κορώνη

Revision as of 15:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

English (LSJ)

ἡ, a sea-bird, possibly

   A shearwater, Puffinus Kuhlii or P. anglorum, τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Od.5.66, cf. 12.418, Arist.HA593b13, Thphr.Sign.16, Arat.950, Ael.NA15.23; λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ κ. Arr.Peripl.M.Eux.32 (but confounded with λ. and αἴ. by Sch.Od.1.441, cf. Hsch.).    2 crow (including the hooded crow, Corvus cornix, and prob. also the rook, C. corone), μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κ. Hes.Op.747; συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Archil.19: distd. from κολοιός, Ar.Av.5 (cf. 7); ἐννέα τοι ζώει γενεὰς λακέρυζα κ. ἀνδρῶν γηράντων Hes.Fr.171; πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. Ar. Av.609; πολιαὶ κ. ib.967; κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας having lived out twice a full crow's-age, Babr.46.9; ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκώς Poll.2.16: prov., κορώνη σκορπίον [ἥρπασε] 'caught a Tartar', AP 12.92 (Mel.), cf.Zen.4.57, Hsch., Suid.; invoked at weddings, Ael. NA3.9.    3 κ. Δαυλία, = ἀηδών, Ar.Fr.716.    II anything hooked or curved, like a crow's bill,    1 door-handle, θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Od.1.441; ἱμάντα… ἀπέλυσε κορώνης 21.46; χρυσέη κ. 7.90, cf. Poll.7.107, al.    2 tip of a bow, on which the bow-string was hooked, πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κ. Il.4.111, cf. Od.21.138: generally, end, tip, Artem.5.65: metaph., v. infr.7.    3 curved stern of a ship, Arat.345.    4 tip of the plough-pole (ἱστοβοεύς), upon which the yoke is hooked or tied, A.R.3.1318, Poll.1.252.    5 coronoid process of the ulna, Hp.Art.18, Gal.UP2.14, Id.18(2).617; of the jaw, Id.UP11.20, 18(1).426.    6 kind of crown, Hsch.    7 κ. παννυχική crown, i.e. culmination, of a festival, Posidipp. ap. Ath. 10.414d; cf. μέχρι τῆς κ. Call.Fr.2.5 P.: generally, χρυσῷ βίῳ (with play on βιῷ) χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.Peregr.33, v. supr. 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνη: ἡ, (πρβλ. κόραξ ἐν τέλ.) τὸ Λατ. cornix (πρβλ. κόραξ = corvus), θαλασσία κορώνη, μικρὸν εἶδος πτηνοῦ μετὰ ἐρυθρῶν ποδῶν καὶ ἐρυθροῦ ῥάμφους (πρβλ. κολοιός), Ὀδ. Μ. 418., Ξ 308· τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι Ε. 66· οὕτως, ἐνάλιαι κ. Αἰλ. π. Ζ. 15. 23· ζῇ δὲ πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ τρώγει τὰ ἐκβρασθέντα πτώματα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3· διακρινομένη ἀπὸ τοῦ λάρου καὶ τῆς αἰθυίας παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξ. σελ. 22, ἀλλὰ συγχέεται μετ’ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ὀδ. Α. 441, Ε. 66. 2) πτηνόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κόρακος, «κουροῦνα», Corvus coroné, μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745· συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κ. Ἀρχίλ. 44· ῥητῶς δὲ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολοιοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 5 καὶ 7· μεταφορικ. ἐπὶ ἐχθροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1051· ἡ δὲ μακροβιότης αὐτῆς ἦν παροιμιώδης, πέντ’ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κ. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 609· πολιαὶ κ. αὐτόθι 967· κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας, ζήσας δὶς πλήρη ζωὴν κορώνης, Βαβρ. 46 3· ὑπὲρ τὰς κορώνας βεβιωκὼς Πολυδ. Β΄, 16· ― κορώνη σκορπίον ἥρπασε, «παροιμία ἐπὶ τῶν δυσχερέσι καὶ βλαβεροῖς ἐπιχειρούντων» Ζηνοβίου Ἐπιτομ. ἐν Παροιμιογρ. IV. 60, Ἀνθ. Π. 12. 92, Ἡσύχ., Σουΐδ. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐν τοῖς γάμοις μετὰ τὸν ὑμέναιον ᾖδον τὴν κορώνην, δηλ. ᾆσμα τῆς κορώνης, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9, ἔνθα ἴδε Ἰακώψ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἀγκιστροειδές, κυρτὸν ἢ καμπύλον, ὡς τὸ ῥάμφος κόρακος, (πρβλ. κόραξ ΙΙ). 1) ἐπίσπαστρονκοράκιον τῆς θύρας, οὗ ἐπιλαμβανόμενοι ἔκλειον αὐτὴν, θύρην δ’ ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Ὀδ. Α. 441, πρβλ. Φ. 46· χρυσέη δὲ κορώνη Η. 90, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 107, 111., Ι΄, 22. 2) τοῦ τόξου τὸ ἄκρον εἰς ὃ ἡ νευρὰ δέδεται, πᾶν δ’ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Ἰλ. Δ. 111, πρβλ. Ὀδ. Φ. 138, 165· ― καθόλου ἄκρον, Ἀρτεμίδ. 5. 65· ― μεταφ. (ἐκ τοῦ Ὁμηρ. χωρίου), χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι Λουκ. Περεγρ. 33· πρβλ. κορωνὶς ΙΙ. 2. 3) ἡ κυρτὴ πρύμνα πλοίου, Ἄρατ. 345· πρβλ. κορωνὶς Ι. 4) τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου, εἰς ὃ ἐνηρμόζετο ἢ προσεδένετο ὁ ζυγός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318, Πολυδ. Α΄, 252· πρβλ. ἱστοβοεύς. 5) ἀπόφυσις ὀστοῦ εἰς ὀξὺ λήγουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794, Γαλην. 4. 330, 12. 261, κτλ. 6) εἶδος στεφάνου, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
I. corneille, oiseau ; ◊ prov. (à cause de la longévité de la corneille) κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας BABR ayant atteint deux fois l’âge d’une corneille ; dans HOM (avec ou sans εἰναλίη) la corneille de rivage, le cormoran;
II. tout objet recourbé, particul.
1 extrémité recourbée (d’un marteau de porte, d’un arc);
2 fig. couronnement, fin, achèvement d’une chose : χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι LUC à une vie d’or mettre un couronnement d’or.
Étymologie: DELG apparenté à κόραξ ; > lat. corona.
2ης (ἡ) :
1 rondelle sur le joug de l’attelage;
2 p. anal., pudenda muliebria ; τὸ ἄκρον τοῦ αἰδοίου Suid..
Étymologie: κορώνη¹.

English (Autenrieth)

anything crooked or curved. —(1) the ring on a door, Od. 1.441. (See cuts Nos. 68 and 56.)—(2) the curved end of the bow over which the loop of the bow-string was brought. (See cut No. 34.)—(3) sea-crow cormorant,, 66.

Spanish

corneja

Greek Monolingual

η (ΑM κορώνη)
1. η κουρούνα
2. ναυτ. το άκρο της πρύμνης τών παλαιών ιστιοφόρων πλοίων το οποίο ήταν ελαφρά υπερυψωμένο και έφερε συνήθως το εθνικό έμβλημα με διάφορες ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις, κν. καλκάνι
αρχ.
1. (στον Όμηρο) θαλάσσιο πτηνό, η θαλάσσια καρακάξα («σκῶπες τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι εἰνάλιαι», Ομ. Οδ.)
2. το άσμα που τραγουδιόταν στους γάμους μετά τον υμέναιο
3. ο κρίκος της πόρτας από τον οποίο αυτή σύρεται («θύρην δ' ἐπέρυσε κορώνῃ ἀργυρέη», Ομ. Οδ.)
4. άκρο
5. το κορώνισμα
6. απόφυση του πήχεος, του βραχίονα
7. το καμπύλο άκρο του ρυμού του αρότρου στο οποίο έδεναν τον ζυγό με τον ζευγλόδεσμο
8. (κατά τον Ησύχ.) είδος στεφάνου
9. φρ. α) «κορώνην ἐπιτίθημί τινι» — τελειώνω κάτι («χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῑναι», Λουκιαν.)
β) «κορώνη Δαυλία» — το αηδόνι (Αριστοφ.)
10. παροιμ. «κορώνη τὸν σκορπίον (ἥρπασε)» — γι' αυτούς που επιχειρούν τα δύσκολα και επικίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει παρεκτεταμένο θ. kor-on που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kor- της ΙΕ ρίζας ker- «ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων» και συνδέεται με άλλες ονομ. πτηνών, πρβλ. κόραξ, κόραφος, όπως και με λατ. cornix «κουρούνα» και ουμβρ. curnaco «κουρούνα». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως μεταφορικά με τη γενική έννοια της κυρτότητας (κυρτό άκρο της πρύμνης, κρίκος της πόρτας, άκρη του τόξου, απόφυση του βραχίονα, άκρο τόξου κ.λπ.). Η μτφ. αυτή χρήση της λ. οφείλεται πιθ. στην κυρτότητα του ράμφους και τών ποδιών του πτηνού αυτού (πρβλ. κόραξ, λατ. corvus, γαλλ. corbeau, αγγλ. crow). Με τη μτφ. αυτή έννοια τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή corona «στέμμα» και από αυτήν η Ελληνική (πρβλ. κορόνα). Κατ' άλλη άποψη, η λ. κορώνη με την έννοια της καμπυλότητας, όπως και οι τ. κορωνίς, κορωνός, ανάγονται στην ίδια ρίζα με τη λ. κυρτός.
ΠΑΡ. κορωνίδα(ίς)
αρχ.
κορώνεως, κορωνιδεύς, κορωνίζω, κορωνίης, κορώνιος, κορωνόν, κορωνός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κορωνόπους
αρχ.
κορωνεκάβη, κορωνοβόλος
αρχ.-μσν.
κορωνοπόδιον
μσν.
κορωνόβιος
νεοελλ.
κορωνοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. τετρακόρωνος, τρικόρωνος.

Greek Monotonic

κορώνη: ἡ, Λατ. cornix,
I. 1. καλιακούδα ή θαλάσσιο κοράκι, είδος μικρού κόρακα με κόκκινα πόδια και ράμφος, σε Ομήρ. Οδ.
2. κόραξ, κόρακας, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
II. οτιδήποτε γαμψοειδές ή καμπυλωτό, όπως το ράμφος του κόρακα.
1. χερούλι πόρτας, σε Ομήρ. Οδ.
2. άκρο τόξου, στο οποίο δένεται η χορδή, σε Όμηρ.· μεταφ., βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι, τερματίζω την ζωή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κορώνη:
1) ворона (ей приписывалась особая долговечность): κορώνην δευτέραν ἀναπλήσας Babr. достигший возраста двух ворон, т. е. чрезвычайно старый;
2) (тж. κ. εἰναλίη Hom.) морская ворона, предполож. баклан Hom.;
3) дверная скоба: θύρην ἐπέρυσσε κορώνῃ ἀργυρέῃ Hom. (Эвриклея) притворила дверь серебряной скобой;
4) загнутый конец лука (на котором укреплялась тетива) Hom.;
5) перен. венец, конец, завершение (χρυσῷ βίῳ χρυσὴν κορώνην ἐπιθεῖναι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορώνη -ης, ἡ [~ κόραξ] voor verschillende vogels pijlstormvogel; kraai; spreekw.: οἷα κορώνη σκορπίον zoals een kraai een schorpioen (te pakken neemt) (voor gevaarlijke ondernemingen) AP 12.92.3. gebogen object ring, haak:; θύρην δ ’ ἐπέρυσσε κορώνῃ zij trok de deur met de haak dicht Od. 1.441; gebogen uiteinde:; χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην hij zette (aan de boog) een gouden uiteinde Il. 4.111; overdr. einde:; χρυσῷ βίῳ χρυσῆν κορώνην ἐπιθεῖναι aan een gouden leven een gouden einde toevoegen Luc. 55.33; anat. haakvormig uitsteeksel aan de ellepijp. Hp.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: crow, also shearwater, Corvus corone, cornix, frugilegus, Puffinus yelkuan (Od.);
Compounds: rarely in compp., e. g. κορωνο-βόλος shooting crows, τρι-κόρωνος have three times the age of a crow (AP). - Often metaph. of all kinds of curved or hook-formed objects (cf. below): tip of a bow (Il.), grip of a door (Od., Poll.), tip of the plough-pole (A. R.), back of a ship (Arat.), pathological tumour of the elbow etc. (Hp.), kind of crown (Sophr. 163, H.).
Derivatives: κορωνιδεύς m. young crow (Cratin. 179; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 46); κορώνεως f. tree with raven-black figs (Ar. Pax 628; cf. on ἐρινεώς s. ἐρινεός). - κορωνίς f. curbed, with tail, of ships (Hom.), of cattle (Theoc.), as subst. crown (Stesich.), curved line, ornament at the end of a book etc., as orthographic sign, metaph. end (hell.); also m. κορωνός curbed etc. (Archil., Hp., EM), also PN Κόρωνος (Β 746; Sommer Nominalkomp. 122), n. κορωνόν knob of bone(s), τὰ κόρωνα elbow (medic.); κορώνιος μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς H., also monthsname (Knossos), κορώνιον n. Krähenkraut(=?) (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 42); κορωνίης m. who proudly bows his neck (ἵππος; Semon.) with κορωνιάω id., be proud (hell.), also curb oneself (κορωνιόωντα πέτηλα Hes. Sc. 289; metr. conditioned). - Denomin. verb κορωνίζω end, finish (of κορωνίς; Pontos); also of κορώνη as basis of κορωνισταί pl. "crow-singer", κορωνίσματα pl. "crow-songs", i. e. begging singer, -songs (Ath.). - See on κορώνη Thompson Birds s. v.
Origin: IE [Indo-European] [567] *ker-\/kor-v\/n- crow
Etymology: The Italic words for crow, Lat. corn-īx, Umbr. curn-aco cornicem, make also for κορών-η an old n-stem *koron-, *korn- probable (also in κόραξ and κόραφος? (diff. Brugmann Grundr.2 2 : 1, 280; s. also Schwyzer 491); an u-stem alternating with this n-stem is seen in Lat. corvus, MIr. crū raven. The words are all based on an onomatop. (diff. Specht Ursprung 118: orig. colour word). - Generally κορώνη is as name for curbed abjects beside κορωνίς, κορωνός separated from κορώνη crow and connected with κυρτός (s. v.). Against a separation in two diff. words speaks the remarkable formation of the Greek word. The metaphorical use of κορώνη crow has nothing remarkable (κόραξ, Lat. corvus, Fr. corbeau, NEngl. crow, Swed. kråka etc.). Both the beak and the feet of the bird may have caused the metaphors. - From here Lat. corōna, corōnis with westeuropean derivv. - Cf. on κόραξ.

Middle Liddell

κορώνη, ἡ,
I. Lat. cornix, the chough or sea-crow, a small kind with red legs and bill, Od.
2. = κόραξ, the carrion-crow, Hes., Ar.
II. anything hooked or curved, like a crow's bill,
1. the handle on a door, Od.
2. the tip of a bow, on which the bowstring was hooked, Hom.:—metaph., βιῷ κορώνην ἐπιθεῖναι to put a finish to life, Luc.

Frisk Etymology German

κορώνη: {korṓnē}
Grammar: f.
Meaning: Krähe, auch Seekrähe, Saatkrähe, Corvus corone, cornix, frugilegus, Puffinus yelkuan (seit Od.);
Composita : vereinzelt in Kompp., z. B. κορωνοβόλος Krähen erschießend, τρικόρωνος dreifaches Krähenalter habend (AP). — Oft übertr. von allerhand gekrümmten oder hakenförmigen Gegenständen (vgl. unten): Bogenende (Il.), Türgriff (Od., Poll.), Ende des Pflugbaumes (A. R. u. a.), Achterschiff (Arat.), krankhafter Auswuchs des Ellbogenbeins (Hp. u. a.), Art Kranz (Sophr. 163, H.).
Derivative: Ableitungen: κορωνιδεύς m. junge Krähe (Kratin. 179; Boßhardt Die Nom. auf -ευς 46); κορώνεως f. Baum mit rabenschwarzen Feigen (Ar. Pax 628; vgl. zu ἐρινεώς s. ἐρινεός). — κορωνίς f. gekrümmt, geschweift, von Schiffen (Hom.), von Rindern (Theok.), als Subst. Kranz (Stesich.), Krummlinie, Schnörkel am Ende eines Buchs usw., als orthographisches Zeichen, übertr. Ende (hell. u. sp.); dazu m. κορωνός krumm (Archil., Hp., EM), auch PN Κόρωνος (Β 746; Sommer Nominalkomp. 122), n. κορωνόν Gelenkknoten, τὰ κόρωνα Ellbogen (Mediz.); κορώνιος· μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς H., auch Monatsname (Knossos), κορώνιον n. Krähenkraut (Ps.-Dsk.; Strömberg Pflanzennamen 42); κορωνίης m. der stolz den Hals beugt (ἵππος; Semon.) mit κορωνιάω stolz den Hals beugen, sich brüsten (hell. u. sp.), auch sich krümmen (κορωνιόωντα >πέτηλα Hes. Sc. 289; metrisch bedingt). — Denominatives Verb κορωνίζω beendigen, vollenden (von κορωνίς; Pontos); auch von κορώνη als Grundlage von κορωνισταί pl. "Krähensänger", κορωνίσματα pl. "Krähengesänge", d. h. Bettelsänger, Bettelgesänge (Ath.). — Ausführlich über κορώνη Krähe Thompson Birds s. v.
Etymology : Die italischen Wörter für Krähe, lat. corn-īx, umbr. curn-aco cornicem, machen auch für κορώνη einen alten n-Stamm *koron-, *korn- wahrscheinlich, der ebenfalls in κόραξ und κόραφος vorliegen kann (anders Brugmann Grundr.2 2 : 1, 280; s. auch Schwyzer 491); ein mit diesem n-Stamm alternierender u-Stamm steckt in lat. corvus, mir. crū Rabe. Die Wörter gehen wohl alle auf eine Schallnachahmung zurück (anders Specht Ursprung 118: urspr. Farbwort). — Allgemein wird κορώνη als Benennung gekrümmter Gegenstände nebst κορωνίς, κορωνός von κορώνη Krähe getrennt und zu κυρτός (s. d.) usw. gezogen. Gegen eine Zerlegung in zwei verschiedene Wörter spricht indessen schon die eigenartige Bildung des griechischen Wortes. Die Annahme eines metaphorischen Gebrauchs von κορώνη Krähe hat in Anbetracht der ähnlichen Verwendung der entsprechenden Vogelnamen im Griechischen und anderen Sprachen (κόραξ, lat. corvus, frz. corbeau, nengl. crow, schwed. kråka u. a. m.) nichts Auffallendes. Nicht nur der Schnabel sondern auch die Füße der betreffenden Vögel haben die Metaphern veranlassen können. — Aus κορώνη, κορωνίς lat. corōna, corōnis mit westeuropäischen Ablegern. — Vgl. zu κόραξ.
Page 1,927-928