νοσφίζω

From LSJ
Revision as of 08:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφίζω Medium diacritics: νοσφίζω Low diacritics: νοσφίζω Capitals: ΝΟΣΦΙΖΩ
Transliteration A: nosphízō Transliteration B: nosphizō Transliteration C: nosfizo Beta Code: nosfi/zw

English (LSJ)

Att. fut. A νοσφῐῶ S.Ph.1427, E.Alc.43: aor. I ἐνόσφισα Pi.N.6.62, etc.:—Med., fut. νοσφίσομαι IG12(7).515.93 (Amorgos, ii B.C.); Ep. νοσφίσσομαι A.R.4.1108: aor. ἐνοσφισάμην, Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): pf. νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4 (iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37:—Pass., aor. ἐνοσφίσθην Od.11.73, etc.: I Hom. only Med. and Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94; νοσφίσατ' Od.11.425: metaph., ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον Il.2.81, 24.222. 2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98. 3 c. acc., forsake, abandon, παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε 4.263; elsewhere in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib.579, 21.77,104; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92; ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT693 (lyr.). II after Hom. (ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer.158) in Act., set apart, separate, remove, τινὰ ἐκ δόμων E.Hel.641 (lyr.); βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA1286 (lyr.); τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331; τινα A.R.2.793: metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph.1427; τῷ νύ μ'… ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.) ἐσσυμένως Q.S.13.282; ν. τινά alone, A.Ch.438 (lyr.), Eu.211; ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292 (Paul. Sil.). 2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62; also ν. τινά τινος A.Ch.620 (lyr.), E.Alc.43; τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp.539; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr.1207 (lyr.). 3 Med., put aside for oneself, appropriate, purloin, νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.): in pf. Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of…, PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2; ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10. III Med. in act. sense, deprive, rob, σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp.153, cf. A.R.4.1108. 2 in later poets, remove, τοὺς… ἀπὸ Ξάνθοιο… πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684; νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79.—Rare in Att. Prose.

French (Bailly abrégé)

f. νοσφίσω, att. νοσφιῶ, ao. ἐνόσφισα, pf. inus.
1 éloigner, séparer : τινα βίον SOPH écarter qqn de la vie, le tuer ; abs. se défaire de qqn, le tuer;
2 détourner, soustraire, dérober, voler : τινά τινος dépouiller qqn de qch;
Moy. νοσφίζομαι (ao. ἐνοσφισάμην et ἐνοσφίσθην);
I. intr.
1 s'éloigner, s'écarter, aller à l'écart;
2 fig. en parl. de sentiments s'écarter de, s'éloigner de (dans son cœur) : νοσφιζοίμεθα μᾶλλον IL nous nous éloignerions de lui plutôt (que de le croire);
II. tr.
1 se séparer de, abandonner, laisser, acc.;
2 mettre de côté pour soi, détourner à son profit, soustraire.
Étymologie: νόσφι.

English (Slater)

νοσφίζω deprive c. acc. dupl., δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.62)

English (Thayer)

middle, present participle νοσφιζόμενος; 1st aorist ἐνοσφισαμην; (νόσφι afar, apart); to set apart, separate, divide; middle to set apart or separate for oneself, i. e. to purloin, embezzle, withdraw covertly and appropriate to one's own use: χρήματα, Xenophon, Cyril 4,2, 42; Plutarch, Lucull. 37; Aristid. 4; μηδέν τῶν ἐκ τῆς διαρπαγης, Polybius 10,16, 6; χρυσώματα, ἀλλότρια, Josephus, Antiquities 4,8, 29; absolutely, τί) ἀπό τίνος, A. V. keep back); the Sept. ἐκ τίνος, Athen. 6, p. 234a.

Russian (Dvoretsky)

νοσφίζω: (fut. νοσφίσω - атт. νοσφιῶ)
1) удалять, уносить, похищать (ἐκ δόμων τινά Eur.);
2) лишать (τινὰ βίου Soph.);
3) убирать прочь, т. е. убивать (ἄνδρα Aesch.);
4) med.-pass. уходить в сторону, удаляться (πατρός Hom.; νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν HH);
5) med. оставлять, покидать (παῖδα Hom.);
6) med. отвергать, отбрасывать прочь (ψεῦδος Hom.);
7) med. захватывать, присваивать себе (χρήματα ὁπόσα ἂν βουλώμεθα Xen.; πολλὰ τῆς πόλεως Plut.; ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου NT).

Chinese

原文音譯:norf⋯zomai 挪士非索買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:盜用公款 相當於: (חֵרֶם‎)
字義溯源:私自留下,私留,私拿東西,誤用,偷竊,侵吞;源自(νοσσίον)X*=分開)
出現次數:總共(3);徒(2);多(1)
譯字彙編
1) 私拿東西(1) 多2:10;
2) 私自留下(1) 徒5:3;
3) 私留(1) 徒5:2

Mantoulidis Etymological

καί νοσφίζομαι (=ἀποχωρίζω ἀπομακρύνομαι). Ἀπό τό τοπικό ἐπίρρ. νόσφι (=μακριά) πού ἔχει γιά α´ συνθετ. τό νοσ→ νοτ→ νωτ (=πίσω, ἀπό ὅπου τό νῶτο, τά νῶτα) + κατάληξη -φι (γεν. ἤ δοτ., ὥστε νόσφι σήμαινε στήν ἀρχή πίσω καί νοσφίζομαι = στρέφω τά νῶτα μου).
Παράγωγα: νοσφισμός, νοσφιστής, νοσφιδόν (=κρυφά).