ἐνεργός
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
όν, A at work, active, busy, Hdt.8.26, etc.; ζῷα ἐνεργά, opp. εἴδωλα ἀκίνητα, X.Mem.1.4.4; δικασταί, κυβερνῆται, ἐ. ὄντες on duty, Pl.Lg.674b; ὅπως ἂν ἐ. ὦσι = that they may begin business, D.35.7; ἐ. περί τι γίγνεσθαι Plb.3.17.4; effective, fit for service, νῆες, στράτευμα, Th.3.17, X.Cyr.2.2.23; πεζὸν σὺν ἵπποις -ότατον Id.Eq.Mag.9.7; ἐνεργός προσβολή = vigorous attack, Plb.4.63.8; ἐνεργεῖς ὑσσοί = effective javelins, Id.1.40.12; πελέκεις D.S.5.39; ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν = march with rapidity, Plb.5.8.3; τὸ τῆς ὥρας πρὸς τὰς νόσους ἐνεργότατον D.S.14.70; τόποι (in logical sense) ἐνεργότατοι = most effective, Arist.Top.154a16; ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν = calls into action the nutritive properties (of the soil), Id.Pr.924a17. 2 actual, opp. potential, Theol.Ar.6, 12. II of land, productive, opp. ἀργός, X.Cyr.3.2.19, cf. 5.4.25, HG4.4.1, Plu.Sol.31 (Comp.); simply, tilled, SIG685.72 (Itanos); πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν μυριάσι = producing enough for multitudes, Plu. Caes.58; μυλαῖον ἐ. = in working order, PRyl.167.10 (i A.D.); also of mines, X.Vect.4.2; ἐνεργά (sc. χρήματα) employed capital, which brings in a return, D.27.7,10, cf. X.Hier.11.4; θησαυρὸς ἐ. PLond.2.216 (i A.D.); τὸ δάνειον ἐνεργὸν ποιεῖν = to put out to interest, D.56.29. III Adv. ἐνεργῶς = with activity, μαχεῖται X.Mem.3.4.11; γυμνάζειν Plb.1.9.7, al.: Comp., Id.4.59.3.
Spanish (DGE)
-όν
A Ide pers., animados y asim.
1 activo, ocupado, que tiene un trabajo u ocupación ἄνδρες ... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι εἶναι Hdt.8.26, cf. X.Mem.2.7.9, Hier.9.8, Luc.Apol.14, ἵνα οὖν ἐνεργοὶ ὦμεν, προσαγάγου ἡμᾶς recomiéndanos para que tengamos trabajo, PSI 341.5, cf. 407.9 (ambos III a.C.), οὐδενὶ θέμις ἐστὶν ἐνεργὸν ἔχειν τὴν χεῖρα no está permitido a nadie tener la mano activa, e.e. trabajar en la fiesta judía de la Preparación, Synes.Ep.5 (p.15)
•que está en situación de trabajar, de hacer negocios ἐδέοντό μου δανεῖσαι χρήματα ... ὅπως ἂν ἐνεργοὶ ὦσιν D.35.7.
2 en rel. c. un oficio, cargo o empleo que está de servicio o cumpliendo su cometido μηδ' αὖ κυβερνήτας μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι Pl.Lg.674b, cf. X.Cyr.6.2.36, ὀψοποιοὶ μόνοι ... ἐνεργοὶ ἔστωσαν Luc.Sat.13.
3 activo, que actúa
a) de pers. πάντες ὦσι κατὰ τὴν πόλιν ἐνεργοί todos estén activos en la defensa de la ciudad Ph.Mech.93.25, ὁ δὲ τῇ γνώμῃ μὲν ἦν ἐ. pero éste actuaba conforme a su parecer Plu.Aem.13, ἐνεργοὶ καὶ γυμναζόμενοι Philostr.Gym.58
•c. περί y ac. activo en, que se aplica o dedica activamente a Ἀννίβας ἐ. ἐγίνετο περὶ τὴν πολιορκίαν Plb.3.17.4, cf. D.H.4.54
•de acémilas y caballerías listo, dispuesto ζεύγη ἐνεργὰ ὄντα πρὸς τὴν ὑπερησίαν Plu.Sull.12
•subst. τῶν ἱππέων τὸ ἀεὶ ἐνεργόν la parte de la caballería que siempre estaba lista Paus.10.19.9;
b) de abstr. activo, que opera, actuante, eficaz θηρίων τινῶν ὄψεις, ἐνεργοὶ διὰ σκότους οὖσαι Plu.Arat.10, ἔρως Plu.2.84c, ἐνεργὸν τὴν πίστιν διὰ τῆς ἀγάπης πεποιημένοι Clem.Al.Strom.1.4.1, λόγος δὲ Θεοῦ καὶ ῥῆμα ζῶν καὶ ἐνεργόν la palabra de Dios es también una palabra viva y eficaz Basil.M.29.732A, λόγος ... ἐ. ἐξ οὐρανοῦ Ath.Al.M.26.1136B, ἐ. γὰρ ἡ εἱμαρμένη Alciphr.2.4.2
•c. giro prep. ἐνεργὸν εἶναι καὶ ἐπ' ἐκείνων τὴν τοῦ Πνεύματος δύναμιν Basil.Ep.189.7
•subst. τὸ θειότερον καὶ ἐνεργὸν κατ' αὐτὴν (τὴν Πυθαγόρειον φιλοσοφίαν) ἐπεδείξατο Eun.VS 454.
4 activo, con capacidad de movimiento u operatividad, móvil ζῷα ἔμφρονά τε καὶ ἐνεργά op. εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.Mem.1.4.4, cf. Ath.507e, τ[ῆ] μος ἐνεργότατος hasta entonces con gran capacidad de movimiento, e.d. agilísimo prob. ref. al cisne, Call.Fr.1.40, cf. Steph.in Gal.Glauc.6.
5 c. idea de intensidad muy activo, enérgico
a) de pers. ἐ. καὶ δραστήριος Plu.Nic.16, cf. Philostr.VA 4.31;
b) de abstr. διὰ τὸ τοὺς Μακεδόνας ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν Plb.5.8.3, cf. 9.5.8, προσβολαί Plb.4.63.8, πολιορκία D.S.17.24, διεπόνει τὸ σῶμα γυμνασίοις ἐνεργοῖς Plu.Cat.Mi.5, ἡ ἔχθρα Plu.Ant.16, αἱ δὲ τῆς παιδὸς ἡλικιώτιδες ἐνεργὸν ὑμέναιον ᾕδον las amigas de la muchacha cantaban con energía un himno nupcial Aristaenet.1.10.98, op. ἁπαλός Orib.10.2.5
•neutr. como adv. τὴν δ' ἄκραν ἐνεργέστερον ἐπολιόρκουν D.S.19.79
•subst. τὸ ἐνεργὸν τῆς τέχνης la energía de la práctica atlética, Philostr.Gym.25
•actividad enérgica de la caza, Longus 3.8.2.
II frec. de cosas y abstr.
1 que está en funcionamiento o en servicio, en uso, útil νῆες Th.3.17, (ἀργύρεια) ἐνεργά minas en explotación X.Vect.4.2, cf. Hyp.Eux.36, ἐλαιουργεῖον PPrag.38.5 (I d.C.), θησαυρὸς ἐ. στεγνὸς καὶ τεθυρωμένος un almacén en buenas condiciones, con techo y puerta Wilcken Chr.192.9 (I d.C.), μυλαῖον PRyl.167.10 (I d.C.), BGU 1067.4 (II d.C.), cf. PMich.226.20 (I d.C.), λουτρωνίδιον PHels.12re.20 (II a.C.), cf. PMich.312.13 (I d.C.), POxy.1461.6 (III d.C.), τὸ ... ἱερὸν ἐνεργὸν τῷ Πρωτεσίλεῳ el templo está en servicio en honor de Protesilao Philostr.Her.16.5.
2 útil, eficaz, eficiente
a) gener. ἐνεργὸν καὶ πειθόμενον ... τὸ στράτευμα X.Cyr.2.2.23, cf. Eq.Mag.9.7, (τόποι) en la argumentación, Arist.Top.154a16, ἡ δὲ γεωργία ... ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν pero la agricultura hace más eficaz la nutrición de las plantas por los componentes del suelo, Arist.Pr.924a17, cf. Plb.1.40.12, D.S.5.39, ὄργανα Hero Bel.113.2;
b) medic. y vet. eficaz, efectivo de fármacos y tratamientos προσθετὸν ἐνεργόν Hp.Mul.1.74, cf. 2.114, ἐνεργότερον ... εἰς τὰς ἄλλας χρείας Thphr.HP 9.8.3, Gal.14.447, τῇ ἄλλῃ ἰητρείῃ ἐνεργῷ χρέεσθαι Aret.CA 2.3.13, ἐνεργοὶ δὲ πρὸς τοῦτο καὶ αἱ κολλητικαὶ ἔμπλαστροι Orib.Syn.9.42.9, cf. Hippiatr.Paris.1026, τὸ τῆς ὥρας εἶναι πρὸς τὰς νόσους ἐνεργότατον D.S.14.70
•neutr. como adv. eficazmente μουσικὴ δὲ ἐνεργέστατα πείθει Aristid.Quint.56.27.
3 de metales trabajado, forjado, batido κασσίτερος POxy.3491.7 (II d.C.), σίδηρος POxy.84.14 (IV d.C.).
III 1de la tierra productivo, cultivable γῆ op. ἀργός X.Cyr.3.2.19, χώρα X.Cyr.5.4.25, cf. HG 4.4.1, Thphr.Fr.99 (var. en Plu.Sol.31), ICr.3.4.9.72 (Itanos II a.C.), I.BI 3.44, Paus.8.23.2, D.Chr.7.35
•c. dat. πεδίον ... πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι una llanura capaz de abastecer a muchos miles de hombres Plu.Caes.58, cf. D.Chr.7.36.
2 econ. productivo, que renta esp. comercios, talleres y dinero prestado a interés, D.27.7, X.Hier.11.4, τὸ δάνειον ... πάλιν ἐνεργὸν ποιεῖν hacer que el préstamo fuera de nuevo productivo, e.e. prestarlo a interés D.56.29, cf. Isoc.7.35, ἔστω ὁ τόκος ... ἐ. Πραξικλεῖ IG 12(7).67.51 (Arcesine IV/III a.C.).
3 rel. unidad temp. laborable ἐντὸς ἡμερῶν δέκα ἐνεργῶν IG 7.3073.14 (Lebadea II a.C.), ἓξ ἡμέραι αἱ ἐνεργοί al día del sábado, LXX Ez.46.1, ἐνεργοὶ πράξεις ocupaciones op. ἑορταί ‘fiestas’, Plu.2.9c.
B adv. -ῶς
1 con aplicación, diligentemente συνήθροιζον στόλον ἐ. Plb.1.39.15, cf. 3.40.4, πάντα ἐ. πεποιημένα Aristeas 70, cf. Corp.Herm.9.6, ἐ. ἐπετέλει τὰς ἐπαγγελίας D.S.16.24, οἱ ... βιοῦντες ἐ. καὶ δικαίως los que llevan una vida activa y justa Clem.Al.Strom.1.25.165.
2 medic. con eficacia βοηθεῖν Dsc.1.116, τὸ ... ἰσχυρότατον τῶν πρὸς τὸ πάθος ἐ. ποιούντων Gal.12.393, cf. Cyran.2.4.13, Aret.CA 2.3.8, Paul.Aeg.2.42.
3 milit. con energía, encarnizadamente μαχεῖσθαι X.Mem.3.4.11, πολεμεῖν D.S.17.27, cf. 12.28, ἐ. προσέκειντο τῇ Μεσσήνῃ Plb.1.11.6.
4 astrol. ejerciendo su influencia Doroth.373.23, Ptol.Tetr.3.4.6.
German (Pape)
[Seite 838] arbeitend, handelnd, wirksam (ἐν ἔργῳ ὤν, eigtl. in der Ausübung seiner Thätigkeit seiend); μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι Plat. Legg. II, 674 b; στράτευμα Xen. Cyr. 2, 2, 23; ὅπως ἤν τι δέῃ ὁδοποιΐας εὐθὺς ἐνεργοὶ ἦτε, gleich Hand anleget, 6, 2, 36; Ggstz σχολὴν ἄγειν, Luc. Hermot. 1; περί τι, Pol. 3, 17, 4 u. a. Sp., Etwas betreiben; bes. vom Kaufmann, z. B. Dem. 35, 7, wo Leute sich Geld leihen, ὅπως ἐνεργοὶ ὦσι (vgl. Her. 8, 26 ἄνδρες βίου δεόμενοι καὶ ἐν. βουλόμενοι εἶναι, die Etwas verdienen wollen); vom Gelde, χρήματα ἐνεργά, im Ggstz von ἀργά, Geld, das arbeitet, Zinsen trägt, Dem. 27, 7; τὸ δάνειον ἐνεργὸν ποιεῖν εἰς Αἴγυπτον 56, 29; vgl. Xen. Hier. 11, 4. Auch sonst von Dingen; ἡμέρα, Werkeltag, Her. 8, 26; γῆ, χώρα, Xen. Cyr. 5, 4, 12. 8, 6, 8 Hell. 4, 4, 1, fruchtbringendes, also bestelltes Land, im Ggstz des ἀργός, Cyr. 3, 2, 9; χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν Oec. 4, 17; πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, das für viele Tausende Frucht bringt, Plut. Caes. 58; von Bergwerken, ergiebig, Xen. Vect. 4, 2; ὑσσοί Pol. 1, 40, 12; πελέκεις D. Sic. 5, 39; von Heilmitteln, Medic.; πορεία, angestrengter Marsch, Pol. 5, 8, 3; πολιορκία u. ä., Pol., bei dem oft die v.l. ἐνεργής sich findet. – Adv. ἐνεργῶς, z. B. μάχεσθαι, mit Anstrengung, tüchtig, Xen. Hem. 3, 4, 11; ἐνεργότερον ἅψασθαι πολέμου D. Sic. 12, 67, v.l. ἐναργέστερον.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 agissant, actif;
2 qui s'occupe de qch;
3 propre à l'activité, capable d'agir ; en parl. de soldats, de vaisseaux propre au service ; en gén. vigoureux, alerte;
4 actif, productif;
Sp. ἐνεργότατος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργός: -όν, ὁ ἐν ἔργω ὤν, ὁ ἠσχολημένος εἴς τι, ὁ ἔχων ἐργασίαν, ἧκον... ἄνδρες... βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι εἶναι Ἡρόδ. 8. 26· μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ παράπαν Πλάτ. Νόμ. 674Β· ζῷα ἐνεργά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀκίνητα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4· ὅπως ἂν ἐνεργοὶ ὦσι, ὅπως ἄρξωνται τοῦ ἔργου, Δημ. 925. 8· ἐνεργοὺς περί τι 3. 17, 4· ἐπὶ νέων καὶ στρατεύματος, κλ., κατάλληλος πρὸς ὑπηρεσίαν ἢ ἔργον, νῆες... ἐνεργοὶ Θουκ. 3. 17· δεῖ ἐνεργὸν... ἔχειν τὸ στράτευμα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23· ἐν. προσβολή, ἰσχυρά, Πολύβ. 4. 63, 8· ἐνεργοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ὑσσοῖς, ἀποτελεσματικοῖς καὶ πυκνοῖς τοῖς ἀκοντίοις, ὁ αὐτ. 1. 40, 12· ἐνεργὸν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, ταχεῖαν, ὁ αὐτ. 5. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἐν ἐνεργείᾳ, καλλιεργουμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀργός, βούλοιο ἄν σοι τὴν νῦν ἀργὸν οὖσαν χώραν ἐνεργὸν γενέσθαι...; Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, πρβλ. 5. 4, 25, Ἑλλην. 4. 4. 1, Ἱερ. 11. 4· πεδίον πολλαῖς ἐνεργὸν ἀνθρώπων μυριάσι, παράγον καρπὸν διὰ πολλὰς μυριάδας ἀνθρώπων, Πλουτ. Καῖσαρ 58· οὕτως ἐπὶ μεταλλείων, Ξεν. Πόροι 4, 2· ἐνεργὰ χρήματα, τὰ ἐν ἐνεργεία, τὰ ἔντοκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀργά, Δημ. 815. 15, πρβλ. 816. 14· ἐνεργὸν ποιεῖν (τὸ δάνειον) ὁ αὐτ. 1291 ἐν τέλει. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνεργῶς, μετὰ δραστηριότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, ἀνυσίμως, Διοσκ. 1. 11. Πρβλ. ἐνεργής.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεργός, -όν) έργον
1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός»)
2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση)
3. δραστήριος, ενεργητικός, αποτελεσματικός
4. (οικον.) «ενεργό κεφάλαιο» — κεφάλαιο που έχει διατεθεί σε επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς το «νεκρό ή αργό κεφάλαιο»
αρχ.
1. εργαζόμενος, που βρίσκεται σε εργασία, που εργάζεται («ἐδέοντό μου δανεῖσαι χρήματ'..., ὅπως ἄν ἐνεργοί ὦσιν», Δημοσθ.)
2. που ασκεί την εργασία του, που βρίσκεται εν ενεργεία
3. κατάλληλος ή έτοιμος για δράση
4. ισχυρός, αποτελεσματικός («ἐνεργός προσβολή», Πολ.)
5. γρήγορος («ἐνεργόν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν», Αριστοτ.)
6. (για γη, χώρα) παραγωγικός, εύφορος, αποδοτικός («τήν τε χώραν ἐνεργοτέραν ἐποίησεν», Πλούτ.)
7. (απλώς) καλλιεργημένος
8. «ἐνεργά χρήματα» — που αποφέρουν κέρδος
9. αυτός που καθιστά κάτι δραστικό («ἡ γεωργία ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν», Αριστοτ.).
επίρρ...
ενεργώς
με σημαντική προσωπική συμμετοχή σε μια ομαδική προσπάθεια, με εντατική δράση, με δραστική ενέργεια.
Greek Monotonic
ἐνεργός: -όν (ἔργον),·
I. αυτός που εργάζεται, εργαζόμενος, ενεργός, δραστήριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες ή πλοία, αποτελεσματικός, κατάλληλος, ικανός για υπηρεσία, σε Θουκ., Ξεν.
II. λέγεται για χώρα, αποδοτική, εύφορη, παραγωγική, προσοδοφόρα, αντίθ. προς το ἀργός, στον ίδ.· ἐν. χρήματα, κεφάλαια που αποδίδουν κέρδος, έντοκα, σε Δημ.
III. επίρρ. ἐνεργῶς, δραστήρια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεργός:
1) работающий, занятый (δικασταί Plat.): ἐ. εἶναι βουλόμενος Hom., Plut. ищущий работы; ἐ. γενέσθαι περί τι Polyb. быть занятым чем-л;
2) деятельный, боеспособный, неутомимый (στράτευμα Xen.; ὑσσοί Polyb.);
3) подвижный, живой (ζῷα Xen.);
4) стремительный, быстрый (πορεία Polyb.);
5) годный, исправный, в отличном состоянии (νῆες Thuc.; πελέκεις Diod.);
6) годный для обработки, плодородный (χώρα, γῆ Xen.; τόποι Arst.; πεδίον Plut.);
7) производительный, дающий доход (χρήματα Dem.);
8) питательный (τροφή Arst.).
Middle Liddell
ἐν-εργός, όν ἔργον
I. at work, working, active, busy, Hdt., etc.: of soldiers, ships, effective, fit for service, Thuc., Xen.
II. of land, in work, productive, opp. to ἀργός, Xen.; ἐν. χρήματα capital which brings in a return, Dem.
III. adv. ἐνεργῶς with activity, Xen.
English (Woodhouse)
bringing in interest, fit for action, in active service, full of work, in operation, invested, out at interest