond.31.    6 bring round to... [τὴν πολιτείαν] πάλιν εἰς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Arist.Pol.1265a4; εἰς αὑτὸν τὴν ἀρχήν Hdn.4.3.1 :—Pass., π. εἰς ὁμόνοιαν Id.3.15.7 ; εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην, Luc.Nigr.5, J.AJ5.2.8.    7 Rhet., round a period, etc., περίοδος, σύνθεσις περιηγμένη, Demetr.Eloc.19, 30.    II intr., come round, πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχήν Arist.Mete.356a8; περιφερομένης καὶ περιαγούσης Epicur.Nat. 11.2.    2 c. acc. loci, go round, π. τὴν ἐσχατιάν D.42.5; π. τὰς πόλεις Ev.Matt.9.35, cf. 4.23, etc.

German (Pape)

[Seite 567] (s. ἄγω), herumführen; περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερά, Eur. Cycl. 682; περιάγειν τὴν κεφαλήν, Ar. Pax 665, wie τὸν αὐχένα Plat. Rep. VII, 515 c; περιῆγε τὸν ἵππον ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ, Her. 3, 85, vgl. 4, 73; u. mit dem accus. des Ortes. περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, 4, 180; οἷον τροχοῦ περιαγομένου, Plat. Tim. 79 b, oft; auch οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις, Prot. 313 d; Folgde; τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγεν, Xen. Ages. 1, 15, u. oft; περιάγειν τὼ χεῖρε, beide Hände herum und auf den Rücken drehen, um sie zu binden, Lys. 1, 25; Long. 2, 14; pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε, Jac. Philostr. imagg. 464. – Intr. sich herumtreiben, gaffend umhergehen, N. T., z. B. περιῆγε τὰς πόλεις, Matth. 9, 35; vgl. Dem. 42, 5 περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιάν. – Med. mit sich herumführen, immer bei sich haben, Xen. Cyr. 2, 2, 28 Mem. 1, 7, 2, u. öfter bei Ath. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιάγω: μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ περί τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ αὐτόθι 180. - Μέσ., περιάγω, περιφέρω τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ ἐλέφας εἶδος ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, οἷον τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ ὅπου καὶ ἂν ὑπάγω, περιάγεις τοῦτο τὸ μειράκιον...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, περιπλέκω, εἰς δυσκολίαν ἐμβάλλω, ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) ὥστε ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) περιφέρω, περιστρέφω, τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου κεῖσε Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. μύλη· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, ἔπειτα βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς τοὔπισθεν, περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ ὀπίσω, τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. ὑπὲρ Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ ἁπλῶς π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· οὕτως ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) περιφέρω, δίδω ὁλόγυρα, τὸ ποτήριον Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) ἀναβάλλω, ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) φέρω εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔρχομαι ὁλόγυρα, καταντῶ, πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, ὑπάγω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 conduire autour, promener autour : τὸν ἵππον ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ HDT conduire ou promener le cheval tout auprès autour de la jument ; avec l’acc. du lieu : λίμνην κύκλῳ HDT conduire autour d’un lac;
2 faire tourner τινά, qqn ; τῶ χεῖρε LYS amener les mains derrière le dos (pour les lier);
3 emmener à ses côtés, avec soi, acc.;
4 détourner, fourvoyer à force de paroles, acc.;
5 différer, reculer, acc.;
Moy. περιάγομαι emmener avec soi tout autour, avoir toujours auprès de soi, acc..
Étymologie: περί, ἄγω.

English (Strong)

from περί and ἄγω; to take around (as a companion); reflexively, to walk around: compass, go (round) about, lead about.

English (Thayer)

imperfect περιηγον; from Herodotus down;
1. transitive,
a. to lead around (cf. περί, III:1).
b. equivalent to to lead about with oneself: τινα (Xenophon, Cyril 2,2, 28; τρεῖς παῖδας ἀκολουθους, Demosthenes, p. 958,16), to go about, walk about (Cebes (399 B.C.>) tab. c. 6): absolutely, Matthiae, § 426; (Buttmann, 144 (126); Winer's Grammar, § 52,2c.; 432 (402))), R G; (others read the dative with or without ἐν)); Mark 6:6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί.
β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τον περιήγαγε στην εξαθλίωση»)
μσν.-αρχ.
έρχομαι ολόγυρα («περιφερομένης καὶ περιαγούσης», Επίκ.)
αρχ.
1. φέρω κάτι μαζί μου όπου και να πάω («τρεῑς παῑδας ἀκολούθους περιάγεις», Δημοσθ.)
2. φέρνω κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος ή σε μια κατάσταση («πειρώμενος... ἐς αὐτόν τε μόνον περιαγαγεῑν τὴν ἀρχήν», Ηρωδιαν.)
3. δημιουργώ δυσκολίες σε κάποιον, τον φέρνω σε αμηχανία («ὡς οὐ μετρίως με ἀποκναίεις περιάγων», Λουκιαν.)
4. στρέφω κάτι γύρω, γυρίζω, περιστρέφω (α. «τὴν κεφαλὴν ποῑ περιάγεις», Αριστοφ.
β. «οἷον τροχοῡ περιαγομένου», Πλάτ.)
5. θέτω σε περιφερική κίνηση («ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τὰ ἄλλα άστρα, εἴπερ ψυχὴ περιάγει πάντα», Πλάτ.)
6. παρατείνω, αναβάλλω («δεῑπνον ὅμοιον καὶ ἐς τὴν αὐτὴν ὥραν περιηγμένον», Λουκιαν.)
7. (ρητ.) επεξεργάζομαι μια περίοδο κειμένου και τήν καθιστώ κομψή και γλαφυρή
8. περιφέρομαι, πηγαίνω εδώ κι εκεί («περιῆγεν ὁ Ἰησοῡς τὰς πόλεις πάσας», ΚΔ)
9. μέσ. περιάγομαι
δίνω κάτι από χέρι σε χέρι.

Greek Monotonic

περιάγω: μέλ. -ξω,
I. 1. οδηγώ ή περιφέρω, σε Ηρόδ.
2. οδηγώ κάποιον μαζί μου, τον έχω πάντα κοντά μου, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
3. περιφέρω, περιστρέφω, τὴν κεφαλήν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· περιάγω τὴν σκυταλίδα, στρίβω μέχρις ότου να σφίξει η θηλειά, σε Ηρόδ.
4. αναβάλλω, σε Λουκ.
5. φέρνω γύρω σ' ένα σημείο, πρός τι, σε Αριστ. κ.λπ.
II. με αιτ. τόπου, πηγαίνω ολόγυρα, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, σε Ηρόδ.· περιάγω τὰς πόλεις, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περιάγω: (ᾰ)
1) водить кругом, обводить (τινὰ κατὰ τοὺς θησαυρούς, τινὰ τὴν λίμνην κύκλῳ ἵππον Her.): π. τινά τινι Her. обводить кого-л. вокруг кого-л.; π. ἑαυτὸν ἐν τῷ σχολάζειν Plut. наслаждаться своим досугом;
2) водить с собой, т. е. иметь спутником (τινά NT);
3) вращать, поворачивать (τὸν αὐχένα Plat.; τὴν κεφαλήν Arph.): οἷον τροχοῦ περιαγομένου Plat. наподобие вращающегося колеса;
4) поворачиваться (в разные стороны) (περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς NT);
5) обходить, объезжать (τὴν ἐσχατιάν Dem.; τὰς πόλεις πάσας NT);
6) скручивать (τὼ χεῖρε εἰς τοὔπισθεν Lys.);
7) (преимущ. med.) всюду водить с собой, иметь всегда при себе (τινά и τι Xen.);
8) приводить, сводить (τι πρός τι Arst.): ἐς τόδε περιήχθην Luc. я был приведен в такое состояние;
9) откладывать (ἐς ὥραν τινά Luc.);
10) приходить, возвращаться (πάλιν εἰς τὴν ἀρχήν Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-άγω rondleiden:; περιῆγε ἀγχοῦ τῇ ἵππῳ hij leidde (de hengst) dicht langs de merrie Hdt. 3.85.3; ronddragen:; τὰ φορτία ἔδεε περιάγειν men moest de lading via een omweg brengen Hdt. 2.179; οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις degenen die met hun lessen overal in de steden lopen te leuren Plat. Prot. 313d; meenemen, vaak med.:; ἀκολούθους πολλοὺς περιάγονται ze nemen veel leerlingen met zich mee Xen. Mem. 1.7.2; overdr.: in de rondte voeren, alle kanten op voeren:. ὑπὸ τούτου περιαγόμενον τῷ λόγῳ door hem alle kanten op gevoerd in de loop van het betoog Plat. Lach. 187e. laten ronddraaien:; ψυχὴ... ἐστιν ἡ περιάγουσα ἡμῖν πάντα het is de ziel die, volgens ons, alles laat draaien Plat. Lg. 898c; pass. intrans.:; οἷον τροχοῦ περιαγομένου gelijk een ronddraaiend wiel Plat. Tim. 79b; τὼ χεῖρε π. εἰς τοὔπισθεν de armen op de rug draaien Lys. 1.25; omdraaien:; περίαγε τὸν τράχηλον draai je nek eens Aristoph. Av. 176; overdr. terugdraaien:; περιάγει πάλιν πρός τὴν ἑτέραν πολιτείαν hij (Plato) draait (deze staatsvorm) weer terug tot de andere staatsvorm (uit de Staat) Aristot. Pol. 1265a4; pass.:; ἐς τόδε περιήχθην ik ben in deze toestand terechtgekomen Luc. 8.5; laten duren:. δεῖπνον... εἰς τὴν αὐτὴν ὥραν περιηγμένον een maaltijd die tot hetzelfde uur is voortgezet Luc. 36.31. intrans. rondgaan. NT Mt. 4.23.